Η
γερμανίδα καγκελάριος είχε μια τελευταία ευκαιρία να σχηματίσει
κυβέρνηση συνασπισμού, μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου.
Η προσπάθεια, ωστόσο, απέτυχε, και η Μέρκελ ίσως αναγκαστεί να αποχωρήσει παρά το γεγονός ότι ως πρόσφατα όλοι προέβλεπαν ότι θα κάνει μια τέταρτη θητεία, γράφει το έγκριτο σάιτ Slate.
Και συνεχίζει την διεισδυτική και δυσοίωνη ανάλυσή του:
«Δεν ήταν ο κυβερνητικός συνασπισμός που ονειρευόταν. Αλλά ήταν ο μόνος δυνατός. Εξάλλου, είχε άλλη επιλογή; Η Ανγκελα Μέρκελ κυβέρνηση οκτώ χρόνια με τους Σοσιαλδημοκράτες (2005-2009 και 2013-2017), και τέσσερα χρόνια με τους Φιλελεύθερους (2009-2013). Πριν από τέσσερα χρόνια, μάλιστα, δεν θα είχε αντίρρηση να κυβερνήσει με τους Πράσινους. Επομένως, γιατί να μην κάνει συνασπισμό «Τζαμάικα», με τον όρο να είναι επικεφαλής;
Οι Φιλελεύθεροι γκρέμισαν όλες τις ελπίδες της. Μετά την άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών να συμμετάσχουν εκ νέου σε κυβερνητικό συνασπισμό, η «Τζαμάικα» ήταν ο μοναδικός τρόπος να σχηματιστεί κυβέρνηση πλειοψηφίας στην Bundestag, μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Ολες οι άλλες φόρμουλες ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Αριστερά, το Die Linke έχει τσιμεντώσει ένα 10% των ψήφων. Δεξιά, οι λαϊκιστές του AfD πήραν κεφάλι στο κοινοβούλιο. Η Ανγκελα Μέρκελ ήλπιζε ότι η συμφωνία μεταξύ τεσσάρων κομμάτων, των συντηρητικών CDU και CSU Βαυαρίας, των Φιλελευθέρων του FDP και τους Πράσινους, θα μπορούσε να ανανεώσει τη θητεία της για ακόμη τέσσερα χρόνια.
Αυτός ο συνασπισμός ήταν επίσης ένας τρόπος για να αναστηλωθεί η Ανγκελα Μέρκελ, μετά τον εκλογικό τραυματισμό της στις πρόσφατες εκλογές. Στο εξωτερικό όλοι την θαύμαζαν γιατί κράτησε την Γερμανία σταθερή μετά την έκπληξη του Brexit, την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και την νίκη του Εμανουέλ Μακρόν. Μετά από 12 χρόνια στα ηνία της Γερμανίας, η Μέρκελ προοριζόταν να καταλάβει και πάλι την καγκελαρία.
Ωστόσο, η Ανγκελα Μέρκελ βγήκε πιο τραυματισμένη απ'ότι έδειξε το βράδυ των εκλογών. Το CDU-CSU πήρε μόνο 32,9% και έκανε το χειρότερο σκορ του, χάνοντας 8,6 μονάδες σε σχέση με το 2013. Το λαϊκιστικό AfD της ρούφηξε πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους. Η κυριαρχία της Μέρκελ δεν αμφισβητήθηκε, παρά την υποχώρησή της στα ποσοστά. Ακόμη και κάποιοι φιλόδοξοι νέοι πολιτικοί που έκαναν ένα βήμα μπροστά για να διεκδικήσουν την διαδοχή της, δεν αποτέλεσαν πραγματική απειλή.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης «Τζαμάικα» ξαναμοιράζει τα χαρτιά. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν θέλησε να εμπλακεί προσωπικά στις διαπραγματεύσεις, παρότι ο διάσημος τακτικισμός της θα την είχε βοηθήσει να συνεννοηθεί με τους πρωταγωνιστές. Εκείνη προτίμησε να μείνει στο περιθώριο, σαν να μην την αφορούσε άμεσα το θέμα. Επέτρεψε, έτσι, να αναπτυχθούν «παιχνιδάκια» προσωπικά και κομματικοί υπολογισμοί, χωρίς η ίδια να καταλάβει ότι όλα αυτά οδηγούσαν σε αδιέξοδο.
Παρατηρητές που συνομίλησαν με κάποιους από τους διαπραγματευτές αναφέρουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ δεν προώθησε καμία ιδέα και δεν επέδειξε την κυριαρχία της λες και υπολόγιζε ότι μόλις οι συνομιλητές κουραστούν θα τους υφαρπάξει την συμφωνία την τελευταία στιγμή. Αυτή η μέθοδος, αναφέρουν, λειτουργεί συχνά στις Συνόδους Κορυφής αλλά ήταν καταδικασμένη σε μια διαπραγμάτευση όπου ένας από τους συμμετέχοντες, οι Φιλελεύθεροι εν προκειμένω, πίστευαν ότι είχαν περισσότερα να κερδίσουν από μια αποτυχία παρά από έναν συμβιβασμό.
Μετά από 15 χρόνια στην προεδρία του κόμματος και 12 χρόνια στην καγκελαρία, η μέθοδος Μέρκελ δεν λειτουργεί πλέον. Ο χωρίς όρια πραγματισμός, συνδιασμένος με μια ιδεολογική χαλαρότητα, δεν ξεγελάει πια τους συνομιλητές της. Κι αυτό είναι το παράδοξο: εκείνη που δεν κάνει ένα βήμα πριν μελετήσει όλες τις υποθέσεις και ζυγίσει όλες τις συνέπειες, πληρώνει με δύο χρόνια καθυστέρηση μια απόφαση που πήρε για ανθρωπιστικούς λόγους: το άνοιγμα των συνόρων της Γερμανίας, το 2015, σε πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες. Αν η Γερμανία κλείσει τις πόρτες της «δεν θα είναι πια η χώρα μου», έλεγε. «Θα τα καταφέρουμε», σχολίασε πρόσφατα, απευθυνόμενη στους συμπολίτες της που αμφισβητούσαν τις δυνατότητες προσαρμογής τόσων μεταναστών.
Κατά έναν γενικό τρόπο, η Γερμανία «τα κατάφερε». Ωστόσο, η απόφαση της Ανγκελα Μέρκελ έσπασε την αλυσίδα εμπιστοσύνης που είχε με μια μερίδα του εκλογικού σώματος. Εθρεψε φόβους που ήταν συχνά φαντασιώσεις, ξύπνησε ερωτηματικά για την γερμανική ταυτότητα που έριξαν λάδι στο μπαρούτι του AfD. Η καγκελάριος κατηγορήθηκε, mezzo voce, ότι με την πολιτική της ευνόησε την άνοδο των λαϊκιστών. Μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι στις επόμενες ημέρες αυτές οι κατηγορίες θα γίνουν πιο θορυβώδεις.
Για την Ανγκελα Μέρκελ το μέλλον προδιαγράφεται γεμάτο εμπόδια. Διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις με μια υπηρεσιακή κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν οι Σοσιαλδημοκράτες, αλλά δεν μπορεί να πάρει καμία σημαντική απόφαση. Σε αυτή την κοινοβουλευτική δημοκρατία -ορισμένοι αναλυτές την χαρακτηρίζουν «δημοκρατία του καγκελαρίου»-, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει απλά έναν τιμητικό ρόλο. Εκτός από περιόδους κρίσης, σαν αυτή που περνάει η Γερμανία σήμερα και οι επιλογές του έχουν πολιτικό αντίκτυπο.
Ο πρόεδρος Φρανζ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ δεν θέλησε να επιταχύνει τα πράγματα. Αρνήθηκε να προτείνει προς το παρόν στην Bundestag ως υποψήφια καγκελάριο την Ανγκελα Μέρκελ για να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί να ψηφιστεί με απλή πλειοψηφία στον τρίτο γύρο. Ο Σταϊνμάγιερ δεν θέλησε επίσης, προς το παρόν, να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, και κάλεσε τους πρωταγωνιστές να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις για να καταλήξουν σε μια συμφωνία.
Ωστόσο, αν οι Φιλελεύθεροι στηλώσουν τα πόδια, οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν να δεχθούν μια νέα μεγάλη κυβέρνηση συνασπισμού. Με ή χωρίς την Ανγκελα Μέρκελ; Μένει να απαντηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η Ανγκελα Μέρκελ βρίσκεται εκ νέου σε αδύναμη θέση, είτε τεθεί επικεφαλής μιας συμμαχίας ηττημένων (το CDU-CSU και το SPD, έχασαν δυνάμεις στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου), είτε τεθεί επικεφαλής μιας μειοψηφικής κυβέρνησης, είτε προχωρήσει σε νέες εκλογές. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 61,4% των Γερμανών πιστεύουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να παραμείνει στη θέση της σε περίπτωση που αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις για συνασπισμό «Τζαμάικα».
Η προσπάθεια, ωστόσο, απέτυχε, και η Μέρκελ ίσως αναγκαστεί να αποχωρήσει παρά το γεγονός ότι ως πρόσφατα όλοι προέβλεπαν ότι θα κάνει μια τέταρτη θητεία, γράφει το έγκριτο σάιτ Slate.
Και συνεχίζει την διεισδυτική και δυσοίωνη ανάλυσή του:
«Δεν ήταν ο κυβερνητικός συνασπισμός που ονειρευόταν. Αλλά ήταν ο μόνος δυνατός. Εξάλλου, είχε άλλη επιλογή; Η Ανγκελα Μέρκελ κυβέρνηση οκτώ χρόνια με τους Σοσιαλδημοκράτες (2005-2009 και 2013-2017), και τέσσερα χρόνια με τους Φιλελεύθερους (2009-2013). Πριν από τέσσερα χρόνια, μάλιστα, δεν θα είχε αντίρρηση να κυβερνήσει με τους Πράσινους. Επομένως, γιατί να μην κάνει συνασπισμό «Τζαμάικα», με τον όρο να είναι επικεφαλής;
Οι Φιλελεύθεροι γκρέμισαν όλες τις ελπίδες της. Μετά την άρνηση των Σοσιαλδημοκρατών να συμμετάσχουν εκ νέου σε κυβερνητικό συνασπισμό, η «Τζαμάικα» ήταν ο μοναδικός τρόπος να σχηματιστεί κυβέρνηση πλειοψηφίας στην Bundestag, μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Ολες οι άλλες φόρμουλες ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Αριστερά, το Die Linke έχει τσιμεντώσει ένα 10% των ψήφων. Δεξιά, οι λαϊκιστές του AfD πήραν κεφάλι στο κοινοβούλιο. Η Ανγκελα Μέρκελ ήλπιζε ότι η συμφωνία μεταξύ τεσσάρων κομμάτων, των συντηρητικών CDU και CSU Βαυαρίας, των Φιλελευθέρων του FDP και τους Πράσινους, θα μπορούσε να ανανεώσει τη θητεία της για ακόμη τέσσερα χρόνια.
Αυτός ο συνασπισμός ήταν επίσης ένας τρόπος για να αναστηλωθεί η Ανγκελα Μέρκελ, μετά τον εκλογικό τραυματισμό της στις πρόσφατες εκλογές. Στο εξωτερικό όλοι την θαύμαζαν γιατί κράτησε την Γερμανία σταθερή μετά την έκπληξη του Brexit, την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και την νίκη του Εμανουέλ Μακρόν. Μετά από 12 χρόνια στα ηνία της Γερμανίας, η Μέρκελ προοριζόταν να καταλάβει και πάλι την καγκελαρία.
Ωστόσο, η Ανγκελα Μέρκελ βγήκε πιο τραυματισμένη απ'ότι έδειξε το βράδυ των εκλογών. Το CDU-CSU πήρε μόνο 32,9% και έκανε το χειρότερο σκορ του, χάνοντας 8,6 μονάδες σε σχέση με το 2013. Το λαϊκιστικό AfD της ρούφηξε πάνω από 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόρους. Η κυριαρχία της Μέρκελ δεν αμφισβητήθηκε, παρά την υποχώρησή της στα ποσοστά. Ακόμη και κάποιοι φιλόδοξοι νέοι πολιτικοί που έκαναν ένα βήμα μπροστά για να διεκδικήσουν την διαδοχή της, δεν αποτέλεσαν πραγματική απειλή.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης «Τζαμάικα» ξαναμοιράζει τα χαρτιά. Η Ανγκελα Μέρκελ δεν θέλησε να εμπλακεί προσωπικά στις διαπραγματεύσεις, παρότι ο διάσημος τακτικισμός της θα την είχε βοηθήσει να συνεννοηθεί με τους πρωταγωνιστές. Εκείνη προτίμησε να μείνει στο περιθώριο, σαν να μην την αφορούσε άμεσα το θέμα. Επέτρεψε, έτσι, να αναπτυχθούν «παιχνιδάκια» προσωπικά και κομματικοί υπολογισμοί, χωρίς η ίδια να καταλάβει ότι όλα αυτά οδηγούσαν σε αδιέξοδο.
Παρατηρητές που συνομίλησαν με κάποιους από τους διαπραγματευτές αναφέρουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ δεν προώθησε καμία ιδέα και δεν επέδειξε την κυριαρχία της λες και υπολόγιζε ότι μόλις οι συνομιλητές κουραστούν θα τους υφαρπάξει την συμφωνία την τελευταία στιγμή. Αυτή η μέθοδος, αναφέρουν, λειτουργεί συχνά στις Συνόδους Κορυφής αλλά ήταν καταδικασμένη σε μια διαπραγμάτευση όπου ένας από τους συμμετέχοντες, οι Φιλελεύθεροι εν προκειμένω, πίστευαν ότι είχαν περισσότερα να κερδίσουν από μια αποτυχία παρά από έναν συμβιβασμό.
Μετά από 15 χρόνια στην προεδρία του κόμματος και 12 χρόνια στην καγκελαρία, η μέθοδος Μέρκελ δεν λειτουργεί πλέον. Ο χωρίς όρια πραγματισμός, συνδιασμένος με μια ιδεολογική χαλαρότητα, δεν ξεγελάει πια τους συνομιλητές της. Κι αυτό είναι το παράδοξο: εκείνη που δεν κάνει ένα βήμα πριν μελετήσει όλες τις υποθέσεις και ζυγίσει όλες τις συνέπειες, πληρώνει με δύο χρόνια καθυστέρηση μια απόφαση που πήρε για ανθρωπιστικούς λόγους: το άνοιγμα των συνόρων της Γερμανίας, το 2015, σε πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες. Αν η Γερμανία κλείσει τις πόρτες της «δεν θα είναι πια η χώρα μου», έλεγε. «Θα τα καταφέρουμε», σχολίασε πρόσφατα, απευθυνόμενη στους συμπολίτες της που αμφισβητούσαν τις δυνατότητες προσαρμογής τόσων μεταναστών.
Κατά έναν γενικό τρόπο, η Γερμανία «τα κατάφερε». Ωστόσο, η απόφαση της Ανγκελα Μέρκελ έσπασε την αλυσίδα εμπιστοσύνης που είχε με μια μερίδα του εκλογικού σώματος. Εθρεψε φόβους που ήταν συχνά φαντασιώσεις, ξύπνησε ερωτηματικά για την γερμανική ταυτότητα που έριξαν λάδι στο μπαρούτι του AfD. Η καγκελάριος κατηγορήθηκε, mezzo voce, ότι με την πολιτική της ευνόησε την άνοδο των λαϊκιστών. Μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι στις επόμενες ημέρες αυτές οι κατηγορίες θα γίνουν πιο θορυβώδεις.
Για την Ανγκελα Μέρκελ το μέλλον προδιαγράφεται γεμάτο εμπόδια. Διεκπεραιώνει τις τρέχουσες υποθέσεις με μια υπηρεσιακή κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν οι Σοσιαλδημοκράτες, αλλά δεν μπορεί να πάρει καμία σημαντική απόφαση. Σε αυτή την κοινοβουλευτική δημοκρατία -ορισμένοι αναλυτές την χαρακτηρίζουν «δημοκρατία του καγκελαρίου»-, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει απλά έναν τιμητικό ρόλο. Εκτός από περιόδους κρίσης, σαν αυτή που περνάει η Γερμανία σήμερα και οι επιλογές του έχουν πολιτικό αντίκτυπο.
Ο πρόεδρος Φρανζ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ δεν θέλησε να επιταχύνει τα πράγματα. Αρνήθηκε να προτείνει προς το παρόν στην Bundestag ως υποψήφια καγκελάριο την Ανγκελα Μέρκελ για να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί να ψηφιστεί με απλή πλειοψηφία στον τρίτο γύρο. Ο Σταϊνμάγιερ δεν θέλησε επίσης, προς το παρόν, να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, και κάλεσε τους πρωταγωνιστές να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις για να καταλήξουν σε μια συμφωνία.
Ωστόσο, αν οι Φιλελεύθεροι στηλώσουν τα πόδια, οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν να δεχθούν μια νέα μεγάλη κυβέρνηση συνασπισμού. Με ή χωρίς την Ανγκελα Μέρκελ; Μένει να απαντηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η Ανγκελα Μέρκελ βρίσκεται εκ νέου σε αδύναμη θέση, είτε τεθεί επικεφαλής μιας συμμαχίας ηττημένων (το CDU-CSU και το SPD, έχασαν δυνάμεις στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου), είτε τεθεί επικεφαλής μιας μειοψηφικής κυβέρνησης, είτε προχωρήσει σε νέες εκλογές. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 61,4% των Γερμανών πιστεύουν ότι η Ανγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να παραμείνει στη θέση της σε περίπτωση που αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις για συνασπισμό «Τζαμάικα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου