Η επίσκεψή του, λίγες μόλις εβδομάδες ύστερα από αυτή που πραγματοποίησε στην Κύπρο, αφορά εξίσου την Τουρκία όσο και την Ελλάδα. Διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις περιέγραψαν τη σχέση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ ως «ειδική» και «πρότυπο συνεργασίας». Η σχέση αυτή παρέμεινε ισχυρή, καθώς βασιζόταν πάνω στην αμυντική συνεργασία, στηριζόταν από την εκάστοτε πλειοψηφία του Κογκρέσου, απολάμβανε τις έμμισθες υπηρεσίες από λομπίστες υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας και αντλούσε την αποδοχή της από τις κοινωνίες των δύο χωρών.
Σήμερα, η σχέση Ερντογάν – Τραμπ παραμένει αρραγής, αλλά στηρίζεται σε σαθρό υπόβαθρο. Για τους Τούρκους αξιωματικούς, ο διορισμός στις ΗΠΑ ή σε υπηρεσίες του ΝΑΤΟ αποτελεί πλήγμα για τη μελλοντική σταδιοδρομία τους και πηγή καχυποψίας. Ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματικοί γνωρίζουν πλέον περισσότερους φυλακισμένους παρά ελεύθερους Τούρκους συναδέλφους τους, καθώς οι σχέσεις τους με τη νέα γενιά Τούρκων αξιωματικών είναι σχεδόν ανύπαρκτες.
Η τουρκική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον συνήθιζε να μετράει την επιρροή της βάσει του αριθμού των μελών της «τουρκικής ομάδας» βουλευτών, οι οποίοι προωθούσαν συστηματικά τα συμφέροντα της Αγκυρας στη νομοθετική εξουσία των ΗΠΑ. Σκοπός της ομάδας ήταν η προώθηση των διμερών σχέσεων, ενώ τα μέλη της εξασφάλιζαν προνομιακή μεταχείριση από την τουρκική κυβέρνηση. Το 2017 η ομάδα αριθμούσε 159 μέλη. Σήμερα απομένουν μόλις 101. Ούτε καν η πολυτελής φιλοξενία του Ερντογάν δεν μπορεί να αποσείσει το στίγμα που φέρει πάνω του ο Τούρκος πρόεδρος.
Το ίδιο ισχύει και για τους λομπίστες. Ανεξάρτητα από το εάν ειδικότητά τους ήταν ο πολιτισμός, οι επιχειρήσεις ή η άμυνα, λομπίστες υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας δραστηριοποιούνταν ανοικτά και με αποτελεσματικότητα στην πολιτική σκηνή της Ουάσιγκτον. Σήμερα, η ένταξη σε αμερικανικό λόμπι υπέρ των τουρκικών συμφερόντων σημαίνει την αποδοχή και δημόσια προώθηση της πολιτικής ατζέντας του Ερντογάν, κάτι το οποίο ελάχιστοι σοβαροί Αμερικανοί επιχειρηματίες είναι πρόθυμοι να κάνουν. Η Τουρκία δεν έχασε μόνο την πρόσβασή της στο Κογκρέσο, αλλά και σε όσους είχαν αποδείξει την ικανότητά τους να ψιθυρίζουν στα αυτιά μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων σε λέσχες και δεξιώσεις, εκεί όπου γίνεται η αληθινή διαπραγμάτευση.
Ούτε και τα ινστιτούτα (τουλάχιστον όσα δεν υιοθετούν τυχοδιωκτικές μεθόδους) είναι πρόθυμα να δεξιωθούν τον Ερντογάν μετά τους παλικαρισμούς των σωματοφυλάκων του Τούρκου προέδρου στο Ινστιτούτο Brookings το 2016 και στο Sheridan Circle ένα χρόνο αργότερα. Ο Ερντογάν εξαρτάται πια από ιδρύματα τα οποία δέχονται να δωροδοκηθούν ή όσα ιδρύθηκαν ως σκιώδεις διαφημιστικές εταιρείες. Στην «πιάτσα» των think tanks της Ουάσιγκτον, τα ιδρύματα αυτά έχουν το κύρος που διαθέτει στη διεθνή σκηνή η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου»: ένα τουρκικό εφεύρημα, το οποίο ουδείς παίρνει στα σοβαρά έξω από τα τουρκικά σύνορα.
Ο Ερντογάν, όμως, δεν ενδιαφέρεται να έχει καλές διμερείς σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Περιφρονεί τις ΗΠΑ και τη φιλελεύθερη πολιτική τους κουλτούρα και πιστεύει ότι μπορεί να εξασφαλίσει όσα επιθυμεί καλλιεργώντας προσωπική σχέση με τον εκάστοτε Αμερικανό πρόεδρο. Αυτό λειτούργησε με τον Μπους, τον Ομπάμα και τον Τραμπ, αλλά η αποτελεσματικότητα της τακτικής αυτής απειλεί επ’ εσχάτων να εκπνεύσει.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ –αλλά και της Ε.Ε.– κυριαρχούν δύο σχολές σκέψης για το μέλλον των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση. Η πρώτη, που προωθείται από τους οπαδούς της Τουρκίας, είναι ότι η χώρα είναι πολύ σημαντική για να εγκαταλειφθεί από τη Δύση. Οι ρέκτες της θεωρίας αυτής έχουν δικαιολογήσει κάθε παραβίαση συμφωνίας από την Αγκυρα, όπως τη στήριξή της προς την Αλ Κάιντα, τη διπλωματική στροφή της Τουρκίας προς τη Ρωσία, την καταπάτηση της ελευθερίας του Τύπου και, πιο πρόσφατα, τις επιθέσεις με στόχο τη χριστιανική παράδοση. Αλλοι ισχυρίζονται ότι οι αλλαγές που επιβλήθηκαν από τον Ερντογάν θα καθορίσουν τη μορφή της Τουρκίας για πολλά χρόνια μετά την έξοδό του από τη σκηνή. Ο Τούρκος πρόεδρος αναμόρφωσε τον τουρκικό στρατό, έδωσε νέα κατεύθυνση στην τουρκική διπλωματία, κατήχησε πολιτικά 30 εκατομμύρια μαθητές και ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά Τούρκων.
Ανεξάρτητα από το ποια σχολή σκέψης υιοθετεί κανείς, η απάντηση της Δύσης πρέπει να θέτει την Αγκυρα έναντι των ευθυνών της περισσότερο για τις πράξεις της και λιγότερο για τη ρητορική της, διαμορφώνοντας την κατάλληλη πολιτική βάσει των πραγματικών συνθηκών. Δεν μπορούν να υπάρχουν αμφιβολίες. Οι ενστάσεις του Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν μπορεί να οδηγούν σε αμφισβήτησή της. Η νομιμοποίηση των τουρκικών φαντασιώσεων δεν προάγει τη διπλωματία, αλλά της δημιουργεί προσκόμματα, δημιουργώντας ναρκοπέδιο νέων διενέξεων στην ευρύτερη περιοχή. Το ταξίδι του Πομπέο στη Σούδα δείχνει ότι οι υπέρμαχοι του ρεαλισμού έχουν το πάνω χέρι αυτή την περίοδο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Η εκδίωξη της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ δεν είναι εφικτή (ο καταστατικός χάρτης της Συμμαχίας δεν προβλέπει τέτοιο ενδεχόμενο). Οι Σύμμαχοι μπορούν, όμως, να θέσουν την Τουρκία σε καραντίνα, αφήνοντάς τη στο περιθώριο, καθώς οι ΗΠΑ και άλλα κράτη-μέλη προχωρούν σε ad hoc συμφωνίες, όπως αυτή που αναπτύσσεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Για να επιλυθεί το τουρκικό πρόβλημα είναι αναγκαία η ενίσχυση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Αν η Τουρκία επανέλθει στη λέσχη των υπεύθυνων κρατών, Ουάσιγκτον και Αθήνα ίσως την καλωσορίσουν. Μέχρι τότε, όμως, και οι δύο οφείλουν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία σαν το κράτος-ταραξία, στο οποίο έχει εξελιχθεί.
* Ο κ. Michael Rubin είναι επιστημονικός συνεργάτης του American Enterprise Institute.
ΦΩΤΟ Η Δύση πρέπει να θέτει την Αγκυρα έναντι των ευθυνών της για τις πράξεις της, διαμορφώνοντας την κατάλληλη πολιτική βάσει των πραγματικών συνθηκών. Το ταξίδι Πομπέο στη Σούδα δείχνει ότι οι υπέρμαχοι του ρεαλισμού έχουν το πάνω χέρι αυτή την περίοδο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ (φωτ. από τη βάση της Σούδας). (Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ)
ΠΗΓΗ kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου