Μπορεί η εβδομάδα που έκλεισε να έδωσε μια εικόνα ότι η Αμερική συνεχίζει να είναι παντοδύναμη και ότι στο εσωτερικό ο Πρόεδρος, Τζό Μπάιντεν, κέρδισε κάποιους πόντους που ενίσχυσαν πολιτικά τη θέση του και τη θέση των Δημοκρατικών.
Πρόκειται για μια πλασματική εικόνα, πίσω από την οποία κρύβεται μια πολύ ταραγμένη περίοδος στο μέλλον. Ο Μπάιντεν, θα αντιμετωπίσει μια δοκιμασία που δεν μοιάζει με καμία άλλη, καθώς ο Πούτιν και ο Σι βλέπουν την παγκόσμια δύναμη της Αμερικής να παραπαίει.
Έχω αναφερθεί και στο παρελθόν στην κρισιμότητα για τις διεθνείς εξελίξεις που έχει η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, και στην εξαιρετικά επικίνδυνη ανοησία η οποία χαρακτηρίζει την πολιτική του σημερινού Λευκού Οίκου, αναφορικά με αυτό το κρίσιμο θέμα.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, δεν είναι κρυφό, αντιμετωπίζει προβλήματα. Από τότε που ο πρώην Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τράμπ, απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του Μπαράκ Ομπάμα, που τερμάτισε τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν με αντάλλαγμα προσωρινά όρια στις πυρηνικές δραστηριότητες του, η συμφωνία ήταν η γάτα της διπλωματίας του Σρέντιγκερ, σφραγισμένη σε ένα κουτί, ούτε νεκρή ούτε ζωντανή αλλά σε κάποια απροσδιόριστη κατάσταση. Το τελευταίο διάστημα όμως, η δυσωδία από το κουτί γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθεί. Καθώς το Ιράν πλησιάζει το πυρηνικό κατώφλι, η κρίση φαίνεται να κορυφώνεται.
Τον Δεκέμβριο ο Υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, δήλωσε στους δημοσιογράφους, ότι «αυτό που δεν θα επιτρέψουμε είναι το Ιράν, στην πραγματικότητα, να κερδίσει χρόνο στις συνομιλίες, ενώ ταυτόχρονα προωθεί το πρόγραμμά του». Το Ιράν δεν πτοήθηκε ούτε λεπτό και έκτοτε βαδίζει με χαρά στην προώθηση του πυρηνικού του προγράμματος. Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της Βρετανίας δήλωσε στους δημοσιογράφους, ότι το Ιράν είχε αποφασίσει να απορρίψει τους όρους της Αμερικής για την εκ νέου είσοδο στη συμφωνία, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα, να αφήσει τις διαπραγματεύσεις να συνεχιστούν. Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, Ραφαέλ Γκρόσι, δήλωσε ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν «καλπάζει».
Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι γνώστες της κατάστασης στην Ουάσιγκτον χάνουν την ελπίδα τους. Σύμφωνα με τα λόγια του επικεφαλής διαπραγματευτή, Ρόμπερτ Μάλεϊ, «δεν μπορείς να αναβιώσεις ένα νεκρό πτώμα».
Ένας λόγος για τον οποίο ο Λευκός Οίκο του κ. Μπάιντεν, αφήνει τις συνομιλίες να συνεχίζονται ασαφώς για τόσο πολύ καιρό είναι ότι σε καμία περίπτωση δεν θέλει να αντιμετωπίσει τις πολιτικές συνέπειες της παραδοχής της αποτυχίας τους.
Το οριστικό τέλος της συμφωνίας με το Ιράν θα ανάγκαζε σχεδόν σίγουρα την κυβέρνηση να επιλέξει μεταξύ της αποδοχής ενός πυρηνικά οπλισμένου Ιράν και της έναρξης μιας αντιπαράθεσης που ενδέχεται να κορυφωθεί σε έναν άλλο αμερικανικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Και οι δύο τρόποι δράσης συνεπάγονται απρόβλεπτους αλλά μεγάλους κινδύνους και κόστος. Η αποφυγή αυτής της άσχημης επιλογής ήταν, εύλογα, ο κεντρικός στόχος της κυβέρνησης Μπάιντεν στην περιοχή.
Δυστυχώς, ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος του Αμερικανού Προέδρου. Οι διαπραγματεύσεις με το Ιράν κινήθηκαν προς την αποτυχία καθώς η διεθνής θέση της Αμερικής έχει οπισθοχωρήσει και σήμερα η επικείμενη κατάρρευση της συμφωνίας είναι μέρος μιας παγκόσμιας κρίσης της αμερικανικής ισχύος.
Με τους ρωσικούς πυραύλους να πέφτουν βροχή στην Οδησσό και την ένταση με την Κίνα να έχει περάσει σε νέα επίπεδα μετά την επίσκεψη της προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόσι, στην Ταϊβάν, η κυβέρνηση Μπάιντεν, αντιμετωπίζει ήδη μια διεθνή κατάσταση πολύ πιο σοβαρή από οτιδήποτε περίμενε ή προετοιμάστηκε.
Όποιες και αν είναι οι μακροπρόθεσμες ανησυχίες τους για ένα πυρηνικό Ιράν, τόσο ο Σι Τζινπίνγκ όσο και ο Βλαντιμίρ Πούτιν, φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο να ενισχύσουν τη δέσμευση του Ιράν στην αντιαμερικανική συμμαχία παρά να διευκολύνουν μια συμφωνία που θα μείωνε την πίεση σε έναν υπό πολιορκία Αμερικανό πρόεδρο.
Η Ουάσιγκτον πρέπει να δει την πυρηνική ώθηση του Ιράν σε παγκόσμιο πλαίσιο και όχι στα πλαίσια της διατήρησης της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο για τους Δημοκρατικούς, στις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου και δυστυχώς δεν το κάνει.
Η κρίση με την Τεχεράνη έρχεται σε μια εξαιρετικά επωφελή στιγμή για τη Ρωσία και την Κίνα. Πούτιν και Σι, ελπίζουν ότι οι ταυτόχρονες γεωπολιτικές κρίσεις στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ασία θα συντρίψουν μια ζαλισμένη και κουρασμένη Αμερική.
Καθώς οι οικονομικές συνέπειες αυτών των κρίσεων διαπερνούν τις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία, οι ρεβιζιονιστές ελπίζουν ότι η συνοχή της Αμερικής στο εσωτερικό και οι συμμαχίες στο εξωτερικό θα αποδυναμωθούν καθώς οι απειλές αυξάνονται. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, η ομάδα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας του και ο πολυδιαφημισμένος για την εμπειρία του σε τέτοιου είδους θέματα Αμερικανός Πρόεδρος, πρέπει να αποκαταστήσει άμεσα μια αίσθηση αποτροπής και προσοχής στους αντιπάλους της Δύσης, οι οποίοι υπό το βλέμμα του, έχουν απολαύσει μια μακρά σειρά επιτυχιών.
Εάν οι ΗΠΑ πρόκειται να αναπτύξουν μια αποτελεσματική απάντηση σε αυτόν τον συνδυασμό στρατηγικών απειλών, ο Λευκός Οίκος, θα πρέπει να προχωρήσει πέρα από το να κουνάει το δάχτυλο και να κατηγορεί τους αντιπάλους της Δύσης για επικίνδυνα παιχνίδια.
Οι Ρεπουμπλικάνοι μπορούν να επικαλεστούν δικαίως ότι η απόφαση του κ. Ομπάμα να υπογράψει κάτι τόσο ανόητο και αμφιλεγόμενο, όπως η πυρηνική συμφωνία του Ιράν χωρίς τη δικομματική υποστήριξη που απαιτείται για την επικύρωση μιας συνθήκης στη Γερουσία, ήταν ένα ιστορικό λάθος.
Οι Δημοκρατικοί μπορούν εύλογα να διαψεύσουν ότι η μονομερής αποχώρηση του κ. Τράμπ έκανε τα πάντα χειρότερα. Τέτοια θέματα θα τα κρίνει η ιστορία. Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται τώρα δεν είναι ποιος είχε δίκιο το 2015 ή το 2018. Είναι τι γίνεται και τι κάνουμε σήμερα και στη συνέχεια.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος, έχει πει επανειλημμένα ότι το να επιτρέπεται στο Ιράν να κατασκευάζει πυρηνικά όπλα δεν αποτελεί επιλογή. Εάν η κυβέρνησή του αποτύχει να διασφαλίσει αυτό το στόχο, οι συνέπειες για την αμερικανική ισχύ στη Μέση Ανατολή και παγκοσμίως θα είναι βαθιές και ίσως μη αναστρέψιμες.
Εάν η Αμερική επιτεθεί σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις και βρεθεί εγκλωβισμένη σε ένα ακόμη τέλμα της Μέσης Ανατολής, οι επιπτώσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θα είναι επίσης ολέθριες. Η Κίνα και η Ρωσία θα εκμεταλλεύονταν την ανησυχία της Αμερικής για τη Μέση Ανατολή για να δημιουργήσουν προβλήματα αλλού και η κοινή γνώμη των ΗΠΑ θα διχάζονταν ακόμη πιο πολύ.
Λίγοι πρόεδροι στην πρόσφατη ιστορία, έχουν αντιμετωπίσει πολιτικές επιλογές τόσο δύσκολες και κρίσιμες. Είναι κατανοητό, ότι η Αμερικανική κυβέρνηση ανέβαλε την ημέρα της αναμέτρησης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά καθώς η δυσωδία της νεκρής γάτας εντείνεται, ο κ. Μπάιντεν πλησιάζει στη μεγαλύτερη δοκιμασία της καριέρας του και δυστυχώς οι ενδείξεις είναι ότι απέχει πολύ από το να την αντιμετωπίσει με επιτυχία.
Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί πλέον στο διεθνές σύστημα έχει ανάγκη από μια Αμερική, η οποία θα επιστρέψει άμεσα στο ρεαλισμό και την παραδοσιακή εξωτερική πολιτική του Ρόναλντ Ρέηγκαν, του πατέρα Μπους και του Μπίλ Κλίντον. Πρέπει άμεσα να μπει τέρμα στην πολιτική που κοιτά τις αντιδράσεις του woke culture, και των μειονοτικών – ακραίων ομάδων του Δημοκρατικού Κόμματος. Δεν κρίνεται μόνο η επιτυχία και η υστεροφημία του κ. Μπάιντεν ως Προέδρου των ΗΠΑ, αλλά το εάν θα επιβιώσει η Δύση και το εάν δεν θα πάρει ολοκληρωτική φωτιά ο πλανήτης.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, ειδικός σε θέματα Αμερικανικής Πολιτικής. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και τουThe Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον, μέλος του The International Institute for Strategic Studies του Λονδίνου, και υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου