Το δεύτερο μισό του 19ου αι., όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε μετατραπεί σε «μεγάλο ασθενή», άνοιξε η πανσλαβική όρεξη για κάθοδο στη θερμή θάλασσα της Μεσογείου και ενεργοποιήθηκε παράλληλα η ευρωπαϊκή διπλωματία με σκοπό να σταματήσει με κάθε τρόπο την κάθοδο αυτή. Τότε Μακεδονία θεωρούνταν τα τρία τουρκικά βιλαέτια: α) της Θεσσαλονίκης, β) του ελληνικότατου Μοναστηρίου (με τη σημερινή σκοπιανή ονομασία Μπίτολα), και γ) του Κοσόβου.
Η Μακεδονία ωστόσο δεν ήταν εφεύρημα των Οθωμανών, προϋπήρχε πολλούς αιώνες πριν ακόμα εμφανιστούν στη δημόσια ιστορία οι εν λόγω ταραξίες. Προϋπήρχε των Σλάβων, και φυσικά προϋπήρχε της περιώνυμης «ευρωπαϊκής διπλωματίας».
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο, τον οποίο ο μεγαλύτερος ρήτορας των Ρωμαίων, ο Κικέρων, χαρακτήρισε «πατέρα της Ιστορίας», το φύλο των Μακεδόνων ήταν Δωρικό, ονομαζόταν και «Μακεδνόν», και από τη λέξη αυτήν δόθηκε στη χώρα που κατοικούνταν από τους Μακεδνούς η ονομασία της: Μακεδονία (Ήροδ. 8.43.6: «εόντες ούτοι πλην Ερμιονέων Δωρικόν τε και Μακεδνόν έθνος»). Το επίθετο-όνομα Μακεδνός, όπως κάθε άλλη ελληνική λέξη, φανερώνει ιδιότητα. Σχετίζεται με το μάκρος-μήκος, δηλαδή το χαρακτηριστικό που είχαν οι Μακεδόνες να είναι ψηλοί συγκριτικά με άλλους ανθρώπους στην εποχή τους. Σύμφωνα με τον φιλόλογο Χρίστο Δάλκο, η λέξη Μακεδνός προέρχεται από το πρωτοελληνικό μακρενός/μακερνός με τροπή του υγρού σε οδοντικό, φωνητικό φαινόμενο που συνήθως αποδίδεται στη λεγόμενη «προελληνική».
Τα όπλα που βρέθηκαν ακουμπισμένα στο κατώφλι της πόρτας του θαλάμου του τάφου του Φιλίππου Β’ του Μακεδόνα, πατέρα του Μεγαλέξανδρου (336 π.Χ.) (φωτ.: Αλεξία Ιωαννίδου)
Κατά τον Ηρόδοτο μάλιστα, θεμελιωτής του μακεδονικού κράτους υπήρξε ο Αργείος (από το Άργος Πελοποννήσου) Ηρακλείδης Περδίκκας, απόγονος του Τημένου. Κατά τον μεταγενέστερο Παυσανία, γενάρχης της Μακεδονικής δυναστείας υπήρξε ο Κάρανος, Αργείος και αυτός, καταγόμενος από την ίδια δυναστεία των Τημενιδών-Ηρακλειδών. Οποιοσδήποτε κι αν υπήρξε ο θεμελιωτής του μακεδονικού κράτους, βέβαιο είναι πως οι Δωριείς Μακεδόνες μετά την εγκατάστασή τους στις Αιγές και την επιβολή της κυριαρχίας τους, εξάπλωσαν την κυριαρχία τους και προς τον χερσαίο Βορρά και προς τη θάλασσα του Αιγαίου. Το μακεδονικό κράτος που δημιουργήθηκε ταύτισε την τύχη του με την τύχη των υπόλοιπων ελληνικών κρατών τα οποία είχαν ιδρυθεί στον αιγαιοπελαγίτικο χώρο.
Όταν ανήλθε στον μακεδονικό θρόνο ο Αλέξανδρος Α’, ο γιος του Αμύντα Α’ της Μακεδονίας (498-454 π.Χ.), το μακεδονικό κράτος υπόταξε τα βαρβαρικά γειτονικά του κράτη και αυξήθηκε σε έκταση, καθώς επίσης μέσω της στενής επαφής του με τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη, προήχθη στον πολιτισμό και συμμετείχε στις εσωτερικές υποθέσεις και τα μεγάλα εθνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα ελληνικά φύλα τη συγκεκριμένη εποχή.
Μεγαλύτερη ακόμα δόξα γνώρισε το μακεδονικό κράτος επί της βασιλείας του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.), ο οποίος επέκτεινε περισσότερο τα σύνορα του κράτους του, εξασφάλισε την ηγεσία της Μακεδονίας στον ελληνικό χώρο, και το σημαντικότερο: δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε ο γιος του Αλέξανδρος ο Μέγας (336-323 π.Χ.) να μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου.
Η χρυσοποίκιλτη πανοπλία του Φιλίππου Β’ (336 π.Χ.) (φωτ.: Αλεξία Ιωαννίδου)Η Μακεδονία βρίσκεται στο κέντρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, είναι ορεινή ως επί το πλείστον χώρα, η οποία διασπάται από πολλά λεκανοειδή κοιλώματα. Έτσι διακρίνονται οι κοιλάδες των ποταμών Νέστου, Στρυμόνα, Αξιού και Αλιάκμονα, και τα λεκανοπέδια των λιμνών Λαγκαδά-Βόλβης, Αρνίσσης, Δοϊράνης, Καστοριάς και Πρεσπών-Αχρίδος. Όλες οι κοιλάδες των ποταμών κατευθύνονται από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά και απολήγουν στο Αιγαίο Πέλαγος. Ως εκ τούτου αποτελούν –από την Αρχαιότητα ακόμα– τις φυσικές οδούς από τον Δούναβη και την κεντρική Ευρώπη προς τη Μεσόγειο.
Λόγω της γεωφυσικής της θέσης η Μακεδονία δεσπόζει στη Βαλκανική Χερσόνησο σε όλους τους τομείς: οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό κτλ. Γι’ αυτήν την εξέχουσα θέση της, τον γεωφυσικό πλούτο της και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του εδάφους της προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών επιδρομέων και έζησε πολυτάραχο ιστορικό βίο. Και η ιστορία με τις «διεκδικήσεις» και τους διαφόρους τύπους «επιδρομέων» συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας.
Από τους αρχαίους χρόνους αποτελεί το βορινό προπύργιο της Ελλάδας. Ο ιστορικός Πολύβιος έγραψε: «Ποίαν και πόσον μεγάλην τιμήν πρέπει να λάβουν οι Μακεδόνες, οι οποίοι το μεγαλύτερον διάστημα της ζωής των δεν παύουν να πολεμούν προς τους βαρβάρους δια την ασφάλειαν των Ελλήνων» (Πολύβιος, Θ’ 35). Και συνεχίζει, τεκμηριώνοντας την άποψή του, λέγοντας πως οι Μακεδόνες προστάτευσαν την Ελλάδα από τα διάφορα ιλλυρικά φύλα, μετέπειτα επικεφαλής όλων των Ελλήνων κατατρόπωσαν τους αιώνιους εχθρούς τους Πέρσες νικώντας τους μέσα στην ίδια τους τη χώρα, μεταφέροντας τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο: «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες […] την Κοινήν Ελληνική Λαλιά έως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμε έως τους Ινδούς[…] (Κ. Καβάφης, στα 200 π.Χ)».
Χάρτης του Γενικού Επιτελείου Στρατού
Ο ιστορικός, φιλόσοφος και γεωγράφος Στράβων (64-24 μ.Χ.) από την Αμάσεια του Πόντου περιόδευσε στη Βαλκανική Χερσόνησο η οποία βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία και έγραψε στα Γεωγραφικά του: «Εστίν ουν Ελλάς και η Μακεδονία».
«Είναι λοιπόν Ελλάδα και η Μακεδονία» είπε ο Στράβων, και πώς να έλεγε το αντίθετο αφού κάθε της πέτρα μαρτυρούσε την ελληνικότητά της.
Κατά τις μεγάλες μετακινήσεις των λαών της Ευρώπης που άρχισαν το 216 μ.Χ. και συνεχίστηκαν για 1.200 χρόνια, η Μακεδονία ως επαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπέστη άπειρες επιδρομές καθώς εγκαταστάθηκαν προσωρινά στα εδάφη της Γότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Γέπιδες, Πετσενέγοι, Κομάνοι, Σλάβοι, Βουλγάροι, Σέρβοι, και τέλος Τούρκοι. Κατά τον 6ο αι. Σλάβοι οι οποίοι ήταν κτηνοτρόφοι στην πλειονότητά τους, χρησιμοποιήθηκαν από τους Αβάρους και τους Ούννους ως βοηθητικό προσωπικό στο στρατό τους. Ακολουθώντας λοιπόν τους πολεμικούς αυτούς λαούς, κατάφεραν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα και να φτάσουν μέχρι και την Πελοπόννησο.
Την ίδια χρονική περίοδο οι Βούλγαροι –που δεν είναι λαός σλαβικός αλλά Ασιάτες στην καταγωγή– κατέβηκαν από την περιοχή βόρεια του Δούναβη. Κατεβαίνοντας λοιπόν νότια βρήκαν Έλληνες ιθαγενείς, εκλατινισμένες θρακοϊλλυρικές φυλές και Σλάβους. Οι Σλάβοι σε διάστημα 150 χρόνων πέτυχαν να εκσλαβίσουν γλωσσικώς τους Βουλγάρους. Οι εκσλαβισμένοι Βούλγαροι στράφηκαν κατά του Βυζαντίου. Με τον ηγεμόνα τους Συμεών (893-927) άρχισαν να εισέρχονται στη Μακεδονία και να προχωρούν ανατολικά έως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Η πρόσοψη του τάφου του Φιλίππου Β’. Στο επάνω μέρος διακρίνουμε την περίφημη σκηνή του κυνηγιού, έργο που παρήγγειλε ο Μεγαλέξανδρος στον ζωγράφο, στο οποίο απεικονίζεται ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του Φίλιππο και τους στρατιώτες τους σε μια ευχάριστη ανάπαυλα από τις μάχες (φωτ.: Αλεξία Ιωαννίδου)Ο Συμεών αυτοαποκλήθηκε «Τσάρος των Βουλγάρων και των Γραικών», και παρά τις επιδρομές και τις λεηλασίες που διενήργησε με το στρατό του στην Μακεδονία, δεν κατόρθωσε να μεταβάλει τα σύνορα του βυζαντινού κράτους. Μετά το θάνατο του Συμεών, ο διάδοχός του Πέτρος συνήψε ειρήνη με το Βυζάντιο και παντρεύτηκε την Ελληνίδα πριγκίπισσα Μαρία, κόρη του Αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού. Το 971 η Βουλγαρία κατελήφθη από τον Έλληνα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Το 977 τσάρος των Βουλγάρων ανέλαβε ο Σαμουήλ. Στον βυζαντινό θρόνο βρισκόταν η δυναστεία των Μακεδόνων με βασιλέα τον Βασίλειο Β’, τον επονομαζόμενο Βουλγαροκτόνο. Ο Έλληνας αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν απασχολημένος με τις εμφύλιες διαμάχες στη Μ. Ασία. Ο Σαμουήλ επωφελούμενος από αυτό το γεγονός πέτυχε να καταλάβει τη Μακεδονία και να κατέβει μέχρι τη Θεσσαλία. Το 996 μετέφερε την πρωτεύουσα του «κράτους» του στην Πρέσπα. Όταν όμως επέστρεφε πίσω από την Πελοπόννησο όπου είχε κατέβει με το στρατό του για λεηλασία, ελληνικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη με επικεφαλής τον Νικηφόρο Ουρανό αιφνιδίασαν το βουλγαρικό στράτευμα στον Σπερχειό και πέτυχαν μεγάλη νίκη εναντίον του. Ο Σαμουήλ γλίτωσε κακήν-κακώς και μετέφερε την έδρα του στην Αχρίδα. Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος τότε αποφάσισε να τελειώσει μια και καλή με τους Βουλγάρους και το πλιάτσικό τους που ταλαιπωρούσε χρόνια το βασίλειό του.
Το 1014 ο Έλληνας στρατηγός του βυζαντινού στρατού Νικηφόρος Ξιφίας πέτυχε να εξοντώσει πλήρως το στρατό των Βουλγάρων. Όταν δε ο Σαμουήλ το πληροφορήθηκε, απεβίωσε αμέσως!
Το 1430, 23 ολόκληρα χρόνια πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Θεσσαλονίκη –η Συμβασιλεύουσα– και η Μακεδονία ολόκληρη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών. Πέντε σκοτεινοί αιώνες θα περάσουν μέχρι την ημέρα του πολιούχου της, Αγίου Δημητρίου, το έτος 1912, που ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο μπαίνει στην πόλη και χιλιάδες Έλληνες τους υποδέχονται και πανηγυρίζουν στο δρόμο. Ο Βενιζέλος είναι πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία ενσωματώνονται. Οι ημερομηνίες αυτές χαράσσονται πάνω στο τέμπλο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης: η πρώτη της άλωσης (1430) με μαύρους αριθμούς, και η δεύτερη της απελευθέρωσης (1912) με χρυσούς.
Ακολουθούν οι απελευθερώσεις όλων των μακεδονικών πόλεων: Κιλκίς, Πέλλας, Φλώρινας, Καστοριάς, Σερρών, Δράμας, Κοζάνης, Καβάλας, Βέροιας, Νάουσας, Πολυγύρου, Κατερίνης, Γρεβενών κτλ. Η Μακεδονία είναι ελεύθερη και ενώνεται με το υπόλοιπο ελληνικό κράτος για να αποτελέσει προεξέχον μέλος του εθνικού κορμού. Το 1920 υποδέχεται τους πρώτους Καυκάσιους πρόσφυγες και ακολουθεί όλος ο Πόντος, η Μικρασία, η Ανατολική και η Βόρεια Θράκη. Οι επιζήσαντες της μεγάλης εθνικής τραγωδίας των αρχών του 20ού αιώνα βρίσκουν φιλόξενη γη για να ξαναστήσουν τις ζωές τους, και η ελληνική γλώσσα με τους αρχαιοελληνικούς της τύπους που συντηρεί η ποντιακή διάλεκτος, ακούγεται και πάλι από άκρου εις άκρον της μεγαλόκαρδης μακεδονικής γης.
Αλεξία Ιωαννίδου
Βιβλιογραφία
• Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, έκδ. Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήναι 1979.
ΠΗΓΗ https://www.pontosnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου