Οι προτεραιότητες που πρέπει να έχει η ελληνική πολιτική ηγεσία, πέραν των προφανών εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Μια συζήτηση για την κατάσταση στις Ένοπλες Δυνάμεις δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε μια απαρίθμηση μέσων και προσωπικού. Αναγκαστικά θα πρέπει να περιλάβει και άλλες μεταβλητές όπως η εκπαίδευση, η οργάνωση και τα δόγματα, το ηθικό, η ψυχική ανθεκτικότητα στρατού` και κοινωνίας. Κι όλα αυτά σε σύγκριση με τον αντίπαλο, την Τουρκία, και του συστήματος συμμαχιών που διαμορφώνει, αλλά και με τον παράγοντα «χρόνος», το μέλλον που προδιαγράφουν οι τάσεις που μπορούν να προβλεφθούν.
Η σύγχρονη εμπειρία
Οι πρόσφατοι πόλεμοι σε Ουκρανία και Αρμενία προσφέρονται για την εξαγωγή κάποιων αρχικών συμπερασμάτων:
1. Στην σύγκρουση για το Αρτσάχ το 2020 ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν, καθοδηγούμενος από Τούρκους, νίκησε όχι μόνο, όπως ευρύτερα πιστεύεται, από την χρήση των ΜΕΑ (Μπαϊρακτάρ). Πολύ περισσότερο το αποτέλεσμα κρίθηκε από τον τακτικό αιφνιδιασμό που πέτυχε, όταν επιτέθηκε με μικρά τμήματα ειδικών δυνάμεων από την πλευρά του Ναχιτσεβάν, παρακάμπτοντας την οχυρωμένη γραμμή των Αρμενίων και έφτασε ως το Στεπανακέρτ υποχρεώνοντάς τους σε συνθηκολόγηση, που στις μέρες μας καταλήγει σε εξάλειψη του Αρτσάχ.
2. Στην εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία το σχέδιο αστραπιαίας εισβολής κατέρρευσε μπροστά σε μια ευέλικτη άμυνα οργανωμένη σε μεγάλο βάθος κι όχι γραμμική, που στηρίχθηκε στην δράση μικρών ομάδων μαχητών, με μεγάλη αυτονομία, που αξιοποίησε την πληροφορία και τα σύγχρονα αντιαρματικά: δεν ήταν απλώς τα αμερικάνικα Javelin που γέμισαν τους δρόμους με κατεστραμμένα ρωσικά τεθωρακισμένα, αλλά ο τρόπος χρήσης και αξιοποίησής τους. Και φυσικά κυρίως στην αναδιοργάνωση και την προετοιμασία που συντελέστηκε μετά την κατάληψη της Κριμαίας το 2014. Ο παλλαϊκός χαρακτήρας της κινητοποίησης της ουκρανικής κοινωνίας και η ύπαρξη ικανής και εκπαιδευμένης εφεδρείας ήταν το στοιχείο που αξιοποίησε την δυτική στρατιωτική βοήθεια και ανέκοψε τον ρωσικό οδοστρωτήρα. Η συνέχιση του πολέμου και η μετάπτωσή του σε πόλεμο φθοράς έρχεται να διαψεύσει την αισιοδοξία ότι οι συγκρούσεις της εποχής μας είναι υπόθεση ημερών ή εβδομάδων και να αναδείξει την ανάγκη ύπαρξης αποθεμάτων υλικού και διασφάλισης εφοδιαστικής αλυσίδας.
3. Και βέβαια, πολύ σημαντικότερο, η αποτυχία των Ισραηλινών να προβλέψουν, προλάβουν και αντιμετωπίσουν την ασύμμετρη επίθεση της Χαμάς έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την ανεπάρκεια μιας αποτροπής που στηρίζεται στην υψηλή τεχνολογία των μέσων και την αλαζονική επανάπαυση σε θέσφατα αήττητου. Και, φυσικά, επικουρούμενη από έναν πολιτικό διχασμό που εξασθένισε τόσο την συνοχή του εσωτερικού μετώπου όσο και την αποτελεσματική λειτουργία των μηχανισμών αποτροπής.
Είναι σαφές ότι παρά την τεχνολογική πρόοδο, κάποια πράγματα στο πεδίο της μάχης μένουν αμετάβλητα: χαρακώματα, αιματηρές μάχες πεζικάριων, μαζική χρήση πυροβολικού. Το ανθρώπινο και υλικό κόστος είναι τρομακτικό. Ο παλλαϊκός χαρακτήρας της κινητοποίησης της ουκρανικής κοινωνίας και η ύπαρξη ικανής και εκπαιδευμένης εφεδρείας ήταν το στοιχείο που αξιοποίησε την δυτική στρατιωτική βοήθεια και ανέκοψε τον ρωσικό οδοστρωτήρα. Η κινητοποίηση της εφεδρείας που πέτυχε το Ισραήλ ισχυροποίησε το εσωτερικό μέτωπο και (πιθανόν) να απέτρεψε επέκταση της σύγκρουσης πέραν της Γάζας.
Άλλωστε, η παράταση των επιχειρήσεων στην Ουκρανία και η μετάπτωσή τους σε πόλεμο φθοράς ήρθε να διαψεύσει την αισιοδοξία ότι οι συγκρούσεις της εποχής μας είναι υπόθεση ολίγων ημερών ή εβδομάδων και να αναδείξει την ανάγκη ύπαρξης αποθεμάτων υλικού και διασφάλισης της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Τέλος, τα σύγχρονα μέσα, όπως τα μη επανδρωμένα αεροχήματα, μπορεί να λαμβάνουν εκτεταμένη προβολή, η συμβολή τους, όμως, σε μία πολεμική προσπάθεια δεν πρέπει να υπερεκτιμάται. Το πεζικό –ο απλός στρατιώτης– εξακολουθεί να είναι ο πρωταγωνιστής, αυτός καλείται να καταλάβει (ή... ανακαταλάβει) έδαφος, ενώ οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να απαιτούν τη χρήση μεγάλων ποσοτήτων «συμβατικού» υλικού, όπως είναι τα βλήματα πυροβολικού ή τα πάσης φύσεως τεθωρακισμένα οχήματα.
Όλα αυτά θέτουν και τις προτεραιότητες που πρέπει να έχει η ελληνική πολιτική ηγεσία, πέραν των προφανών εξοπλιστικών προγραμμάτων:
– Μέριμνα για την πληρέστερη εκπαίδευση του προσωπικού και την αριθμητική αύξησή του.
– Διατήρηση επαρκών αποθεμάτων υλικού.
– Διασφάλιση εφοδιαστικής αλυσίδας και ανάπτυξη των κρίσιμων για τις επιχειρήσεις υποδομών (π.χ. σιδηρόδρομοι).
– Προετοιμασία της κοινωνίας για το ενδεχόμενο πολέμου και ενίσχυση της ανθεκτικότητάς της.
Άραγε, έχει αξιοποιηθεί κάτι από όλα αυτά στον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό; Ή εξακολουθεί η παλιά κρατούσα αντίληψη, που βασιζόταν σε ένα σενάριο πολέμου ημερών ή ωρών, που θα κριθεί κυρίως στον αέρα και την θάλασσα, και θα λήξει (στα πρότυπα της κρίσης των Ιμίων) με παρέμβαση του από μηχανής θεού;
Σε κάθε περίπτωση, όσο ελπιδοφόρο κι αν είναι το πρόγραμμα επανεξοπλισμού που υλοποιείται από το 2020 και μετά, άλλο τόσο προβληματίζει το γεγονός ότι η περί των εξοπλισμών σπουδή δεν επεκτείνεται και στους άλλους παράγοντες που αναφέραμε: Η κυβέρνηση έκανε πίσω στο θέμα της αύξησης της θητείας, οι λειτουργικοί προϋπολογισμοί των επιτελείων (οι οποίοι καλύπτουν μεταξύ άλλων την εκπαίδευση του προσωπικού) παραμένουν στα παλιά, μνημονιακά επίπεδα, τα έργα υποδομών προχωρούν με ρυθμούς χελώνας, ενώ η ανθεκτικότητα της κοινωνίας έναντι μελλοντικών απειλών δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν.
Χρόνια προβλήματα
Μετά την δεκαπενταετή εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων, από την Ολυμπιάδα του 2004 και ως την κρίση του Έβρου το 2020, τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί είναι, προφανώς, πολλά και χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Α) Ως προς τα διαθέσιμα μέσα:
– Η χαμηλή διαθεσιμότητα λόγω ελλιπούς ή μηδενικής συντήρησης. Πρόσφατο παράδειγμα ο στόλος των μεταγωγικών αεροσκαφών, που δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί ούτε στην πιο απλή αποστολή (την μεταφορά ομάδας διασωστών στην Τουρκία, όταν έγινε ο σεισμός).
– Η πολυτυπία, καθώς οι προμήθειες γίνονται αποσπασματικά και όχι συγκεντρωτικά, πράγμα που δυσκολεύει την υποστήριξη και οδηγεί στην καθήλωση και απαξίωση των μέσων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα μεταγωγικά ελικόπτερα, όπου κάθε κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων και κάθε υπηρεσία του Δημοσίου διαθέτει διαφορετικό τύπο ελικοπτέρου, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ξεχωριστή εφοδιαστική αλυσίδα, ανταλλακτικά, εκπαίδευση προσωπικού, μηχανικών κ.λπ.
– Η παλαιότητα του υλικού, καθώς η μακροχρόνια αναστολή των εξοπλισμών έχει ως αποτέλεσμα να χρήζουν αντικατάστασης πάρα πολλά μέσα, χωρίς βέβαια να μπορούν να υπάρξουν χρήματα για την ταυτόχρονη αντικατάσταση όλων τους.
– Η αποσπασματικότητα των αγορών. Δεν φαίνεται να υπάρχει ένας στρατηγικός σχεδιασμός που να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ανάγκες διατήρησης του αξιόμαχου, τις εξελίξεις στην τεχνολογία, τους διαθέσιμους πόρους, αλλά και το γεγονός ότι ο στρατός είναι ένα σύστημα που τα μέρη του αλληλεπιδρούν και άρα ο προγραμματισμός θα πρέπει να είναι εξίσου συστημικός. Οι αμυντικές δαπάνες για εξοπλισμούς στρέφονται στην προμήθεια ακριβών οπλικών συστημάτων χωρίς εγχώρια προστιθέμενη αξία, συνήθως ως κατεπείγουσες αγορές μετά από κάποια κρίση που αναδεικνύει τα κενά ισχύος, ενώ δεν περιλαμβάνουν τα όπλα εκείνα που θα μεγιστοποιούσαν την απόδοση των συστημάτων (άρματα μάχης χωρίς βλήματα, υποβρύχια χωρίς τορπίλες, αεροπλάνα χωρίς όπλα προσβολής και ατρακτίδια στοχοποίησης κ.λπ).
Β) Ως προς το ανθρώπινο δυναμικό:
– Η ελλιπής εκπαίδευση και προετοιμασία για τον λόγο ύπαρξης του στρατού: τον πόλεμο.
– Η μικρή διάρκεια της θητείας για τους κληρωτούς.
– Η μεγάλη ηλικία των στελεχών και η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία που αναπτύσσουν.
– Η ύπαρξη στρατιωτών δύο ταχυτήτων.
– Η χαμηλή επάνδρωση / στελέχωση των μονάδων, με εξαίρεση τις Ειδικές Δυνάμεις.
Η Οικονομική Διάσταση
Το ζήτημα των αμυντικών εξοπλισμών που διασφαλίζουν την αποτροπή έναντι της Τουρκίας έχει μια ποσοτική/οικονομική και μια ποιοτική διάσταση.
Φυσικά, η εξήγηση της ασυμμετρίας βρίσκεται στην ραγδαία ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις των μνημονιακών χρόνων στην ελληνική οικονομία και το ΑΕΠ.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το κόστος των αμυντικών δαπανών κατά κεφαλήν:
Η Τουρκία, με 8πλάσιο πληθυσμό από ό,τι η Ελλάδα, παίρνει από κάθε πολίτη της κάτω από 250 δολάρια το έτος για άμυνα, ενώ η Ελλάδα, ακόμη και στα χειρότερά της, δεν έπεσε κάτω από τα 400 και ήδη έχει φθάσει τα σχεδόν 800 τα τελευταία 2 χρόνια. Άρα στην χώρα μας ο πολίτης βαρύνεται με ένα «βασικό μηνιαίο μισθό» το έτος για αμυντικές δαπάνες, ενώ στην Τουρκία το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 50-60% του δικού τους (χαμηλότερου) βασικού.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσον η οικονομική επιβάρυνση αντανακλάται στην πραγματική ισχύ των ενόπλων δυνάμεων και εδώ υπεισέρχεται ο ποιοτικός παράγοντας:
– Δεν φαίνεται να υπάρχει ένας στρατηγικός σχεδιασμός που να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ανάγκες διατήρησης του αξιόμαχου απέναντι σε έναν ισχυρότερο αντίπαλο, τις εξελίξεις στην τεχνολογία, τους διαθέσιμους πόρους, αλλά και το γεγονός ότι ο στρατός είναι ένα σύστημα που τα μέρη του αλληλεπιδρούν και άρα ο προγραμματισμός θα πρέπει να είναι εξίσου συστημικός. Η ποιότητα της αρβύλας του φαντάρου μπορεί να αποβεί καθοριστική, παρά την ύπαρξη του F-35.
– Οι ελληνικές δαπάνες για εξοπλισμούς στρέφονται στην προμήθεια ακριβών οπλικών συστημάτων χωρίς εγχώρια προστιθέμενη αξία, συνήθως ως κατεπείγουσες αγορές μετά από κάποια κρίση που αναδεικνύει τα κενά ισχύος και με έντονη την επικοινωνιακή διάσταση. Αυτό δεν ευνοεί την αξιοποίηση του ανταγωνισμού των προμηθευτών για το βέλτιστο αποτέλεσμα, ακόμη κι αν συνυπολογίσουμε το όφελος με πολιτικά κριτήρια.
– Οι προμήθειες δεν περιλαμβάνουν τα όπλα εκείνα που θα μεγιστοποιούσαν την απόδοση των συστημάτων (τορπίλες για τα υποβρύχια της κλάσης Παπανικολής, ατρακτίδια στοχοποίησης για τα F16, μέσα ηλεκτρονικού πολέμου για τις φρεγάτες ΚΙΜΩΝ κ.λπ.). Ίσως γιατί τέτοιες προμήθειες δεν προσφέρουν το θέαμα που απαιτεί η επικοινωνία των πολιτικών ηγεσιών.
– Υπάρχει μια ακατανόητη δυσαναλογία ανάμεσα στις προμήθειες νέων οπλικών συστημάτων και την συντήρηση / αναβάθμιση των υπαρχόντων που απαξιώνει την επένδυση που έχει δαπανηθεί. Αυτό αντανακλάται άμεσα στις διαθεσιμότητες. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στην πατρίδα μας ακόμη και τα μέσα των Ε.Δ. μοιάζουν να ακολουθούν την μοίρα των ολυμπιακών έργων του Καλατράβα!
– Η απουσία πολιτικών συμπαραγωγής και η απαξίωση της αμυντικής βιομηχανίας, εκτός από οικονομικές έχει και λειτουργικές συνέπειες, καθώς η συντήρηση των μέσων γίνεται προβληματική ή, όταν αποφασίζεται, ιδιαίτερα δαπανηρή, όπως στο σενάριο αποστολής των C 130 στο… Ισραήλ για βαριά συντήρηση, που αδυνατεί να κάνει η καταρρέουσα ΕΑΒ.
– Οι λειτουργικές δαπάνες των Ε.Δ. αυξάνονται και από ανορθολογισμούς του τύπου αριθμός στρατηγών κατά κεφαλήν πληθυσμού, η την επιλογή χώρων εγκατάστασης μονάδων με κριτήρια ικανοποίησης της οικονομίας τοπικών κοινωνιών.
Συμπερασματικά: ο τερματισμός της εξοπλιστικής άπνοιας έχει φέρει σημαντικά αποτελέσματα στην δυνατότητα αποτροπής της Ελλάδας, με κορυφαίο παράδειγμα την εν δυνάμει εξασφάλιση υπεροχής στον αέρα. Όμως είναι πολλά που πρέπει να γίνουν ακόμη, και η προσπάθεια θα πρέπει να κατευθυνθεί σε λύσεις φτηνές και αποτελεσματικές που θα αξιοποιούν τα διδάγματα των πρόσφατων συγκρούσεων, θα υποστηρίζουν την εγχώρια ανάπτυξη και θα βελτιστοποιούν τους όχι άπειρους διαθέσιμους πόρους.
Ένα άλλο δυσμενές πεδίο αριθμών
Σήμερα στις Ένοπλες Δυνάμεις υπηρετούν περίπου 80.000 μόνιμοι και στους τρεις κλάδους, οπότε για να αγγίξουμε την ειρηνική οροφή των 134.000 απαιτείται η ύπαρξη 54.000 κληρωτών (οπλίτες θητείας). Καθώς οι κληρωτοί, με σημερινή θητεία 9 μηνών στον Στρατό Ξηράς, παρουσιάζονται κάθε 2 μήνες, θα πρέπει η κάθε σειρά (ΕΣΣΟ) να αποδίδει περίπου 12.000 άνδρες (γιατί μέχρι σήμερα μόνο ο ανδρικός πληθυσμός στρατεύεται). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι ένας ικανός αριθμός, περίπου 10%, απαλλάσσεται ή δεν κρίνεται ικανός για ένοπλη στρατιωτική υπηρεσία, τότε χρειαζόμαστε σε κάθε κλάση περίπου 13.300 άνδρες. Δηλαδή, αν υπολογίσουμε τις νόμιμες διαρροές από την στράτευση, θα έπρεπε ο ετήσιος αριθμός των γεννήσεων αγοριών να είναι 80.000 για να επιτύχουμε την επιθυμητή οροφή των 54.000 κληρωτών.
Δυστυχώς, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις αγοριών το 2022 ήταν 39.558, οπότε οι αριθμοί γίνονται κατά πολύ δυσμενέστεροι. Η σημερινή απόδοση κάθε κλάσης, είναι περίπου 5.293 και είναι λιγότερη από τη μισή από την απαιτούμενη (13.300 άνδρες). Δηλαδή, η λογιστική υστέρηση που οφείλεται στην μείωση του αριθμού των γεννήσεων και στους νόμιμα απαλλασσόμενους από την στράτευση, μεγεθύνεται. H μόνη λύση που θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση αυτή θα ήταν η γενικευμένη στράτευση των γυναικών.
Επίσης, πέραν της υπογεννητικότητας, εμφανίζεται αυξημένος και ο αριθμός των νέων που νομότυπα αποφεύγουν την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων (κυρίως ένεκα επιμήκυνσης και εξειδίκευσης των σπουδών τους, σε συνδυασμό με τα όρια ηλικίας και τις δυνατότητες εξαγοράς της θητείας). Οι νέοι που φεύγουν στο εξωτερικό κατά κανέναν τρόπο δεν θα επιστρέψουν για να υπηρετήσουν, εκτός αν έχουν λόγους αντίστοιχους με τον … κ. Κασσελάκη.
Αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, μια επιπλέον μείωση του αριθμού των στρατευσίμων που αγγίζει το 30% και οφείλεται στην ενσυνείδητη επιλογή της μη στράτευσης από τα ελληνόπαιδα. Επί του. παρόντος δεν έχουμε ακόμη, τουλάχιστον σε ικανούς αριθμούς, αντιμετωπίσει την αποφυγή επιστροφής στην πατρίδα και εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων των νέων που με την ολοκλήρωση των σπουδών τους ξενιτεύτηκαν ένεκα της οικονομικής κρίσης. Δυστυχώς, με ανοδικές τάσεις εμφανίζεται και ο αριθμός των στρατευσίμων που απαλλάσσονται της κατάταξης ή υπηρετούν άοπλοι λόγω σωματικών και ψυχολογικών προβλημάτων. Ο αντίστοιχος αριθμός των αρνητών της στράτευσης εμφανίζεται ακόμη χαμηλός.
Βέβαια στο δημογραφικό πρόβλημα οι λύσεις δεν μπορούν να αποδώσουν παρά στο προσεχές μέλλον. Η μόνη άμεσης απόδοσης πρακτική θα ήταν η αύξηση του χρόνου θητείας, η στράτευση των γυναικών, η εκπαιδευτική ενίσχυση της εφεδρείας χρονικά και ποιοτικά, όπως και η δημιουργία εθνοφυλακών στα απειλούμενα σημεία.
Το Ζήτημα της Αμυντικής Βιομηχανίας
Πίσω, στην μακρινή δεκαετία του 1980, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια στρατηγική ανάπτυξης εγχώριων μονάδων βιομηχανικού χαρακτήρα, πέρα από τις υπάρχουσες δομές των Ε.Δ. (εργοστάσια βάσης) που συντηρούσαν τα υπάρχοντα οπλικά συστήματα, ή μονάδες που κατασκεύαζαν τα πυρομαχικά. Τα ναυπηγεία, η ΕΑΒ, η ΕΛΒΟ, τα ΕΑΣ κ.ά. αποτέλεσαν τους πυλώνες αυτής της στρατηγικής, που είχε ως διακηρυγμένο στόχο την αύξηση της αυτάρκειας, την μείωση της εξάρτησης από προμηθευτές που λειτουργούσαν και με πολιτικά κριτήρια ισορροπιών και την ελάφρυνση του τελικού κόστους μέσω των εισροών στην εθνική οικονομία της αντίστοιχης δαπάνης.
Τελικά αυτό που συνέβη ήταν η κυριαρχία του πελατειακού κομματικού καθεστώτος στην λειτουργία, την στελέχωση, την λήψη αποφάσεων, ένας ανορθολογισμός που οδήγησε στην πλήρη παρακμή. Η διαφθορά που σοβεί στις μεγάλες προμήθειες οπλικών συστημάτων, η χρήση των μονάδων αυτών ως χώρων εξυπηρέτησης πελατειακών διορισμών, η συντεχνιακή νοοτροπία των εργαζόμενων συμπληρώθηκαν από την έλλειψη πολιτικής βούλησης. Ακόμα και τα περίφημα αντισταθμιστικά οφέλη στράφηκαν σε άσχετους με την άμυνα τομείς, αντί να εστιαστούν σε βιομηχανικές επενδύσεις στον αμυντικό τομέα. Ο συγκεντρωτισμός, η εξάρτηση από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και η έλλειψη ευελιξίας που χαρακτηρίζουν τον δημόσιο τομέα έκαναν το τοπίο πιο ασφυκτικό.
Η απουσία συνεργασίας για έρευνα και ανάπτυξη με εκπαιδευτικά ιδρύματα (για την οποία υπάρχει βέβαια και συνυπευθυνότητα της ακαδημαϊκής “αντι”πολεμικής νοοτροπίας) εμπόδισε την ανάπτυξη εντόπιας τεχνογνωσίας ακόμη και σε τομείς όπου αυτή ήταν σχετικά εύκολο, όπως στα μη επανδρωμένα οπλικά συστήματα.
Τέλος, η ισοπεδωτική πολιτική των αμοιβών που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια με την γενίκευση του μισθολογίου του Δημοσίου με μοναδικό κριτήριο των εκπαιδευτικό τίτλο, απαξίωσε τον τεχνικό κλάδο και οδήγησε στην απώλεια μεγάλου αριθμού εργαζομένων και φυσικά, της τεχνογνωσίας και των δεξιοτήτων τους.
Αποτέλεσμα: τα ναυπηγεία πελαγοδρομούν ανάμεσα σε πρόστιμα της Ε.Ε. ή αδιαφανείς ιδιοκτήτες, με αποτέλεσμα τα πολεμικά πλοία να μην μπορούν πλέον να κατασκευαστούν στη χώρα, ενώ η ΕΑΒ δεν μπορεί να συντηρήσει τα πτητικά μέσα της αεροπορίας (εκτός από τον τομέα αναβάθμισης των F 16, όπου κουμάντο κάνει η Lockheed Martin) και η ΕΛΒΟ να έχει μεταβληθεί σε κενοτάφιο, τα ΕΑΣ να υφίστανται έξωση χωρίς να υπάρχει χώρος μετεγκατάστασης.
Ταυτόχρονα, η διάλυση της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας συνοδεύεται από μία αδιαφορία για τον ιδιωτικό τομέα. Εκεί υπάρχουν εταιρείες με σοβαρό έργο και εξαγωγές, αλλά δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για την υποστήριξή τους και τη σύνδεσή τους με τις ανάγκες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Γίνεται, δηλαδή, το ακριβώς ανάποδο από την Τουρκία, όπου, μέσω μακροχρόνιου σχεδιασμού, τα δισεκατομμύρια των εξοπλισμών διοχετεύτηκαν στην ανάπτυξη μιας εύρωστης αμυντικής βιομηχανίας, που δύναται να καλύψει μεγάλο ποσοστό των εγχώριων αναγκών, αλλά μπορεί πλέον να έχει και επιτυχίες στο εξωτερικό.
Εν τέλει, η εντύπωση που δημιουργεί η κυβερνητική πολιτική στην αμυντική βιομηχανία είναι ανάλογη με την εντύπωση που δημιουργεί και για τους σιδηροδρόμους: Πλήρης αδιαφορία για την ανάπτυξη και αξιοποίηση ενός στρατηγικού κλάδου, που θα μπορούσε να προσφέρει ποικιλοτρόπως στη χώρα. Μόνη μέριμνα του κράτους είναι η διασφάλιση κάποιων θέσεων εργασίας και η εξασφάλιση ότι το ίδιο «δεν θα μπαίνει μέσα». Από εκεί και πέρα, ο κλάδος αφήνεται να φυτοζωεί, χωρίς να ενδιαφέρεται η Πολιτεία για τα οφέλη που θα ελάμβανε από τυχόν ανάπτυξή του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η φρενίτιδα παραγωγής πυρομαχικών που παρατηρείται σε όλη την Ευρώπη, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, αφήνει την Ελλάδα αδιάφορη, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει «φιλί ζωής».
Στην απέναντι όχθη του Αιγαίου η Τουρκία, με μια καθυστέρηση πέραν της δεκαετίας, ακολούθησε τον δρόμο της ανάπτυξης εγχώριας αμυντικής παραγωγής με όρους και κανόνες εντελώς διαφορετικούς. Η Τουρκία εκπόνησε και υλοποίησε ένα συγκροτημένο σχέδιο ανάπτυξης Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, που αν και βρέθηκε κάτω από τον έλεγχο του κράτους και τα τελευταία χρόνια από την «ευρύτερη οικογένεια» Ερντογάν, λειτουργεί με συνθήκες ιδιωτικής επιχείρησης Τα επιτεύγματά της είναι πολλά και χρησιμοποιήθηκαν από το καθεστώς της Άγκυρας για καλλιέργεια αισθήματος εθνικού μεγαλείου στον πληθυσμό.
Αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια και εντάσσεται στην προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να αναπτύξει μια πολιτική και οικονομική αυτονομία από τη Δύση πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά και να καθιερωθεί ως αδιαμφισβήτητη περιφερειακή δύναμη έχοντας τον πρώτο λόγο στην υπεράσπιση των συμφερόντων της.
Μια από τις έμπρακτες προτεραιότητες προς υλοποίηση της επιδιωκόμενης πολιτικής και οικονομικής αυτονομίας και της απεξάρτησης από δυτικά (ιδιαίτερα αμερικανικά) οπλικά συστήματα είναι η ανάπτυξη της τουρκικής βιομηχανίας όπλων. Η βιομηχανία όπλων της Τουρκίας είναι μεγαλύτερη και πιο αυτάρκης από ποτέ. Ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε από 1 δισ. δολάρια το 2002 σε 11 δισ. δολάρια το 2020. Το 70% με 80% των αναγκών του τουρκικού στρατού, ο οποίος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στο ΝΑΤΟ, καλυπτόταν κάποτε από ξένους προμηθευτές. Πλέον το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 30%. Από τον Μάιο του 2004, ο αριθμός των έργων αμυντικής βιομηχανίας στην χώρα έχει αυξηθεί από 62 σε 750 και ο αριθμός των εταιρειών αμυντικής βιομηχανίας από 56 σε 2.700. Το 2022 οι τουρκικές εξαγωγές οπλικών και αεροδιαστημικών συστημάτων έφθασαν στο ποσό ρεκόρ των 4,3 δισ. δολαρίων.
Η Τουρκία διαχρονικά συνέδεσε υποχρεωτικά όλα της τα εξοπλιστικά προγράμματα άμεσα με δύο βασικές «επιταγές». Η πρώτη ήταν να αποκομίζει κέρδη στην εξωτερική της πολιτική και η δεύτερη από αυτά να αποκομίζει την μεγαλύτερη δυνατή συμπαραγωγή και απόκτηση τεχνογνωσίας. Αυτό αποτέλεσε την βάση της ανάπτυξης. Η συνέχεια ήρθε με την έμφαση στην ανάπτυξη εθνικής τεχνολογίας σε κρίσιμους τομείς όπως αυτούς των ηλεκτρονικών συστημάτων (Aselsan) πυραυλικών συστημάτων (Roketsan), UAV (Baykar). Στον ναυτικό τομέα η Τουρκία ήδη κατασκευάζει και εξάγει σκάφη μεγέθους κορβέτας και προγραμματίζει την κατασκευή φρεγατών και αντιτορπιλικών. Καυχάται ότι αναπτύσσει το δικό της μαχητικό αεροπλάνο 5ης γενιάς, το δικό της κύριο άρμα μάχης κ.λπ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το βάρος που δίνεται στα μη επανδρωμένα συστήματα, που ο ρόλος τους στο σύγχρονο πεδίο μάχης αυξάνεται δραστικά, όπως και στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς.
*
Μερικές παρατηρήσεις:
- Η εξοπλιστική προσπάθεια της Τουρκίας θα πρέπει να εκτιμάται όχι με τα δεδομένα που παρουσιάζει η τουρκική προπαγάνδα για εσωτερική κατανάλωση ή τα εδώ παπαγαλάκια της ηττοπάθειας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι σοβαρή, απειλητική και κλιμακούμενη.
- Η νεοθωμανική πολιτική έχει τις επιπτώσεις της στον αμυντικό τομέα, όπου η μεταφορά τεχνολογίας είναι κρίσιμη, όπως και οι προμήθειες υποσυστημάτων που θα κάνουν όλα αυτά τα μεγαλόσχημα πρότζεκτ να λειτουργούν στο πεδίο.
- Η κρίση της τουρκικής οικονομίας, όπως και οι καταστροφές των πρόσφατων σεισμών, αναπόφευκτα μειώνουν τους διαθέσιμους πόρους και αυτό φαίνεται στην κάμψη των δαπανών από το 2019 και μετά
- Κατ’ αναλογία υπάρχει ο κίνδυνος οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, οι συνέπειες των πλημμυρών, αλλά και η επαναφορά στην λεγόμενη «δημοσιονομική πειθαρχία» να επηρεάσουν την ελληνική εξοπλιστική προσπάθεια συνεπικουρούμενες από την εθνομηδενιστική ρητορική και την αντιμετώπιση της τουρκικής τακτικής άμβλυνσης της εκδηλούμενης επιθετικότητας ως μετάλλαξη του ντόπερμαν σε κανίς.
Συμπερασμαστικά
Α) Η διεθνής κατάσταση δείχνει ότι το ενδεχόμενο γενικευμένης και παρατεταμένης σύρραξης με την Τουρκία δεν μπορεί με τίποτε να αποκλειστεί. Οι ένοπλες δυνάμεις, αλλά και η ελληνική κοινωνία, θα πρέπει να προετοιμαστούν αναλόγως, τόσο υλικά, όσο και ψυχικά για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Β) Η ισχύς του αντιπάλου μπορεί να δέχεται μεγάλα πλήγματα λόγω των γεωοπολιτικών επιλογών του (βλ. απώλεια F-35 και –ως τώρα– F-16), δεν πρέπει όμως να υποτιμάται. Η Τουρκία επενδύει πολύ περισσότερα από ότι η Ελλάδα σε αμυντικές δαπάνες, για πάνω από 20 χρόνια συνεχώς. Έχει μεγαλύτερο ΑΕΠ από την Ελλάδα, οπότε οι αμυντικές δαπάνες είναι μικρότερες ως ποσοστό του και διαθέτει μεγάλη αμυντική βιομηχανία, άρα η αμυντική δαπάνη σε μεγάλο μέρος της επιστρέφει στην τοπική οικονομία, ενώ για την Ελλάδα είναι καθαρή έξοδος κονδυλίων. Αυτό που για την Ελλάδα αποτελεί οικονομική αιμορραγία, για την Τουρκία αποτελεί ουσιαστικά ένα πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Γ) Η πρόσφατη ελληνική αφύπνιση περί τα εξοπλιστικά δεν είναι αυτονόητα ικανή να παραγάγει αποτελέσματα ανάλογα του κόστους, εάν εξακολουθήσει την πεπατημένη των αποσπασματικών προμηθειών χωρίς μακρόχρονο στρατηγικό σχεδιασμό, απαίτηση εγχώριας προστιθέμενης αξίας αλλά και στήριξης του ιδιωτικού τομέα που ασχολείται με την έρευνα, ανάπτυξη και παραγωγή συστημάτων. Χωρίς επίσης μια στροφή στη συνεργασία με ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα, αξιοποιώντας το υψηλής κατάρτισης εγχώριο δυναμικό.
Δ) Η κυβερνητική πολιτική περιστρέφεται προνομιακά γύρω από τα εξοπλιστικά, αγνοώντας τον ανθρώπινο παράγοντα, που είναι και ο πλέον καθοριστικός. Οι κληρωτοί είναι όλο και λιγότεροι, λόγω της δημογραφικής κάμψης, αλλά και της μετανάστευσης στο εξωτερικό. Η αύξηση της θητείας, η πληρέστερη εκπαίδευση των κληρωτών και των στελεχών, όπως και η ενίσχυση - αξιοποίηση της εφεδρείας αποτελούν μέτρα εκ των ων ουκ άνευ, για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου