Του Θεόφιλου Κωτσίδη
Από το epontos
Η Τουρκία αποδεδειγμένα πια θεωρείται ένοχη για το σχέδιο της εθνικής εκκαθάρισης, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για τη γενοκτονία εναντίον των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Βασική πολιτική παράμετρος στην ιστορία της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Νεότερης δλδ. Τουρκίας και του νεοσύστατου κεμαλικού κράτους ήταν η ιδεολογία της εξολόθρευσης, του αφανισμού και της καταπίεσης.
Αυτή η ιδεολογία, άλλωστε, με την οποία γαλουχήθηκε ολόκληρη η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ελίτ της Τουρκίας, εκφράζεται απροκάλυπτα και από σημερινούς πολιτικούς εκπροσώπους της γείτονος χώρας. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αποκαλύφτηκε πως οι φαινομενικά μεμονωμένες πράξεις μίσους, όπως η δολοφονία του αρμένιου δημοσιογράφου Hrant Dink, του καθολικού ιερέα Andrea Santoro, των τριών χριστιανών στη Μαλάτεια, οι απειλές κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως αποκαλύφθηκε και πρόσφατα με την απόπειρα δολοφονίας του Οικ. Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ήταν πράξεις ενός ευρύτερου και καλά οργανωμένου σχεδίου. Η υπόθεση της Εργκένεκον, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν τα εθνικιστικά σχέδια του βαθέως κράτους με τις κωδικές ονομασίες «βαριοπούλα», «κελί» κλπ είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι πίσω από τις δολοφονίες και τις καταπιέσεις υπάρχει οργανωμένο σχέδιο.
Αυτή η ιδεολογία, άλλωστε, με την οποία γαλουχήθηκε ολόκληρη η τουρκική πολιτική και στρατιωτική ελίτ της Τουρκίας, εκφράζεται απροκάλυπτα και από σημερινούς πολιτικούς εκπροσώπους της γείτονος χώρας. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια αποκαλύφτηκε πως οι φαινομενικά μεμονωμένες πράξεις μίσους, όπως η δολοφονία του αρμένιου δημοσιογράφου Hrant Dink, του καθολικού ιερέα Andrea Santoro, των τριών χριστιανών στη Μαλάτεια, οι απειλές κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως αποκαλύφθηκε και πρόσφατα με την απόπειρα δολοφονίας του Οικ. Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ήταν πράξεις ενός ευρύτερου και καλά οργανωμένου σχεδίου. Η υπόθεση της Εργκένεκον, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν τα εθνικιστικά σχέδια του βαθέως κράτους με τις κωδικές ονομασίες «βαριοπούλα», «κελί» κλπ είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη ότι πίσω από τις δολοφονίες και τις καταπιέσεις υπάρχει οργανωμένο σχέδιο.
Το ζήτημα λοιπόν της Γενοκτονίας μπορεί να κατανοηθεί μόνο, αν κατανοήσουμε την εθνικιστική ιδεολογία των νεότουρκων και των Κεμαλικών πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Εξάλλου η γέννηση και ανάπτυξη της επίσημης τουρκικής ιστοριογραφίας έχει βασιστεί σε συλλογικά ψεύδη, προσπαθώντας μεταξύ άλλων να αποδείξει ότι οι διάφορες εθνότητες που ζουν εκεί έχουν τουρκική καταγωγή, ότι οι Τούρκοι είναι γηγενείς στην περιοχή ή εν τέλει ότι Γενοκτονία διέπραξαν οι Αρμένιοι και οι Έλληνες και όχι οι Τούρκοι.
Το ζήτημα όμως της Γενοκτονίας των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων έχει αποδειχθεί πια επιστημονικά με τα αρχειακά τεκμήρια που αποκάλυψαν οι έρευνες. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Διεθνής Ένωση Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες (International Association for Genocide Scholars, IAGS) εξέδωσε το 2007 το ψήφισμα με το οποίο αναγνωρίζει το διαπραχθέν έγκλημα της Τουρκίας στους προαναφερθέντες λαούς.
Ιδιαίτερα δε η περίπτωση της Αρμενίας έχει τόσο εξαντλητικά αποδειχθεί που η προσπάθεια της Τουρκίας να αρνηθεί το γεγονός με επιστημονικά όπλα, προκαλεί τουλάχιστον γέλιο. Το τουρκικό κράτος συνεχίζει ακόμη και σήμερα την τακτική της στρατολόγησης επιστημόνων για να αντικρούσουν το ζήτημα της Γενοκτονίας. Πιο γνωστές είναι οι προσπάθειες που έκανε τη δεκαετία του ’80 να εξαγοράσει συνειδήσεις αμερικανών κυρίως επιστημόνων για να γράψουν κατά της Γενοκτονίας. Τότε το ζήτημα ήταν πολύ ευαίσθητο ακόμη γιατί δεν είχε τεκμηριωθεί τόσο καλά όσο σήμερα. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν αυτή του Heath Lowry και του Justin Mcarthy. Μάλιστα η περίπτωση του Lowry ξεσκεπάστηκε και πήρε μεγάλη δημοσιότητα, αφού ανακαλύφτηκαν οι επιστολές που αντάλλασε με την τουρκική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον.
Τα στοιχεία που υπάρχουν για το έγκλημα της Γενοκτονίας ενάντια στους Έλληνες, στους Αρμένιους και στους Ασσύριους είναι επαρκή για να χαρακτηριστεί το έγκλημα ως γενοκτονία, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις που έθεσε η Συνθήκη του ΟΗΕ για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας το 1948. Μπορεί ουσιαστικά οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της εξολόθρευσης να άρχισαν το 1914 όμως η απόφαση για αυτήν την εξολόθρευση των μη τουρκικών στοιχείων είχε ληφθεί πολύ νωρίτερα, ήδη από το 1911 στον μυστικό συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη.
Εξάλλου και η σχετικά πρόσφατη μελέτη του Τανέρ Ακτσάμ (Μια Επαίσχυντη Πράξη) που βασίστηκε κυρίως σε οθωμανικά αρχεία έχει δείξει πως το σχέδιο περιελάμβανε την εξαφάνιση όλων των χριστιανικών ομάδων της Ανατολίας. Μάλιστα ξεκίνησε με τους διωγμούς των Ελλήνων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία πριν την Αρμενική Γενοκτονία του 1915. Αυτό σημαίνει ότι η γενοκτόνος διάθεση των Τούρκων αποκαλύφτηκε πολύ πριν εμφανιστεί εκεί ο ελληνικός στρατός καταρρίπτοντας έτσι μια από τις δικαιολογίες των Τούρκων ότι δηλαδή οι διωγμοί προκλήθηκαν από την παρουσία του ελληνικού στρατού. Μάλιστα οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να εξοντώσουν τους Έλληνες χρησιμοποιήθηκαν και για τους Αρμένιους.
Ο ίδιος ο Χένρυ Μόργκενταου, πρέσβης εκείνη την περίοδο στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Αρμενίων ότι οι ίδιες ακριβώς μέθοδοι είχαν χρησιμοποιηθεί νωρίτερα στους Έλληνες. Μάλιστα η επιτυχία που είχε το σχέδιο στους Έλληνες οδήγησε τους νεότουρκους να χρησιμοποιήσουν τα ίδια πρόσωπα στις νευραλγικές θέσεις κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του σχεδίου εξόντωσης. Για παράδειγμα ο Şükrü Kaya, ο Dr. Nâzım, ο Dr. Reşit, και ο Pertev Pasha πριν αναλάβουν θέσεις κλειδιά στην αρμένικη γενοκτονία είχαν «διακριθεί» στις επιχειρήσεις της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων.
Το επόμενο ζήτημα πέρα από την ιστορική τεκμηρίωση η οποία έχει ήδη υπάρξει σε μεγάλο βαθμό με τη συστηματική δουλειά του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη, είναι να υπάρξει και αναγνώριση του εγκλήματος και τιμωρία του ενόχου. Το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα και άπτεται σοβαρών γεωπολιτικών συμφερόντων. Ενώ δηλαδή γνωρίζουμε πλέον με λεπτομέρειες το τι συνέβη και κυρίως το ότι υπήρχε κεντρική οργάνωση και συγκεκριμένος στόχος εξαφάνισης των λαών αυτών, δεν έχουμε εύκολα την αναγνώριση του εγκλήματος από τις άλλες χώρες. Δεν αρκούν δηλαδή ούτε τα ίδια τα οθωμανικά έγγραφα που αποκαλύπτουν τη γενοκτονική πρόθεση, ούτε τα διπλωματικά αρχεία των Γερμανών και Αυστριακών -στενών συμμάχων των Τούρκων, αλλά ούτε και τα διπλωματικά έγγραφα των άλλων μεγάλων δυνάμεων ή οι μαρτυρίες των ιεραποστόλων και των φιλανθρωπικών οργανώσεων.
Και αυτό όχι γιατί δεν πείθουν. Όλοι είναι πεπεισμένοι ότι το έγκλημα της Γενοκτονίας διαπράχτηκε. Μάλιστα οι ίδιοι οι Οθωμανοί έστησαν δικαστήρια μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να δικάσουν όσους διέπραξαν αυτές τις θηριωδίες. Τα στοιχεία που παίρνουμε από τα πρακτικά αυτών των δικαστηρίων είναι εξαιρετικά σημαντικά διότι αποκαλύπτεται ο ρόλος της μυστικής οργάνωσης Teshkilat-i-Mahsusa κάτω από τις οδηγίες του Dr. Behaeddin Shakir. Τον Ιούλιο του 1919 το κυρίως δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο την τριανδρία, Enver, Talaat, Jemal, τον Dr. Ahmet Nazim και τον Shakir, που όμως είχαν προλάβει να διαφύγουν όλοι στο εξωτερικό. Λίγες μέρες μετά την άφιξη του Κεμάλ στην Σαμψούντα (19η Μαΐου, ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων), στις 22 Μαΐου 1919 εκδόθηκε η τελική απόφαση του δικαστηρίου της Τραπεζούντας στην οποία επιβεβαιώνεται το γεγονός πως με επίφαση τις εκτοπίσεις είχαν δοθεί κρυφές οδηγίες για σφαγές.
Το δίκαιο όμως και η αλήθεια δεν είναι αυτά που καθορίζουν τα πράγματα στη σκληρή αρένα της πολιτικής και των γεωστρατηγικών συμφερόντων. Πράγματι, η σημαντική γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας, η ανάδειξη της σε «σταθεροποιητικό» παράγοντα αυτής της περιοχής, η σχέση στρατηγικού εταίρου που διατηρεί με την Αμερική της δίνουν ένα σημαντικό προβάδισμα στο πολιτικό και διπλωματικό σκηνικό. Είναι γνωστό ότι οι πιέσεις που ασκούνται για να μην αναγνωριστεί η Γενοκτονία είναι αφόρητες και ξοδεύονται πολλά εκατομμύρια για αυτό το σκοπό από την πλευρά της Τουρκίας. Έτσι και η νέα αναγνώριση που ήρθε από τη Βουλή της νέας νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία αντιμετωπίστηκε με εχθρικές δηλώσεις εκ μέρους της Τουρκίας. Το ίδιο συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα με το αρμενικό ζήτημα στη Γαλλία, αλλά και με την αναγνώριση και των τριών γενοκτονιών (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυρίων) στη Σουηδία.
Στην Ελλάδα σε παλαιότερες εποχές αρκετοί πολιτικοί ή και πολιτειακοί φορείς έχουν ασελγήσει στην ιστορική μνήμη των Μικρασιατών και των Ποντίων. Ο ελάχιστος αυτοσεβασμός και αξιοπρέπεια θα απαιτούσε να μην συνυπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, που αποδεδειγμένα τραυμάτισαν το περήφανο αυτό κομμάτι του ελληνισμού, στις ετήσιες συγκεντρώσεις τιμής της μνήμης των νεκρών μας. Αν εμείς έχουμε θάψει τον αυτοσεβασμό και την αξιοπρέπεια μας χάριν των ευκαιριακών πελατειακών σχέσεων που έχουμε αναπτύξει με τα κόμματα, τουλάχιστον ας σεβαστούμε τους νεκρούς.
Η συνεχιζόμενη άρνηση του εγκλήματος της Γενοκτονίας από το σύγχρονο τουρκικό κράτος είναι προσβολή της ίδια της ανθρώπινης υπόστασης. Ο πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες (IAGS) καθηγητής Israel Charny έγραψε πως «το να αρνείσαι τους αμέτρητους θανάτους από μια γενοκτονία ισοδυναμεί με το να γιορτάζεις τους θανάτους αυτούς και να ανακοινώνεις κυνικά ότι το δόγμα της δύναμης που οδήγησε στην καταστροφή τους είναι σε ισχύ, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί σε μια μελλοντική γενοκτονία όταν δοθεί η ευκαιρία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου