Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

(Αρριανός ΣΤ.11, Ζ.24-28, Πλούταρχος Αλέξανδρος 63.11-12, 73.7-74.1, 75.1-6, 76-77.5, Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής 345.4, Διόδωρος, ΙΖ.116.2-4, 117.2-5, 118.1-2, Κούρτιος 10.5, 10.10.9-19, Ιουστίνος 12.12.10, 12.13.8-12, 12.14-16.1) 
Από τους οιωνούς, που αναφέρουν οι ελληνικές πηγές για τον επερχόμενο θάνατο του Αλεξάνδρου, ο παρακάτω είναι πολύ ενδιαφέρων. Κάποια φορά στη Βαβυλώνα, όταν ο Αλέξανδρος έπαιζε σφαίρα (κάτι σαν τη σημερινή χειρόσφαιρα) με τους παῖδες της βασιλικής ακολουθίας, κάθισε στον θρόνο του κάποιος άγνωστος, που είχε προλάβει μάλιστα να φορέσει το διάδημα και τη βασιλική στολή. Στην αρχή δεν απαντούσε στις ερωτήσεις, αλλά μετά από λίγο συνήλθε και είπε ότι λεγόταν Διονύσιος, ήταν Μεσσήνιος, είχε καταδικαστεί για κάποιο αδίκημα και τον είχαν οδηγήσει σιδηροδέσμιο και δια θαλάσσης ως τα κοντινά παράλια. Εκεί του παρουσιάστηκε ο Σάραπις, του έλυσε τα δεσμά, τον οδήγησε στο σημείο, όπου έπαιζε σφαίρα ο Αλέξανδρος, και τον διέταξε να φορέσει το διάδημα, τη βασιλική στολή και να καθίσει σιωπηλός στο θρόνο. Ο Αλέξανδρος διέταξε να σκοτώσουν τον παράξενο αυτό άνθρωπο, όπως τον συμβούλευσαν οι μάντεις, ώστε τα κακά σημάδια να πέσουν στο κεφάλι του δραπέτη και όχι στο δικό του. Αυτή είναι η εκδοχή του Πλούταρχου, αλλά και του Διόδωρου είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Κατ’ αυτήν, ο δραπέτης δεν ήταν Πελοποννήσιος, αλλά ντόπιος, και μετά την εκτέλεσή του ο Αλέξανδρος προσέφερε θυσίες στους αποτρόπαιους θεούς, δηλαδή σ’ εκείνους που σύμφωνα με την αρχαία ελληνική θρησκεία απέτρεπαν και προστάτευαν από το κακό. Ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος καθόταν με τους εταίρους και μοίραζαν στις τάξεις των Μακεδόνων τις δυνάμεις, που μόλις είχαν φέρει στη Βαβυλώνα ο Πευκέστας, ο Φιλόξενος και ο Μενίδας. Κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος και οι εταίροι απομακρύνθηκαν και ένας άγνωστος, καταδικασμένος σε περιορισμό χωρίς δεσμά γλίστρησε ανάμεσα στους ευνούχους και κάθισε στο θρόνο. Όταν τον αντιλήφθηκαν, ο Αλέξανδρος φοβήθηκε συνωμοσία και διέταξε να βασανίσουν τον παράξενο άνθρωπο, μέχρι να ομολογήσει. Εκείνος επέμεινε ότι το έκανε σπρωγμένος από μία παρόρμηση, και οι μάντεις γνωμάτευσαν ότι δεν προμηνυόταν τίποτα καλό. Ο Αρριανός δεν αναφέρει την τύχη του πρωταγωνιστή.
Κοινό γνώρισμα στις παραλλαγές αυτές είναι ότι κάποιος κατάδικος κατόρθωσε να περάσει από τους άντρες της προσωπικής ασφαλείας του Βασιλέως των Βασιλέων με τους αναρίθμητους εχθρούς και να καθίσει ανενόχλητος στο θρόνο. Οι αρχαίοι αναγνώστες δεν έβλεπαν κάποια αντίφαση, ούτε δυσκολεύονταν να το πιστέψουν, διότι ακριβώς αυτό είναι ο οιωνός: ένας κατάδικος κατάφερε να περάσει από τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και να καθίσει στο θρόνο του κοσμοκράτορα, καθοδηγούμενος από κάποιο θεό, που ήθελε να δώσει ένα μήνυμα.
Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο όλες αυτές οι παραλλαγές να αποτελούν διασκευή από τους επικοινωνιολόγους ενός πραγματικού γεγονότος. Σύμφωνα με μία έσχατη μέθοδο των Χαλδαίων, για να αποτρέψουν το κακό που απειλούσε το βασιλιά τους, ο πραγματικός βασιλιάς εγκατέλειπε για λίγο τη βασιλεία και τη θέση του έπαιρνε ένας θανατοποινίτης. Οι ιερείς έντυναν τον κατάδικο με τη βασιλική ενδυμασία, του έδιναν τα βασιλικά σύμβολα, τον τοποθετούσαν στο θρόνο και στη συνέχεια τον σκότωναν. Πίστευαν ότι το θύμα παίρνοντας τη θέση του βασιλιά, έπαιρνε και τη μοίρα του και ότι μετά τη θυσία του το κακό έπαυε να απειλεί τον πραγματικό βασιλιά. Αυτή η τελετουργία παραήταν βάρβαρη για τα ελληνικά δεδομένα και ήταν απολύτως αδύνατο να καταγραφεί με ακρίβεια, και ίσως γι’ αυτό οι παραλλαγές του Πλούταρχου και του Διόδωρου παραλείπουν την πραγματική αιτία της ανθρωποθυσίας. Η εξαγνιστική ανθρωποθυσία (αν όντως περί αυτού πρόκειται) είναι πολύ πιθανό να έγινε είτε κατ΄ εντολή του Αλεξάνδρου για να εξαλείψει ανεπιθύμητες φήμες, είτε κατόπιν εισηγήσεως των Χαλδαίων (των μόνων που έτσι κι αλλιώς γνώριζαν την ύπαρξη της τελετουργίας) για να αποδείξουν την πίστη τους στον Αλέξανδρο και να διασκεδάσουν τυχόν υποψίες ότι ο χρησμός τους ήταν εφεύρημα.
Οι συγγραφείς της λαϊκής παράδοσης θεωρούν ότι «ο Αλέξανδρος θορυβήθηκε πάρα πολύ από το χρησμό των Χαλδαίων, διότι γνώριζε την ικανότητά τους» και ότι «το ανάκτορο ήταν γεμάτο ειδικούς στις θυσίες, στους εξαγνισμούς και στις μαντείες». Η χαλδαϊκή ανθρωποθυσία ταιριάζει μεν με την εικόνα αυτή, αντικρούεται δε από την εικόνα του Αλεξάνδρου που δίνει ο Αρριανός και πάνω απ’ όλα δεν επιβεβαιώνεται από το ημερολόγιο της Αυλής, στο οποίο βασίζονται ο Αρριανός κι ο Πλούταρχος. Στο ημερολόγιο της Αυλής δεν καταγράφεται κανένας θύτης, καθάρτης ή μάντης να δίνει συμβουλές, αντίθετα ο Αλέξανδρος περιγράφεται όπως ακριβώς θα περιμέναμε να περιγράφεται ένας σπουδαίος στρατηγός, που αρρώστησε κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης κλίμακας κινητοποίησης με σκοπό την απόβαση και εισβολή. Με βάση τις βασίλειες εφημερίδες βλέπουμε τον Αλέξανδρο να προσφέρει καθημερινά θυσίες «όπως το συνήθιζε» (όχι «όπως του υπέδειξαν οι μάντεις») και να συσκέπτεται διαρκώς με τους ανώτατους αξιωματικούς. Ο Πλούταρχος ακολουθώντας το ημερολόγιο της Αυλής υποχρεώνεται να ακυρώσει τις προηγούμενες περιγραφές του ότι «η δεισιδαιμονία ενστάλαξε στον Αλεξάνδρο ανοησία και φόβο». Ενώ λοιπόν τα περί δεισιδαιμονίας δεν τεκμηριώνονται από τα επίσημα αρχεία, οι διασκεδάσεις και οι οινοποσίες δεν αμφισβητούνται από καμία πηγή. Μετά την αυθάδεια των Μακεδόνων στην Ώπη και το θάνατο του Ηφαιστίωνα ο Αλέξανδρος δεν είχε καμία ψευδαίσθηση για τη θέση του. Δεν του είχε απομείνει κανένας φίλος, διέθετε μόνο συνεργάτες, των οποίων την υπακοή έπρεπε να εξασφαλίζει με απειλές ή ανταλλάγματα, και φαίνεται ότι είχε επιλέξει το οινόπνευμα ως αντίβαρο στη μοναξιά του.
Στο μεταξύ οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Αραβία προχωρούσαν με τους γνωστούς ταχείς ρυθμούς και τα πράγματα σε όλη την αυτοκρατορία ήταν υπό έλεγχο. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ανακήρυξη του Ηφαιστίωνα σε ήρωα και τη λήξη του πένθους, όταν κατά τον Αρριανό ο Αλέξανδρος θυσίασε στους θεούς εν όψει της νέας εκστρατείας. Μοίρασε τα σφάγια και κρασί στους στρατιώτες του ανά λόχους και εκατοστύες και διασκέδασε πίνοντας με τους φίλους του μέχρι πολύ αργά τη νύχτα. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αλέξανδρος παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Νέαρχου. Ανεξάρτητα πάντως από την αφορμή για την αρχική διασκέδαση, όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι κάποια στιγμή αργότερα θέλησε να πάει για ύπνο, αλλά ο Θεσσαλός Μήδιος, ένας από τους πλησιέστερους σ’ αυτόν εταίρους την εποχή εκείνη, τον παρακάλεσε να διασκεδάσει μαζί τους, διότι θα ακολουθούσε ένας πολύ καλός κῶμος. Αφού λοιπόν γλέντησε με τον Μήδιο και ήπιε μέχρι πολύ αργά τη νύχτα, έφυγε από την οινοποσία, λούστηκε και κοιμήθηκε στο λουτρό, διότι ήδη είχε πυρετό.
Απ’ αυτό το σημείο ο Αρριανός και ο Πλούταρχος βασίστηκαν στις βασίλειες εφημερίδες, γι’ αυτό οι διηγήσεις τους σχεδόν ταυτίζονται. Όμως οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς, είτε δεν διάβασαν το ημερολόγιο της Αυλής είτε δεν το βρήκαν της αρεσκείας τους, κι έτσι έγραψαν τις προσωπικές τους εκδοχές. Κάποιοι, απ’ τους οποίους σώζονται (Διόδωρος και Ιουστίνος) έγραψαν ότι στον κῶμο του Μήδιου ο Αλέξανδρος εκτός από τον πολύ άκρατο οίνο ήπιε μονορούφι κι ένα μεγάλο ποτήρι κρασί στη μνήμη του Ηρακλή. Τότε έβγαλε ένα δυνατό αναστεναγμό, σαν να είχε δεχτεί ένα δυνατό πλήγμα στην πλάτη, και αποσύρθηκε, υποβασταζόμενος από τους φίλους του. Ο Πλούταρχος απορρίπτει κατηγορηματικά, τόσο ότι ο Αλέξανδρος ήπιε το ποτήρι για τον Ηρακλή όσο και ότι ένοιωσε έναν ισχυρό πόνο στην πλάτη, σαν να τον τρύπησε λόγχη. Λέει μάλιστα ότι «κάποιοι νόμισαν ότι έπρεπε να τα γράψουν αυτά, για να πλάσουν το τραγικό και περιπαθές τέλος ενός μεγάλου δράματος». Όσο για την θρυλούμενη υπερβολική κατανάλωση κρασιού, την αποδίδει σε διόγκωση μιάς πληροφορίας του Αριστόβουλου, ότι ο Αλέξανδρος για να ανακουφιστεί από τη δίψα, που προκαλούσε ο ψηλός πυρετός, «ήπιε κρασί» και επήλθε το μοιραίο.
Η ευρύτερα διαδεδομένη εκδοχή για το θάνατο του Αλεξάνδρου υπήρξε η δηλητηρίαση και το πιο ολοκληρωμένο σενάριο προκύπτει συνδυαστικά από τις αρχαίες πηγές, είτε το αποδέχονται είτε το απορρίπτουν, ως εξής: Ο Αριστοτέλης καθοδήγησε και προμήθευσε τον Αντίπατρο με το θανατηφόρο δηλητήριο, που ήταν «νερό ψυχρό σαν πάγος και ελαφρύ σαν δροσιά» και ανέβλυζε από κάποιο βράχο στην Νωνάκριδα. Λόγω του ψύχους και της οξύτητάς του τρυπούσε όλα τα σκεύη και μπορούσε να μεταφερθεί μόνο μέσα σε οπλή γαϊδάρου ή μουλαριού. Ο Αντίπατρος έδωσε το δηλητήριο στο γιο του Κάσσανδρο, που το μετέφερε ως τη Βαβυλώνα και το παρέδωσε στον Ιόλλα, αδελφό του και βασιλικό οινοχόο. Μερικοί αναμιγνύουν στη συνωμοσία και τον Μήδιο, που ήταν εραστής του Ιόλλα και είχε προσκαλέσει τον Αλέξανδρο στον κῶμο.
Αν εξετάσουμε έναν προς έναν τους υποτιθέμενους συνωμότες, η όλη θεωρία της δηλητηρίασης μοιάζει με ευφάνταστο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας. Ο διάσημος φιλόσοφος Αριστοτέλης, με τον οποίο είχε ψυχρανθεί ο ακόμη πιο διάσημος βασιλιάς και παλιός μαθητής του, υποτίθεται ότι προμήθευσε το δηλητήριο. Θεωρήθηκε αυτονόητο ότι, αφού ο ίδιος δίδασκε τις ακροατικές επιστήμες κι ένας άλλος μαθητής του, ο Θεόφραστος, είχε γνώσεις βοτανολογίας, δεν μπορεί παρά να ήξερε και από δηλητήρια. Ο Αντίπατρος αρχικά ήταν αντιβασιλέας της Μακεδονίας και αναπληρωτής Ηγεμών της Ελλάδος, αλλά εν συνεχεία έχασε την εμπιστοσύνη του κοσμοκράτορα και κλήθηκε στη Βαβυλώνα, όπου ήδη συγκεντρώνονταν κατηγορίες εις βάρος του. Ο Κάσσανδρος και ο Ιόλλας αναμφίβολα θα ακολουθούσαν τη μοίρα του πατέρα τους και ειδικά ο Κάσσανδρος φέρεται να είχε πάρει μία πρόγευση από τις προθέσεις του Αλεξάνδρου. Ο Μήδιος υποτίθεται ότι συνεργάσθηκε πρόθυμα στη συνωμοσία και παρέσυρε τον Αλέξανδρο, του οποίου ήταν έμπιστος, διότι ήταν εραστής του Ιόλλα. Όλοι λοιπόν όσοι φέρονται ως συνωμότες είχαν ισχυρά κίνητρα, για να δολοφονήσουν τον Αλέξανδρο, εκτός από τον Αριστοτέλη, που απλώς δεν ήταν πια συμπαθής στον παλιό μαθητή του. Δηλαδή η θεωρία της δηλητηρίασης φαίνεται να έχει λογική βάση, ωστόσο παρουσιάζει σημαντικά κενά.
Κατά τον Διόδωρο, όταν ο Κάσσανδρος, έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, οι περισσότεροι συγγραφείς δεν τολμούσαν να γράψουν τίποτα σχετικό με τη δηλητηρίαση. Όμως ο Κάσσανδρος μόλις το 305 π.Χ. ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας από την εκκλησία των Μακεδόνων. Σ’ αυτά τα 18 χρόνια απ’ το θάνατο του Αλεξάνδρου δημιούργησε πολλούς και ισχυρούς εχθρούς, οι οποίοι, προκειμένου να ακυρώσουν τα σχέδιά του, ασφαλώς θα προστάτευαν και θα χρησιμοποιούσαν όσους συγγραφείς πίστευαν και ήθελαν να γράψουν τα περί δηλητηρίασης. Αντίθετα, ο Πλούταρχος απορρίπτει τα περί δηλητηρίασης και λέει ότι οι σχετικές φήμες εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά έξι χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και ότι πρώτος τα διηγήθηκε κάποιος Αγνόθεμις, που ισχυριζόταν ότι τα άκουσε από τον Αντίγονο, όταν πια είχε γίνει βασιλιάς. Έξι χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, δηλαδή το 317, γνωρίζουμε ότι η παράφορη Ολυμπιάς ξέθαψε τα οστά του Ιόλαου και εκτέλεσε τον Νικάνορα, τον άλλο γιο του Αντιπάτρου, σε εκδίκηση της δήθεν δηλητηρίασης του γιου της. Στην πραγματικότητα, η προπαγάνδα για τη δηλητηρίαση του Αλεξάνδρου μπορεί να άρχισε οποιαδήποτε στιγμή μετά το 319, οπότε ο Κάσσανδρος βρέθηκε σε τροχιά σύγκρουσης με τον Πολυπέρχοντα για τη διαδοχή του Αντιπάτρου, και απλώς μόλις το 317 η Ολυμπιάς να κατάφερε να εκδικηθεί το «δολοφόνο» του γιού της. Προβάλλοντας τη σχετική θεωρία ο Πολυπέρχων μπορούσε να προσβλέπει στη σπίλωση του Κασσάνδρου και στην ακύρωση των φιλοδοξιών του.
Ο Πλούταρχος τονίζει ακόμη ότι οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν τα περί δηλητηρίασης ως αποκυήματα φαντασίας, διότι το σώμα του Αλεξάνδρου παρέμεινε αβαλσάμωτο σε θερμό κλίμα επί πολλές ημέρες (έξι κατά τον Κούρτιο), μέχρι να καταλήξουν σε κάποια απόφαση οι εταίροι, χωρίς να παρουσιάσει σημάδια ύποπτης αλλοίωσης. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να αποδοθεί στην ύπαρξη στο σώμα του Αλεξάνδρου ισχυρών τοξινών, που καθυστέρησαν την έναρξη της αποσύνθεσης. Πάντως ο Πλούταρχος δεν είναι ο μόνος αρχαίος συγγραφέας, που ρητώς απορρίπτει τη θεωρία της δηλητηρίασης. Χαρακτηριστικά την αναφέρουν ο μεν Αρριανός «για να μη φανεί ότι την αγνοεί και όχι διότι τη θεωρεί αξιόπιστη», ο δε Κούρτιος «ανεξάρτητα απ’ το τι πιστεύει ο ίδιος». Εμμέσως φαίνεται ότι την απορρίπτει και ο Διόδωρος, που λέει ότι «επειδή μερικοί συγγραφείς διαφωνούν…κρίνουμε αναγκαίο να μην παραλείψουμε τα λόγια τους». Έτσι, από τους σωζόμενους ιστορικούς μόνο ο Ιουστίνος πιστεύει τη συνωμοσία και τη δηλητηρίαση. Κατ’ αυτόν, ο Αντίπατρος είχε διοργανώσει τη συνομωσία, ο Ιόλλας και ο Φίλιππος (άγνωστος στους άλλους ιστορικούς), που ήταν οινοχόοι του Αλεξάνδρου, του χορήγησαν το δηλητήριο και οι εταίροι αποσιώπησαν το σκάνδαλο της συνομωσίας, αποδίδοντας το θάνατό του στην υπερβολική οινοποσία.
Ακόμη, από το σύνολο των αρχαίων πηγών προκύπτει ότι δεν υπήρξε η ευρεία συνωμοσία, που είναι απαραίτητη για την ομαλή διαδοχή. Αντίθετα, η δηλητηρίαση εμφανίζεται ως πράξη απόγνωσης του Αντίπατρου, για να αποφύγει τις επικρεμάμενες πολύ σοβαρές συνέπειες από τον Αλέξανδρο. Ως μοναδικός συνωμότης, ο Αντίπατρος θα έπρεπε να τιμωρηθεί από τους «πιστούς» εταίρους, τόσο για να εμφανισθούν οι ίδιοι ως υπέρμαχοι της νομιμότητας όσο και για να ελαττωθούν οι διεκδικητές της εξουσίας. Ωστόσο, ο Αντίπατρος ήταν αυτός, που επέφερε ισορροπία μεταξύ των ισχυρών εταίρων και περιόρισε στο ελάχιστο τις συγκρούσεις. Επιπλέον σε μία τόσο σημαντική συνωμοσία, χρειάζεται στενή σχέση μεταξύ ιθύνοντος νου και εκτελεστικών οργάνων, που ούτε κι αυτό συνέβη. Αντίθετα, ο Αντίπατρος, ο υποτιθέμενος ιθύνων νους, προσέβαλε με τον πιο βάναυσο τρόπο τον Κάσσανδρο, τον γιο του και υποτιθέμενο μεταφορέα του δηλητηρίου, παραγκωνίζοντάς τον και ορίζοντας ως διάδοχό του τον Πολυπέρχοντα. Εν ολίγοις η θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου είναι μεν λογικοφανής, αλλά δεν επαληθεύεται από τα ιστορικά γεγονότα.
Στους 24 αιώνες, που πέρασαν από τότε, το ερώτημα για το αίτιο θανάτου του Αλεξάνδρου δεν έπαψε να απασχολεί αναγνώστες και συγγραφείς, χωρίς να έχει δοθεί ικανοποιητική απάντηση και μάλλον δεν θα δοθεί ποτέ. Είναι δε πολύ πιθανό ο θάνατος να προκλήθηκε από περισσότερα του ενός αίτια. Στα 12 χρόνια της εκστρατείας ο Αλέξανδρος εκτέθηκε σε όλες ανεξαιρέτως τις αντιξοότητες, που αντιμετώπισε η στρατιά και δεν ήταν ούτε λίγες ούτε αμελητέες. Τα δρομολόγια περνούσαν μέσα από καυτές ερήμους, οροσειρές με μόνιμους παγετώνες και περιοχές με έλη και αποπνικτική υγρασία, καταπονώντας τον οργανισμό κυρίως των Ελλήνων στρατιωτών. Η κακή διατροφή λόγω ελλείψεων στα εφόδια ήταν σχεδόν ο κανόνας και πάντοτε συνδυάζονταν με προέλαση σε δύσβατα εδάφη υπό αντίξοες κλιματολογικές συνθήκες, ενώ σε μία τουλάχιστον περίπτωση έχει καταγραφεί απ’ τις αρχαίες πηγές μεγάλης έκτασης τροφική δηλητηρίαση της στρατιάς. Επειδή τα εφόδια εξευρίσκοντο επιτοπίως, είναι αυτονόητο ότι η διατροφή της στρατιάς προσαρμοζόταν αναγκαστικά στα προϊόντα του κάθε τόπου. Ο Νέαρχος αναφέρει με απογοήτευση ότι δεν βρήκαν ελαιόδεντρα και με ανακούφιση ότι βρήκαν «δέντρα που φυτρώνουν στην ελληνική γη», ωστόσο η αλήθεια είναι ότι οι αλλαγές στη διατροφή επιρρέασαν τον οργανισμό τους λιγότερο απ’ όσο την ψυχολογία τους. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τα οποία γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αν και δεν αναφέρονται. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αθροιστικά συνέτειναν στην αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος και πράγματι αναφέρονται πολλές περιπτώσεις επωνύμων, που πέθαναν από ασθένεια, και άλλων ανωνύμων, που ανέρρωναν στα μετώπισθεν επίσης από ασθένεια. Αν προσθέσουμε και την επιβάρυνση του οργανισμού από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος, που οι αρχαίες πηγές είτε την αναφέρουν ρητώς είτε δεν την αντικρούουν καθόλου, φαίνεται πολύ πιθανό το ανοσοποιητικό σύστημα του Αλεξάνδρου να μην λειτουργούσε πια επαρκώς. Αν δεν πέθανε λόγω αλκοολισμού, είναι πιθανό να πέθανε είτε από ελονοσία, την οποία μπορούσε να κολλήσει στα έλη της Βαβυλώνας, είτε από οποιαδήποτε άλλη ασθένεια.
Αν κι ένα μεγάλο μέρος της διήγησης του Κούρτιου έχει χαθεί, από το σωζόμενο κείμενο προκύπτουν χαρακτηριστικές διαφορές στην εικόνα του Αλεξάνδρου μεταξύ των Ρωμαίων αφενός και των Ελλήνων ιστορικών του αφετέρου. Οι Ρωμαίοι περιγράφουν έναν υπερήρωα, που δεν προειδοποιήθηκε από τους θεούς με οιωνούς, ενώ οι Έλληνες έναν άνθρωπο, που αναρριχήθηκε στην ανώτατη βαθμίδα εξουσίας και οι θεοί προμήνυσαν με οιωνούς τον φαινομενικά απροσδόκητο θάνατό του. Σύμφωνα με τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Αλέξανδρος ζήτησε να παρελάσουν από μπροστά του οι στρατιώτες του, για να τον δουν τελευταία φορά. Ειδικά ο Ιουστίνος φαίνεται να περιγράφει πρωταγωνιστή μέτριας (το πολύ) ταινίας δράσης και λέει ότι «ήταν ατρόμητος μπροστά στο θάνατο, όπως και μπροστά στον εχθρό. Μάλιστα παρηγορούσε όσους δεν μπορούσαν να ελέγξουν τη θλίψη τους και σε άλλους έδινε μηνύματα για τους γονείς τους». Και οι δύο Ρωμαίοι λένε ότι ο Αλέξανδρος χαιρέτησε όλους τους στρατιώτες του και μόνο τότε κατέρρευσε. Επίσης θεωρούν δική του επιθυμία να ταφεί στον ναό του Άμμωνα, ενώ κατά τον Κούρτιο ο Περδίκκας ρώτησε αν ήθελε να του αποδίδουν θεϊκές τιμές και ο Αλέξανδρος απάντησε ότι τις ήθελε όταν εκείνοι θα αισθάνονταν ευτυχισμένοι.
Όταν φάνηκε πια ότι η κατάσταση της υγείας του δεν ήταν αναστρέψιμη, λέγεται ότι οι εταίροι ρώτησαν τον Αλέξανδρο σε ποιόν άφηνε το θρόνο κι ότι εκείνος απάντησε «τῷ κρατίστῳ», που ερμηνεύεται διφορούμενα ως «στον καλύτερο» ή «στον ισχυρότερο». Είναι τέτοια η ομοιότητα αυτής της δήλωσης με την επιγραφή «τῇ καλλίστῃ» στο μήλο, που μυθολογείται ότι έρριξε η Έρις ανάμεσα στις τρεις θεές και πυροδότησε τον Τρωικό πόλεμο, ώστε δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε τη δήλωση αυτή ως εφεύρημα των συγγραφέων. Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται περισσότερο από τη συμπληρωματική δήλωση, που απέδωσαν στον Αλέξανδρο διάφοροι συγγραφείς και ανάμεσά τους ο Διόδωρος, ο Κούρτιος κι ο Ιουστίνος. Έγραψαν λοιπόν ότι ο Αλέξανδρος λίγο πριν ξεψυχήσει, προέβλεψε ή ζήτησε να γίνει μεγάλος επιτάφιος αγώνας μεταξύ των φίλων του. Πράγματι χωρίς νόμιμο ή κοινής αποδοχής διάδοχο ήταν απόλυτα αναμενόμενη η σύγκρουση μεταξύ των ισχυροτέρων εταίρων και φυσικά στο θρόνο θα ανέβαινε, όποιος υπερίσχυε των άλλων. Πράγματι η εξουσία, που έχανε μαζί με τη ζωή του ο Αλέξανδρος, έμοιαζε ανάμεσα στους εταίρους με το μήλο της Έριδος. Πράγματι οι συγκρούσεις των Διαδόχων θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με τον Τρωικό πόλεμο, η εξιστόρηση του οποίου (η Ιλιάδα) υποτίθεται ότι ήταν το αγαπημένο βιβλίο του Αλεξάνδρου. Είναι όμως άδικο για τον Αλέξανδρο και κάθε νέο και ισχυρό βασιλιά, πριν ακόμη ολοκληρώσει το έργο του, ούτε λίγο ούτε πολύ να του αποδίδουμε τη νοοτροπία «γαία πυρί μιχθήτω μετά το θάνατό μου».
Η αυθεντικότητα της δήλωσης περί κρατίστου αποδυναμώνεται από τον ισχυρισμό των ιδίων ιστορικών ότι ταυτοχρόνως ο Αλέξανδρος παρέδωσε το βασιλικό δαχτυλίδι του στον Περδίκκα, υποδηλώνοντας σαφώς ότι τον προτιμούσε ως διάδοχο. Εάν πράγματι προτιμούσε τον Περδίκκα, έπρεπε να το πει ξεκάθαρα και λόγω της αυστηρότητας του χαρακτήρα του, ασφαλώς θα ισχυροποιούσε τη θέση του εκλεκτού του. Αν πίστευε ότι ο Περδίκκας δεν θα γινόταν αποδεκτός από τους υπόλοιπους και γι’ αυτό θα ακολουθούσε ο «επιτάφιος αγών», δεν υπήρχε κανένας λόγος να επιδείξει μία προτίμηση, που δεν μπορούσε να επιβάλει. Οι δύο αυτές πληροφορίες παραδιδόμενες από τους ίδιους ιστορικούς δίνουν μία πρωτόγνωρη εικόνα του Αλεξάνδρου, μη δυνάμενη να δικαιολογηθεί ούτε από τον υψηλό πυρετό. Το γεγονός είναι ότι ο θάνατος βρήκε τον Αλέξανδρο αιφνιδιαστικά και φυσικά χωρίς διάδοχο ή αντικαταστάτη. Όταν θα αντελήφθη πόσο κοντά βρισκόταν το τέλος, ήταν ήδη πολύ αργά για να ορίσει διάδοχο κοινής αποδοχής, και όλα όσα ακολούθησαν ήταν απλώς φυσική εξέλιξη. Οι συνεργασίες και οι έχθρες, που (όσες δεν προϋπήρχαν) δημιουργήθηκαν μεταξύ των εταίρων μόλις έγινε αντιληπτή η πορεία της υγείας του Αλεξάνδρου, θα μπορούσαν εύκολα να φέρουν το βασιλικό δαχτυλίδι στα χέρια του Περδίκκα ανεξάρτητα από τη θέληση του Αλεξάνδρου. Άλλωστε ο ετοιμοθάνατος βασιλιάς βρισκόταν σε περιβάλλον απόλυτα ελεγχόμενο από τους κορυφαίους εταίρους, ένας απ’ τους οποίους ήταν κι ο Περδίκκας.
Μία άλλη, απλοϊκότερη εκδοχή των τελευταίων του στιγμών είναι ότι μόλις ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι θα πέθαινε, θέλησε να πέσει στον Ευφράτη, για να εξαφανιστεί το σώμα του και να πιστέψουν όλοι ότι πράγματι ήταν θεός και ότι πήγε να συναντήσει τους άλλους θεούς. Τότε η Ρωξάνη προσπάθησε να τον εμποδίσει κι εκείνος την επιτίμησε ότι φθονούσε τη δόξα κάποιου, που είχε γεννηθεί θεός. Τέλος, γράφτηκε ότι μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Σισύγγαμβρις, η οποία είχε συλληφθεί στη μάχη της Ισσού και είχε αρνηθεί να δραπετεύσει στη μάχη των Γαυγαμήλων, αρνήθηκε να δεχθεί τροφή και πέθανε από ασιτία πέντε μέρες αργότερα. Εδώ φαίνεται πως ο Διόδωρος κι ο Κούρτιος θέλουν να πιστέψουμε ότι η σχέση της μητέρας του Δαρείου ήταν πιο στενή με τον Αλέξανδρο, παρά με τον άλλο γιο της, τον Οξάρθη, που υπηρετούσε σε περίοπτη θέση.
Επειδή ο Πλούταρχος ενδιαφερόταν για τη βιογραφία των χαρακτήρων του, στις τελευταίες ημέρες του Αλεξάνδρου, που αποτελούν κορυφαίο βιογραφικό στοιχείο, δεν ακολουθεί τους υπόλοιπους ιστορικούς της λαϊκής παράδοσης, όπου γενικά ανήκει, αλλά τεκμηριώνει τα πράγματα όπως κι ο Αρριανός. Αἱ βασίλειοι ἐφημερίδες αποτελούν την πιο αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης και απ’ αυτήν αντλούν τις πληροφορίες τους οι δύο Έλληνες ιστορικοί. Εντούτοις δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, ενώ ο Πλούταρχος δεν συμφωνεί ούτε με τον εαυτό του. Παρά ταύτα οι διαφορές είναι άνευ ουσιώδους σημασίας και η συμφωνία των δύο ιστορικών στα σημαντικά σημεία είναι σχεδόν απόλυτη.
Κατά τον Αρριανό, από τον καθοριστικό κώμο με τον Μήδιο, οπότε ο Αλέξανδρος παρουσίασε για πρώτη φορά πυρετό, μέχρι το θάνατό του μεσολάβησαν 10 ημέρες, ενώ κατά τον Πλούταρχο μεσολάβησαν 12. Η διαφορά στις δύο διηγήσεις είναι ότι τα γεγονότα, που ο Πλούταρχος τοποθετεί στην όγδοη, ένατη και δέκατη μέρα, ο Αρριανός τα τοποθετεί στην όγδοη. Ένα ακόμη παράδοξο είναι ότι ο Πλούταρχος λέει σε ένα σημείο ότι ο Αλέξανδρος πέθανε την 30η Δαισίου (15η Ιουνίου) και αμέσως πιο κάτω, όπου παραθέτει τα γεγονότα αναλυτικά, προσδιορίζει το θάνατό του την 28η Δαισίου (13η Ιουνίου). Επίσης ο Πλούταρχος τοποθετεί την ώρα του θανάτου κατά το σούρουπο, ενώ ο Αρριανός φαίνεται να την τοποθετεί το πρωί. Μία άλλη δευτερεύουσας σημασίας διαφορά είναι ότι τις τελευταίες ημέρες του ο Αλέξανδρος παρέμενε κατά τον Πλούταρχο μέσα στο λουτρό ακόμη και κατά τις συνομιλίες, μάλλον για να πέσει ο ψηλός πυρετός του, ενώ κατά τον Αρριανό απλώς λουζόταν.
  • Τη δεύτερη μέρα (την επομένη του κώμου, δηλαδή την 18η Δαισίου ή 3η Ιουνίου) μεταφέρθηκε κατάκοιτος πάνω σε κλίνη, για να θυσιάσει κατά την καθημερινή του συνήθεια. «Τοποθέτησε τις προσφορές στον βωμό», διατύπωση που ίσως δείχνει ότι δεν μπορούσε να ολοκληρώσει μόνος του τη θυσία, και στη συνέχεια κοιμήθηκε στον ανδρώνα (τα διαμερίσματα των ανδρών) ως το σούρουπο. Μετά κάλεσε τους διοικητές των μονάδων, που θα συμμετείχαν στην απόβαση στην Αραβία, για να τους δώσει διαταγές. Προφανώς θεωρούσε ότι είχε μία περαστική αδιαθεσία ή ότι απλώς είχε κάνει άσχημο μεθύσι, τα οποία δεν θα άφηνε να επιρρεάσουν το πρόγραμμά του. Διέταξε λοιπόν τους διοικητές να ξεκινήσουν τα μεν χερσαία τμήματα μετά τέσσερις ημέρες οι δε ναυτικές δυνάμεις μετά πέντε ημέρες. Μετά τη σύσκεψη τον μετέφεραν πάνω στο κρεβάτι του με πλοίο στον παράδεισο, στην άλλη όχθη του Ευφράτη, όπου λούστηκε και ξεκουράστηκε.
  • Την τρίτη μέρα (19η Δαισίου ή 4η Ιουνίου) ξαναλούστηκε, θυσίασε, όπως κάθε άλλη μέρα, και κατάκοιτος σε κλίνη με ουρανό πέρασε τη μέρα κουβεντιάζοντας με τον Μήδιο. Ειδοποίησε τους διοικητές ότι θα τους συναντούσε το επόμενο πρωί και δείπνησε λίγο. Από τη στιγμή, που τον μετέφεραν στη σκεπαστή κλίνη, ο πυρετός δεν υποχώρησε καθόλου.
  • Την τέταρτη μέρα (20η Δαισίου ή 5η Ιουνίου), αψηφώντας τον πυρετό συνέχισε το καθημερινό του πρόγραμμα, λούστηκε, θυσίασε και στην προγραμματισμένη συνάντηση με τους στρατιωτικούς διοικητές, τους διέταξε να είναι έτοιμοι για απόπλου μετά τρεις ημέρες, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό.
  • Την πέμπτη μέρα (21η Δαισίου ή 6η Ιουνίου) ο πυρετός εξακολουθούσε, αλλά ο Αλέξανδρος τήρησε απαρέγκλιτα το καθημερινό πρόγραμμα, λούστηκε, θυσίασε και συσκέφθηκε ξανά με τους διοικητές για τις τελευταίες λεπτομέρειες πριν τον απόπλου του στόλου. Το βράδυ ξαναλούστηκε και η κατάστασή του χειροτέρεψε.
  • Την έκτη μέρα (22η Δαισίου ή 7η Ιουνίου) τον πήγαν στο σπίτι κοντά στην κολυμβητική δεξαμενή, όπου θυσίασε κατά τη συνήθειά του. Παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, κάλεσε και πάλι τους σημαντικότερους διοικητές σε σύσκεψη. Η προγραμματισμένη για εκείνη την ημέρα αναχώρηση των χερσαίων δυνάμεων αναβλήθηκε, αλλά συζητήθηκε ο απόπλους του στόλου.
  • Την έβδομη μέρα (23η Δαισίου ή 8η Ιουνίου) ακολούθησε το ίδιο πρόγραμμα και στη σύσκεψη των διοικητών αναβλήθηκε κι ο απόπλους του στόλου, που ήταν προγραμματισμένος για εκείνη την ημέρα.
  • Η όγδοη μέρα (24η Δαισίου ή 9η Ιουνίου) τον βρήκε σε άθλια κατάσταση, εντούτοις θυσίασε ξανά και διέταξε τους μεν στρατηγούς να παραμείνουν στην αυλή, τους δε χιλιάρχες και πεντακοσιάρχες μπροστά στις πύλες.
  • Την ένατη ημέρα (25η Δαισίου ή 10η Ιουνίου), όταν τον έφεραν από τον παράδεισο πίσω στα ανάκτορα, ήταν πια ένα βήμα από το τέλος.
  • Τη δέκατη μέρα (26η Δαισίου ή 11η Ιουνίου) οι διοικητές μπήκαν να τον δουν, εκείνος τους αναγνώρισε, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο δυνατός πυρετός τον κατέτρωγε όλη την ημέρα.
  • Την ενδέκατη μέρα (27η Δαισίου ή 12η Ιουνίου) ο ψηλός πυρετός επέμενε. Οι Μακεδόνες στρατιώτες, επειδή πίστευαν ότι ήταν ήδη νεκρός και ότι οι εταίροι τους το απέκρυβαν, συγκεντρώθηκαν έξω από τις πύλες του ανακτόρου, τις χτυπούσαν και απειλούσαν τους εταίρους. Ο Αλέξανδρος κλινήρης και εντελώς αδύναμος ίσως αντιλαμβανόταν την κρισιμότητα της κατάστασής του και τη φυσιολογική ανησυχία των στρατιωτών του, αλλά μόνο οι εταίροι μπορούσαν να δώσουν τη διαταγή να ανοίξουν οι πύλες των ανακτόρων. Τότε οι στρατιώτες πέρασαν για τελευταία φορά μπροστά από τον Αλέξανδρο, που μπορούσε μόνο να κινεί ελαφρά το κεφάλι και να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα σε χαιρετισμό των ανδρών του. Οι Πείθων, Σέλευκος, Άτταλος, Δημοφών, Πευκέστας, Κλεομένης και Μενίδας (ο Πλούταρχος αναφέρει μόνο τους δύο πρώτους) κοιμήθηκαν στο Σεραπείο για να συμβουλευθούν τον θεό, αν θα ήταν «καλύτερο κι επωφελέστερο» να μεταφέρουν τον Αλέξανδρο στο ιερό, για να τον θεραπεύσει ο θεός. Ο Σάραπις απάντησε ότι το καλύτερο ήταν να τον αφήσουν εκεί, που βρισκόταν.
  • Τη δωδέκατη μέρα (28η Δαισίου ή 13η Ιουνίου) της ασθένειάς του, οι απεσταλμένοι εταίροι επέστρεψαν από το Σεραπείο στα ανάκτορα και ανακοίνωσαν το χρησμό στους υπόλοιπους. Λίγο αργότερα ή κατά το σούρουπο ο Αλέξανδρος κατέληξε. Αυτό θεώρησε ως «καλύτερο κι επωφελέστερο» ο Σάραπις.
Το μόνο χρονολογικό στοιχείο, που δίνει ο Αρριανός είναι ότι ο Αλέξανδρος πέθανε τη χρονιά της 114ης Ολυμπιάδας, επί επωνύμου άρχοντος στην Αθήνα του Ηγησία, αντίθετα ο Πλούταρχος προσδιορίζει δύο ημερομηνίες, τη 15η και τη 13η Ιουνίου. Ωστόσο, ακόμη κι αν ήταν απόλυτα σαφής η ημερομηνία θανάτου του Αλεξάνδρου, αλλά και κάθε άλλη ημερομηνία, η αντιστοίχισή της με το δικό μας ημερολόγιο δεν θα ήταν καθόλου εύκολη. Η πρώτη και οφθαλμοφανέστερη δυσκολία είναι ότι ο Δαίσιος είχε 30 ημέρες, αλλά τον αντιστοιχίζουμε στο διάστημα 16 Μαΐου έως 15 Ιουνίου, που περιλαμβάνει 31 ημέρες. Επιπλέον εμείς διορθώνουμε το ηλιακό μας ημερολόγιο των 365 ημερών προσθέτοντας μία περίπου ημέρα κάθε τέταρτο (δίσεκτο) έτος. Τα αρχαία ελληνικά ημερολόγια ήταν σεληνιακά, 354 ημερών και για να διορθωθεί το σφάλμα τους, κάθε τρία έτη προσέθεταν έναν εμβόλιμο μήνα, με τον οποίο το διορθωμένο έτος είχε πλέον 364 ημέρες, έναντι 365,25 ημερών του σημερινού διορθωμένου έτους. Επειδή τελικά η ακριβής ημερομηνία δεν έχει σημασία, αποδεχόμαστε ως συμβατική ημερομηνία θανάτου του Αλεξάνδρου την 13η Ιουνίου 323 π.Χ. Ήταν 32 ετών και 8 μηνών και είχε βασιλέψει κατά τον μεν Αριστόβουλο 12 χρόνια και 8 μήνες κατά τον δε Διόδωρο 12 χρόνια και 7 μήνες. Αυτές είναι οι αναλυτικότερες χρονολογικές πληροφορίες για τη ζωή του Αλεξάνδρου και με βάση αυτές μπορούμε να προσδιορίσουμε ως ημερομηνία γέννησης και ανόδου του στο θρόνο (άρα και δολοφονίας του Φιλίππου) τον Οκτώβριο του 356 και τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 336 αντίστοιχα.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου