Έλληνας ιερωμένος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, που διετέλεσε
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος από το 1938 έως το 1941. Η δράση
του υπήρξε πολλαπλή, όχι μόνον ως ιεράρχη, αλλά και ως διπλωμάτη και
συγγραφέα. Είχε αναπτυγμένο στον ύψιστο βαθμό το αίσθημα της εθνικής και
προσωπικής αξιοπρέπειας. «Προτιμώ ιπτάμενος ως αετός να πέσω ή έρπων να
ζήσω», συνήθιζε να λέει. Η άρνησή του να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση
δοσιλόγων υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου συνετέλεσε στην αποκαθήλωσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ο Χαρίλαος Φιλιππίδης, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1881 στην Κομοτηνή. Μετά από εγκύκλιες σπουδές στο ημιγυμνάσιο της Ξάνθης, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903).
Ακολούθως διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 και εν συνεχεία υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Λωζάνη και τη Λειψία (1907-1911) στο Κανονικό Δίκαιο και τη γλωσσολογία. Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε διευθυντής του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Το 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντας, αλλά προτού μεταβεί στην έδρα του, επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε φιλία. Κατά την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ορίστηκε διοικητής Τραπεζούντας, τόσο από τους Τούρκους, όσο και από τους Ρώσους, που κατείχαν για ένα διάστημα την πόλη του Πόντου. Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σε εθνικές αποστολές για την προβολή των δικαίων του αλύτρωτου Ελληνισμού στη Γαλλία, στην Αγγλία και στην Ιταλία (1918-1920).
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και χρημάτισε από το 1926 «αποκρισιάριος» (αντιπρόσωπος) του Οικουμενικού Πατριαρχείου και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες αποστολές για την αντιμετώπιση εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου (Παπαδόπουλου) το 1938, ήταν υποψήφιος για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αλλά υπελείφθη κατά μία ψήφο (30 έναντι 31), του συνυποψηφίου του μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού (Παπανδρέου), ο οποίος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Η εκλογή του προσβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ακυρώθηκε με την έντονη παρέμβαση του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Τότε ο Μεταξάς κατάργησε το νόμο της Επανάστασης του 1922, που θέσπιζε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου από την Ιεραρχία και επανέφερε το προηγούμενο καθεστώς, που όριζε ότι η Ιερά Σύνοδος υποδεικνύει τρεις ιεράρχες (τριπρόσωπο) και ο βασιλιάς επιλέγει τον ένα εξ’ αυτών. Έτσι, στις 13 Δεκεμβρίου 1938, ο Χρύσανθος διορίστηκε με βασιλικό διάταγμα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος
Κατά τη σύντομη παραμονή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επέδειξε εντυπωσιακή δραστηριότητα για τους εθνικούς αγώνες και για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Η εκλογή του ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών (28 Νοεμβρίου 1938), αποτέλεσε αναγνώριση των παλαιοτέρων εθνικών του αγώνων και ενίσχυσε την πνευματική του ακτινοβολία.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1941 οργάνωσε την εθελοντική οργάνωση «Πρόνοια Στρατευσίμων» και βοήθησε παντοιοτρόπως της οικογένειες των μαχομένων στρατιωτών.
Σθεναρή υπήρξε η στάση του εναντίον των γερμανών κατακτητών. Απέφυγε να παραστεί στην παράδοση της Αθήνας στα στρατεύματα κατοχής (27 Απριλίου 1941) και αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δοσιλόγων του στρατηγού Τσολάκογλου (30 Απριλίου 1941), χαρακτηρίζοντάς την ενέργειά του «πράξη αντεθνική, στην οποία η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να δώσει τον όρκο και την ευλογία της».
Η άρνησή του αυτή και η εν γένει απαξιωτική συμπεριφορά τους προς τους κατακτητές, επιτάχυνε την απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Συγκλήθηκε Μείζων Σύνοδος, η οποία αποκατέστησε στο θρόνο τον Δαμασκηνό (2 Ιουλίου 1941) και αποδοκίμασε τον διορισμό του Χρύσανθου ως αντικανονικό. Έκτοτε, ο Χρύσανθος ιδιώτευσε ασχολούμενος με τα εθνικά και θρησκευτικά θέματα και το συγγραφικό του έργο, που ήταν πλούσιο και πολυποίκιλο («Το ζήτημα του Ευξείνου Πόντου», «Η Εκκλησία της Τραπεζούντος» κ.ά.). Μετά την απελευθέρωση δεν επιδίωξε την επάνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ο Χρύσανθος, πρώην Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, πέθανε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, σε ηλικία 68 ετών και κηδεύθηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
ΠΗΓΗ sansimera
Ο Χαρίλαος Φιλιππίδης, όπως ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε το 1881 στην Κομοτηνή. Μετά από εγκύκλιες σπουδές στο ημιγυμνάσιο της Ξάνθης, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1897-1903).
Ακολούθως διορίστηκε καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, χειροτονήθηκε διάκονος το 1903 και εν συνεχεία υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Λωζάνη και τη Λειψία (1907-1911) στο Κανονικό Δίκαιο και τη γλωσσολογία. Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη διορίστηκε διευθυντής του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Το 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντας, αλλά προτού μεταβεί στην έδρα του, επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο διατηρούσε φιλία. Κατά την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου ορίστηκε διοικητής Τραπεζούντας, τόσο από τους Τούρκους, όσο και από τους Ρώσους, που κατείχαν για ένα διάστημα την πόλη του Πόντου. Μετά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε σε εθνικές αποστολές για την προβολή των δικαίων του αλύτρωτου Ελληνισμού στη Γαλλία, στην Αγγλία και στην Ιταλία (1918-1920).
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και χρημάτισε από το 1926 «αποκρισιάριος» (αντιπρόσωπος) του Οικουμενικού Πατριαρχείου και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες αποστολές για την αντιμετώπιση εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου (Παπαδόπουλου) το 1938, ήταν υποψήφιος για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αλλά υπελείφθη κατά μία ψήφο (30 έναντι 31), του συνυποψηφίου του μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού (Παπανδρέου), ο οποίος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Η εκλογή του προσβλήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ακυρώθηκε με την έντονη παρέμβαση του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Τότε ο Μεταξάς κατάργησε το νόμο της Επανάστασης του 1922, που θέσπιζε την εκλογή του Αρχιεπισκόπου από την Ιεραρχία και επανέφερε το προηγούμενο καθεστώς, που όριζε ότι η Ιερά Σύνοδος υποδεικνύει τρεις ιεράρχες (τριπρόσωπο) και ο βασιλιάς επιλέγει τον ένα εξ’ αυτών. Έτσι, στις 13 Δεκεμβρίου 1938, ο Χρύσανθος διορίστηκε με βασιλικό διάταγμα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος
Κατά τη σύντομη παραμονή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επέδειξε εντυπωσιακή δραστηριότητα για τους εθνικούς αγώνες και για τα εκκλησιαστικά πράγματα. Η εκλογή του ως μέλους της Ακαδημίας Αθηνών (28 Νοεμβρίου 1938), αποτέλεσε αναγνώριση των παλαιοτέρων εθνικών του αγώνων και ενίσχυσε την πνευματική του ακτινοβολία.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1941 οργάνωσε την εθελοντική οργάνωση «Πρόνοια Στρατευσίμων» και βοήθησε παντοιοτρόπως της οικογένειες των μαχομένων στρατιωτών.
Σθεναρή υπήρξε η στάση του εναντίον των γερμανών κατακτητών. Απέφυγε να παραστεί στην παράδοση της Αθήνας στα στρατεύματα κατοχής (27 Απριλίου 1941) και αρνήθηκε να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δοσιλόγων του στρατηγού Τσολάκογλου (30 Απριλίου 1941), χαρακτηρίζοντάς την ενέργειά του «πράξη αντεθνική, στην οποία η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να δώσει τον όρκο και την ευλογία της».
Η άρνησή του αυτή και η εν γένει απαξιωτική συμπεριφορά τους προς τους κατακτητές, επιτάχυνε την απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Συγκλήθηκε Μείζων Σύνοδος, η οποία αποκατέστησε στο θρόνο τον Δαμασκηνό (2 Ιουλίου 1941) και αποδοκίμασε τον διορισμό του Χρύσανθου ως αντικανονικό. Έκτοτε, ο Χρύσανθος ιδιώτευσε ασχολούμενος με τα εθνικά και θρησκευτικά θέματα και το συγγραφικό του έργο, που ήταν πλούσιο και πολυποίκιλο («Το ζήτημα του Ευξείνου Πόντου», «Η Εκκλησία της Τραπεζούντος» κ.ά.). Μετά την απελευθέρωση δεν επιδίωξε την επάνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ο Χρύσανθος, πρώην Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, πέθανε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, σε ηλικία 68 ετών και κηδεύθηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
ΠΗΓΗ sansimera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου