Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

Η Αθήνα σε…Παράλληλη Σχέση! Ο Μανώλης Παναγιωτάκης Εξηγεί Πόσο Εφικτή Είναι η Επιστροφή στον Λιγνίτη- Αποκλειστικά στο Energia.gr

Του Αδάμ Αδαμόπουλου

Στις 20 του περασμένου Φεβρουαρίου η ΔΕΗ ανακοίνωνε ζημίες 200 εκατ. ευρώ από τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων της το 2021, σε συνέχεια της ζημίας των 400 εκατ., ευρώ το αμέσως προηγούμενο έτος. Η είδηση έδωσε το έναυσμα στα ανώτατα κλιμάκια του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας να  διατρανώσουν το βάσιμο του σχεδιασμού και του χρονοδιαγράμματος της απολιγνιτοποίησης και να θυμίσουν σε όλους μας ότι αυτή η πολιτική γίνεται επιβεβλημένη όχι μόνο για περιβαλλοντικούς, αλλά και για οικονομικούς λόγους. Τί καλύτερη απόδειξη από το πλήγμα στον ισολογισμό της Επιχείρησης! Άρκεσε η κρίση των τιμών στην ενέργεια, τα προβλήματα στον εφοδιασμό με αέριο και τέλος, η εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία για να τιναχτεί στον αέρα το αμιγώς πράσινο αφήγημα και να υποχρεωθεί η Κυβέρνηση να φλερτάρει με το...αδιανόητο. Η διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης

να επαναπροσεγγίσει τις "βρώμικες" πτυχές της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τουτέστιν, τον λιγνίτη για τον οποίο έχουν χυθεί, τα τελευταία χρόνια, τόνοι μελάνης αλλά και “λάσπης”,  έχει πυροδοτήσει νέο και έντονο ενδιαφέρον για τα εγχώρια ενεργειακά πράγματα. Για αρκετούς σημαίνοντες παράγοντες της αγοράς η καταφυγή στο ορυκτό καύσιμο που συνέδεσε το όνομά του - μέσω ΔΕΗ- με την ανάπτυξη της χώρας είναι εκ των ων ουκ άνευ, υπό το φως των προβλημάτων στον εφοδιασμό της Ευρώπης και της χώρας μας, με φυσικό αέριο.

Και τούτο, επειδή δίχως λιγνίτη θα είναι πολύ δύσκολο, όπως εξηγούν στο energia.gr, να καλυφθεί το έλλειμμα αερίου. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι απλά. Η παραγωγή έχει καταβαραθρωθεί και σήμερα βρίσκεται στους περίπου 10 εκατ. τόνους, από 25 εκατ. τόνους πριν απο λίγα χρόνια, κάτι που αποτυπώνεται και στην πολύ χαμηλή συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα καυσίμου που χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή. Τυχόν απόφαση της κυβέρνησης να διπλασιαστεί η παραγωγή λιγνίτη, όπως κυκλοφόρησε ευρέως τα τελευταία 24ωρα, προσκρούει στην αδυναμία του συστήματος να ανταποκριθεί, καθώς και στην έλλειψη επαρκούς και καταρτισμένου προσωπικού που θα μπορούσε να εξορύξει τον λιγνίτη.

Σύμφωνα με την πρόβλεψη στελεχών της αγοράς, εάν προχωρήσει το σχέδιο και γίνουν όλα τα απαραίτητα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε η παραγωγή λιγνίτη να φθάσει στους 20 εκατ. τόνους έως το καλοκαίρι. Άλλωστε, όλες οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ - πλην της Μεγαλόπολης 3 που τελεί υπό βλάβη και επελέγη να μην επιδιορθωθεί – είναι έτοιμες να παράσχουν φορτία βάσης όποτε και εάν χρειαστεί, ακόμη και αν αυτά είναι επί του παρόντος ισχνά (συνήθως της τάξης των 150-300 MW), για λόγους οικονομίας καυσίμου.    


 

Για τον κ. Μανώλη Παναγιωτάκη, τον τέως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΔΕΗ η επιστροφή στον λιγνίτη γίνεται υπό το βάρος των όσων συμβαίνουν στην Ουκρανίας και δεν είναι ενταγμένη, όπως θα έπρεπε, σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική και προοπτική ουσιαστικής αξιοποίησης της λιγνιτικής μας παραγωγής. Είναι κατά βάση αποσπασματική και έχει, πιθανώς, ως μόνο στόχο “να κερδίσουμε λίγο χρόνο έως ότου δούμε τι θα γίνει και χωρίς να παραιτούμαστε από το βασικό στρατηγικό στόχο που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση για το φυσικό αέριο” υποστηρίζει. Κατά τον ίδιο, φυσικό αέριο και ΑΠΕ είναι δύο διαφορετικά πράγματα, καθώς η λιγνιτική παραγωγή δεν αντικαθιστά ΑΠΕ, αλλά φυσικό αέριο.

Από την άλλη, συνεχίζει, τα ορυχεία δεν είναι εγκαταστάσεις τις οποίες μπορεί κανείς να ανοιγοκλείνει κατά το δοκούν. Αντίθετα, είναι πολύ σύνθετες παραγωγικές δραστηριότητες που απαιτούν, πρώτον, σχεδιασμό, δεύτερον, μελέτες που θα επικαιροποιούνται διαρκώς και ανάλογα με τα μέτωπα της εξόρυξης και τρίτον, κατάλληλη στελέχωση με προσωπικό όλων των βαθμίδων που σήμερα δεν υπάρχει. Είναι ανάγκη λοιπόν να προσληφθεί προσωπικό, εξηγεί ο κ. Παναγιωτάκης, του οποίου ο αριθμός θα εξαρτηθεί από τη στρατηγική και το σχέδιο που θα καθοριστούν για τη λιγνιτική παραγωγή. Πιθανώς, θα απαιτηθεί η πρόσληψη και εργολαβικών εργαζομένων, προσθέτει.

Στο σημείο αυτό υπογραμμίζει ότι η ΔΕΗ διαθέτει εκσκαπτικά μηχανήματα που δεν έχουν οι εργολάβοι και τα οποία μπορούν να εξορύξουν ποιοτικό λιγνίτη με πιο οικονομικό τρόπο. Κατά τη γνώμη του, θα πρέπει να υπάρξει ανάλογο σχέδιο και με βάση αυτό να γίνουν οι αναγκαίες προσλήψεις, έτσι ώστε να γίνει πιο ορθολογική και πιο οικονομική η εκμετάλλευση των ορυχείων. Χρησιμοποίησε δε ως παράδειγμα το ορυχείο της Μαυροπηγής που μπορεί να αποφέρει παραγωγή ακόμη και χαμηλότερη του τρία προς ένα - που σημαίνει ότι εξορύσσονται τρία μέρη άγονα για να αντληθεί ένα μέρος λιγνίτη - και το οποίο προορίζεται κυρίως για να τροφοδοτήσει την Πτολεμαΐδα 5. Όπως υποστηρίζει, αυτή η εγκατάσταση είναι σε θέση, με τον κατάλληλο σχεδιασμό, να προσφέρει άκρως ανταγωνιστικές τιμές στην εξόρυξη του λιγνίτη σε σημείο ώστε η εν λόγω μονάδα, η πιο σύγχρονη που διαθέτει η χώρα, να γίνει πιο ανταγωνιστική σε σύγκριση και με τις πιο σύγχρονες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με αέριο.

Αναφέρεται επίσης στη δεύτερη πιο σύγχρονη μονάδα που διαθέτει η ΔΕΗ, τον ηλεκτρικό σταθμό Μελίτης, στην Φλώρινα και λέει πως εκεί πρέπει να επιλυθούν τα προβλήματα που έχουν προκύψει με τον ιδιώτη που εκμεταλλεύεται τα ορυχεία ώστε να εφαρμοστεί η σύμβαση που είχε υπογραφεί επί ημερών του - στις αρχές του 2019 - για προμήθεια λιγνίτη στη ΔΕΗ προς 16,5 ευρώ ο τόνος έως το 2023 και με πρόβλεψη ότι μετά το έτος εκείνο, εφόσον θα έχουν ολοκληρωθεί και οι απαλλοτριώσεις των πέριξ οικισμών ώστε να μπορεί να γίνει εξόρυξη στην καρδιά του κοιτάσματος, το κόστος θα μπορούσε να μειωθεί ακόμη και στα 13 ευρώ ο τόνος.

Έτσι, η Πτολεμαΐδα 5 θα μπορούσε, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, να λειτουργήσει έως το 2040-2045, με βάση τις προδιαγραφές και την άδεια λειτουργίας της, πάντα στα πλαίσια της αγοράς. Η μη επίλυση της υφιστάμενης διαφοράς οφείλεται, υποστηρίζει ο κ. Παναγιωτάκης, ασφαλώς στη συμπεριφορά του ιδιώτη, αλλά και αποτελεί σύμπτωμα της στρατηγικής εγκατάλειψης της λιγνιτικής παραγωγής από την ΔΕΗ.

Επομένως, κατά τον πρώην επικεφαλής του Ομίλου, είναι άλλο να χαραχτεί μια πολιτική επί τη βάσει των παραπάνω παραδοχών και άλλο το να επιλεγεί μια εμβαλωματική λύση που θα κατατείνει στη χρήση του λιγνίτη για ένα-δύο χρόνια και μετά θα είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναγυρίσουμε στο αέριο με τα όποια προβλήματα δημιουργεί η χρήση του και υπό το φως της έλλειψης επαρκών υποδομών.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει προβεί ήδη στη λήψη ουσιαστικών μέτρων αποτροπής οιασδήποτε απειλής για την ενεργειακή ασφάλεια και αυτάρκεια της χώρας, εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία, και όχι μόνο, καθώς είχε προηγηθεί το δραματικό άλμα τιμών από το καλοκαίρι του 2021.

Είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι θέσεις όπως αυτή που που έλαβε ο Φρανς Τίμερμανς, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο οποίος έχει αναφερθεί στην ανάγκη συμπερίληψης όλων των πηγών ενέργειας –που σημαίνει και των στερεών καυσίμων– στο ενεργειακό μείγμα, αλλά και του Φατίχ Μπιρόλ, επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) που ενθάρρυνε τις χώρες της Ε.Ε. να κάνουν χρήση λιγνίτη ακόμη και σε βάρος των στόχων για τις εκπομπές ρύπων,  δημιουργούν ένα ευνοϊκό πλαίσιο που επιτρέπει τη διεκδίκηση από χώρες όπως και η Ελλάδα της μείωσης των τιμών των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα, που έχουν εκτιναχτεί εντελώς αδικαιολόγητα, όπως είπε, στα ύψη, αλλά και της παράτασης της λειτουργίας ορισμένων λιγνιτικών μονάδων –ιδίως του Αγίου Δημητρίου-  χωρίς να παραβιάζεται η ευρωπαϊκή νομοθεσία και οι στόχοι της Ε.Ε.     

«Αυτό μπορεί να το κάνει η ελληνική κυβέρνηση και επιβάλλεται να το κάνει», είπε χαρακτηριστικά ο τέως επικεφαλής της ΔΕΗ.


 

Είναι, επομένως, άλλο να εφαρμόσεις μια πολιτική επειδή υποχρεώθηκες εκ των πραγμάτων και να υιοθετήσεις την παλιά πρακτική του ουδέν μονιμώτερο του προσωρινού και να παρατείνεις τη λειτουργία των ορυχείων και άλλο να έχεις σχεδιάσει μια μεσοπρόθεσμη-μακροπρόθεσμη λειτουργία τους. Και τούτο επειδή η μεν πρώτη λύση οδηγεί σε μείωση της εκμετάλλευσης των ορυχείων και σε αυξημένα κόστη, η δε, δεύτερη, στο εντελώς αντίθετο, επαναλαμβάνει.

Μια ακόμη λύση θα μπορούσε να προέλθει και από το “πάγωμα” των διαπραγματεύσεων του άνθρακα και του λιγνίτη στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων, για χρονική περίοδο ενός ή δύο ετών, προκειμένου οι χώρες που θέλουν να κάψουν λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή, να το κάνουν με χαμηλές τιμές του ορυκτού, λύση προς την οποία δεν είναι αντίθετος ο κ. Παναγιωτάκης.

Ο πρώην ισχυρός άνδρας της ΔΕΗ εξηγεί, ακόμη, πως αντιτίθεται στη στρατηγική της Ε.Ε. για το χρηματιστήριο ρύπων επειδή θεωρεί ότι δεν μπορεί η προοπτική της πράσινης ενέργειας να αφεθεί στους κανόνες της αγοράς και δη στην πιο ακραία μορφή της –δηλαδή το χρηματιστήριο- και αντέτεινε πως θα μπορούσε αυτό να συμβεί με διοικητικό τρόπο και με διαπραγματεύσεις να καθορίζεται μια τιμή δικαιωμάτων του διοξειδίου του άνθρακα και τα έσοδα που θα ειπράττονται να χρηματοδοτούν επενδύσεις και έργα πράσινης ενέργειας.

«Αν γνωρίζανε όλοι ότι θα υπήρχε μια σταθερή τιμή που δεν θα εξαρτώταν από τις διακυμάνσεις της αγοράς που προσελκύει funds που δεν έχουν σχέση με τη διαδικασία της παραγωγής, αλλά δραστηριοποιούνται στο χρηματιστήριο για να ανεβάσουν το κόστος προς ίδιον όφελος» είπε χαρακτηριστικά. Ο κ. Παναγιωτάκης ολοκλήρωσε τη σκέψη του πάνω σε αυτό λέγοντας πως η Ε.Ε. θα μπορούσε να επαναλάβει τη διαδικασία του 2018, όταν απέσυρε προς διαπραγμάτευση δικαιώματα CO2 ωθώντας ανοδικά τις τιμές, έτσι να επαναφέρει δικαιώματα προς διαπραγμάτευση ώστε να τις μειώσει.

ΠΗΓΗ energia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου