Ιστορικός-Διεθνολόγος Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα Παν/μιου Δυτ.Μακεδονίας
Μετά τα χθεσινά αποτελέσματα των ευρωεκλογών οφείλουμε να σταθούμε σε δύο συμπεράσματα: α. σε αυτό της μεγάλης εικόνας που αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση ως Θεσμό και β. τον τρόπο που ψήφισαν σε εθνικό επίπεδο τα κράτη -μέλη της ΕΕ. Και υφίσταται διαφορά στον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας, καθώς οι χώρες που όλη αυτήν την δεκαπενταετία από το 2009 (ορόσημο λόγω της Αραβικής Άνοιξης και της αναθεωρητικής Συνθήκης της Λισαβόνας) όχι μόνο έχουν δεχθεί τη μεταναστευτική πίεση, αλλά δεν κατάφεραν να εγκλιματίσουν τους νεο-μετανάστες στο εσωτερικό κατεστημένο τους, αντέδρασαν ως ”στρείδι”, κινούμενοι οι πολίτες τους σε πιο ευρωσκεπτικιστικά/ή και ακροδεξιά μονοπάτια, ακόμα και τα κράτη (και ιδίως τα κράτη αυτά) που από τη δεκαετία του 1960, είχαν δεχθεί ομάδες από τις πρώην αποικίες και τα προτεκτοράτα τους.
Τα κενά στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πολιτικών φάνηκαν χθες, καθώς η συσσώρευση της αγανάκτησης των Ευρωπαίων πολιτών εκφράστηκε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση νομοθέτησε και νομοθετεί την τελευταία εικοσαετία ως μια γκετοποιημένη, γραφειοκρατικά, ομάδα χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τις γεωπολιτικές προκλήσεις των καιρών και τα κοινωνικά ζητήματα που επιφέρουν στα κράτη-μέλη της.
Η νίκη των ευρωσκεπτικιστικών και ακροδεξιών όσον αφορά τη δυναμική τους στο Ευρωκοινοβούλιο έγκειται στο γεγονός ότι κατάφεραν να αυξήσουν τις έδρες και τα ποσοστά τους, ενώ ταυτόχρονα το Λαϊκό Κόμμα, οι Σοσιαλιστές και οι Φιλελεύθεροι, παρόλο που καταλαμβάνουν την πρώτη τριάδα, είδαν τα ποσοστά τους από τις εκλογές του 2019 να υποχωρούν αισθητά. Και θα υποχωρούσαν ακόμα παρακάτω από την ισχύ που κατέλαβαν, εάν δεν τους έσωζε η αποχή.
Η αποχή έσωσε το Ευρωκοινοβούλιο, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο παράξενο και να φαίνεται, καθώς το αντισημιτικό κίνημα του τελευταίου διαστήματος έκανε πολλούς Ευρωπαίους πολίτες να μην προσέλθουν στην κάλπη. Και φυσικά εννοούμε τους ψηφοφόρους αυτούς -κυρίως αναποφάσιστοι, αλλά και απογοητευμένοι από το κόμμα τους- οι οποίοι έβλεπαν ως εκδικητική ψήφο στις εθνικές τους κυβερνήσεις την ψήφιση ενός ακροδεξιού κόμματος. Αυτοί μετά τον αντισημιτισμό του τελευταίου διαστήματος που είναι διάχυτος στα ευρωπαϊκά περιβάλλοντα, αποφάσισαν να μην προσέλθουν στην κάλπη, για να μην ενισχύσουν ακόμα περισσότερο τους ακροδεξιούς.
Και ενώ οι περισσότεροι είμαστε εμβρόντητοι με το αποτέλεσμα στη Γαλλία, για τους ίδιους τους Γάλλους ήταν ένα ήδη ”προαναγγελλόμενο έγκλημα” από τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές του 2022. Η Γαλλία που ήδη από το 2004 αν και έβλεπε πού πήγαινε η Ευρώπη και έχουσα μία πολυπληθή ομάδα μεταναστών από τις πρώην αποικίες και τα προτεκτοράτα της, δυστυχώς θεώρησε ότι οι νεο-μετανάστες είχαν τα ίδια συμπεριφορικά χαρακτηριστικά και γνωρίσματα με αυτούς που είχαν εισρεύσει στο εσωτερικό της περιβάλλον από τη δεκαετία του 1960. Είναι παράδοξο πώς το γαλλικό Κράτος έκανε ένα τόσο μεγάλο λάθος να ”μην διαβάσει” το νεομεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του 2010 και εξής, όταν τη δεκαετία του 2000 προωθούσε πολιτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση που κάθε άλλο παρά σε μία γενική ”μετάφραση” ευνοούσαν την αποδοχή του μουσουλμανικού στοιχείου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Στα εθνικά περιβάλλοντα, τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν μία σαφή ροπή προς τα ακροδεξιά κόμματα, κάτι που ήδη ήταν γνωστό, όμως η επιλογή αυτή είναι αναγκαίο να ληφθεί στα περισσότερα εξ αυτών ως μία προειδοποίηση. Γιατί είναι γεγονός ότι παρά την εισδοχή πολλών κρατών στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ωστόσο επειδή δεν υφίσταται η αντίληψη του Ευρωπαίου πολίτη ως ταυτότητα κι αυτό έχει να κάνει με το πολιτισμικό υπόβαθρο της κάθε χώρας, πολλοί Ευρωπαίοι διαχωρίζουν ως εκ τούτου την εθνική ψήφο από την ευρωπαϊκή.
Και παρά το γεγονός, ότι σήμερα τα περισσότερα κράτη και οι διεθνείς αναλυτές θα επικεντρωθούν στην επόμενη ημέρα για τα δύο κράτη- πυλώνες της ΕΕ, που η μία είναι η ευρωπαϊκή, αμυντική υπερδύναμή της (Γαλλία) και η δεύτερη η ευρωπαϊκή, οικονομική υπερδύναμή της (Γερμανία), εντούτοις οφείλουμε να εστιάσουμε σε κάτι άλλο που δεν πρέπει να μας διαφύγει διόλου και αυτό είναι το εκλογικό αποτέλεσμα στο Βέλγιο που ανάγκασε τον πρωθυπουργό, Αλεξάντερ ντε Κρου σε παραίτηση. Ο εν λόγω πολιτικός βάσισε την εκλογή του στην εθνοτοπική ταυτότητα του Φλαμανδού και όχι στην εθνική, του Βέλγου. Και αυτό σημαίνει κάτι πολύ σοβαρό, ότι το μειονοτικό ακόμα και σε κράτη, όπως είναι το Βέλγιο κάτω από την κοινωνιολογική υπόσταση που οργανώθηκαν σε πολιτειακό επίπεδο, εντούτοις έφτασαν στο σημείο οι ίδιοι οι πολίτες του, λόγω της αθρόας μετανάστευσης από τρίτα (και μάλιστα μουσουλμανικά) κράτη να επιζητούν μία εθνική πολιτική που να προβάλλει τα στοιχεία συνένωσης του πληθυσμού κάτω από την ενιαία εθνική ταυτότητα, ως ασπίδα απέναντι στη ”λαίλαπα” του ριζοσπαστισμού που πρεσβεύουν οι νεο-μετανάστες και οι μειονοτικές ομαδες. Και ο τρόπος που είχε κινηθεί η Ισπανία το τελευταίο διάστημα όσον αφορά την αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους, ήρθε μπούμερανγκ στην κυβερνώσα παράταξη, καθώς οι ίδιοι οι Ισπανοί φοβήθηκαν ότι αυτή η πολιτική θα ξεσηκώσει τις ιστορικές μειονότητες, Καταλανών και Βάσκων, στο εσωτερικό περιβάλλον τους.
Πλέον το μειονοτικό θεωρείται ως το μέσο ”εκπόρθησης” ενός Κράτους, ακόμα και αυτού που φέρει την πολιτειακή οργάνωση σε ομοσπονδία/συνομοσπονδία. Οι σύγχρονοι Κοινωνιολόγοι και Πολιτικοί Επιστήμονες έχουν πολλή δουλειά, ως φαίνεται, από εδώ και πέρα.
Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκφράστηκαν, δίνοντας τα απαραίτητα μηνύματα στις εθνικές κυβερνήσεις τους και ουσιαστικά προβάλλοντας τον κυρίαρχο φόβο τους που είναι ο ριζοσπαστισμός της μουσουλμανικής μετανάστευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου