5 Νοεμβρίου 1912 : Ο ταγματάρχης χωροφυλακής Σπήλιος Σπυρομήλιος, με σώμα 2.000 αντρών, κυρίως Κρητών εθελοντών, αποβιβάζεται στη Χειμάρρα και ελευθερώνει από τους Τούρκους την γύρω περιοχή.
Δεκέμβριος 1912 - Μάρτιος 1913 : Ο Ελληνικός Στρατός απελευθερώνει την μια μετά την άλλη, τις πόλεις της Βόρειας Ηπείρου, υποδεχόμενος ως ελευθερωτής από τον ντόπιο πληθυσμό.
27 Δεκεμβρίου 1912 : Η Διάσκεψη του Λονδίνου, αναγνωρίζει το ανύπαρκτο έως τότε Αλβανικό Κράτος.
Νοέμβριος 1913 : Διεθνής Επιτροπή περιοδεύει σε πόλεις και χωριά της Βόρειας Ηπείρου, προκειμένου να καθορίσει την Εθνολογική σύνθεση της περιοχής και να αποφασίσει εάν παραχωρηθεί στην Αλβανία. Οι πιέσεις και οι εκβιασμοί, κυρίως Ιταλών και Αυστριακών, προς αυτή την κατεύθυνση, καθίστανται απροκάλυπτοι.
17 Δεκεμβρίου 1913 : Υπογράφεται το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, με το οποίο η Βόρεια Ήπειρος παραχωρείται στην Αλβανία. Σύσσωμος ο Ελληνισμός αντιδρά και διαμαρτύρεται για την κατάφωρη αδικία.
31 Ιανουαρίου 1914 : Οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων, απαιτούν από την Ελληνική Κυβέρνηση, την άμεση αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Βόρεια Ήπειρο, εκβιάζοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα παραχωρούνταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα.
25 Φεβρουαρίου 1914: Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανακοινώνει στην Ηπειρωτική Επιτροπή το αμετάβλητο της Ευρωπαϊκής απόφασης. Παράλληλα με τις προτροπές να μην λιποψυχήσουν και να κρατήσουν τον Εθνισμό τους, τους καλεί να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων δίχως κάποια αντίσταση. Εν συνεχεία θα οριστεί η 1η Μαρτίου ως ημερομηνία έναρξης της αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από την Βόρεια Ήπειρο.
9 Φεβρουαρίου 1914 : Η Πανηπειρωτική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Αργυρόκαστρο στέλνει έντονη διαμαρτυρία στις Μεγάλες Δυνάμεις και εκλέγει επιτροπή που αναλάμβάνει την ηγεσία του Αυτονομιστικού Αγώνος. Ένοπλα τμήματα με την επονομασία "Ιεροί Λόχοι" αρχίζουν να οργανώνονται στις πόλεις και τα χωριά της Βόρειας Ηπείρου. Την ίδια ημέρα ο αρχηγός των Χειμαρριωτών Σπ.Σπυρομήλιος, καταργεί τις Ελλαδικές Αρχές και κηρύσσει την αυτονομία της Χειμάρρας.
10 Φεβρουαρίου 1914 : Η Ελληνική Κυβέρνηση διατάζει τον συνταγματάρχη Δ.Δούλη να συλλάβει τον Σπ.Σπυρομήλιο, μη γνωρίζοντας ότι τόσο αυτός όσο και πλήθος άλλων αξιωματικών, έχουν προσχωρήσει στην Βορειοηπειρωτική Επανάσταση. Φυσικά ο Δ. Δούλης αρνείται να εκτελέσει την διαταγή.
16 Φεβρουαρίου 1914 : Σχηματίζεται προσωρινή Κυβέρνηση της Αυτονόμης Βόρειας Ηπείρου με πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο.
17 Φεβρουαρίου 1914 : Υψώνεται και επίσημα έξω από το Αργυρόκαστρο, η σημαία της Αυτονομίας, παρουσία κλήρου, λαού και 2.000 ενόπλων. Την ίδια ημέρα στην Κορυτσά ο συνταγματάρχης Κοντούλης, αφού προηγουμένως - ακολουθώντας τις υποδείξεις της Ελλαδικής Κυβερνήσεως - είχε απαγορεύσει την συγκρότηση ενόπλων τμημάτων από τους Βορειοηπειρώτες, παραδίδει αμαχητί την πόλη στους Αλβανούς. Εν συνεχεία οι Αλβανοί εξαπολύουν ένα άγριο πογκρόμ κατά των ελληνικών πληθυσμών.
18 Φεβρουαρίου 1914 : Η περιοχή Κολωνίας παραδίδεται από τον συνταγματάρχη Κοντούλη με πρωτόκολλο στους Τουρκαλβανούς, οι οποίοι υπό τα απαθή βλέμματα Ολλανδών αξιωματικών προχωρούν σε σφαγές κατά των Ελλήνων. Εν συνεχεία ακολουθούν σκληρές συγκρούσεις με τους Βορειοηπειρώτες επαναστάτες.
2 Μαρτίου 1914 : Με την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την περιοχή Χειμάρρας, 800 Τουρκαλβανοί υπό την διοίκηση Ιταλών αξιωματικών επιτίθονται στο χωριό Βούνοι. Οι Βουνιώτες αποκρούουν την επίθεση και περνούν σε αντεπίθεση, τρέποντας σε άτακτη φυγή τις Αλβανικές ορδές.
4 Μαρτίου 1914 : Πραγματοποιείται συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Βόρειας Ηπείρου με τον αντιπρόσωπο της Αλβανικής Κυβερνήσεως Ολλανδό ταγματάρχη Θόμφων. Μετά από δύο ημέρες άκαρπων συνομιλιών, οι συγκρούσεις ξαναρχίζουν.
7 Μαρτίου 1914 : Μετά από λυσσώδης μάχες κοντά στο χωριό Κόδρα, οι Βορειοηπειρώτες κυριολεκτικά διαλύουν τις Αλβανικές δυνάμεις, οι οποίες απωθούνται προς τον βορρά.
15 Μαρτίου 1914 : Οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των Αλβανών, υπό την διοίκηση Ολλανδών και Ιταλών Αξιωματικών, δέχονται θυελλώδη επίθεση του Βορειοηπειρωτικού Στρατού στην περιοχή της Κλεισούρας που είχαν καταλάβει. Οι Αλβανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
20 Μαρτίου 1914 : Οι Έλληνες της Κορυτσάς, έχοντας υποστεί ένα μήνα άγριων διώξεων, επαναστατούν και καταφέρνουν να απελευθερώσουν την πόλη.
24 Μαρτίου 1914 : Λόγω της καθυστέρησης ενισχύσεως των Ελλήνων της Κορυτσάς, μεγάλες Αλβανικές δυνάμεις ανακαταλαμβάνουν την Κορυτσά. 2.500 ένοπλοι Βορειοηπειρώτες διαφεύγουν και ενώνονται με τον υπόλοιπο Αυτονομιστικό Στρατό. Θα ξαναδούν την πολύπαθη πόλη τους, τρεις μήνες αργότερα, όταν ο Στρατός της Βόρειας Ηπείρου θα μπει ελευθερωτής στην Κορυτσά.
9 Απριλίου 1914 : Επίθεση 1.500 Αλβανών στο χωριό της Χειμάρρας Πυλιούρι, αποκρούεται με επιτυχία. Οι Αλβανοί υποχωρούν αφήνοντας πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους.
12 Απριλίου 1914 : Οι Αλβανοί επιτίθεται στο χωριό Παλιάσα της Χειμάρρας. Αποκρούονται και υποχωρούν άτακτα προς τον αυχένα της Λογαράς. Εκεί πέφτουν σε ενέδρα αποσπάσματος Κρητών εθελοντών, το οποίο τους αποδεκατίζει. Όσοι επέζησαν συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
18 Απριλίου 1914 : Μετά από υπόδειξη Ιταλών και Ολλανδών Αξιωματικών, Αλβανικές δυνάμεις επιτίθονται και καταλαμβάνουν το στρατηγικής σημασίας φρούριο του Μπούσι, αποκόπτοντας έτσι την επικοινωνία της Χειμάρρας με τους Αγίους Σαράντα. Δύο μήνες αργότερα, ο Αυτονομιστικός Στρατός της Β. Ηπείρου θα ανακαταλάβει το φρούριο, αποκαθιστώντας την επικοινωνία Χειμάρρας - Αγίων Σαράντα. Σκληρές μάχες λαμβάνουν χώρα και Β.Δ. του Αργυροκάστρου, κοντά στο μοναστήρι του Τσέπου. Η νικηφόρα έκβαση των μαχών θα κρίνει κατά μεγάλο βαθμό την τύχη του Αγώνα. Οι Αλβανοί θα καταδιωχθούν σε μεγάλο βαθμό προς το βορρά.
25 Απριλίου 1914: Οι Βορειοηπειρωτικές δυνάμεις της περιοχής Κολώνιας, ενισχυμένες από δύο μεγάλα σώματα Κρητών εθελοντών και ένα Αιτωλοακαρνάνων, μετά από τριήμερο συνεχή αγώνα, εκδιώκουν τις Αλβανικές δυνάμεις από ολόκληρη την επαρχία. Οι Αλβανοί αφήσουν πίσω πάνω από 500 νεκρούς, με τον αρχηγό τους Wani Bey Starjia. Την ίδια ημέρα, αφού η Αλβανική Κυβέρνηση δέχθηκε όλους τους όρους των Βορειοηπειρωτών, ορίζεται πενθήμερη ανακωχή, προκειμένου να ξεκινήσουν στην Κέρκυρα διαπραγματεύσεις.
26 Απριλίου 1914 : Ξεκινούν στην Κέρκυρα οι διαπραγματεύσεις οι οποίες θα καταλήξουν στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
5 Μαΐου 1914 : Υπογράφεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Με βάση αυτό αναγνωρίζεται από τις Μ.Δυνάμεις, την Αλβανία και την Ελλάδα, η Αυτονομία της Β. Ηπείρου, ο Ελληνικός της χαρακτήρας και κατοχυρώνεται πλήρως η θρησκευτική, γλωσσική και εκπαιδευτική ελευθερία του πληθυσμού της.
Αύγουστος 1914 : Ενώ ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει, οι Δυνάμεις της Αντάντ δίνουν εντολή στα Ελληνικά Στρατεύματα να προελάσουν στην Βόρεια Ήπειρο επιβάλλοντας την τάξη.
Οκτώβριος 1914 : Ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται για δεύτερη φορά ελευθερωτής στην Βόρεια ΄Ηπειρο.
Δυστυχώς η περίοδος ελευθερίας για τους Βορειοηπειρώτες, δεν διαρκεί για πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσεται από τον εθνικό διχασμό. Οι δύο πρωτεργάτες του θριάμβου των Βαλκανικών πολέμων, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Ελ.Βενιζέλος, ωθούμενοι έντεχνα από τους "συμμάχους" μας, συγκρούονται χωρίζοντας την Ελλάδα στα δύο. Οι Ιταλοί και οι Γάλλοι εν συνεχεία, εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση, καταλαμβάνουν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, επιβάλλοντας των εξαλβανισμό του πληθυσμού της. Οι Ελληνικές δυνάμεις, μέσα στην δίνη του διχασμού, συγκρούονται μεταξύ τους, αδιαφορώντας και καταδικάζοντας την μαρτυρική Βόρεια Ήπειρο, για άλλη μια φορά στην σκλαβιά.
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βασ.Γεωργίου : "Βόρειος Ήπειρος" Αθαν.Κόρμαλη : "Αντίσταση στην Βορειοηπειρωτική Γη" Αθαν.Κόρμαλη : "Χειμάρρα" Χρυσηίς Κακοφεγγίτου : "Αλύτρωτες Πατρίδες και Μεγάλη Ιδέα" Περιοδικό ΤΟΤΕ : Τεύχη 44 - 46
(Πηγή: http://www.e-grammes.gr)
Η δημιουργία του Αλβανικού κράτους το 1912 δεν ήταν αποτέλεσμα αγώνων ενός λαού που ζητούσε την απελευθέρωση του και την ανεξαρτησία του από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά επινόηση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας οι οποίες ενεργούσαν η κάθε μία για ίδιο συμφέρον.
Το εθνικό συναίσθημα ήταν άγνωστο στους Αλβανούς μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα . Οι πιστοί στο Ισλάμ Αλβανοί του Βορρά ένιωθαν Τούρκοι, ενώ οι Ορθόδοξοι του Νότου, όπου υπήρχαν συμπαγείς Ελληνικοί πληθυσμοί καθώς επίσης και αρκετοί μουσουλμάνοι, Ελληνες κάτοικοι της Ηπείρου. Ετσι, με την έναρξη του Α' Βαλκανικού πολέμου τον Οκτώβριο του 1912, ενώ όλα τα Βαλκανικά κράτη: Ελλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία συμμάχησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί με απόφαση των αρχηγών των εθνικιστικών τους ομάδων πήραν μέρος στον πόλεμο, στο πλευρό των Τούρκων. Βλέποντας οι Αλβανοί την ατυχή γι' αυτούς έκβαση του πολέμου και διαπιστώνοντας, μετά από επίσκεψη του Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρα στη Βιέννη, ότι πιθανή ίδρυση Αλβανικού κράτους δεν ήταν αντίθετη με την πολιτική θέληση της Αυστροουγγαρίας, προχώρησαν στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας. Το γεγονός αυτό έγινε στις 28 Νοεμβρίου 1912 στον Αυλώνα και ήταν απόφαση εθνοσυνέλευσης, που συγκλήθηκε εκεί από τον Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρα αμέσως μετά την αποβίβαση του από Αυστριακό αντιτορπιλικό, που τον μετέφερε στον Αυλώνα, από την Τεργέστη της Ιταλίας. Στη συνέχεια οι Αλβανοί ζήτησαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Τουρκία τη διεθνή αναγνώριση του κράτους τους και η οποία τελικά επετεύχθη στις 7 Δεκεμβρίου 1912 από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου.
Την ίδια στιγμή ο ελληνικός στρατός με τη νικηφόρα προέλαση του ελευθέρωνε τους Αγ. Σαράντα, την Κορυτσά, τα Ιωάννινα, το Αργυρόκαστρο , την Κλεισούρα, το Τεπελένι. Η Χειμάρρα είχε ελευθερωθεί νωρίτερα από εθελοντές με αρχηγό τον Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ο πληθυσμός των περιοχών αυτών με απερίγραπτο εθνουσιασμό εκδήλωνε τα ακραιφνή Ελληνικά του αισθήματα προς τον ελευθερωτή Ελληνικό στρατό, και συνέτασσε ψηφίσματα και υπομνήματα μετά από πάνδημα συλλαλητήρια πίστης και αφοσίωσης προς τον Διάδοχο.Το περιεχόμενο των ψηφισμάτων και των υπομνημάτων αυτών αποτελεί αδιάψευστο ιστορικό ντοκουμέντο της Ελληνικότητας της Βορείου Ηπείρου ιδιαίτερα περιοχών, που δεν αναγνωρίζονται από τους Αλβανούς ότι κατοικούνται από Βορειοηπειρώτες.
Καταπληκτικό είναι το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνοι της περιοχής δεν διαφοροποιούνται στα αισθήματα προς την Ελλάδα από τους Χριστιανούς. Και αυτό, γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Ελληνες στην καταγωγή, εξισλαμισθέντες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.Μικρά παιδιά, γυναίκες και άνδρες μέχρι τα κατάλευκα γηρατειά, εκδήλωναν την Ελληνικότητα τους με τρόπο, που δεν αφήνει ασυγκίνητο και τον πιο ψύχραιμο ερευνητή.Πόθος όλων η ένωση με τη μητέρα Ελλάδα και πρόθεση τους ο αγώνας μέχρις εσχάτων για την ελευθερία.
Δυστυχώς, με τη λήξη του Α' Βαλκανικού πολέμου και με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, συναρτήθηκε η τύχη της Βορείου Ηπείρου με αυτή των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου - σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης-. Τα νησιά του Αιγαίου θα δίνονταν στην Ελλάδα μόνο εάν η χώρα μας θα " εδέχετο άνευ αντιρρήσεων, όπως η Βόρειος Ηπειρος περιληφθή εντός των Αλβανικών συνόρων".
Πληροφορούμενοι οι Βορειοηπειρώτες του Αργυροκάστρου, της Πρεμετής, του Τεπελενίου, του Δελβίνου και της Χειμμάρας ότι σχεδιάζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις η προσάρτηση τους στο Αλβανικό κράτος, διοργάνωσαν στις 5 Ιουνίου μεγάλο συλλαλητήριο στο Αργυρόκαστρο και στις 17 Ιουνίου συνέταξαν πληρεξούσιο σε αντιπροσώπους τους προκειμένου να τους εκπροσωπήσουν με παράστασή τους ενώπιον της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου. Με το κείμενο τους στους Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, οι πληρεξούσιοι των Βορειοηπειρωτών ζήτησαν την αποστολή "Ειδικής Επιτροπής" στη Βόρειο Ηπειρο για να εξακριβώσει τον εθνολογικό χαρακτήρα του τόπου και τη θέληση των κατοίκων και αυτόχρονα αποκάλυψαν, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, την απόφασή τους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.
Εμενε όμως εκκρεμές το θέμα του καθορισμού των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων, που ανατέθηκε σε Διεθνή Επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Αμέσως μετά το διορισμό της Διεθνούς Επιτροπής για τον καθορισμό του εθνολογικού χαρακτήρα της Βορείου Ηπείρου, οι Ελληνες της Κορυτσάς, απέστειλαν υπόμνημα προς τη Διεθνή Επιτροπή τονίζοντας την Ελληνικότητα της περιοχής και καταλήγοντας: "εν εκ των δύο λοιπόν υπολείπεται ημίν, ή ένωσις μετά της μητρός Ελλάδος, συμφώνως τη καταγωγή, τη ιστορία, ταις παραδόσεσι και τοις εθίμοις ημών, ή μεταβολή των πάντων είς ερείπια και τέφραν". Η Διεθνής Επιτροπή "χρησιμοποίησε ως μοναδικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό των κατοίκων ως Ελλήνων, την Ελληνική μονογλωσσία και κατάταξε στους Αλβανούς τους χρήστες του Αλβανικού γλωσσικού ιδιώματος ακόμη και μέσα στην οικογένεια".Μόνο οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας και της Αγγλίας δεν αρκούνταν στην εξέταση της γλώσσας ως μοναδικού κριτηρίου, αλλά υποστήριζαν ότι έπρεπε να λάβουν υπόψη τους την εκπαιδευτική και θρησκευτική άποψη των κατοίκων καθώς επίσης και το φρόνημα τους.
Στο μεταξύ η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου της 26ης Αυγούστου 1913 αποφάσισε να δοθεί στην Αλβανία παραλιακή λωρίδα μέχρι Φτελιάς, η νήσος Σάσων καθώς και η επαρχία (πρώην Καζάς) Κορυτσάς. Μάταια η Ελληνική κυβέρνηση στις 13 Οκτωβρίου διαμαρτυρήθηκε τόσο για την παραπάνω εδαφική ρύθμιση όσο και για τη λήψη ως μοναδικού κριτηρίου της εθνικότητας, το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων στο χώρο της οικογενείας. Οι προτάσεις της Διεθνούς Επιτροπής υιοθετήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις στη Φλωρεντία στις 17 Δεκεμβρίου 1913, όπου υπογράφηκε πρωτόκολλο με το οποίο επιδικάστηκε στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος η περιοχή της Βορείου Ηπείρου.
Από τη στιγμή, που η Ελληνική Κυβέρνηση "κατ' ανάγκην" αποδέχθηκε τον εκβιασμό των Μεγάλων Δυνάμεων και δεσμεύθηκε με την υπογραφή της, θα ήταν αντίθετη σε κάθε μορφή αντίστασης ή διεξαγωγής αυτονομιακού αγώνα στα εδάφη, που είχαν επιδικασθεί στην Αλβανία. Στο μεταξύ οι Βορειοηπειρώτες, που πληροφορούνταν τα τεκταινόμενα σε βάρος τους, οργανώνονταν με τη σύσταση Επιτροπών Εθνικής Αμύνης και Επιμελητειών. Κύριος στόχος των ανωτέρω επιτροπών ήταν η στρατολόγηση εθελοντών και η ένταξη τους σε ιερούς λόχους καθώς και η εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη διεξαγωγή ένοπλου αγώνα. Ηδη οι Χειμαρριώτες διαμαρτυρήθηκαν και γνωστοποίησαν ταυτόχρονα με την τελευταία πρόταση της επιστολής τους προς τους υπουργούς των εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων στις 24 Νοεμβρίου 1913, την αμετάκλητη απόφασή τους να αγωνισθούν για την ελευθερία, που με τόσους αγώνες είχαν κερδίσει: "θα φονευθώμεν πάντες, αλλ' η Χειμάρρα ενωθείσα μετά της Ελλάδος δεν θα λεχθή ότι υπεδουλώθη εις Αλβανούς". Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1913 οι Ελληνες φοιτητές έκαμαν έκκληση προς τους συναδέλφους τους της Ευρώπης και της Αμερικής να διακηρύξουν "εν ονόματι της διεθνούς φοιτητικής αδελφότητας τα προς το δίκαιον και την ελευθερίαν των άλλων καθήκοντα των λαών των". Διετράνωσαν δε, στην έκκλησή τους, την απόφασή τους να υπερασπισθούν "βήμα προς βήμα το έδαφος, όπερ δια ποταμού αιμάτων επί έτος όλον μαχόμενοι ανεκτήσαμεν, και νά μη επιτρέψωμεν την βεβήλωσιν αυτού και την αυθαίρετον αρπαγήν του".
Οι απόγονοι των ιερολοχιτών του Δραγατσανίου δεν σταμάτησαν εδώ. Σχημάτισαν φάλαγγα, που πήγε στην Ηπειρο, για να υπερασπισθούν με το αίμα τους το Δίκαιο και την Ελευθερία. Προτού αναχωρήσουν από την Αθήνα εξέδωσαν μνημειώδη προκήρυξη που κατέληγε ως εξής: "Λαός ελευθερωθείς δια του ξίφους δεν δουλούται δια του καλάμου".
Στις 10 Ιανουαρίου 1914 ο Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος με την ιδιότητα του προέδρου της Επίτροπής Εθνικής Αμύνης Αργυροκάστρου, Τεπελενίου συγκάλεσε Πανηπειρωτικό Συνέδριο στο Αργυρόκαστρο, για τις 30 Ιανουαρίου.
Εξέτασε όλες τις δυνατότητες για ειρηνική λύση του προβλήματος. Μη έχοντας όμως δυνατότητα για πολιτική λύση ένεκα του γεγονότος ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί τις θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη των νησιών του Αιγαίου, αποφάσισε στη Β'συνεδρία της τη σύσταση αρμοδίου οργάνου, που θα αναλάμβανε ένοπλο αγώνα με σκοπό την Ανεξαρτησία.Προς τούτο συγκρότησε "Οργανωτική Επιτροπή", που μέχρι να συμπληρωθεί θα αποτελούνταν από τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα και Κορυτσάς Γερμανό. Στο εξής αποφάσεις για τον Αγώνα θα έπαιρνε μόνο η "Οργανωτική Επιτροπή". Στην Ε" συνεδρία της η Πανηπειρωτική Συνέλευση αποφάσισε να ανακηρύξει την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Η "Οργανωτική Επιτροπή", ως το όργανο λήψεως αποφάσεως για τη διεξαγωγή του Αγώνα, στις 10 Φεβρουαρίου 1914 ανακήρυξε τη Βόρειο Ηπειρο, "Αυτόνομη Πολιτεία". Ο δε Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος φθάνοντας στο Αργυρόκαστρο στις 15 Φεβρουαρίου σχημάτισε υπό την προεδρία του προσωρινή κυβέρνηση με πρώτα μέλη, τα μέλη της "Οργανωτικής Επιτροπής" . Την ίδια μέρα κυκλοφόρησε προς τον Ηπειρωτικό λαό η πρώτη προκήρυξη της Προσωρινής Κυβερνήσεως. Στις 17 Φεβρουαρίου ανακηρύχθηκε επίσημα και μάλισα με πανηγυρικό χαρακτήρα για την τόνωση του ηθικού του λαού, η Ανεξαρτησία της Βορείου Ηπείρου.
Η Ελληνική κυβέρνηση είχε δώσει διαταγές προς τις αρχές της Βορείου Ηπείρου, για την παρεμπόδιση των εκδηλώσεων. Παρ'όλα αυτά ο πληθυσμός της πόλεως και της ευρύτερης περιοχής Αργυροκάστρου συγκεντρώθηκε στις όχθες του Δρίνου ποταμού από τις πρωινές ώρες πάνοπλος. Οι αστυνομικές αρχές βρέθηκαν σε αδυναμία να παρέμβουν καθώς επίσης και ο στρατός για να αποφευχθεί αιματοκύλισμα. Στις 3 μ.μ. άρχισε ο αγιασμός. Παρόντες ήταν επτά χιλιάδες ένοπλοι.Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τους παρευρισκομένους όταν σε στιγμές κατάνυξης υψώθηκε η σημαία της "Αυτονόμου" και υποστάλθηκε η Γαλανόλευκη. Ο μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος την άγια εκείνη ώρα προχώρησε λίγα βήματα και ατενίζοντας την Ελληνική σημαία, με παλόμενη από λυγμούς φωνή την αποχαιρέτησε εκ μέρους του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. "Χάριν της υπέρτατης Εθνικής ανάγκης κατεβιβάσθης, ω θείον όνειρον, ημών τε και των πατέρων μας γαλανόλευκη μας, εθνική μας Σημαία. Αλλά αντί Σου δεν ανυψώνομεν ξένην αλλά την θυγατέρα σου, Ηπειρωτικήν προωρισμένην να κατησχίση κατά της αλβανικής ημισελήνου!"
Μετά την τελετή το πλήθος κατευθύνθηκε στο Αργυρόκαστρο όπου και ύψωσε στο διοικητήριο τη σημαία της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου.
Η Χειμάρρα στο μεταξύ είχε ανακηρύξει την Αυτονομία από τις 10 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία ανακηρύχθηκε η Βόρειος Ηπειρος σε "Αυτόνομη Πολιτεία" από την "Οργανωτική Επιτροπή". Η ανακήρυξη της Αυτονομίας στους Αγ. Σαράντα και το Δέλβινο έγινε στις 16 Φεβρουαρίου. Στο Λεσκοβίκι στις 20 και στην Πρεμετή στις 23 Φεβρουαρίου.
Κοινό στοιχείο σε όλες τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου ήταν η θέληση και η αποφασιστικότητα των κατοίκων να πολεμήσουν για τη σωτηρία της Βορείου Ηπείρου έστω και μόνοι. Ο τιτάνιος αγώνας των Βορειοηπειρωτών στέφθηκε με επιτυχία στα πεδία των μαχών παρά τα προβλήματα που δημιούργησε η Ελληνική κυβέρνηση. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Βορειοηπειρώτες. Η προσωρινή κυβέρνηση της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου ήρθε σε συνενόηοη με τη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, στην οποία είχε ανατεθεί ο έλεγχος της πολιτικής διοικήσεως και των οικονομικών του Αλβανικού κράτους. "Σκοπός της προσωρινής κυβερνήσεως ήταν να επιτύχη χάριν των Βορειοηπειρωτών προνόμια, ισοδυναμούντα προς αυτονομίαν ".
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν κατέληξαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στις 17 Μαΐου 1914.
Με το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας αναγνωρίσθηκε ο Ελληνικός χαρακτήρας της Βορείου Ηπείρου και εδόθησαν στους κατοίκους των επαρχιών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς "εκτεταμένα προνόμια διοικητικά, εκκλησιαστικά, σχολικά και γλωσσικά ισοδυναμούντα προς πραγματικήν αυτονομίαν".
Το Πανηπειρωτικό Συνέδριο, που συνήλθε στο Δέλβινο στις 23 Ιουνίου 1914, ενέκρινε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας καθώς επίσης οι Μεγάλες Δυνάμεις και η Αλβανία , που το δέχθηκε και το προσυπέγραψε άνευ όρων στις 12 Ιουνίου 1914.
Η Ελλάδα είχε κατακτήσει τον πρώτο επίσημο διεθνή τίτλο επί της Βορείου Ηπείρου.
Η εκατέρωθεν όμως δυσπιστία των αντιμαχομένων, οδήγησε σε νέες συγκρούσεις, οι οποίες αποτελούν τη Β' φάση του Αυτονομιακού Αγώνα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αυτόνομης Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, όχι μόνο απώθησαν τους επιτιθέμενους Αλβανούς αλλά προχώρησαν και πέραν της οροθετικής γραμμής Τεπελενίου - Κλεισούρας κλπ., μέχρι του Βερατίου. Στο μεταξύ στην Αλβανία η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε επικίνδυνα. Παντού επικρατούσε αβεβαιότητα και αναρχία.Γι αυτό στις 14 Οκτωβρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη συγκατάθεση της Ιταλίας ζήτησαν από την Ελλάδα να ανακαταλάβει στρατιωτικά τη Βόρειο Ηπειρο, προκειμένου να επιβάλλει την τάξη και την ασφάλεια στο αναρχοκρατούμενο κράτος της Αλβανίας.
Κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο η πρόσκληση αποτελούσε "την επισημοτέραν διεθνή αναγνώρισιν του ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος το οποίον έχει και δικαιούται να έχη η Ελλάς δια τους ομοεθνείς πληθυσμούς της περιφερείας ταύτης". Με την ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό στρατό έληξε η Α' φάση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, του Αγώνα της Ανεξαρτησίας της Βορείου Ηπείρου.
Αφού έγινε η παράδοση της Χώρας στον Ελληνικό στρατό μέσα σε γιορταστική ατμόσφαιρα, η κυβέρνηση της Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου παραιτήθηκε, εκδίδοντας την τελευταία εμπνευσμένη εγκύκλιό της. Ο Βορειοηπειρωτικός Αγώνας είχε δικαιωθεί. Τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνικού κράτους. Οι Βορειοηπειρώτες εκπροσωπήθηκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με δέκα έξι βουλευτές. Ομως ο πολιτικός διχασμός, η μικροκομματική πολιτική, οι σκοπιμότητες και η έλλειψη εθνικής ομοψυχίας στην Ελλάδα, ήρθαν αρωγοί στις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν χαράξει διαφορετικά τη μοίρα του τόπου.
Η ιστορική εξέλιξη επιφύλαξε έκτοτε ποικίλα στάδια στο Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, χωρίς όμως να οδηγήσει ακόμη στη δίκαιη λύση του.Οι νέες πολιτικές ανακατατάξεις στη Βαλκανική πρέπει να οδηγήσουν ανεπιφύλακτα σε ένα νέο καθεστώς και για τη Βόρειο Ηπειρο, σε μια νέα Αυτονομία μέσα στα πλαίσια της γείτονος, ενέργεια την οποία το αλβανικό κράτος όχι μονάχα πρέπει να σεβαστεί και υιοθετήσει ? κάτι που δεν έκανε στο παρελθόν ? αλλά και να υποστηρίξει. Εχει βαρύνουσα σημασία η άποψη του Γεν. Γραμματέα του UNPO (UNREPRESENTED NATIONS AND PEOPLES ORGANIZATION) στις 18/4/94 στη Χάγη ότι, «εάν μια μειονότητα αγωνισθεί αποφασιστικά και δημιουργήσει ακόμα και ταραχές, τότε γίνεται γνωστή και μπορεί να αγωνίζεται για τα δίκαιά της με πιθανότητα επιτυχίας. Εάν μείνει σε μια ειρηνική συμπεριφορά μόνο, τότε θα εξαφανιστεί, με τις μεθοδεύσεις καταπίεσης, εθνικής εκκαθάρισης με αμφίδρομες μεταφορές πληθυσμών και με άλλες μεθόδους του κυρίαρχου κράτους».Υποστήριξη όμως που πρέπει να έχει το δίκαιο αίτημα της Αυτονομίας και από την Ελληνική πλευρά, κάτι το οποίο δεν βλέπουμε με σαφήνεια στις δηλώσεις ? ούτε λόγος για πράξεις - των πολιτικών.
Και επειδή το εθνικό αυτό θέμα είναι και πολιτικό, και του οποίου η λύση θα πρέπει να δρομολογηθεί μέσα από τα διεθνή fora και με βάσει τις διεθνείς συνθήκες που υπαγορεύουν το μέλλον των εθνικών μειονοτήτων, καλό θα ήταν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα να συμπεριλάβουν στην αντζέντα των εξωτερικών θεμάτων και το Βορειοηπειρωτικό, πριν είναι αργά.
Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός έχει ?χορτάσει? από παχιά λόγια, από ?επιθέσεις φιλίας?, από συνθηματολογία «περί γέφυρας φιλίας» της μειονότητας, από πολιτικάντικη και ξύλινη γλώσσα που δεν διστάζει, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας να εκμεταλλεύεται το πολύπαθο αυτό κομμάτι του ελληνισμού, χωρίς όμως να δεσμεύεται για το πρακτέον.
Χρύσανθος Σιχλιμοίρης
http://antibaro.gr
H Χιμάρα και η περιοχή της βρίσκεται στους πρόποδες των Ακροκεραυνίων, στα βορειοδυτικά άκρα του εθνικού μας Χώρου. Τόπος άγονος που έγινε με τη δουλειά των κατοίκων του εύφορος, τόπος που συμμετέχει στην εθνική ύπαρξη του ελληνισμού από τα πρώτα ιστορικά χρόνια. Από τότε που η πελασγική ζωτικότητα και η κρητομυκηναϊκή κληρονομία θεμελίωναν το οικοδόμημα του ελληνικού πολιτισμού.
Ο χώρος της Χιμάρας είναι τόπος εγκατάστασης των Χαόνων, μιας πελασγικής φυλής που κατοίκησε σ’ όλη την Παραδριατική Ήπειρο απ’ τον Κάλαμο ως τον Αυλώνα, δίδοντας το όνομά της στην περιοχή (Χαονία). Σήμερα περιοχή Χιμάρας θεωρείται η Β.Δ. του Δελβίνου (με όριο τον ποταμό Καλεσιώτη) και Ν. του Αυλώνος (με όριο τα Ακροκεραύνια όρη) περιοχή και ειδικότερα επτά χωριών πού κράτησαν αδιάσπαστη την συνείδηση της ιστορικής ελληνικής συνέχειας: Χιμάρα, Δρυμάδες, Παλάσα (τα οποία παραμένουν ελληνόφωνα), Βούνο, Πήλιουρι, Κηπαρό και Κούδεσι.
Η ορθή γραφή της Χιμάρας, ως προερχόμενη από την θεότητα των καταιγίδων, του χειμώνα και των αστραπόβροντων Χίμαιρα είναι με γιώτα και ένα ρο, κι όχι με ει και δύο ρ (Χειμάρρα) καθώς δεν προέρχεται όπως νομιζόταν από τη θέση της μεταξύ δύο χειμάρρων. Στον χώρο της υπήρχε άλλωστε η αρχαία πόλη Χίμαιρα. Η αναφορά της ηπειρωτικής Χιμάρας βρίσκεται για πρώτη φορά στον Συρακούσιο ποιητή Θεοδωρίδα. Επιτύμβιο επίγραμμα της Ελλην. Ανθολογίας (7, 529) αναφέρει:
Η παληκαριά τον άντρα στον ουρανό και στον Άδη τον φέρνει.
Έτσι και τον γιο του Σώσανδρου, το Δωρόθεο, μες τη φωτιά το ρίχνει.
Γιατί, ζητώντας λεύτερηστην Φθία μέρα, καραβοτσακίστηκε ανάμεσα στους Σηκούς και στη Χιμάρα.
Ο Μ. Δένδιας εξηγεί πώς Σηκοί είναι το Sicum, σημερινό Σεμπενίκο της Δαλματίας. Χιμάρα δε η γνωστή. (Απουλία και Χιμάρα, Αθήνα, 38, 1927).
Η Χιμάρα, μια επαρχία της Χαονίας, πολύ νωρίς παρουσίασε τα εθνικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά του λαού μας. Γράφει ο Θουκυδίδης πώς οι Χάονες, λαός αβασίλευτος, εκυβερνώντο από δύο άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο και προήρχοντο από το αρχαίο βασιλικό γένος του οποίου τα προνόμια είχαν περιοριστεί στην ηγεσία της φυλής αλλά με αιρετούς αντιπροσώπους (Θουκ. Β 68-91 και Β 80,5).
Κατά τον Μεσσηνιακό Πόλεμο, τον 7ο αι., σημειώνεται μετακίνηση Σπαρτιατών προς τα Ακροκεραύνια, γεγονός που ίσως εξηγεί αρκετές ομοιότητες των δύο τόπων αλλά και μια παράδοση κοινής καταγωγής. Οι Χάονες λαμβάνουν μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο υπό τους άρχοντές τους Φώτιο και Νικάνορα κατά των Ακαρνάνων, καθώς όλη η Ήπειρος πλην της Αμβρακίας είχε ταχθεί στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Η αποτυχία όμως αυτής της εκστρατείας ήταν η αρχή της παρακμής των Χαόνων (Στράβων, Γεωγραφικά 323).
Ένα άλλο φύλο, στην περιοχή του σημερινού νομού Ιωαννίνων, οι Μολοσσοί αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ηπείρου. Στις μέρες του βασιλιά Νεοπτόλεμου δημιουργείται ομοσπονδία ηπειρωτικών φύλων πού στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ ενσωματώνεται στο βασίλειο των Μακεδόνων. Στη νέα ηπειρωτική Ομοσπονδία πού συγκροτήθηκε μετά το θάνατο του Πύρρου, ένας από τους 3 στρατηγούς ορίστηκε να είναι Χάων. Η Ήπειρος, υφιστάμενη τρομερές καταστροφές και δηώσεις από τον Αιμίλιο Παύλο, θα υποκύψει στους Ρωμαίους και στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, όταν ο ελληνισμός ανασυγκροτείται, γνωρίζει νέες βαρβαρικές επιδρομές από Γότθους, Ούννους, Οστρογότθους.
Ο Ιουστινιανός θα ανακαινίσει και θα ισχυροποιήσει το φρούριο της Χιμάρας που αναφέρει ο Πλίνιος (Ηist. Natur. 1,4) ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια: ?Ιη Ερiri ora castellum in Acrocerauniis Chimera?. Το φρούριο (που υπήρξε ορμητήριο για επιθέσεις κατά των βαρβάρων της Δύσεως) αναφέρεται ως Χίμαιρα από τον Προκόπιο (περί Κτισμάτων Δ4), Χιμάρα από την Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς Β΄,σελ.168,169) και Χείμαρρο (με ει) από τον Ιωάννη Καντακουζηνό (Ιστοριών Α΄ 509).
Η Χιμάρα γνωρίζει καταστροφή από επιδρομές Σαρακηνών (877) και Βουλγάρων (1034), από Σταυροφόρους και Σέρβους του Στέφανου Κράλλη που την υποτάσσουν το 1346 και τελικά από Αλβανούς και Τούρκους.
Το 1403 ο Κάρολος, βασιλεύς της Νεαπόλεως, αποβιβάζεται στα παράλια της Χιμάρας και απωθεί τους Αλβανούς προς Βορράν. Οι Χιμαριώτες υπό τον άρχοντα και φίλο του μεγάλου Ηγέτη Γεωργίου Καστριώτη- Σκεντέρ-μπεη, Γεώργιο Στρέσιο, συμμετέχουν στην απέλπιδα προσπάθεια να ανακοπεί η οθωμανική πανώλις. Μετά την πτώση της Κρούγιας και τον θάνατο του Σκεντέρμπεη, μόνο η Χιμάρα σ’ όλη την Ήπειρο μένει ανυπόταχτη. Το 1463 την βρίσκει αυτοδιοίκητη και υπό προστασία των Ενετών.
Καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, η Χιμάρα υπήρξε για τη Β. Ήπειρο ό,τι υπήρξε το Σούλι για τη Νότια. Δυστυχώς η παλικαριά των Χιμαριωτών δεν έγινε τόσο γνωστή. Κι ας κράτησε ψηλά το λάβαρο της λευτεριάς για 5 αιώνες. Γιατί εκεί πάνω ο Τούρκος δεν ησύχασε στιγμή. Θα δούμε, πώς τα κινήματα ήταν αδιάκοπα και η ανεξάρτητη Χιμάρα τσάκισε επανειλημμένα τον Αγαρηνό όποτε αποκοτούσε να ζυγώσει τ’ άπαρτα κορφοβούνια της. Όλοι οι ανυπόταχτοι-ακρίτες, καπετάνιοι, κλέφτες, κουρσάροι, λιάμπηδες βουνήσιοι- εδώ κατέφευγαν. Πολλοί βέβαια μετανάστευσαν τότε, κυρίως προς Επτάνησα και Ιταλία. Οι περισσότεροι γιατί λόγω του πολεμικού των χαρακτήρας ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι, ιδίως με τα κατορθώματά τους στους συνεχείς Τουρκοβενετικούς πολέμους του ΙΕ’ και ΙΣΤ’ αιώνος.
Ας αφουγκραστούμε όμως τους εξαίσιους ήχους των πολεμικών αγώνων των Χιμαριωτών. Το 1473, με ηγέτη τον περίφημο Βλάση και βενετική υποστήριξη, Χιμαριώτες κυριεύουν το φρούριο του Σοποτού (σημ. Μπόρσι) και η Επανάσταση απλώνεται από τον Αυλώνα ως τη Σαγιάδα. Δυστυχώς προδίδονται από τους Βενετούς που συνάπτουν ιδιαίτερη συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους. Κι ενώ το 1478 πέφτει η Κρούγια και το 1479 η Σκόδρα, οι Χιμαριώτες ξεσηκώνονται πάλι τον Αύγουστο του 1481 υπό τον μεγάλο Επαναστάτη Κορκόδειλο Κλαδά και τον γιο του Σκεντέρμπεη, τον Ιωάννη Καστριώτη, πού ορίζεται και διοικητής στην ελεύθερη Χιμάρα. Ο διοικητής -εν ονόματι του βασιλέως της Νεαπόλεως- θα επιβάλει μάλιστα και φόρο υποτέλειας στον Τούρκο διοικητή του Αυλώνος.
Η Χιμάρα θα γνωρίσει 10 χρόνια ελευθερίας πριν υποταχθεί, αβοήθητη απ’ τους Λατίνους, στο τουρκικό ασκέρι πού οδηγούσε ο ίδιος ο σουλτάνος Βαγιαζήτ στα 1492.
Πολλά μεσόγεια χωριά άρχισαν να τουρκεύουν. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Στην Ιστορία υπάρχουν οι πολεμιστές, υπάρχουν και οι άλλοι... Ένας εξωμότης απ’ την Παλάσα, ο Λιάζ Πασάς, πασάς του Αυλώνα, με τη σύμφωνη γνώμη του σουλτάνου Σελήμ άρχισε στα 1518 να πιέζει για γενικό εξισλαμισμό. Η Πύλη έστειλε μάλιστα μεγάλη ναυτική δύναμη υπό τον Σινάν Πασά. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας δέχθηκαν την υποταγή με όρους. Κι οι όροι αυτοί ήσαν τα προνόμια πού για αιώνες ίσχυσαν στην ?Αυτόνομη Συμπολιτεία των Κεραυνίων?. Τριάντα τρία χωριά τότε της Χιμάρας με ελληνική συνείδηση απέκτησαν :
Απαλλαγή από το χαράτσι (κεφαλικό φόρο), απαλλαγή από τη στρατολογία, τη δεκάτη, από κάθε φόρο και εισφορά πλην της αναγνώρισης της σουλτανικής κυριαρχίας. Επίσης δικαίωμα ελεύθερης οπλοφορίας σ’ όλη την περιοχή της Ηπείρου, αυτοδιοίκηση και οικειοποίηση επίπλων όσων καραβιών ναυαγούσαν στις ακτές τους. Λαϊκή δικαιοσύνη τέλος, απενέμετο από τους προεστούς.
Τα προνόμια αυτά διαφύλαξαν και ενίσχυσαν το ανυπόταχτο πνεύμα και την στρατιωτική ικανότητα πού σήμερα όλοι θαυμάζουμε. Οι Χιμαριώτες έγιναν ο φόβος για τους φημισμένους για την απανθρωπιά τους τουρκαλβανούς. Περνώντας απ’ το Παλέρμο, λίγα χρόνια αργότερα, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ανανέωσε αυτά τα προνόμια. Μα η λευτεριά είναι για τους Έλληνες το μέγα αγαθό, δεν χωρούν περιορισμοί. Δεν είναι ποσότητα για να υπάρχει λίγη ή περισσότερη. Είναι ποιότητα. Δεν είναι η ελευθερία ιδιότητα του Όντος. Είναι συστατικό στοιχείο του Είναι. Έτσι οι Χιμαριώτες που δεν γνωρίζουν ιδεολογικά, όπως εμείς, η γενιά των ακάπνων, αυτή την αλήθεια, αλλά βιωματικά, δεν αργούν να σηκωθούν και πάλι με αφορμή τους Τουρκοβενετικούς πολέμους πού προκαλούσαν καταστροφές στη Χιμάρα και από τους δύο εμπολέμους.
Πρώτη ξεσηκώνεται η Χιμάρα όταν ισπανικές δυνάμεις του βασιλείου της Νεαπόλεως και Γενουάτες εκστρατεύουν το 1532 στην Πελοπόννησο. Οι Χιμαριώτες, με υποτυπώδη οπλισμό (τόξα, σπαθιά, πέτρες) και χωρίς τρόφιμα, αποσύρονται στα ορεινά κρησφύγετα και στήνουν ενέδρες. Οι επιδρομές τους φτάνουν ως το σουλτανικό στρατόπεδο, στις εκβολές του Αώου. Σε μία απ’ αυτές ο ήρωας Δαμιανός προσπαθεί να πυρπολήσει τη σκηνή του σουλτάνου. Πέφτει στα χέρια του αρνησίθρησκου Αγιάζ και γνωρίζει φριχτό θάνατο. Συμβάλλουν οι Χιμαριώτες στην κυριαρχία των χριστιανικών στόλων στο Ιόνιο πριν υποκύψουν τελικά, διασφαλίζοντας τα προνόμια του 1518. Το 1564, νέα επανάσταση ξεσπά με αφορμή την απαίτηση των Τούρκων να επιβληθεί κεφαλικός φόρος και παιδομάζωμα στην Χιμάρα. Οι Χιμαριώτες καταφεύγουν στα βουνά και επιδίδονται σε ανταρτοπόλεμο προξενώντας μεγάλες καταστροφές στις δυνάμεις του Πιαλή Πασά. Στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) οι Χιμαριώτες προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στους Χριστιανούς συμμάχους και ενθουσιάζονται με τα μηνύματα από Ευρωπαίους ηγεμόνες που τους λεν να ετοιμασθούν για πόλεμο γιατί φθάνει η μεγάλη αρμάδα.
Τουρκικές δυνάμεις όμως κατακλύζουν την Ήπειρο ενώ οι Χιμαριώτες έρχονται σε επαφή με τους Βενετσιάνους της Κέρκυρας, που δέχονται να σεβαστούν αυτονομία, ορθοδοξία, ήθη και έθιμά τους όταν διωχθούν οι Τούρκοι. Έτσι, το καλοκαίρι του 1570 αντιλαλούν απ’ τα χιμαριώτικα καριοφίλια οι ράχες της Ηπείρου. Ηγέτης ο Προγόνης Σνάτης πού καταλαμβάνει το φρούριο του Σοποτού. Στη Νίβιτσα όμως η πολιορκία χρονίζει, και πέφτει μόλις την Άνοιξη του 1571. Οι Χιμαριώτες επιβάλλουν παραδειγματική τιμωρία στους τυράννους. Υπό τον Εμμανουήλ Μόρμορη οι επαναστάτες ελευθερώνουν Δέλβινο, Αργυρόκαστρο, Δρόπολη αλλά οι Βενετοί, αφού εξασφάλισαν αυτά πού ήθελαν, συνήψαν μονομερή συνθήκη με τους Τούρκους και τους παρέδιδαν το φρούριο του Σοποτού. Οι Βορειοηπειρώτες δεν κάμπτονται. Έρχονται σ’ επαφή με τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας και τον νικητή της Ναυπάκτου, τον περίφημο Δον Ζουάν τον Αυστριακό, και το 1576 αντηχούν και πάλι τα πεδία των τίμιων μαχών. Οι Χιμαριώτες υπό τον Κερκυραίο Πέτρο Λάνζα (διοικητή της Πάργας) χτυπούν το φρούριο του Σοποτού. Ακολουθούν ναυτικές επιχειρήσεις με τον καπετάν Οκταβιανό. Το 1581 νέα εξέγερση στην οποία κωφεύει παρά τις συγκινητικές εκκλήσεις ο Πάπας Γρηγόριος 13ος.
Μόνοι τους μάχονται για 10 χρόνια(!) ωςτο 1590 οπότε μια φοβερή επιδημίαλοιμού και η διακοπή του ανεφοδιασμού από την βενετοκρατούμενη Κέρκυρα ανάγκασαν τους γενναίους να καταθέσουν τα όπλα.
Ο αγώνας των Χιμαριωτών αποκτά μυθικές διαστάσεις σ’ όλη την ελληνική χερσόνησο, καθώς όχι μόνο πολεμούσαν για τον τόπο τους αλλά έστελναν και ενισχύσεις στους Ενετούς.
Τα χρόνια αυτά ένας ακόμη θανάσιμος κίνδυνος εμφανίζεται. Το ειδεχθές πρόσωπο του δυτικού ιμπεριαλισμού πίσω από το φιλάνθρωπο προσωπείο του παπικού ψευδοχριστιανισμοϋ. Οι αρματωμένοι Χιμαριώτες δεν είχαν μόνο να αντιπαλέψουν τον καταχτητή. Είχαν και τη δράση των λατίνων μισιονάριων πού σαν ύαινες πάσχιζαν στις χώρες πού πατούσε ο Τούρκος να αποσπάσουν ψυχές από την Εκκλησία μας, να τις μαντρώσουν στο επονείδιστο εμπορείο του Παπισμού. Οι Πάπες είχαν σαφή και σοφή πολιτική διεισδύσεως.
Το 1577, οι αντιπρόσωποι της Χιμάρας Νικόλας Γκίκας και Γεώργιος Γκάτας ζητούν στη Ρώμη βοήθεια απ’ την Αγία Έδρα. Αντί για βοήθεια ο Πάπας τους έστειλε έναν μισιονάριο-προπαγανδιστή, τον Λορένζο Καλλατίνο. Την ίδια εποχή, το 1581 συγκεκριμένα, με νέα επιστολή οι Χιμαριώτες ζητούν και πάλι έμπρακτη βοήθεια για επανάσταση. Στο ιστορικό αυτό έγγραφο υπέγραφαν και πολλά από τα χωριά πού αργότερα τούρκεψαν. Οι Χιμαριώτες υπόσχονται ακόμη και πλήρη υποταγή τους στην καθολική Εκκλησία, μα ο Γρηγόριος (που κάποιοι μας τον παρουσίασαν και φιλέλληνα) κωφεύει. Στην απάντησή του (22-12-1582) εύχεται για την σωτηρία των Χιμαριωτών...?Εμείς θα σας ενθυμούμεθα στις προσευχές μας?, γράφει?
Στα 1627 φθάνει στην Χιμάρα ένας Κύπριος διανοούμενος πού είχε απαρνηθεί την Ορθοδοξία στο κακόφημο Κολέγιο του Άγιου Αθανασίου. Ο Νεόφυτος Ροδινός που πασχίζει είκοσι χρόνια και δηλητηριάζει τη Χιμάρα με το δηλητήριο της Φραγκιάς, του Καθολικισμού. Ιδρύει σχολεία στο Βούνο, στη Χιμάρα, στη Νίβιτσα και θα είχε προκαλέσει δεινό πλήγμα στον εθνισμό και στην πίστη μας αν εκείνα τα χρόνια δεν βρισκόταν στον Πατριαρχικό θρόνο της πρωτευούσης μας, της Κωνσταντινουπόλεως, ένας μέγας Άνδρας, ο ηπειρωτικής (για ορισμένους) καταγωγής Κύριλλος Λούκαρης.
Επίσκοπος Χιμάρας είναι ο Σεραφείμ και μητροπολίτης Ιωαννίνων ο Καλλίνικος. Με τη συμπαράσταση του Πατριαρχείου αντιμετωπίζουν την προπαγάνδα. Οι Παπικοί απέτυχαν, αν και ποτέ δεν παραδέχθηκαν την ήττα τους, ενώ η παπική προπαγάνδα συνεχίστηκε ως τα μέσα του 18ου αιώνα, οπότε ο προσανατολισμός των Χιμαριωτών προς τη Ρωσία την κατέπνιξε απολύτως.
Ρωσικά έγγραφα αποδεικνύουν αυτή τη στροφή. Παράδειγμα επιστολή προς την Τσαρίνα Ελισάβετ με ημερομηνία 4-10-1759: Οι Χιμαριώτες υπόσχονται να συμπολεμήσουν με τη Ρωσία κατά των Τούρκων.
Σε άλλο έγγραφο (14-10-1759) οι τρεις καπετάνιοι της Χιμάρας, Γκίκας Σπύρος, ΓκίκαςΒρετός, ΚωνσταντίνοςΑθανάσης, δηλώνουν υποταγή και βεβαιώνουν πώς μπορούν να συγκροτήσουν 1 ή 2 συντάγματα. Έγγραφο του Νοεμβρίου 1759 ζητεί (με υπογραφές προκρίτων και καπεταναίων) να δεχθεί η Αυτοκράτειρα ως αντιπροσώπους της Χιμάρας τους αρχιμανδρίτη Άνθιμο Βασιλικό και καπετάνιο Πάνο Σπύρο Μπιτσίλη. Οι αντιπρόσωποι πήγαν και παρέδωσαν υπόμνημα στο οποίο αναφέρονται όλοι οι αντιτουρκικοί αγώνες των Χιμαριωτών από το 1507 ως το 1716, είναι δε ιδιαιτέρας ιστορικής αξίας διότι αναφέρεται σε ελληνικά χωριά που αργότερα τούρκεψαν.
Το 1767 ξεσπά νέα επανάσταση πού καταπνίγεται δυο χρόνια αργότερα από τον Σιλιχτάρ Πασά. Τα χρόνια πού ακολουθούν σημαδεύονται από την εθναποστολική δράση του Κοσμά του Αιτωλού που προσέφερε ανυπολόγιστες υπηρεσίες στην μορφωτική αναγέννηση των χωριών της Χιμάρας. Χαρακτηριστικό έμεινε το γεγονός της προτροπής του πατροΚοσμά να χτισθούν σχολειά ακόμη κι αν πρέπει να γκρεμιστούν εκκλησιές. Τότε έμειναν και οι Άγιοι Πάντες μοναδικός ναός της Χιμάρας ενώ ο λαός με πίστη άκουγε τα κηρύγματα για το ?ποθούμενον? που πλησιάζει
Η Χιμάρα δοκιμάστηκε από την τρομερή αγριότητα των τουρκαλβανών του Αλή Πασά. Στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806 συμμετέχουν πολλοί Χιμαριώτες και το1808 Χιμαριώτες βοηθούν τον στρατηγό της Ναπολεόντειας Γαλλίας Μπερτιέ στα Επτάνησα, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση των προσκυνημένων στην Πύλη τουρκορωμηών.
Στην Μεγάλη Ελληνική Επανάστασητου 1821 οι Χιμαριώτες δίνουν πάλι το παρών. Με τον Αθανάσιο Χειμαριώτη στο πλευρό του Υψηλάντη, στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, και με τον Σπύρο Σπυρομήλιο στο Βάλτο, στο Μεσολόγγι, στο Φάληρο. Περίφημοι αγωνιστές της επανάστασης αναδείχθηκαν οι Γκιόκας, Δημητρίου, Χαρίσης, Νέστος, Ζάχος, Δήμας, Γκιάκας, Γκορέτσης, Δούκας.
Στο νέο ελληνικό κράτος και στον αγώνα κατά της βαυαρικής απολυταρχίας και ξενοκρατίας ο Σπυρομήλιος είναι παρών. Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1843, ηγείται, μαζί με τον Καλλέργη και τον Μακρυγιάννη, της ιστορικής Επανάστασης πού επέβαλε την συνταγματική οργάνωση του κράτους.
Το 1847 ξεσπά ή Επανάσταση των Αρβανιτών του Γιάννη Αλεξίου (γνωστού και ως Γκιουλέκα) που ήταν σε επαφή με το πρωθυπουργό Ιωάννη Κωλέττη για ένωση ολόκληρης της Αλβανίας (με ένα καθεστώς αυτονομίας) με την Ελλάδα.
Σε κάθε κρίση του Ανατολικού Ζητήματος παίρνει φωτιά η Χιμάρα, μαυρίζουν τ’ Ακροκεραύνια, σηκώνονται και ανεμίζουν στ’ αγέρι της Αδριατικής οι γαλανές σημαίες: 1854, 1866, 1878, 1897. Πόσο ακόμη ραγιάδες; ρωτούν οι ατρόμητοι Χιμαριώτες πριν βγάλουν από τον ύπνο, εκείνα τα όργανα πού φέρνουν, μονάχα αυτά, τη λευτεριά. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1878 ο απεσταλμένος του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Σώλσμπερυ, ο Λόνγκσγουερθ δίδει σε υπόμνημά του πληθυσμό 25.000 Χριστιανών για τον κάζα Χιμάρας που ανήκε στο σαντζάκι Αργυροκάστρου. Για τα 13 χωριά της Χιμάρας, απογραφή του 1908 (τουρκική) δίδει 7.218 Έλληνες (Χριστιανούς) επί συνόλου 11.968 κατοίκων, ποσοστό δηλαδή περίπου 60%. Τόσο είναι το ποσοστό πού δίδει περίπου και η απογραφή της Αυτονόμου Ηπείρου το 1914: 6.188 Έλληνες επί συνόλου 10.648 κατοίκων ενώ η ελληνική απογραφή του 1913, με διαφορετικά όρια, δίνει 6.188 Έλληνες επί συνόλου 7.868 κατοίκων, δηλ. ποσοστό 80%. Από το 1927, η Αλβανία (με στατιστική) δέχεται στη Β. Ήπειρο 105 χωριά, μόνο, ως ελληνικά, τα απολύτως ελληνόφωνα. Μεταξύ αυτών μόνο 3 της Χιμάρας: Δρυμάδες (1817 κατ.), Παλάσσα (682 κατ.), Χιμάρα (1786 κατ.). Σύνολο 4.285 κατ. ?Σύνολο? Βορειοηπειρωτών για τους Αλβανούς : 38.858. Με την ίδια στατιστική, η Αλβανία είχε 828.593 κατοίκους.
Λίγα χρόνια πριν, το υπόμνημα της 3ης Ιουλίου 1913 προς την Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου είχαν υπογράψει οι πρόκριτοι 13 χωριών: Χιμάρα, Παλάσα, Δρυμάδες, Βουνό, Πήλιουρι, Κούδεσι, Κηπαρό, Λιάτες, Πικέρνι, Λούκοβο, Άγ. Βασίλειος, Χουτέτσοβο, Νίβιτσα.
Για τα σχολεία, ο Amadori Virgili (?La questione Rumeliota?, 1906) δίνει:
Σχολεία Δάσκαλοι Μαθητές
9 το 1900 14 428
13 το 1902 21 965
και (περιέργως) ο ίδιος,
3 το 1906 14 507
Κατά το υπόμνημα της Αυτονόμου Κυβερνήσεως έχουμε 13 σχολεία (8 αρρένων - 5 θηλέων) με 965 μαθητές (645+320). Να σημειωθεί ότι στο τέλος της Τουρκοκρατίας (περί το 1800) υπήρχαν κατά τον Φ. Οικονόμου 21 σχολεία (?Τα σχολεία της Β. Ηπείρου?, σελ. 97).
Με την σωτήρια Επανάσταση στο Γουδί (1909) αχνοφέγγει η Λευτεριά για τους αλύτρωτους. Το 1910, όταν Νεότουρκοι αποβιβάζονται στη Χιμάρα για να καταργήσουν οριστικά τα προνόμια, δύο ελληνικά αντιτορπιλικά (Ασπίς, Σφενδόνη) στα ανοιχτά, αποτρέπουν τους Τούρκους από κάθε πρόκληση. Ήταν φανερό πώς κάτι είχε αλλάξει. Με τη Βαλκανική Συμμαχία η Ελλάδα ξεκινά τον Οκτώβριο του 1912 τον ιερό αγώνα και στις 5 Νοεμβρίου ο Σπυρομήλιος, ο θρυλικός καπετάν Μπούας του Μακεδονικού Αγώνα, απελευθερώνει την Χιμάρα μέσα σ’ ένα παραλήρημα χαράς.
Κι όταν ο αμοραλισμός του διεθνούς ιμπεριαλισμού αποσπά την ελληνικότατη Πατρίδα από το ελληνικό κρατικό συγκρότημα, είναι πρώτη η Χιμάρα πού σηκώνει στις 9 Φεβρουαρίου 1914 την ένδοξη και τιμημένη σημαία της Αυτονομίας.
Μετά τις μάχες στο Πήλιουρι, στην Παλάσα, στο Τσόραϊ και στο Μπόρσι, στο Βούνο οι Χιμαριώτες κράτησαν λεύτερη την πατρίδα τους, περήφανη τη γενιά τους, εκείνη την ανεπανάληπτη άνοιξη του ’14 που έμελλε να μείνει ιστορικά αδικαίωτη αλλά ηθικά φωτεινός οδοδείκτης και πυξίδα πορείας στα δύσκολα χρόνια πού ακολούθησαν. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χάος και αναταραχή επικρατούν στην Αλβανία. Η Ελλάδα παίρνει από τις δυνάμεις της Αντάντ εντολή ανακαταλήψεως της Βορείου Ηπείρου αλλά, κατά τις θλιβερές ημέρες του Εθνικού Διχασμού, όταν οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν αμαχητί την Ανατολική Μακεδονία, οι Ιταλοί προελαύνουν και καταλαμβάνουν την δύσμοιρη χώρα.
Ρακί, λουλούδια και δάκρυα όρισαν τη νέα αποχώρηση του ελληνικού στρατού. Η πρώτη Ιταλοκρατία σημαδεύθηκε από μαζικές εκτοπίσεις στην Ιταλία. Όταν το 1919 οι Ιταλοί χτυπήθηκαν από Αλβανούς στον Αυλώνα, τότε θα ζητήσουν την προστασία των Χιμαριωτών, μια προστασία πού, γενναιόφρονα, τους παρεσχέθη. Η νίκη της Αντάντ και η συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου δημιουργούν νέες ελπίδες ενώ η Χιμάρα με τον αρχηγό της Νίκο Σπυρομήλιο σηκώνει τη σημαία της Ανεξαρτησίας. Μια ανεξαρτησία που δεν κράτησε...
Με την πολιτική μεταβολή του 1920 οι Ιταλοί μεθοδεύουν την οριστική προσκύρωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Οι Χιμαριώτες πιέζονται να δηλώσουν υποταγή και δέχονται αλβανική επίθεση. Η Ελλάδα αποστέλλει το αντιτορπιλικό ΑΕΤΟΣ προς ενίσχυση των αγωνιζομένων με εκπροσώπους τηςτον Γιαννάκη Σπύρου και τον Ν. Σπυρομήλιο. Οι Αλβανοί συνεχίζουν την προσπάθεια κατάργησης των προνομίων. Οι πρόκριτοι εκτοπίζονται ενώ σε αιματηρά επεισόδια διακρίνονται για τον ηρωισμό τους οι γυναίκες της Χιμάρας.
Το 1932, όταν ο Ζώγου προσπαθεί πάλι να καταργήσει τα προνόμια, εξαπολύεται νέος διωγμός των ανυπόταχτων Χιμαριωτών. Η Χιμάρα συμμετέχει στον σχολικό αγώνα του 1934-35 και πέτυχε την επαναλειτουργία ελληνικών σχολείων πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Β. Ήπειρο, μόλις το 1937-38.
Η αντίστροφη όμως μέτρηση προς την συγκλονιστική δεκαετία του 1940 είχε αρχίσει. Τον Απρίλη του 1939, η Φασιστική Ιταλία καταλαμβάνει την Αλβανία και αρχίζει τις συστηματικές διώξεις των Ελλήνων. Πλήθος Χιμαριωτών πατριωτών εκτοπίζονται στην Βιντσέντζα της Ιταλίας. Η μεγάλη στιγμή πλησιάζει. Οι Ιταλοί αποτολμούν την 28η Οκτωβρίου να πλήξουν τις ελληνικές μεθοριακές δυνάμεις. Δυο εβδομάδες αργότερα άρχιζε η ελληνική αντεπίθεση και η τρίτη απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου.
Στις 22 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία Πεζικού έμπαινε στην Χιμάρα και από τους Αγίους Πάντες άρχιζε η μεγάλη γιορτή της λευτεριάς. Οι σημαίες ξεδιπλώθηκαν ξανά στον παγωμένο αγέρα και εκείνα τα Χριστούγεννα έμειναν αλησμόνητα, πληγή αγαπημένη, θύμηση πικρή μα και λυτρωτική. Τα πρόσωπα τα φώτιζε η Νίκη. Τα ίδια εκείνα πρόσωπα που λίγους μήνες μετά, όταν η άνανδρη επίθεση των Ούννων, των νέων Γότθων του Βορρά, υποχρέωνε σε υποχώρηση τους Νικημένους Νικητές, δακρυσμένα ψιθύριζαν:
- Να μας ξανάρθετε, να μας ξανάρθετε.
Με τη νέα κατοχή οι Χιμαριώτες ούτε τότε συμβιβάστηκαν. Όπως σ’ όλη την Ελλάδα, έγραψαν λαμπρές σελίδες Εθνικής Αντίστασης. Με πρωτοπόρους τους αγωνιστές του Μετώπου Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου, του θρυλικού ΜΑΒΗ πού ίδρυσε μαζί με τους Βασίλη Σαχίνη, Ηλία Κώνστα, Γιώργο Τάσο και Σπύρο Ντάσιο, ο Χιμαριώτης εισαγγελέας Αναστάσιος Κοκκαβέσης. Οι ιερές μορφές τους, από τα Νησιά των Μακάρων, φωτίζουν, ορίζουν και καθοδηγούν τους αγώνες κάθε πατριώτη.
Σε μια ιστορική συνέλευση των χωριών της η Χιμάρα κηρύσσεται Αυτόνομη με 6μελή Κυβέρνηση. Η ένοπλη δύναμή της κατέστησε τη Χιμάρα αληθινή Ελεύθερη Ορεινή Ελλάδα του Βορρά, με ηγέτες το Γιώργη Μπολάνο, το Μήλιο Μερκούρη και το Γεράσιμο Ντούνη.
Λυσσούν οι ναζί κατακτητές κι οι συνεργάτες τους Μπαλίστες. Λυσσούν οι κομμουνιστές της αλβανικής Παρτία. Κι αρχίζουν την άνανδρη δράση τους. Στις 17 Νοέμβρη του ’43, δολοφονείται ο αρχηγός Βασίλης Σαχίνης, στις 3 Δεκέμβρη ο ηγέτης της Χιμάρας Γιώργης Μπολάνος. Κι ακολουθούν μάρτυρες της Αντίστασης, ο Στέφος Γκικόπουλος, ο Κόλιας Κιτσούλης, ο Μίλιος Σπυρομήλιος και τόσοι άλλοι. Φθάνει η πολυπόθητη στιγμή της Νίκης. Μα τότε θα αποδειχθεί η ανεπάρκεια -όλων δυστυχώς- των ελλαδικών οργανώσεων και κυρίως η επαίσχυντη ανηθικότητα των Συμμάχων που έριξαν την Πατρίδα στη δίνη του αδελφοκτόνου σπαραγμού.
Η αντίδραση των Χιμαριωτών στο ψευτο-δημοψήφισμα του Εμβέρ Χότζια το 1945 σφράγισε μιαν ολόκληρη εποχή αγώνων. Στα σαράντα πέντε χρόνια σταλινικής τυραννίας που ακολούθησαν, με μόχθο, κόπο, αίμα κι ιδρώτα η ελληνική ψυχή δεν εκάμφθη. Ώσπου ήρθε η άνοιξη του 1990, η μέθη της ελευθερίας. Μα οι αυταπάτες δεν κράτησαν πολύ. Η διαφθορά του κοσμοπολιτισμού και του δυτικισμού από την μια και το αμετανόητα ολοκληρωτικό καθεστώς των Τιράνων συνιστούν σήμερα έναν κίνδυνο άμεσο και υπαρκτό.
Χιμάρα-Ιστορική αναδρομή
Κ.Χατζηαντωνίου
http://www.geocities.com/xeimarra/home.htm
ΠΗΓΗ anax.20m
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου