Του Κωνσταντίνου Καραγιαννίδη*
[ Εμπλουτισμένο στις 03/04/2022 κείμενο, κατόπιν παρατηρήσεων του “Βελισαρίου”, διαχειριστή του ομωνύμου ιστολογίου, τον οποίον και ευχαριστώ θερμότατα για την συνεισφορά του. ]
Σε αντίθεση με την 28η/10 και την άμεση, αυθόρμητη καθιέρωσή της, η 25η/3 εορτάσθηκε επισήμως για πρώτη φορά το 1838, σε εκτέλεση του βασιλικού διατάγματος 980/1838, το οποίο ανέφερε ότι:
Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα, διό την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διό την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθείσαν Γραμματείαν να δημοσίευση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα.
Παρότι οι πρώτες αψιμαχίες στην Πελοπόννησο είχαν λάβει χώρα νωρίτερα και η πρώτη σημαντική πόλη (Καλαμάτα) ελευθερώθηκε στις 23/3, δεν ήταν καθόλου παράλογο ή άτοπο το σκεπτικό της θρησκευτικής και εθνικής συνεορτής.
Εκείνο που με προβληματίζει, όμως, είναι γιατί παραμελούμε συστηματικώς την πρωταρχική επαναστατική κίνηση του Υψηλάντη, στην Μολδοβλαχία, στις 24/2.
Η προφανής απάντηση για την λήθη της 24ης/2, ένεκα της 25ης/3, είναι ότι η κίνηση του Υψηλάντη δεν ετελεσφόρησε, ενώ και τα εδάφη όπου αυτή έλαβε χώρα δεν περιελήφθησαν ποτέ στο νέο ελληνικό κράτος.
Ποιοί, όμως, οι διακεκηρυγμένοι στόχοι των πρωτεργατών της Επαναστάσεως; Σε τί βαθμό επετεύχθησαν; Και πώς θα ήταν εύστοχο να χαρακτηρισθεί η Επανάσταση, κρινόμενη εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος;
Σαφής και κοινώς αποδεκτή στοχοθεσία των επαναστατών δεν υφίστατο, πέρα από μια γενική απέχθεια στον Οθωμανό δυνάστη και την υπόρρητη επιθυμία ανασυστάσεως μιας ελληνικής αυτοκρατορίας.
Η αναλυτική παρουσίαση των ζυμώσεων και των τάσεων του ελληνισμού εκφεύγει από τις προθέσεις του άρθρου. Θα περιοριστώ απλώς σε μια σύντομη καταγραφή κάποιων εμβληματικών σχεδίων, δηλωτικών της κοσμοθεωρίας και των στοχεύσεων του ελληνικού στοιχείου, στα προεπαναστατικά έτη.
- Το όραμα του Ρήγα, όπως εξεφράσθη από την “Χάρτα” του και το καταστατικό κείμενο “Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικρασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας“. [1]
- Η σκέψη του Καποδίστρια να υποδαυλίσει η Ρωσία κίνημα του Αλή πασά των Ιωαννίνων για καθεστωτική αλλαγή στην αυτοκρατορία, που να ευνοεί και τον υπόδουλο ελληνισμό και τα ρωσικά συμφέροντα. [2]
- Το ανέκδοτο υπόμνημα του Αλ. Μαυροκορδάτου με το οποίο πρότεινε την αντικατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας από μία – ελαφρώς συρρικνωμένη – ελληνική, που να επιτελεί αποτελεσματικότερα τον ρόλο της συγκρατήσεως της Ρωσίας, για λογαριασμό της Αγγλίας. [3]
- To “Σχέδιον Γενικόν” [4] της Φιλικής Εταιρείας, που προέβλεπε ταυτόχρονη δράση σε Πελοπόννησο, Κωνσταντινούπολη, Ήπειρο και Σερβία.
Ακόμη και μετά την έναρξη του αγώνος, με την εκστρατεία Υψηλάντη να έχει αποτύχει και πριν καν την πτώση της Τριπολιτσάς, υπόμνημα Καποδίστρια προς τον Μητροπολίτη Ιγνάτιο κάνει μνεία σε τελεία εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, ενώ ο Μαυροκορδάτος, στον οποίο διεβιβάσθη το κείμενο από τον Ιγνάτιο, υπερθεματίζει [5].
Κοινός παρονομαστής των ανωτέρω προτάσεων, για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, η θεώρηση της ενότητος του μείζονος ελληνικού χώρου. Δεν είχε διαφανεί καμία πρόθεση για απόσπαση τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά για απελευθέρωση/μετασχηματισμό όλου του πυρήνα της, όπου ήταν αισθητή η παρουσία ελληνικού στοιχείου. Επομένως, οι επαναστατικές κινήσεις σε Μολδοβλαχία και Πελοπόννησο δεν θα πρέπει να ιδωθούν ως ανεξάρτητες δράσεις, αλλά ως συνιστώσες της αυτής προσπάθειας, στον ίδιο – ενιαίο – χώρο [6].
Παρά ταύτα, το αποτέλεσμα του ενόπλου ελληνικού αγώνος υπήρξε ένα τύποις ανεξάρτητο κρατίδιο, εν τοις πράγμασι δε, απολύτως εξαρτώμενο από τις μεγάλες δυνάμεις [7], οι οποίες – διά προθύμων αντιπροσώπων τους, πάντοτε – ποδηγέτησαν σε κάποιον βαθμό την ελληνική προσπάθεια. Αν και για το ελληνικό κοινό αίσθημα η δημιουργία του κρατιδίου αυτού δεν υπήρξε παρά η απαρχή μιας ευρύτερης και διαρκούς προσπάθειας πολιτικής αναγεννήσεως, η αρχική του σύσταση υπήρξε συμφυής με δομικές δυσλειτουργίες, που απετέλεσαν τροχοπέδη στην οραματιζόμενη εθνική ολοκλήρωση.
Ας εξετάσουμε, εν συντομία, κάποιες παραμέτρους της αρχικής εξελίξεως του αρτισυστάτου ελληνικού κράτους:
- Η ελληνική ιστορική εμπειρία και παράδοση πολιτειακής συγκροτήσεως στον άξονα του κοινοτισμού και της αυτοκρατορίας [8] ερχόταν σε αντίθεση με το αναδυόμενο στην “Δύση” πρότυπο του έθνους-κράτους. Σε αντιπαραβολή, οι αυτοκρατορικοί θεσμοί αντιμετωπίζονταν ως παρακμιακοί, λόγω της διαβρώσεως που υπέστησαν εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την συσχετίσεώς τους με αυτήν.
- Εξ αρχής, η κατεύθυνση που έλαβε το νέο κράτος (άνωθεν και έξωθεν) υπήρξε αυτή της δημιουργίας κρατικού μορφώματος κατά το “δυτικό” υπόδειγμα.
- Η απελευθερωθείσα περιοχή υπήρξε η πλέον υποανάπτυκτη (και σε οικονομικό και σε πνευματικό επίπεδο) από τα κέντρα του ελληνισμού στην καθ’ ημάς Ανατολή.
- Η οικοδόμηση ενός κράτους στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα έπασχε από μία θεμελιώδη προϋπόθεση: την απουσία αστικής τάξεως στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με τα δυτικοευρωπαϊκά εθνικά κράτη, που βάση τους (και των θεσμών τους) υπήρξε μια ακμαία αστική τάξη, το μεγαλύτερο και πλέον εύπορο τμήμα της ελληνικής εμπορικής τάξεως εξακολουθεί να δραστηριοποιείται εκτός ορίων του νέου κράτους.
- Η απουσία υγιούς αστικής τάξεως, που να συσχετίζει τα οικονομικά της συμφέροντα με αυτά του κράτους, δεν συνέδραμε την ανάδυση ηγετικής τάξεως με εθνικά χαρακτηριστικά, παρά παρέμειναν φατρίες συμφερόντων που σχετίζονται με εξωχώρια κέντρα (οικονομικά και πολιτικά) ή τοπικής κλίμακος επιδιώξεις.
- Ο Καποδίστριας (ο μόνος πολιτικός, που, κατά την γνώμη μου, δικαιούται τον τίτλο “εθνάρχης”) προσπάθησε να συγκεράσει τις δύο τάσεις (παραδοσιακή και ευρωπαϊκή), αλλά, μην έχοντας μια ισχυρή ηγετική τάξη για στήριγμα, αναγκάστηκε να καταφύγει σε απολυταρχικές μεθόδους, προκειμένου να καταπνίξει τα αντικρουόμενα περιφερειακά συμφέροντα των διαφόρων φατριών [9]. Ο Κολοκοτρώνης, πάντως, παρότι προσκείμενος στον Καποδίστρια, θεώρησε ότι η εμπέδωση νέων θεσμών προχωρούσε με γοργότερο ρυθμό από τον απαιτούμενο για να αφομοιωθούν από τον λαό [10].
- Μετά την δολοφονία Καποδίστρια, παρατηρείται ένας άκρατος μιμητισμός ξένων θεσμών και πρακτικών που, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες, παρήγαγαν στρεβλώσεις και εξαρτήσεις [11], οι οποίες δυσχέραναν την εθνική αποστολή του κράτους.
- Σε αντίθεση με την κοινότητα, που ήταν για τα μέλη της οικείος θεσμός, η προκρούστεια δόμηση του νέου κράτους σε ξένα πρότυπα τού προσέδωσε τον χαρακτήρα “εχθρού” [12], που ακόμη δεν έχει κατορθώσει να αποβάλει, έναντι της κοινωνίας!
Πέραν τούτων, τεκτονική μεταβολή συνετελέσθη και στο γεωπολιτικό επίπεδο. Η ουσιαστική μετατροπή της Ελλάδος, στην μετακαποδιστριακή περίοδο, σε αγγλικό προτεκτοράτο ήταν η θρυαλλίδα που διέσπασε την ενότητα του υποδούλου χριστιανικού πληθυσμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Ρωσία, που έως τότε θεωρούσε το χριστιανικό στοιχείο της “Ανατολής”, καθ’ ολοκληρίαν, ως φιλικό προς αυτήν και μοχλό εξυπηρετήσεως των συμφερόντων της, με την αποκοπή της Ελλάδος από την σφαίρα επιρροής της, εστράφη στην καλλιέργεια του πανσλαβισμού και ακολούθως επέτυχε την δημιουργία του δικού της προτεκτοράτου στην περιοχή (Βουλγαρία). Κατά συνέπεια, ο αγώνας των Ελλήνων για εθνική ολοκλήρωση, εξελίχθηκε σε διμέτωπο, κατά Οθωμανών και Σλάβων.
Επιπροσθέτως, η παράλληλη δράση ελλαδικών ηγετικών ομάδων και ελληνικών εκτός κράτους, με διαφορετικό υπόβαθρο, δημιούργησε περαιτέρω σύγχυση και αδυναμία συγκροτήσεως ενός κεντρικού σχεδίου, που θα υπηρετούσε σύμπας ο ελληνισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρόλου των Ελλήνων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ακόμη και μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδος, πως απεστάλη στο συνέδριο του Βερολίνου, ως αντιπρόσωπος της Πύλης, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρή [13]! Η κοσμοαντίληψη του υπερορίου ελληνισμού δεν ταυτιζόταν πάντοτε με εκείνην του εγχωρίου [14]. Το χάσμα αυτό μεταξύ του μείζονος και του “ελλαδικού” ελληνισμού περιγράφει γλαφυρότατα ο Ίων Δραγούμης (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου):
- Τι χρησιμεύει ένα κράτος ελληνικό που αντί κάθε άλλη εξωτερική πολιτική διορίζει προξένους στην Ανατολή και πρέσβεις στη Δύση, και τους ξεπροβοδίζει με τη μονάκριβη ευχή και οδηγία “Προσέχετε να μη γεννάτε ζητήματα”; [“Μαρτύρων και ηρώων αίμα”]
- Δε με μέλει αν βάλω σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που δεν την σέβομαι, δεν είμαι καμωμενος για την κυβέρνηση ή για το κράτος, έγινα για το έθνος, και το ξέρω επειδή γι’ αυτό ίσα ίσα πονώ. Για την κυβέρνηση μού έρχεται σιχαμός και καταφρόνια∙ άμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργόνω και μαραίνομαι. Σηκόνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νοιώθω τον Ελληνισμό. Σ’ όποια γωνιά του Ελληνισμού και αν βρεθώ, θα πασχίζω πάντα να δυναμόνω, να ξυπνώ, να ζωντανεύω την ψυχή του, και ας γίνη ό,τι γίνη. [“Μαρτύρων και ηρώων αίμα”]
- Τί αντιπροσωπεύει η ελληνική κυβέρνηση; Βέβαια όχι το Έθνος. Αν το αντιπροσώπευε, έπρεπε να είχαμε προ πολλού απελπισθεί. Οι Έλληνες κοντεύουν να πιστέψουν πως το ελληνικό το κράτος είναι πραγματικότητα. Και εγώ αρνούμαι την πραγματικότητα αυτή. Οι Έλληνες πάνε να πιστέψουν πως η αλήθεια είναι το κράτος και το κράτος η αλήθεια. Και όμως μπορεί η ελληνική αλήθεια να είναι κάθε άλλο παρά το κράτος… [“Μαρτύρων και ηρώων αίμα”]
- Το κράτος δεν έγινε για το κράτος, ειδεμή τί ενδιαφέρον θα είχε; Είναι παιδί του έθνους, καρπός του, γέννημα του, και γι’ αυτό του έχει κάποια σημαντική υποχρέωση – να το φυλάγη. Και, επειδή όλα τα μέρη του έθνους συνεργάστηκαν και αγωνίστηκαν για να πλάσουν αυτό το κράτος πού έχομε, το κράτος έχει από μέρος του χρέος να φυλάγη ολόκληρο το έθνος, που το έπλασε. Είναι στενώτερο το κράτος από το έθνος, μικρότερο το παιδί από το γονιό του, μα δεν έπαψε με τούτο να ζή και το έθνος, ο μεγάλος γονιός, που θέλει να τον φυλάγουν. [“Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες”]
- … δεν έχουν μυαλό οι πολιτικοί της [Ελλάδας], αν δεν νοιώθουν τίποτε άλλο από το κράτος, που τους έφτειασε μια μέρα το έθνος και τους το ‘δωσε στα χέρια τους. Κοντά στ’ άλλα δε νοιώθουν ούτε το συμφέρο τους, του κράτους το συμφέρο, αν παραγνωρίζουν τη δύναμη, που τους δίνει η ύπαρξη του έθνους γύρω. Πολλά σημάδια δείχνουν πώς ίσαμε τώρα ακόμα έχουν για χαμένο ό,τι δε χωρεί στο καλούπι του κράτους και δεν εννοούν να χάνουν τον καιρό τους γι αυτό. Έτσι, όποιο κομμάτι του έθνους δεν μπορεί να κολλήση στο κράτος, το θεωρούν περιττό. [“Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες”]
- Βέβαια, ένα έθνος άξιο θα πασκίζη πάντα να περιμαζωχτή σ’ ένα κράτος δικό του για να ζήση και να κυριαρχήση, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός το θέλει, μα, όταν δεν το μπορή ή δεν το καταφέρνη ολοκληρωτικά, θα κοιτάζη να φυλάγεται τουλάχιστο όπως-όπως από το χαμό του ίδιου εαυτού του. Και τότε δε θα τρέμη ούτε τις ξένες κυριαρχίες, παρά όποιο μέρος του έθνους δεν κατορθώση να ελευτερωθή πολιτικά, θα παλαίβη με τον κυρίαρχο, ως που να γλυτώση με κάποιο συβιβασμό το κεφάλι του και την ψυχή του, ίσαμε που να ‘ρθη ο καιρός να καλλιτερέψη και αυτό την τύχη του, να φτειάση την πολιτική μορφή, που να του ταιριάζη όσο γίνεται αρμονικότερα. Μπορεί μάλιστα ένα έθνος, αν δεν καταφέρνη να κάμη το ταιριαζόμενο κράτος αμέσως, να δημιουργήση προσώρας κράτη περισσότερα, παράδειγμα η Ιταλία και η Γερμανία. Θα έρθη μια μέρα που τα εθνικά τούτα κράτη θα χυθούν σ’ ένα καλούπι μεγάλου εθνικού κράτους. Τα εθνικά κράτη πηγαίνουν πάντα κατά την ένωσή τους. [“Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες”]
- Γιατί το κράτος δεν είναι η ζωή. Το κράτος – κέντρο πολιτικό του έθνους – γίνηκε όχι για να ζήση αυτό το ίδιο, παρά για να φυλάξη του έθνους τη ζωή. Όσο για το έθνος, αυτό πρέπει, είναι ανάγκη, να ζήση με οποιαδήποτε πολιτική μορφή ή με πολλές μορφές και ξένες ίσως, και κομματιαστά ακόμη, αν δε γίνεται αλλιώς, για να δημιουργήση κάτι. Γιατί το έθνος μπορεί και δημιουργεί, αυτό έχει τη χάρη τούτη, απόδειξη πως δημιουργεί και τους πολιτικούς οργανισμούς, που λέγονται κράτη. [“Ο Ελληνισμός μου και οι Έλληνες”]
- Αν το κράτος στενοχωρεί το έθνος, πρέπει αναγκαστικά ή να αλλάξη μορφή ή να χαθή. Το κράτος, που εμποδίζει τη φυσιολογία του έθνους, είναι περιττό και βλαβερό. [“Ελληνικός πολιτισμός”]
Οι εγγενείς περιορισμοί και η εσωστρέφεια του ελλαδικού κράτους, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των εθνικισμών και την υποχώρηση του αυτοκρατορικού/πολυεθνικού θεσμού, στην χερσόνησο του Αίμου, συνιστούσαν ένα άφιλο περιβάλλον για τον ευρύτερο ελληνισμό, ο οποίος ήλθε αντιμέτωπος με την απειλή της συρρικνώσεώς του.
Το ζητούμενο για το καχεκτικό ελλαδικό κράτος, υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν η όσο μεγαλύτερη επέκτασή του ώστε να ανασχέσει την υποχωρητική πορεία του έθνους, συμπεριλαμβάνοντας κατά το δυνατόν περισσότερες περιοχές ελληνικής παρουσίας. Στόχευση που, πέραν των αντικειμενικών της δυσκολιών, ήταν αλυσιτελής για ολιγοπληθείς ή απομακρυσμένους από το “εθνικό κέντρο” ελληνικούς πληθυσμούς. Παρά τις θετικές προσδοκίες που ενεφύσησε η έκβαση του Μακεδονικού Αγώνος και των Βαλκανικών Πολέμων, η αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας υπήρξε το καταλυτικό κύκνειο άσμα της εθνικής μας προσπάθειας.
Η Μικρασιατική καταστροφή απεδείχθη καταλυτικό ορόσημο στην ιστορική μας πορεία, διότι ανέκοψε την προοδευτική πορεία του ελληνισμού προς την δημιουργία μιας ισχυρής και εκτεταμένης κρατικής οντότητος, που να τον περικλείει σε μεγάλο ποσοστό και τον περιόρισε στα σημερινά του σύνορα (με την εξαίρεση της Β. Ηπείρου και της Κύπρου) [15]. Αποστερώντας τον, συνάμα, από ένα ζωογόνο όραμα που γαλούχησε γενεές ολόκληρες! Εν τέλει, δεν γιγαντώθηκε το κράτος, αλλά εκριζώθηκαν Έλληνες από προαιώνιες πατρογονικές εστίες και περιορίσθηκε η έκταση και η δυναμική του έθνους, με την παγίωση των ορίων του κράτους ως ορίων του έθνους (κάποιες μικρότερες ελληνικές κοινότητες σε παρευξείνια ή κεντροευρωπαϊκά εδάφη αφέθησαν στην μοίρα τους…).
Ο ελληνισμός, μετά το 1922, παύει να έχει σημείο αναφοράς την Οικουμένη και την “Βυζαντινή” κληρονομιά, αλλά – εκ των πραγμάτων – κατισχύει η αντίληψη της πόλεως-κράτους, απλώς με μια διευρυμένη περιφέρεια.
Την δραματική συρρίκνωση αυτήν αποτυπώνει, με μοναδικό τρόπο, ο Οδυσσέας Ελύτης, στην συλλογή κειμένων του, “Εν λευκώ“:
Η συρρίκνωση του ελληνισμού μετά την επικράτηση των εθνικισμών – δεν το συνειδητοποιήσαμε ποτέ όσο έπρεπε – μας αποστέρησε από τον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα με την ανοιχτοσύνη εκείνη και την ισχύ που διέθετε το ίδιο μας το γλωσσικό όργανο σε μια μεγάλη έκταση του πολιτισμένου τότε κόσμου. Απ’ αυτή την άποψη, όσο περίεργο και αν φαίνεται, ο πριν από τους δυο παγκόσμιους πολέμους υπήκοος του μικροσκοπικού τούτου κράτους ανάσαινε τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας. Οι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, τη νότιο Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και, φυσικά, την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ως κάτω , κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία. Είναι το ξέρω, δύσκολο να αξιολογείς το σημερινό μολύβι σαν χθεσινό χρυσάφι. Κι όμως , αν θέλεις να κρίνεις αντικειμενικά (θέλω να πω, να ‘ρθεις στη θέση ενός μεγαλοαστού την εποχή που οι μεγαλοαστοί, αντί να παίζουν κουμ-καν, δημιουργούσανε την Ελλάδα) πρέπει να το πράξεις.
Ο προβληματισμός, όμως, για την ζωτικής σημασίας ήττα αυτήν (Μικρασιατική) εξακολουθεί να πλανάται: προήλθε ως απόρροια στιγμιαίων (ή περιορισμένου χρονικού εύρους) κακών χειρισμών και δυσμενών συγκυριών, ή την καταστροφή προοιωνίζονταν δομικές αδυναμίες (π.χ. ασταθές πολιτικό σύστημα, ευνοιοκρατία, προχειρότητα, οικονομική καχεξία, κλπ) του κρατικού οργανισμού που εκλήθη να φέρει εις πέρας το εγχείρημα [16]; Μήπως, αν το κράτος που απετόλμησε την μεγάλη εξόρμηση είχε υγιέστερους θεσμούς εκ συστάσεως (που θα ωρίμαζαν βαθμιαίως στην εκατονταετή – έως τότε – πορεία του), οι πιθανότητες επιτυχίας θα εκτοξεύονταν; Μήπως, δηλαδή, τα θεμέλια της ήττας του 1922 ετέθησαν κατά την σύσταση του κράτους μας, την δεκαετία του 1830;
Εν κατακλείδι και επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα, πόσο επιτυχής υπήρξε η εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια των Ελλήνων, η έναρξη της οποίας σηματοδοτήθηκε από την επέτειο της 25ης Μαρτίου;
Η απάντηση, κατά την γνώμη μου, εξαρτάται από το πού θέτουμε τον πήχυ μας. Κατά την περυσινή επέτειο των 200 ετών από το 1821 διάβασα πολλές διθυραμβικές απόψεις για την εντυπωσιακή πρόοδο που σημειώσαμε στους αιώνες αυτούς. Η δική μου θεώρηση είναι, απ’ εναντίας, πως η δυναμική του ελληνισμού στις αρχές του 19ου αιώνος θα έπρεπε να μας κάνει πολύ απαιτητικότερους από το να ικανοποιούμαστε με την σημερινή μας κατάσταση. Διότι η συμμετοχή μας στην ΕΕ, επί παραδείγματι, δεν θα έπρεπε να θεωρείται επίτευγμα αφ’ εαυτής, χωρίς να αξιολογηθεί ο ρόλος μας εντός του εταιρισμού (άραγε είμαστε ισότιμα μέλη ή παρίες;).
Συνεκδοχικώς, ρέπω στην σκέψη ότι ο εορτασμός της 25ης/3, επικεντρωνόμενος μόνο στα γεγονότα του κυρίως ελλαδικού χώρου και συσχετιζόμενος με την εξελικτική πορεία του ελλαδικού κράτους, στα στενά του όρια:
- Υποβαθμίζει το ιστορικό εθνικό όραμα των Ελλήνων για ανασύσταση αυτοκρατορίας.
- Αντίκειται στην οικουμενική διάσταση του ελληνισμού.
- Επιδρά ως στοιχείο καλλιέργειας ψευδοϋπερηφανείας στην κοινωνία.
- Λειτουργεί ως άλλοθι απραξίας και στασιμότητος, ώστε να μην επιδιώκουμε την περαιτέρω συλλογική μας βελτίωση.
Ως προς τα παραχθέντα αποτελέσματα της Επαναστάσεως, μάλλον ατελή θα τα έκρινα, βάσει της αναντιστοιχίας τους με τις τότε προσδοκίες. Το προκύψαν κράτος, αντί να λειτουργήσει ως προσωρινό και μεταβατικό όχημα για την αναγέννηση της καθ’ ημάς Ανατολής, απλώς διευρύνθηκε κατά τι, διατηρώντας όλες τις εκ γενετής παθογένειές του, έως και σήμερα!
Για να ευοδωθούν τα πρωτογενή οράματα και να δικαιωθούν οι θυσίες των αγωνιστών του ’21, επιβάλλεται να θέσουμε εκ νέου υψηλούς στόχους, αφιστάμενοι από την μακάρια επανάπαυσή μας στο κυρίαρχο πνεύμα ευδαιμονισμού και καταναλωτισμού [17]. Αρχίζοντας από την αναβάθμιση της επετείου της 24ης/2/1821 και την σύνδεσή της με την 25η/3 [18]! Αυτό, εξ άλλου, οφείλει να είναι το ουσιαστικό νόημα κάθε επετείου: ο αναστοχασμός και η έμπνευση από το παρελθόν για το μέλλον. Άνευ τούτων, κάθε εορτασμός ευτελίζεται σε φολκλορικό στοιχείο.
Οι νέοι μεγάλοι στόχοι δεν απαιτείται να είναι εδαφικοί (άνευ νοήματος, πλέον, ελλείψει συμπαγών ελληνικών πληθυσμών εκτός συνόρων), ή πολεμικοί. Κάλλιστα θα μπορούσαν να σχετίζονται με την αναβάθμιση της παρουσίας μας στο διεθνές στερέωμα. Θέλουμε να μετατραπούμε σε μια χώρα φάρο πολιτισμού, με ζηλευτά σχολεία και πανεπιστήμια, στα οποία να συρρέουν σπουδαστές απ’ όλη την Ευρώπη; Θέλουμε να μετασχηματισθούμε σε μια χώρα παραγωγής γνώσεως και υψηλής τεχνολογίας;
Η παιδεία και η τεχνολογία, στις οποίες προτείνω να στραφούμε και με αυτές να συνθέσουμε μια νέα “Μεγάλη Ιδέα” [19] δυνητικώς προσδίδουν στην Ελλάδα κι ένα άλλο πλεονέκτημα: την αναθέρμανση ή την εκ βάθρων δημιουργία νέων εστιών ελληνισμού στις χώρες του Αίμου. Η συστέγαση των οποίων, πλέον, σε κοινή σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής με εμάς διευκολύνει την πνευματική και οικονομική διείσδυσή μας σε αυτές. Να, λοιπόν, ένα προσφερόμενο όραμα για την εποχή μας: η “κατάκτηση” της βαλκανικής ενδοχώρας, όχι διά των όπλων, αλλά διά του πνεύματος και της αίγλης της Ελλάδος!
Άλλως, έχουμε την επιλογή να μείνουμε προσκολλημένοι στην στείρα προγονολατρεία και να βαυκαλιζόμαστε με το ένδοξο παρελθόν μας (ή να θρηνολογούμε για τις χαμένες ευκαιρίες…), παρακολουθώντας τους γειτονικούς μας λαούς να προοδεύουν και αναφωνώντας “ὄμφακές εἰσιν“, για τα επιτεύγματά τους…
ΥΓ: Το παρόν κείμενο επ’ ουδενί δεν αποσκοπεί στην υποτίμηση του σκληρού και ανίσου αγώνος των προγόνων μας, για τους οποίους πρέπει κάθε τιμή και σεβασμός. Είναι απλώς μια εναλλακτική κριτική αποτίμηση της δισαίωνης ιστορικής μας διαδρομής, που επιδιώκει να ερεθίσει τον – καλώς ενοούμενο – εγωισμό και την φιλοτιμία των Ελλήνων για μια νέα ανοδική πορεία του Γένους μας (για να δανειστώ και τον όρο της περιόδου εκείνης).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Η μεν αλλαγή ορμητηρίου τόπου οφειλόταν στις παραινέσεις συμβούλων του πως το περιβάλλον της Μολδοβλαχίας ήταν ευνοϊκότερο, λόγω της ημιαυτονομίας του.
[11]
[13]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου