Από το ethnos
Σ’ αυτόν τον μάρτυρα του Γένους και της
πίστεώς μας, τον εσταυρωμένο ταμιευτήρα της απαντοχής των Ρωμηών,
οφείλουμε μιαν έγνοια. Να είμαστε εκεί καρδιακά, εκκλησιαζόμενοι νοερά
και να στηρίζουμε τη Μητέρα Εκκλησία
Η Αγία Σοφία
κείται στον αυχένα της χερσονήσου, εκεί που ήταν το διοικητικό και
θρησκευτικό κέντρο της πόλης από τα χρόνια ακόμη του αρχαίου Βυζαντίου,
στην πλαγιά του πρώτου λόφου προς την Προποντίδα.
Στα χρόνια του Βυζαντίου –όπως και σήμερα- γειτνίαζε προς βορρά με την Αγία Ειρήνη, με την οποία σε κοινό περίβολο συναποτελούσαν τη Μεγάλη Εκκλησία. Μόνο ο ξενώνας του Σαμψών τις χώριζε.
Όπως γράφει ο Χριστόφορος Σωφρονίου στο βιβλίο του «Το Εισοδικό της Αγίας Σοφίας», εκδόσεις Δόμος (2019), «… η Αγία Σοφία ήταν ο καθεδρικός ναός και η Αγία Ειρήνη είναι λίγο παλαιότερη από την Αγία Σοφία, κάηκε κι αυτή στη στάση του Νίκα, ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό και είχε διατελέσει από την προκωνσταντίνεια ήδη περίοδο μέχρι το 415, επισκοπικός ναός του Βυζαντίου.
Η Αγία Σοφία που βλέπουμε σήμερα και θαυμάζουμε, είναι η τρίτη κατά σειρά εκκλησία με το ίδιο όνομα και στην ίδια περίπου θέση. Ήταν και οι δύο προηγούμενες λαμπρά οικοδομήματα και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Η πρώτη θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του το 326 και ονομάστηκε Αγία Σοφία, για να τιμά τον Λόγο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τη σοφία του Θεού Πατρός. Οι κάτοικοι μάλιστα την εποχή εκείνη συνήθιζαν να την αποκαλούν απλά Σοφία…».
Η θέση της ήταν περίοπτη, δίπλα στα κωνσταντίνεια ανάκτορα και τη Σύγκλητο, και δέσποζε στο κέντρο της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, είτε γιατί ο ναός έμεινε ημιτελής, είτε γιατί είχε υποστεί ζημιές από σεισμό, εγκαινιάστηκε πάλι το 360, 34 χρόνια μετά την πρώτη θεμελίωσή του, από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γιο και διάδοχο του Μ. Κωνσταντίνου, επί πατριαρχίας του αρειανού Ευδοξίου. Είναι μάλιστα πιθανό τότε να ονομάστηκε Αγία Σοφία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ενώ μέχρι τότε ονομαζόταν Μεγάλη Εκκλησία.
Γράφει ο κ. Σωφρονίου: «Την εποχή εκείνη και μέσα σε αυτή την εκκλησία, αναγνώσθηκε πανηγυρικά το 381 το σύμβολο της πίστεως της Νίκαιας. Αναφέρεται επίσης ότι όταν αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εν Γαλλίαις, λόγω πιθανώς σεισμού ‘’’έπεσεν η τρούλλα του ναού φουρνική ούσα’’ (κτιστή με φουρνισμένους πλίνθους), κατά τον Κεδρηνό, και συνέτριψε τον άμβωνα και τας σολέτας (ο χώρος μεταξύ άμβωνος και εικονοστασίου), που ήταν κατασκευασμένα από όνυχα.
Την εικοστή Ιουνίου του 404, επί της Βασιλείας του Αρκαδίου, έγινε η εξέγερση των Ιωαννιτών ή Ξυλοκερκιτών, που αντιδρούσαν στην αυθαίρετη εξορία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Τότε στο πλαίσιο των βίαιων επεισοδίων πυρπολήθηκε ο ναός του Θεού Σοφίας. Μαζί με την εκκλησία κάηκε και το γειτονικό κτήριο της Συγκλήτου».
Η πρώτη Αγία Σοφία, λοιπόν, είναι συνυφασμένη με την προσωπικότητα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Από εκεί εξακόντισε τους κατηχητήριους λόγους του και εκπαίδευσε τον λαό του Θεού. Από εκεί στηλίτευσε όμως και την άδικη πολιτεία των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ευδοξίας και άλλων μεγαλοσχημόνων της εποχής, και αυτό ήταν και η αιτία της εκπτώσεώς του από τον θρόνο και της εξορίας του.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει ότι ο ναός αυτός, η πρώτη Αγία Σοφία, τιμήθηκε και από το πέρασμα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Όπως μας πληροφορεί ο κ. Σωφρονίου, «ο πατήρ αυτός, μετά τον θάνατο του αρειανού Ουάλεντος και ενόσω ακόμη ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη, προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ή μάλλον εκβιάστηκε από τις παρακλήσεις των κατατρεγμένων ελαχίστων Ορθοδόξων να μεταβεί εκεί προκειμένου να τους στηρίξει απέναντι στους αιρετικούς οπαδούς του Αρείου, του Μακεδονίου και του Απολλιναρίου πού κυριαρχούσαν απόλυτα. Ήταν ακόμη επίσκοπος Σασίμων και τοποτηρητής Ναζιανζού. Δεν βρήκε τότε ούτε μία εκκλησία στα χέρια των Ορθοδόξων σε ολόκληρη την Πόλη. Τελούσε για καιρό τις ακολουθίες για το μικρό του ποίμνιο σε μια οικεία συγγενών του. Με τον καιρό όμως, με την υποστήριξη του Μεγάλου Θεοδοσίου, και καθώς ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας του, παράλληλα με την αγία βιοτή του, μετέστρεφε και επανευαγγελιζόταν τους αιρετικούς, η μία μετά την άλλη οι ενορίες και οι αντίστοιχοι ναοί της Πόλης έθεταν το ποίμνιό τους κάτω από το ωμόφορο του Αγίου Πατρός και τη σκέπη της Ορθοδοξίας».
Τότε, και πριν παραδώσει την πατριαρχία και την προεδρία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στον διάδοχό του άγιο Νεκτάριο, θα πρέπει ο άγιος Γρηγόριος ως πατριάρχης πλέον Κωνσταντινουπόλεως να ιερουργούσε και να κήρυττε στην Αγία Σοφία που ήταν τότε η καθέδρα του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (ενώ οι εργασίες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου λάμβαναν χώρα στην Αγία Ειρήνη).
Επί δέκα περίπου χρόνια μετά την εξέγερση- όπως προαναφέραμε- η πρώτη Αγία Σοφία παρέμεινε μισοκαμένη και ερειπιώδης. Επί αυτοκράτορος όμως Θεοδοσίου του Β΄ ανακαινίστηκε, υπό την επιστασία του μαγίστρου Ρουφίνου, επεκτάθηκε και λαμπρύνθηκε. Την 11η δε Ιανουαρίου του 415, την ημέρα που τελούνταν οι ανά διετία καθιερωμένοι εορτασμοί για τα γενέθλια της Πόλης, εγκαινιάστηκε εκ νέου από τον Πατριάρχη άγιο Αττικό.
Εκατόν δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε σε λειτουργία η σεβάσμια αυτή εκκλησία. Συνδέθηκε με ιερά πρόσωπα και στέγασε γεγονότα με μεγάλη ιστορική βαρύτητα. Σ’ αυτήν καθιερώθηκε επί Λέοντος του Α΄(457 – 474), η ανάρρηση των αυτοκρατόρων να γίνεται με την ευλογία της Εκκλησίας και συμβολικά η στέψη τους από τον Πατριάρχη.
Το 532 όμως, επί Ιουστινιανού πλέον και Θεοδώρας των αυτοκρατόρων, πυρπολήθηκε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης. Σαράντα μέρες μετά την καταστολή της στάσης του Νίκα, και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου του 533, άρχισε ο Ιουστινιανός την οικοδόμηση της τρίτης Αγίας Σοφίας.
Αυτήν βλέπουμε, θαυμάζουμε και προσκυνούμε σήμερα έως ένα από τα ιερότερα σκηνώματα του Γένους και της Ορθοδοξίας, της Χριστιανοσύνης και της Ρωμιοσύνης. «Της οικουμένης απάσης το κλέισμα και τοις υπ’ ουρανόν το καύχημα», κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Επόμενο αξιομνημόνευτο γεγονός στην ιστορία της Αγίας Σοφίας είναι η συγκρότηση της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου και η τέλεση των εργασιών αυτής στο υπερώο της, το 533.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, οι εθνικές ομάδες που ζούσαν βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, συντεταγμένες πίσω από την ηγεμονική πυγμή του πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, συγκρότησαν υπό την αρχηγία του μία στοιχειώδη κρατική δομή. Αναζητήθηκε τότε, σοφά, ένας συνεκτικός σύνδεσμος για να συσπειρώνει και μία ιδεολογία για να εμπνέει τις ασύντακτες ορδές και να τις καταξιώσει σε ιστορικά βιώσιμο γένος.
Γράφει σχετικά ο κ. Σωφρονίου: «… Τι άλλο μπορούσε να υποδυθεί αυτόν τον ρόλο, παρά μία θρησκεία! Εξαπέστειλε λοιπόν ο Βλαδίμηρος απεσταλμένους προς αναζήτηση Θεού, σε όλα τα τότε επιφανή θρησκευτικά κέντρα… και στην Κωνσταντινούπολη. Στην Αγία Σοφία, πλάι στον εφέσιο κίονα στάθηκαν λοιπόν το 987 οι ειδωλολάτρες απεσταλμένοι του Βλαδίμηρου. Η περίλαμπρη μεγαλοσύνη του ναού, οι σεβάσμιες σειρές ιερέων με τα υπέροχα άμφια, η ουράνια ψαλμωδία των χορών, συνδυασμένη με το άρωμα από το ευωδιαστό λιβάνι, η ευλαβής σιωπή χιλιάδων πιστών που προσεύχονταν με κατάνυξη, όλο το μυστήριο μιας άγνωστης ιεροτελεστίας πού προκαλούσε δέος, στην κυριολεξία τους μάγεψε».
Έτσι, οι απεσταλμένοι, φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν πίσω στον σλάβο πρίγκιπά τους και του διηγήθηκαν όσα είχαν δει. Όπως ξεκάθαρα μάλιστα δηλώνει ο ιστορικός τους Karamsin, « ο ναός αυτός τους φάνηκε η ίδια η κατοικία του Υψίστου, εκεί που αποκάλυπτε άμεσα τη μεταμορφωμένη δόξα Του στα μάτια των θνητών». Ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε χριστιανός και προέτρεψε τον λαό του να πράξει το ίδιο, που βαφτίστηκε ομαδικά στον Δνείπερο ποταμό.
Έτσι, η Αγία Σοφία αναδείχθηκε σε νοητή κολυμβήθρα των Ρώσων, αφού η επιρροή του κάλλους της και το δέος πού προκάλεσε στους απεσταλμένους του αγίου πλέον ισαποστόλου των Ρώσων, Βλαδίμηρου, αποδείχθηκε το πιο γοητευτικό κάλεσμα προς το Φώτισμα και προς το Βάπτισμα ενός ολόκληρου λαού. Αναδείχθηκε επίσης σε νοητή αγιοτόκο μήτρα μυριάδων Ρώσων αγίων, που εδραίωσαν την πίστη εκεί και πολυάριθμων μαρτύρων, που πότισαν έκτοτε το δέντρο της, καθιστώντας το αγλαόκαρπο και πνευματικά αειθαλές.
Το επόμενο γεγονός που θα καταγράψουμε, με οικουμενικές και διαχρονικές διαστάσεις ως προς τη συμβολή του στην παγκόσμια ιστορία, στιγμάτισε την Αγία Σοφία, γιατί συνέβη στο ιερό της. Ήταν η κατάθεση του παπικού αναθέματος στην Αγία της Τράπεζα στις 16 Ιουλίου του 1054 και η απαρχή του σχίσματος μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας. Πρωταγωνιστές του δράματος οι επικεφαλής των δυο εκκλησιών, ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο πάπας Λέων ο Θ΄-και για να ακριβολογούμε-, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος, πού ενεργούσε ως εντολοδόχος του πάπα και χρεώνεται τις ευθύνες πού αναλογούν στους δυτικούς, αφού ο πάπας είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα.
Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι το γεγονός πού τόσο επηρέασε τον ρου της ιστορίας και πού τις βαριές συνέπειές του ανιχνεύουμε μέχρι σήμερα, ελάχιστα διείσδυσε στην ιστορική συνείδηση των σύγχρονων λαών. «Το σχίσμα έμεινε μόνο στις σφαίρες της υψηλής κοσμικής και εκκλησιαστικής ιεραρχίας» γράφει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στο βιβλίο της «Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», εκδόσεις Ψυχογιός.
Το πόσο λίπαναν τα γεγονότα του 1054 το έδαφος της καχυποψίας και της αποξένωσης και κάρπισαν την έχθρα και τη μισαλλοδοξία μεταξύ των ομοθρήσκων και ήδη πλέον ετεροδόξων, φάνηκε μόνο μετά την άλωση του 1204 και τη λατινοκρατία, εκατόν πενήντα χρόνια μετά. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Ειδικότερα και κατά την διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.
Το αίμα και το δάκρυ την έπνιξαν στον χαλασμό των δυο αλώσεων και υπέμεινε να βλέπει τα ανείπωτα και έκτοτε να απηχεί στο διηνεκές τα ανήκουστα. Ο βίαιος εξισλαμισμός της ήταν η οδυνηρή απομόνωσή της «από της συγγενείας της».
Η Αγία Σοφία λειτούργησε ως ορθόδοξη εκκλησία περίπου 900 χρόνια, ως ρωμαιοκαθολική άλλα 60 και ως μουσουλμανικό τζαμί περίπου 480 χρόνια. Το 1934, με πρωτοβουλία του τότε προέδρου Μουσταφά Κεμάλ, του επιλεγόμενου –με συνταγματική επιταγή- Atatürk (πατέρα των Τούρκων) και στο πλαίσιο εγκαθίδρυσης του κοσμικού κράτους της νέας Τουρκίας, μετατράπηκε σε μουσείο και ως τέτοιο λειτουργεί μέχρι σήμερα. H UNESCO περιέλαβε την Αγία Σοφία στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 1985.
ΠΗΓΗ ethnos
Στα χρόνια του Βυζαντίου –όπως και σήμερα- γειτνίαζε προς βορρά με την Αγία Ειρήνη, με την οποία σε κοινό περίβολο συναποτελούσαν τη Μεγάλη Εκκλησία. Μόνο ο ξενώνας του Σαμψών τις χώριζε.
Όπως γράφει ο Χριστόφορος Σωφρονίου στο βιβλίο του «Το Εισοδικό της Αγίας Σοφίας», εκδόσεις Δόμος (2019), «… η Αγία Σοφία ήταν ο καθεδρικός ναός και η Αγία Ειρήνη είναι λίγο παλαιότερη από την Αγία Σοφία, κάηκε κι αυτή στη στάση του Νίκα, ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό και είχε διατελέσει από την προκωνσταντίνεια ήδη περίοδο μέχρι το 415, επισκοπικός ναός του Βυζαντίου.
Η Αγία Σοφία που βλέπουμε σήμερα και θαυμάζουμε, είναι η τρίτη κατά σειρά εκκλησία με το ίδιο όνομα και στην ίδια περίπου θέση. Ήταν και οι δύο προηγούμενες λαμπρά οικοδομήματα και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.
Η πρώτη θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του το 326 και ονομάστηκε Αγία Σοφία, για να τιμά τον Λόγο, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τη σοφία του Θεού Πατρός. Οι κάτοικοι μάλιστα την εποχή εκείνη συνήθιζαν να την αποκαλούν απλά Σοφία…».
Η θέση της ήταν περίοπτη, δίπλα στα κωνσταντίνεια ανάκτορα και τη Σύγκλητο, και δέσποζε στο κέντρο της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, είτε γιατί ο ναός έμεινε ημιτελής, είτε γιατί είχε υποστεί ζημιές από σεισμό, εγκαινιάστηκε πάλι το 360, 34 χρόνια μετά την πρώτη θεμελίωσή του, από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, γιο και διάδοχο του Μ. Κωνσταντίνου, επί πατριαρχίας του αρειανού Ευδοξίου. Είναι μάλιστα πιθανό τότε να ονομάστηκε Αγία Σοφία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ενώ μέχρι τότε ονομαζόταν Μεγάλη Εκκλησία.
Γράφει ο κ. Σωφρονίου: «Την εποχή εκείνη και μέσα σε αυτή την εκκλησία, αναγνώσθηκε πανηγυρικά το 381 το σύμβολο της πίστεως της Νίκαιας. Αναφέρεται επίσης ότι όταν αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εν Γαλλίαις, λόγω πιθανώς σεισμού ‘’’έπεσεν η τρούλλα του ναού φουρνική ούσα’’ (κτιστή με φουρνισμένους πλίνθους), κατά τον Κεδρηνό, και συνέτριψε τον άμβωνα και τας σολέτας (ο χώρος μεταξύ άμβωνος και εικονοστασίου), που ήταν κατασκευασμένα από όνυχα.
Την εικοστή Ιουνίου του 404, επί της Βασιλείας του Αρκαδίου, έγινε η εξέγερση των Ιωαννιτών ή Ξυλοκερκιτών, που αντιδρούσαν στην αυθαίρετη εξορία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Τότε στο πλαίσιο των βίαιων επεισοδίων πυρπολήθηκε ο ναός του Θεού Σοφίας. Μαζί με την εκκλησία κάηκε και το γειτονικό κτήριο της Συγκλήτου».
Η πρώτη Αγία Σοφία, λοιπόν, είναι συνυφασμένη με την προσωπικότητα του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Από εκεί εξακόντισε τους κατηχητήριους λόγους του και εκπαίδευσε τον λαό του Θεού. Από εκεί στηλίτευσε όμως και την άδικη πολιτεία των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ευδοξίας και άλλων μεγαλοσχημόνων της εποχής, και αυτό ήταν και η αιτία της εκπτώσεώς του από τον θρόνο και της εξορίας του.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει ότι ο ναός αυτός, η πρώτη Αγία Σοφία, τιμήθηκε και από το πέρασμα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Όπως μας πληροφορεί ο κ. Σωφρονίου, «ο πατήρ αυτός, μετά τον θάνατο του αρειανού Ουάλεντος και ενόσω ακόμη ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος παρεπιδημούσε στη Θεσσαλονίκη, προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ή μάλλον εκβιάστηκε από τις παρακλήσεις των κατατρεγμένων ελαχίστων Ορθοδόξων να μεταβεί εκεί προκειμένου να τους στηρίξει απέναντι στους αιρετικούς οπαδούς του Αρείου, του Μακεδονίου και του Απολλιναρίου πού κυριαρχούσαν απόλυτα. Ήταν ακόμη επίσκοπος Σασίμων και τοποτηρητής Ναζιανζού. Δεν βρήκε τότε ούτε μία εκκλησία στα χέρια των Ορθοδόξων σε ολόκληρη την Πόλη. Τελούσε για καιρό τις ακολουθίες για το μικρό του ποίμνιο σε μια οικεία συγγενών του. Με τον καιρό όμως, με την υποστήριξη του Μεγάλου Θεοδοσίου, και καθώς ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας του, παράλληλα με την αγία βιοτή του, μετέστρεφε και επανευαγγελιζόταν τους αιρετικούς, η μία μετά την άλλη οι ενορίες και οι αντίστοιχοι ναοί της Πόλης έθεταν το ποίμνιό τους κάτω από το ωμόφορο του Αγίου Πατρός και τη σκέπη της Ορθοδοξίας».
Τότε, και πριν παραδώσει την πατριαρχία και την προεδρία της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου στον διάδοχό του άγιο Νεκτάριο, θα πρέπει ο άγιος Γρηγόριος ως πατριάρχης πλέον Κωνσταντινουπόλεως να ιερουργούσε και να κήρυττε στην Αγία Σοφία που ήταν τότε η καθέδρα του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (ενώ οι εργασίες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου λάμβαναν χώρα στην Αγία Ειρήνη).
Επί δέκα περίπου χρόνια μετά την εξέγερση- όπως προαναφέραμε- η πρώτη Αγία Σοφία παρέμεινε μισοκαμένη και ερειπιώδης. Επί αυτοκράτορος όμως Θεοδοσίου του Β΄ ανακαινίστηκε, υπό την επιστασία του μαγίστρου Ρουφίνου, επεκτάθηκε και λαμπρύνθηκε. Την 11η δε Ιανουαρίου του 415, την ημέρα που τελούνταν οι ανά διετία καθιερωμένοι εορτασμοί για τα γενέθλια της Πόλης, εγκαινιάστηκε εκ νέου από τον Πατριάρχη άγιο Αττικό.
Εκατόν δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε σε λειτουργία η σεβάσμια αυτή εκκλησία. Συνδέθηκε με ιερά πρόσωπα και στέγασε γεγονότα με μεγάλη ιστορική βαρύτητα. Σ’ αυτήν καθιερώθηκε επί Λέοντος του Α΄(457 – 474), η ανάρρηση των αυτοκρατόρων να γίνεται με την ευλογία της Εκκλησίας και συμβολικά η στέψη τους από τον Πατριάρχη.
Το 532 όμως, επί Ιουστινιανού πλέον και Θεοδώρας των αυτοκρατόρων, πυρπολήθηκε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Πόλης. Σαράντα μέρες μετά την καταστολή της στάσης του Νίκα, και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου του 533, άρχισε ο Ιουστινιανός την οικοδόμηση της τρίτης Αγίας Σοφίας.
Αυτήν βλέπουμε, θαυμάζουμε και προσκυνούμε σήμερα έως ένα από τα ιερότερα σκηνώματα του Γένους και της Ορθοδοξίας, της Χριστιανοσύνης και της Ρωμιοσύνης. «Της οικουμένης απάσης το κλέισμα και τοις υπ’ ουρανόν το καύχημα», κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
«Σημαντικά ιστορικά γεγονότα»
Ήταν μεγάλο πανηγύρι τα εγκαίνια της εκκλησίας. Δεκαπέντε μέρες κράτησαν οι πανηγυρισμοί, μετά τα θυρανοίξια που έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά, το 563, τελεί ο Ιουστινιανός, σε βαθύ πλέον γήρας, τον δεύτερο εγκαινιασμό της εκκλησίας, μετά την επισκευή των ζημιών του καταστροφικού σεισμού του 557 και την ανασκευή καίριων δομικών της συνιστωσών από τον Ισίδωρο τον Νεώτερο.Επόμενο αξιομνημόνευτο γεγονός στην ιστορία της Αγίας Σοφίας είναι η συγκρότηση της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου και η τέλεση των εργασιών αυτής στο υπερώο της, το 533.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, οι εθνικές ομάδες που ζούσαν βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, συντεταγμένες πίσω από την ηγεμονική πυγμή του πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, συγκρότησαν υπό την αρχηγία του μία στοιχειώδη κρατική δομή. Αναζητήθηκε τότε, σοφά, ένας συνεκτικός σύνδεσμος για να συσπειρώνει και μία ιδεολογία για να εμπνέει τις ασύντακτες ορδές και να τις καταξιώσει σε ιστορικά βιώσιμο γένος.
Γράφει σχετικά ο κ. Σωφρονίου: «… Τι άλλο μπορούσε να υποδυθεί αυτόν τον ρόλο, παρά μία θρησκεία! Εξαπέστειλε λοιπόν ο Βλαδίμηρος απεσταλμένους προς αναζήτηση Θεού, σε όλα τα τότε επιφανή θρησκευτικά κέντρα… και στην Κωνσταντινούπολη. Στην Αγία Σοφία, πλάι στον εφέσιο κίονα στάθηκαν λοιπόν το 987 οι ειδωλολάτρες απεσταλμένοι του Βλαδίμηρου. Η περίλαμπρη μεγαλοσύνη του ναού, οι σεβάσμιες σειρές ιερέων με τα υπέροχα άμφια, η ουράνια ψαλμωδία των χορών, συνδυασμένη με το άρωμα από το ευωδιαστό λιβάνι, η ευλαβής σιωπή χιλιάδων πιστών που προσεύχονταν με κατάνυξη, όλο το μυστήριο μιας άγνωστης ιεροτελεστίας πού προκαλούσε δέος, στην κυριολεξία τους μάγεψε».
Έτσι, οι απεσταλμένοι, φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη, πήγαν πίσω στον σλάβο πρίγκιπά τους και του διηγήθηκαν όσα είχαν δει. Όπως ξεκάθαρα μάλιστα δηλώνει ο ιστορικός τους Karamsin, « ο ναός αυτός τους φάνηκε η ίδια η κατοικία του Υψίστου, εκεί που αποκάλυπτε άμεσα τη μεταμορφωμένη δόξα Του στα μάτια των θνητών». Ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε χριστιανός και προέτρεψε τον λαό του να πράξει το ίδιο, που βαφτίστηκε ομαδικά στον Δνείπερο ποταμό.
Έτσι, η Αγία Σοφία αναδείχθηκε σε νοητή κολυμβήθρα των Ρώσων, αφού η επιρροή του κάλλους της και το δέος πού προκάλεσε στους απεσταλμένους του αγίου πλέον ισαποστόλου των Ρώσων, Βλαδίμηρου, αποδείχθηκε το πιο γοητευτικό κάλεσμα προς το Φώτισμα και προς το Βάπτισμα ενός ολόκληρου λαού. Αναδείχθηκε επίσης σε νοητή αγιοτόκο μήτρα μυριάδων Ρώσων αγίων, που εδραίωσαν την πίστη εκεί και πολυάριθμων μαρτύρων, που πότισαν έκτοτε το δέντρο της, καθιστώντας το αγλαόκαρπο και πνευματικά αειθαλές.
Το επόμενο γεγονός που θα καταγράψουμε, με οικουμενικές και διαχρονικές διαστάσεις ως προς τη συμβολή του στην παγκόσμια ιστορία, στιγμάτισε την Αγία Σοφία, γιατί συνέβη στο ιερό της. Ήταν η κατάθεση του παπικού αναθέματος στην Αγία της Τράπεζα στις 16 Ιουλίου του 1054 και η απαρχή του σχίσματος μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας. Πρωταγωνιστές του δράματος οι επικεφαλής των δυο εκκλησιών, ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο πάπας Λέων ο Θ΄-και για να ακριβολογούμε-, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος, πού ενεργούσε ως εντολοδόχος του πάπα και χρεώνεται τις ευθύνες πού αναλογούν στους δυτικούς, αφού ο πάπας είχε πεθάνει λίγους μήνες νωρίτερα.
Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι το γεγονός πού τόσο επηρέασε τον ρου της ιστορίας και πού τις βαριές συνέπειές του ανιχνεύουμε μέχρι σήμερα, ελάχιστα διείσδυσε στην ιστορική συνείδηση των σύγχρονων λαών. «Το σχίσμα έμεινε μόνο στις σφαίρες της υψηλής κοσμικής και εκκλησιαστικής ιεραρχίας» γράφει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στο βιβλίο της «Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», εκδόσεις Ψυχογιός.
Το πόσο λίπαναν τα γεγονότα του 1054 το έδαφος της καχυποψίας και της αποξένωσης και κάρπισαν την έχθρα και τη μισαλλοδοξία μεταξύ των ομοθρήσκων και ήδη πλέον ετεροδόξων, φάνηκε μόνο μετά την άλωση του 1204 και τη λατινοκρατία, εκατόν πενήντα χρόνια μετά. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Ειδικότερα και κατά την διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.
Το αίμα και το δάκρυ την έπνιξαν στον χαλασμό των δυο αλώσεων και υπέμεινε να βλέπει τα ανείπωτα και έκτοτε να απηχεί στο διηνεκές τα ανήκουστα. Ο βίαιος εξισλαμισμός της ήταν η οδυνηρή απομόνωσή της «από της συγγενείας της».
Η Αγία Σοφία λειτούργησε ως ορθόδοξη εκκλησία περίπου 900 χρόνια, ως ρωμαιοκαθολική άλλα 60 και ως μουσουλμανικό τζαμί περίπου 480 χρόνια. Το 1934, με πρωτοβουλία του τότε προέδρου Μουσταφά Κεμάλ, του επιλεγόμενου –με συνταγματική επιταγή- Atatürk (πατέρα των Τούρκων) και στο πλαίσιο εγκαθίδρυσης του κοσμικού κράτους της νέας Τουρκίας, μετατράπηκε σε μουσείο και ως τέτοιο λειτουργεί μέχρι σήμερα. H UNESCO περιέλαβε την Αγία Σοφία στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 1985.
ΠΗΓΗ ethnos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου