Η εισαγωγή του DP στη μελέτη που δημοσίευσε για το μέλλον των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας το συνδεδεμένο με τους Δημοκρατικούς “Center for American Progress”, ανέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας, αφενός το πόσο επηρεάζει τις κυβερνήσεις των Δημοκρατικών και αφετέρου πόσο έξω έπεσε στις εκτιμήσεις και συστάσεις προς την κυβέρνηση Ομπάμα, με αποτέλεσμα τον πλήρη “εκτροχιασμό” της Τουρκίας και του Ερντογάν προσωπικά. Η νέα μελέτη μπορεί να μην περιέχει τις κραυγαλέες “αστοχίες” αυτής του 2008, όμως δεν στερείται αναπαραγωγής ευσεβών πόθων και ψευδαισθήσεων όπως θα δούμε στη συνέχεια. Καταβάλει προσπάθειες να ισορροπήσει ανάμεσα στην υποκρυπτόμενη επιθυμία να μη χαθεί η Τουρκία και την εξαιρετικά δυσμενή πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοήσει. Τη μελέτη με τίτλο “Flashpoints in U.S.-Turkey Relations in 2021” υπογράφει ο αναλυτής Max Hoffman.
Η “μεσοβέζικη” λύση – σύσταση στην οποία καταλήγει ο αναλυτής… με τη μορφή της εκτίμησης, είναι ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα επιχειρήσει εξ αρχής τη ρήξη με την Τουρκία, παρά την αντισυμμαχική της συμπεριφορά. Δεν θεωρεί καν ότι μια πιο σκληρή γραμμή θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, αφού θα τηρηθεί στάση αναμονής. Η Ουάσιγκτον θα επιχειρήσει να διατηρήσει “παγωμένη” τη διένεξη με την Τουρκία, με την προσδοκία ότι είτε η Μόσχα είτε η Άγκυρα θα αντιδράσει, καθώς είναι πολλά τα ζητήματα που προκαλούν διαίρεση ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Άλλη προσδοκία είναι ότι είτε οι εκλογικές επιδόσεις του Ερντογάν είτε η κατάσταση της οικονομίας θα υποχρεώσουν το καθεστώς Ερντογάν σε αναδίπλωση. Το θέμα είναι ότι παρόλο που οι προσδοκίες αυτές δεν είναι απίθανο να συμβούν, το ζήτημα είναι εάν η στρατηγική των ΗΠΑ θα πρέπει να περιοριστεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις ή να επιχειρήσει να διαμορφώσει το περιβάλλον με τέτοιον τρόπο ώστε να υποβοηθηθεί η εμφάνιση του επιθυμητού αποτελέσματος…
Στη μελέτη ξεκαθαρίζεται βέβαια ότι η ταχύτητα με την οποία αλλάζουν τα δεδομένα και η πολυπλοκότητα των ζητημάτων, καθιστούν εξαιρετικά δυσχερές το να δοθούν σαφείς κατευθύνσεις και συμβουλές στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Εν ολίγοις, οι Αμερικανοί καλούνται να ξεμπερδέψουν ένα “κουβάρι” επικίνδυνα μπλεγμένο σε όλα τα επίπεδα… Και σαν να μην φθάνουν όλα αυτά τα προβλήματα, στην ατζέντα της καινούργιας αμερικανικής κυβέρνησης εμφανίζονται ξανά τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία, καθιστώντας κάθε προοπτική συμβιβαστικής λύσης ακόμα πιο δυσχερή.
Η ανησυχία του αναλυτή είναι “η συνήθεια Ερντογάν” να επιχειρεί να φέρει την Τουρκία στο προσκήνιο δυναμικά με σκοπό να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η Τουρκία θα διαθέτει διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα. Κι αυτό μπορεί να το κάνει αυξάνοντας την ένταση στην ανατολική μεσόγειο, στη Λιβύη, στη Συρία και τον Καύκασο! Και μόνο αυτός ο φόβος επαρκεί για να αναιρέσει τη σύσταση περί “παγώματος” της σχέσης ΗΠΑ-Τουρκίας από την Ουάσιγκτον, αντί να επιχειρηθεί η διατήρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων…
Ο Μαξ Χόφμαν αντιλαμβάνεται και διατυπώνει την πρόβλεψη ότι οι επιλογές και ενέργειες του Ερντογάν θα καθοδηγήσουν τις εξελίξεις εντός του 2021. Παρότι οι ενέργειές του συνεπάγονται υψηλότατο κόστος στο εσωτερικό και το εξωτερικό, οι πολιτικές του ανάγκες και η προσωπική του ιστορία χειρισμών τέτοιων καταστάσεων, δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας ότι θα προβεί σε ουσιαστικές παραχωρήσεις.
Η τουρκική αναζήτηση στρατηγικής αυτονομίας
Η Τουρκία του Ερντογάν δεν αναμένεται να δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία για τις επιθυμίες των παραδοσιακών δυτικών της συμμάχων και θα συνεχίσει έναν ανεξάρτητο δρόμο στην εξωτερική του πολιτική. Ο Τούρκος ηγέτης θεωρεί ότι ο κόσμος είναι ήδη πολυπολικός και η θέση της Τουρκίας είναι ως μια όσο το περισσότερο δυνατόν “αυτόφωτη” δύναμη που θα συνδιαλέγεται και θα διαπραγματεύεται με όλους. Έχει εξάλλου ξεκαθαρίσει ότι δεν επιθυμεί να επιλέξει ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία.
Ο Ερντογάν έχει επισημάνει πολλές φορές ότι η Τουρκία έχει υποφέρει όταν η Δύση δεν υιοθετεί τις αιτιάσεις της (σ.σ. DP: δεν εξαιρεί φυσικά τις παράνομες…), ξεχνώντας όμως βολικά ότι έχει επωφεληθεί στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση η προσαρμογή της Τουρκίας στη μετάβαση ηγεσίας στις ΗΠΑ, από την κυβέρνηση του Τραμπ σε αυτή του Μπάιντεν δεν θα είναι εύκολη. Η μελέτη αποφαίνεται ότι όσο η Ρωσία εμπλέκεται ολοένα και περισσότερο σε αντιδυτικές ενέργειες, τόσο θα μεγαλώνει η απαίτηση της Δύσης στους συμμάχους της να επιλέξουν πλευρά…
Έχει σίγουρα ενδιαφέρον, ότι στη μελέτη ξεκαθαρίζεται πως αν και το να μην επιθυμεί η Τουρκία να επιλέξει ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία δεν την καθιστά αυτομάτως εχθρό, είναι εξίσου βέβαιο ότι δεν θα ανήκει στην “ομάδα” με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Και στο πλαίσιο αυτό μπορεί ασφαλώς να αγοράζει οπλικά συστήματα από όπου επιθυμεί, αυτό όμως δεν θα στερείται συνεπειών!
Διότι όπως αναφέρεται, η δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας θα είναι σχεδιασμένη να περιφρουρεί τη δημοκρατική τάξη απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα! Πολύς ιδεαλισμός, άρα μικρή σχέση με την πραγματικότητα! Συνήθως τέτοιες αναφορές, πέραν της αποτύπωσης πεποιθήσεων ορισμένων κύκλων, πραγματικό στόχο έχουν να συγκαλύψουν ή να δικαιολογήσουν με πολιτικώς ορθό τρόπο τους πραγματικούς στρατηγικούς στόχους…
Στην πραγματικότητα και με βάση τα σημερινά δεδομένα, μια “επανεκκίνηση” των σχέσεων Τουρκίας και ΗΠΑ απαιτούν την οριστική παραδοχή από την πλευρά της Ουάσιγκτον του ότι η επιδίωξη στρατηγικής αυτονομίας για την Τουρκία δεν αναστρέφεται. Αυτό σημαίνει ότι οι δυο πλευρές δεν είναι στρατηγικοί εταίροι, με αποτέλεσμα η αμερικανική προσέγγιση παρότι δεν θα είναι εχθρική, σίγουρα δεν θα πρέπει να διατηρεί ψεύτικες – μη ρεαλιστικές ελπίδες.
Η συνολική εικόνα των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση μετά την προμήθεια των S-400 από τους Τούρκους και τη συνεπακόλουθη ενεργοποίηση της νομοθεσίας CAATSA από τους Αμερικανούς, αποκαλύπτει ότι οι συνέπειες στη συνοχή του ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή άμυνα θα είναι αναπόφευκτες. Στην εικόνα αυτή έρχεται να προστεθεί η σύνδεση της στάσης των ΗΠΑ απέναντι στον αγωγό Nord Stream 2 με τη στάση τους απέναντι στον TurkStream 2… Τα δε ζητήματα της Συρίας, της Λιβύης και της Ανατολικής Μεσογείου, θα αναδείξουν την ανάγκη συντονισμού των ενεργειών με την Ευρωπαϊκή Ένωση “και όπου είναι δυνατόν με την Τουρκία”.
Με την κυβέρνηση Μπάιντεν, οι υπαρκτές αλλά εν υπνώσει διαφορές ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Άγκυρα θα επανεμφανιστούν. Η δε προσωπική σχέση Ερντογάν-Τραμπ που έφτανε στο όριο των υποψιών προσωπικών συμφερόντων -ναι, αναφέρεται στη μελέτη- απλά δεν άφηνε τις διαφωνίες να έρθουν στην επιφάνεια, συγκαλύπτοντάς τις. Οι κομβικές στρατηγικές και ενεργειακές αποφάσεις που θα πρέπει να λάβουν οι ΗΠΑ, θα μπορούσαν να καθορίσουν την κατεύθυνση της Τουρκίας για τα επόμενα χρόνια…
Τούτων λεχθέντων, στα συμπεράσματα της μελέτης κατονομάζονται Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος και Γαλλία, με αντικείμενο τα θαλάσσια σύνορα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη δυνητική ύπαρξη ενεργειακών πηγών, με την επισήμανση ότι τα σημεία δυνητικής ανάφλεξης είναι πολλά. Κι όλα αυτά μαζί με τα μέτωπα Ιράν, Συρίας, Λιβύης.
Οι κυρώσεις στην Τουρκία μοιάζουν αναπόφευκτες
Όσον αφορά τα πεδία επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, όπως εάν ενεργοποιηθούν οι S-400 ή επιδιωχθεί στενότερη συνεργασία με τη Μόσχα, ή για το θέμα της παράκαμψης των κυρώσεων στο Ιράν με τη δράση της κρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank, αυτά μπορούν να “γονατίσουν” την τουρκική οικονομία.
Είναι τομείς που μπορούν να πλήξουν περεταίρω τη στρατηγική σχέση. Στη μελέτη υπενθυμίζεται ότι η γαλλική τράπεζα BNP Paribas αντιμετώπισε παρόμοιες κατηγορίες και παρά τις πιέσεις της κυβέρνησης της Γαλλίας “εισέπραξε” και μάλιστα από περιφερειακό, όχι ομοσπονδιακό δικαστήριο, πρόστιμο 8,9 δισ. δολαρίων! Οι προοπτικές των Τούρκων δεν μοιάζουν καλές…
Εν ολίγοις, ποια είναι στρατηγική σχέση που αναφέρει ο Μαξ Χόφμαν; Πώς ταιριάζει αυτή η αναφορά με όσα καταγράφηκαν παραπάνω και περιέχονται στη μελέτη; Το τουρκικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό, η κατακρήμνιση της τουρκικής λίρας και η εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων είναι πραγματικά προβλήματα που ορθώς επισημαίνονται ως έχοντα τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε οικονομικές αναταράξεις και ενδεχομένως σε μεγαλύτερη καταπίεση από το καθεστώς Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Σε κάθε περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν ισχυρή επιρροή στην Τουρκία, καθώς η στρατιωτική και οικονομική ασφάλεια εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη Δύση. Η μελέτη αναφέρει ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να τηρήσουν σκληρή στάση σε όλα τα ζητήματα, ενώ καμία πίεση των ΗΠΑ ή της ΕΕ μπορούν “να σώσουν την Τουρκία από τον Ερντογάν“! Ωστόσο, όπως αναφέρει ο αναλυτής, οι δυο πλευρές μπορούν να συνεργαστούν για να αποτρέψουν περεταίρω τουρκική κλιμάκωση, με τη χάραξη ξεκάθαρων “κόκκινων γραμμών”.
Κι όλα αυτά επιχειρώντας να κερδίσουν χρόνο, να μην διαρρήξουν εντελώς τις σχέσεις, γνωρίζοντας ότι θα υπάρξει μετά-Ερντογάν εποχή. Η κλασική στρατηγική της “βαθιάς κατάψυξης” που αναφέρθηκε παραπάνω. Τουλάχιστον επί Μπάιντεν, η κατάργηση της προσωπικής σχέσης που υπήρχε με τον Τραμπ, δεν θα επιτρέψει την παράκαμψη των επιθυμιών του ευρύτερου αμερικανικού πολιτικού συστήματος, με επίκεντρο το Κογκρέσο. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος “θα αφαιρέσει την προσωπική διάσταση” από την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, εκτιμάται στη μελέτη.
Τα… κατανοητά παράπονα της Τουρκίας!
Στα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο, αλγεινή εντύπωση προκαλεί η αναφορά του Χόφμαν ότι στο ζήτημα της χάραξης θαλασσίων συνόρων, η Τουρκία έχει “understandable grievances” (κατανοητά παράπονα)! Εννοεί άραγε απλά την μη ευνοϊκή γεωγραφία; Αν ναι, αναλογίστηκε ποτέ ποιες θα ήταν οι συνέπειες διεθνώς αλλά και για την ασφάλεια των ΗΠΑ, υπό την έννοια της προστασίας των πλανητικών τους συμφερόντων, το να γινόταν αποδεκτή η περιγραφή παρανομιών -σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- με τον όρο “understandable grievances”;
Τις οποίες παρανομίες περιγράφει μάλιστα στη συνέχεια; Παραπέμποντας και στον αναλυτή ναυτικής ισχύος Ryan Gingeras, ο οποίος συζητώντας για τις επενδύσεις των Τούρκων σε πολεμικά πλοία, αποκαλεί το τουρκικό Ναυτικό ως “σφυρί που αναζητά ένα καρφί” (hammer looking for a nail); Το ότι η Τουρκία αισθάνεται περικυκλωμένη και υπό ανάσχεση (encircled and contained) το… εκτονώνει στους γείτονές της στρατιωτικά, λες και ευθύνονται για τη γεωγραφία και το ισχύον διεθνές δίκαιο και αυτό αποτελεί αντικείμενο προς συζήτηση στην Ουάσιγκτον; Σοβαρά;
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαξ Χόφμαν επιχειρεί την απαράδεκτη εξίσωση του επιτιθέμενου με τον αμυνόμενο, αφού κατηγορεί την Ελλάδα για παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών και “απόκρουση” της έλευσης άλλων με τη χρήση σκληρών μεθόδων που τους εκθέτουν σε κίνδυνο. Για την εργαλειοποίηση του “μεταναστευτικού” και τη χρήση του ως όπλου εναντίον της Ελλάδας, ο κύριος αυτός φαίνεται πως δεν αντελήφθη κάτι ιδιαίτερο. Ας ελπίσουμε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει…
Ο κύριος αναλυτής, επιπρόσθετα, αποπειράται ξανά να δικαιολογήσει την Τουρκία, καθώς κατηγορεί τον προηγούμενο υπουργό Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ότι με την “αντιτουρκική του γραμμή” βοήθησε δήθεν να ενισχυθεί η… αίσθηση αποκλεισμού και περικύκλωσης των Τούρκων! Η νομιμότητα γράφεται στα παλαιότερα των υποδημάτων του Μαξ Χόφμαν, καθώς δεν υπάρχει καμιά αναφορά!
Όλοι όσοι έχουν συσπειρωθεί γύρω από στην Ελλάδα, προφανώς εμφορούνται από συναισθήματα και επιθυμίες αποκλεισμού και περικύκλωσης της Τουρκίας, όχι αποτροπής επικίνδυνων τετελεσμένων και υπεράσπισης νομίμων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο διεθνές δίκαιο για όλες τις χώρες. Προφανώς με την εξαίρεση της Ελλάδας για τον πολύ κύριο Χόφμαν. Η δε άρνηση της Τουρκίας να αποφύγει την επίσης παράνομη, ενεργό απειλή χρήση ένοπλης βίας, επίσης δεν συγκινεί τον αναλυτή.
Ο Μαξ Χόφμαν προσπαθεί φιλότιμα, αλλά αποτυχημένα, να ανακαλύψει μια συμβατή -με την αξίες που πρεσβεύουν στις διακηρύξεις τους οι ΗΠΑ- πολιτική αντιμετώπισης αυτής της πρόκλησης. Επειδή όμως επικαλείται τη νομιμότητα και τη δημοκρατία στους βασικούς άξονες της εξωτερικής πολιτικής Μπάιντεν, έχουμε καταφανώς άλλο ένα αντιφατικό σημείο στην ανάλυσή του.
Συστήνει τη μεσολάβηση των ΗΠΑ. Άραγε ως μέθοδο αποφυγής να πάρει θέση και ο ίδιος και η χώρα του επί του προβλήματος; Πολύ… δημιουργικό. Έχει πλέον ενδιαφέρον να διαπιστωθεί, εάν θα ακολουθηθεί το παράδειγμα του 2008. Αν δηλαδή θα αποτελέσει η μελέτη του Μαξ Χόφμαν “Βίβλο” στην αντιμετώπιση του προβλήματος Τουρκία.
Παρότι και η φετινή μελέτη είναι καταφανώς όχι και τόσο πετυχημένη ως “συνταγή αντιμετώπισης” της κατάστασης. Φαίνεται πως το Ινστιτούτο που τη φιλοξενεί (CAP) έχει λησμονήσει τη συγκλονιστική επιτυχία με την κυβέρνηση Ομπάμα… Ο Τζο Μπάιντεν το θυμάται;
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου