Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Μετά από την πρόσφατη (τέλη Αυγούστου 2021) επίσημη ένταξη του δικινητήριου UCAV Akinci σε υπηρεσία, το Τουρκικό Ναυτικό γνωστοποίησε ότι επέλεξε το επίσης δικινητήριο Aksungur της ΤΑΙ (Turkish Aerospace Industries) για την κάλυψη των επιχειρησιακών του αναγκών.
Πρόκειται για UCAV, μη επανδρωμένο αεροσκάφος δηλαδή με τη δυνατότητα μεταφοράς και εξαπόλυσης όπλων, που σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν αποδεσμεύσει στη δημοσιότητα οι Τούρκοι, είναι κατηγορίας MALE (Medium Altitude Long Endurance). Μπορεί να παραμείνει στον αέρα για χρόνο 60 ωρών στο επίπεδο των 40.000 ποδών και μεταφέρει οπλικό φορτίο μέγιστου βάρους 750 κιλών.
Η συγκεκριμένη επιλογή έγινε από το Τουρκικό Ναυτικό για λόγους στήριξης και της ΤΑΙ προφανώς, δεδομένου ότι το Aksungur υστερεί σε επιδόσεις και μεταφορική ικανότητα οπλικού φορτίου σε σχέση με το, επίσης δικινητήριο αλλά στροβιλοελικοφόρο Akinci.
Αυτό που μας ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι και τα δύο νέα δικινητήρια (ένα turboprop με ουκρανικούς κινητήρες και ένα με εμβολοφόρους υπερσυμπιεζόμενους), οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ανήκουν στην κατηγορία Class III, με βάση την κατηγοριοποίηση του ΝΑΤΟ. Δηλαδή, όπως μπορείτε να δείτε και στον σχετικό πίνακα της ΝΑΤΟϊκής κατηγοριοποίησης, μέσω του συνδέσμου που παραθέτουμε, ανήκουν στην κατηγορία μη επανδρωμένων οπλισμένων αεροσκαφών που λίγες χώρες στον κόσμο έχουν στη διάθεσή τους επιχειρησιακά, αλλά και τη δυνατότητα να αναπτύξουν και να κατασκευάσουν σε μεγάλους αριθμούς, αυτόνομα.
– Το δεύτερο σημαντικό πράγμα που μας ενδιαφέρει, είναι ότι το σύνολο των όπλων που φέρουν τα δύο αυτά αεροσκάφη, είναι επίσης τουρκικής σχεδίασης και κατασκευής. Άρα η Τουρκία σε αυτόν τον ζωτικής σημασίας τομέα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ΑΥΤΟΝΟΜΗ. Για να το επιτύχει αυτό βέβαια, δαπάνησε σημαντικό χρόνο (πλέον της δεκαπενταετίας) και φυσικά τεράστια κονδύλια, μέσω μίας συντονισμένης εμπλοκής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Τα οφέλη, τεχνολογικά και οικονομικά βέβαια, δεν περιορίζονται εδώ για τους Τούρκους. Οι οποίοι παράλληλα δραστηριοποιήθηκαν σε όλους τους τομείς και οπωσδήποτε με πιο αποδοτικές δραστηριότητες από το να αγοράζουν πλατφόρμες χωρίς όπλα και να τις χρυσοπληρώνουν. Σε καθαρά επιχειρησιακό επίπεδο από την άλλη πλευρά, βρίσκονται πολύ κοντά στο να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο του ανατολικού Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου μέχρι την Κύπρο.
Μέσω του συνδυασμού Akinci και SOM, θα μπορούν να πλήττουν ανενόχλητοι (η ακτίνα του όπλου είναι μεγαλύτερη των 250 χιλιομέτρων), εξαπολύοντας ταυτόχρονα δεκάδες τέτοια όπλα ακριβείας τους στόχους που επιλέγουν στη θάλασσα (αντιπλοϊκή έκδοση SOM C1/C2) και στο έδαφος των νησιών του ανατολικού και κεντρικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων, αλλά και την Κρήτη.
Πετώντας τα Akinci σε ύψη 25.000 έως 30.000 ποδών σε τουρκικό εναέριο χώρο και σε ασφαλή απόσταση, πολλά χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Μικράς Ασίας, θα τα καταστήσουν απρόσβλητα από την ελληνική αεράμυνα, αλλά και από τους πυραύλους Meteor των Rafale. Τα ελληνικά μαχητικά δεν έχουν τη δυνατότητα να πλησιάσουν σε περίπτωση επιχειρήσεων τις μικρασιατικές ακτές, επειδή θα εκτεθούν στον κίνδυνο των S-400. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την περιοχή του Έβρου και της Θράκης, οπότε κάπου εδώ φτάνουμε στο “δια ταύτα”.
Η Τουρκία από πλευράς αεροσκαφών – φορέων και όπλων μακρού πλήγματος, δεν μπήκε καν στη διαδικασία της αναζήτησης λύσεων σε Ευρώπη και ΗΠΑ, για λόγους απεξάρτησης από τους περιορισμούς που αυτές εμπεριέχουν. Το κόστος ήταν δευτερεύον παράγοντας… Αντί αυτού επέλεξαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον πακτωλό των κονδυλίων που εισέρρευσε από το Κατάρ, αλλά και άλλες συμμαχικές χώρες.
Σήμερα βρίσκονται πλέον πολύ κοντά στο να καταστήσουν το ανατολικό Αιγαίο και τις ακτές της Τουρκίας από τα Δαρδανέλια μέχρι τη Κύπρο περιοχές μη προσβάσιμες στην ελληνική άμυνα. Και εργάζονται μεθοδικά, με υπομονή και επιμονή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Πρόκειται με άλλα λόγια να εξασφαλίσουν συνθήκες άρνησης πρόσβασης περιοχής (Anti Access/Area Denial) από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο.
Και περνάμε στο τρίτο σκέλος της παρούσας ανάλυσης. Το τρίτο πράγμα που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει δηλαδή. Που δεν είναι άλλο από το τι κάνει η Ελλάδα για να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή. Με βάση τις μέχρι σήμερα εξελίξεις αποδεικνύεται ότι δεν έχει κάνει ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ. Δεν το λέει το Defence Point αυτό, το λένε τα γεγονότα.
Η πρώτη ενέργεια που κατά την άποψή μας πάντα, θα έπρεπε να έχει ήδη υλοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η ενίσχυση του Πυροβολικού μεγάλης ακτίνας και της αντιαεροπορικής/αντιπυραυλικής άμυνας των νησιών του Αιγαίου. Για την δημιουργία ολοκληρωμένου δικτύου επιτήρησης και συλλογής/αξιολόγησης πληροφοριών, ούτε λόγος να γίνεται… Τώρα ξεκινά η δημιουργία του.
Η επιμονή της Τουρκίας στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, συνίσταται ακριβώς σε αυτό. ΔΕΝ επιθυμεί επιτήρηση και προπαντός ΔΕΝ επιθυμεί την παρουσία επί του εδάφους όπλων που μπορούν να πλήξουν στόχους στο έδαφός της και μάλιστα σε μεγάλο βάθος. Σε μεγάλη απόσταση από τις ακτές δηλαδή. Για τον πολύ απλό λόγο ότι επιθυμεί να δρα και να επιβάλλει τετελεσμένα ανενόχλητη και χωρίς κόστος.
Η δεύτερη ενέργεια που επιβάλλεται από ελληνικής πλευράς είναι η άμεση και επαρκής ανανέωση του οπλοστασίου αέρος – εδάφους της Πολεμικής Αεροπορίας. Οι εποχές της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής όταν αυτή είχε τη μορφή σχηματισμών μαχητικών (πακέτα COMAO) που θα επιχειρήσουν το πρώτο πλήγμα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στο συγκεκριμένο θέμα θα επανέλθουμε με ξεχωριστή ανάλυση.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου