Του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 129 που κυκλοφορεί.
Σε έρευνα που παρουσιάστηκε από το Ινστιτούτο Γκάλοπ τον Οκτώβριο του 2022, οι Αμερικανοί ερωτώμενοι κλήθηκαν να απαντήσουν μεταξύ άλλων και στο αν πιστεύουν πως οι επόμενες γενιές θα ζήσουν σε καλύτερες συνθήκες από τους γονείς τους, όπως συνέβη με κάθε προηγούμενη γενιά στις ΗΠΑ.
Σίγουροι ή πιθανόν σίγουροι για κάτι τέτοιο εμφανίστηκαν το 13% και το 29%, ενώ ένα 28% και 29% αντίστοιχα απάντησε αρνητικά. Η αρνητική προδιάθεση για τις συνθήκες διαβίωσης της επόμενης γενιάς έρχεται να αντιστρέψει μια παραδεδομένη πεποίθηση, κεντρική για την αμερικανική κοινωνία, που είναι συνυφασμένη με το αφήγημα της «χώρας των ευκαιριών» και της μαζικής ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας[1].
Η ίδια απαισιοδοξία δεν επιβεβαιώνεται μόνο σε ό,τι αφορά στις κοινωνικές προσδοκίες, έχει και πολιτικό αντίκτυπο. Σε μια άλλη διεθνή έρευνα, του Ιδρύματος για την Ανοιχτή Κοινωνία, καταγράφεται η απώλεια εμπιστοσύνης στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μια τάση η οποία έχει επίσης μια σαφή διαγενεακή διάσταση, καθώς τα ποσοστά της εμπιστοσύνης μειώνονται ραγδαία για τις ηλικίες μεταξύ 18-35, ενώ παραμένουν υψηλά για εκείνους που είναι άνω των 56: το 42% στις ηλικίες μεταξύ 18-35 αντιμετωπίζει θετικά την προοπτική μιας στρατιωτικής δικτατορίας, ενώ για τους μεγαλύτερους το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόνο 20%. Τα ποσοστά αποδοχής της Δημοκρατίας, αντίθετα, είναι υψηλά για τους γηραιότερους: 71% στους άνω των 56, μόλις 57% στους 18 με 35[2].
Απέχουμε έτη φωτός από το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα των δεκαετιών του 1990 και του 2000. Τότε κυριαρχούσε μια στάση αμεριμνησίας, η πεποίθηση πως μετά το 1989-1990 η επικράτηση του τρίπτυχου φιλελεύθερη δημοκρατία, ατομικά δικαιώματα, ελεύθερη αγορά, είναι οριστική και οδηγεί την ανθρωπότητα σε ένα άλμα προόδου που παίρνει τη μορφή της παγκοσμιοποίησης κ.ο.κ. Η νεολαιΐστικη κουλτούρα του 1990 απηχούσε αυτήν την αισιοδοξία, με το βλέμμα στραμμένο αποφασιστικά: ηλεκτρονική μουσική, φουτουριστική αισθητική, αναφορά στις «εμπειρίες χωρίς σύνορα», μέσα από τα μεγάλα, διεθνή φεστιβαλικά γεγονότα, και εμμονή με τα τεχνολογικά γκάτζετ.
Τριάντα χρόνια μετά, ο τόνος είναι ολότελα διαφορετικός. Μιλάμε για την «μπλε γενιά», αναφερόμενοι στην έξαρση της κατάθλιψης, του άγχους, του αυτοκτονικού ιδεασμού και των υπολοίπων ψυχοκοινωνικών παθήσεων ανάμεσα στους εφήβους και τους νεαρούς ενηλίκους[3].
Η οικονομική προσδοκία είναι επίσης φθίνουσα: στις ΗΠΑ, μεταξύ εκείνων που γεννήθηκαν το 1940, το 70% είχε καταφέρει να συγκροτήσει ανεξάρτητο νοικοκυριό μέχρι τα 35. Το ποσοστό πέφτει στο 50% για όσους γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η πτωτική τάση διευρύνεται καθώς πλησιάζουμε το 1990. Η ίδια δε τάση επιβεβαιώνεται και στη Νότια Ευρώπη, με τα παραδοσιακά υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, και φυσικά και στην Ελλάδα[4], και είναι απόρροια ενός εκρηκτικού συνδυασμού στεγαστικής κρίσης και δομικού πληθωρισμού, με αίτια την κλιματική κρίση και την όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών.
Η μεταστροφή αποτυπώνεται και στο πεδίο της κουλτούρας. Τα «καλοκαίρια της αγάπης» της ρέιβ κουλτούρας έχουν δώσει τη θέση τους στην εξύμνηση του εγκλήματος και του νόμου των συμμοριών από την τραπ: εκεί που «ο κόσμος γινόταν μια γειτονιά», τώρα έχουμε το κλείσιμο μέσα στο γκέτο και την κατίσχυση της ηθικής του «ζήσε και άφησε τους άλλους να πεθάνουν».
Εν τω μεταξύ, με την ανάδυση του ψηφιακού κόσμου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της τεχνητής νοημοσύνης, οι προσδοκίες του 1990 για τη ριζική μεταμόρφωση της ζωής μας από τις νέες τεχνολογίες έχουν ήδη ξεπεραστεί. Συμβαίνει ωστόσο το εξής παράδοξο: Μπορεί ο φουτουριστικός κόσμος να βρίσκεται ήδη εδώ, όμως, ολοένα και πιο έντονα οι κοινωνίες στρέφουν το βλέμμα τους αντίθετα, και προς τα πίσω: η μόδα περιστρέφεται ολοένα και περισσότερο γύρω από το vintage, μια νοσταλγική αναζήτηση της αυθεντικότητας. Στην πολιτική, η κριτική επί του παρόντος, όπως έχει δείξει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, παίρνει ολοένα και περισσότερο τη μορφή μιας «ρετροτοπίας»· της εξιδανίκευσης ενός παρελθόντος, στάση όμως που επίσης αντανακλά τη βαθιά διάρρηξη μιας συνείδησης συνέχειας μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ακόμα και το Woke, με την εμμονή του στην αποκαθήλωση του δυτικού πολιτισμού και το τσάκισμα της ιστορικής συνείδησης, μεταφέρει τη σύγκρουση με μια κοινωνία παρεκκλίνουσα της πολιτικής ορθότητας, στο φόντο του παρελθόντος, ενώ αρνείται πεισματικά να μιλήσει για το αύριο – τη μελλοντική κοινωνία, δηλαδή.
Σε αντίθεση με το 1920 και το 1930 ή τη δεκαετία του 1960, όπου η ποπ κουλτούρα κυριαρχούνταν από τις εικόνες ενός Metropolis του Φριτς Λανκ, ή, της προσελήνωσης του Apollo 11, και τα οράματα της επιστημονικής φαντασίας για τη «μηχανή του χρόνου» και τα διαστρικά ταξίδια, ο τωρινός κόσμος είναι σαν να έχει αποκτήσει μια προοπτική προς τα πίσω. Για το 2050 δεν μιλάει κανείς πέραν από διεθνείς οργανισμούς τύπου ΟΗΕ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμιας Τράπεζας, όταν είναι να εκδώσουν τα δυσοίωνα σενάριά τους για το περιβάλλον, τον υπερπληθυσμό, ή την παγκόσμια μετανάστευση.
Σε αυτό το υπόβαθρο, της ανάδυσης μιας ριζικής απαισιοδοξίας για το μέλλον, οφείλουμε να εντάξουμε πολιτικά φαινόμενα που αναπτύσσονται στις μέρες μας και που θα μας απασχολήσουν έντονα και στις ευρωεκλογές: αυτό είναι το βαθύτερο υπόβαθρο για την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού, ο αριστερός μάς τελείωσε όχι μόνον διότι έκλεισε ανεπιτυχώς ένας κύκλος που άνοιξε τη δεκαετία του 2010, αλλά και διότι η αριστερά πληρώνει την πλειοδοσία της στο «κόμμα της προόδου». Την προσχώρησή της σε αυτό πληρώνει και η κεντροδεξιά, καθώς η εκτεταμένη παραμονή της στην εξουσία συνεπάγεται και τεράστια φθορά, καθώς διολισθαίνει στον υπερδικαιωματισμό, τον πολυπολιτισμό και τα ανοιχτά σύνορα.
Θα πρέπει να ξεπεράσουμε, επί πλέον, την παραδεδομένη αξιολόγηση της αποχής ως πράξης διαμαρτυρίας. Με την κρίση αμφισβήτησης της δημοκρατίας, ενδέχεται πλέον να σημαίνει απόρριψη και όχι απλώς δυσαρέσκεια. Συν τοις άλλοις ανατοποθετείται εν γένει η συζήτηση και η αντιπαράθεση ανάμεσα στον συντηρητισμό και τον προοδευτισμό. Το παράδοξο για τον τελευταίο είναι ότι, σε έναν κόσμο ήδη φουτουριστικό, αυτός στερείται νοήματος και φαντάζει αναχρονιστικός. Όσο για τον δεύτερο, μετακινούμαστε από το «Συντηρητισμό» με μεγάλο «Σ» –όπως για παράδειγμα τον περιέγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης– σε ένα κίνημα υπέρ της αποκατάστασης του «παλαιού κόσμου» απέναντι στη σαρωτική επέλαση της νεωτερικότητας. Καμία αποκατάσταση, προφανώς, δεν μπορεί να συμβεί – και αν ο προοδευτισμός είναι αναχρονιστικός, ο συντηρητισμός συνιστά ετεροχρονισμό. Γι’ αυτό και η αναβίωσή του, που υπόσχονται ρεύματα όπως η Εναλλακτική Δεξιά, το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι του τραμπισμού, ή της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, είτε γραφικοποιείται είτε διολισθαίνει σε μια τρας και λουμπενοποιημένη εκδοχή.
Το βλέπουμε κι εδώ αυτό, με τους Σπαρτιάτες, ή παλαιότερα τη Χρυσή Αυγή και την εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας που προπαγανδίζουν, ή τη Νίκη, που προτάσσει την επιστροφή στην ορθοδοξία της Τουρκοκρατίας.
Αντίθετα, γίνεται επίκαιρος ένας συντηρητισμός πιο διάχυτος και ηπιότερος. Που διαπερνάει οριζόντια το πολιτικό σκηνικό, δεν επενδύει σε παλινορθώσεις, αλλά παλεύει για τη διατήρηση, τη συνέχεια και την προάσπιση αξιών, πρακτικών και συμπεριφορών που επιμένουν στον χρόνο και έχουν αποδείξει την αξία τους για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Στο πλαίσιο αυτής της εκδοχής, η πρόοδος και η συντήρηση δεν αποτελούν δύο συγκρουόμενους πόλους, αλλά συγχωνεύονται σε μια ενιαία αντίληψη, που άλλοτε επιλέγει τη ρήξη, και άλλοτε τη συνέχεια.
Το κυρίαρχο πολιτικό αίσθημα της εποχής μας είναι η απαισιοδοξία. Γι’ αυτό και το υπέρτατο πολιτικό ζητούμενο των ημερών είναι η ασφάλεια, σε έναν γενικευμένο μάλιστα ορισμό που δύναται να περιλάβει τα πάντα: περιβαλλοντική, κοινωνική, διατροφική ή ενεργειακή, αυτές οι εκδοχές της ασφάλειας δεν διακρίνονται, αλλά διαπλέκονται με τις πιο παραδοσιακές εκδοχές της εθνικής ασφάλειας, όπως είναι η άμυνα. Η τάση αυτή διαπερνά οριζόντια την κοινωνική πλειοψηφία και προκαλεί την ανατοποθέτησή της στο πολιτικό σκηνικό. Η Αριστερά, με την επιμονή της στο «κόμμα της προόδου» και τον πολιτισμικό εξτρεμισμό τoυ Woke, από τη μία αυτοπεριχαρακώνεται σε μειοψηφίες, από την άλλη επιταχύνει την αναδίπλωση της πλειοψηφίας προς τα δεξιά. Ο δημόσιος διάλογος, εντούτοις, παραμένει εν πολλοίς καθηλωμένος στα αφηγήματα της προηγούμενης δεκαετίας και δεν αντιλαμβάνεται ότι οι κοινωνίες μας έχουν ήδη καταστεί σκοτεινότερες έκτοτε.
[1] Megan Brenan, “Americans Less Optimistic About Next Generation’s Future”, Gallup, 25/10/2022. Διεύθυνση: https://news.gallup.com/poll/403760/americans-less-optimistic-next-generation-future.aspx
[2] Jon Henley, “Younger people more likely to doubt merits of democracy – global poll”, The Guardian, 12/11/2023.
[3] “Teenagers are growing more anxious and depressed”, The Economist,23/11/2017.
[4] Gonzalo Paz-Pardo, “Younger generations and the lost dream of homeownership”, https://cepr.org/, 26/02/2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου