Της Πολυξένης Αδάμ-Βελένη
Από το parallaximag
Σε πρόσφατη στατιστική που έγινε στις δύο πρώτες δεκαετίες της ετήσιας, επί 28 τώρα χρόνια, αρχαιολογικής συνάντησης του Αρχαιολογικού Έργου στη Μακεδονία και στη Θράκη διαπιστώθηκε ότι οι αρχαιολόγοι του βορειοελλαδικού χώρου κατά μία μεγάλη πλειοψηφία προτιμούν να ανασκάπτουν τάφους και νεκροταφεία ή μεμονωμένα ταφικά μνημεία και σύνολα. Αντίθετα, χαμηλά στην προτίμησή τους βρίσκονται οι ανασκαφές πόλεων ή άλλων κτηριακών συνόλων δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Τυχαίο; Καθόλου. Η ενασχόληση με την «ταφολογία» είναι άμεσα επικερδής, είναι αυτή που φέρνει γρήγορα κι εύκολα αποτελέσματα κατ’ αρχάς στον ίδιο τον ανασκαφέα, αφού αποπερατώνεται σε πολύ συντομότερο διάστημα, από ό,τι η ανασκαφή δημόσιων κτηρίων, σπιτιών, ναών κ.ο.κ.
Αν τώρα ο αρχαιολόγος έχει και την τύχη να πέσει και σε ασύλητους τάφους, τότε ο εντυπωσιασμός πολλαπλασιάζεται. Ο ανασκαφέας γίνεται ταχύτατα κι άμεσα γνωστός κι αναγνωρίσιμος κάτι σαν τηλεοπτικός αστήρ εφήμερου μεγέθους, συνεπικουρούντων και των «ειδησοδιψών» ΜΜΕ, που αναζητούν συνεχώς, μέσα στην άγνοιά τους περί της σημαντικότητας των αρχαιολογικών, καινούργια φανταχτερά ευρήματα, κατά προτίμηση χρυσά, που ελκύουν το αδαές πλήθος, το οποίο θεωρεί ότι η αρχαιολογία είναι κάτι σαν κυνήγι θησαυρού σε κινηματογραφική ταινία. Τα πράγματα, όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Για την αρχαιότητα της Μακεδονίας γνωρίζουμε δυσανάλογα περισσότερα για τον θάνατο παρά για τη ζωή, μια και οι ανασκαφές των αρχαίων πολεοδομικών συνόλων χρειάζονται πολυετείς έρευνες για να δώσουν αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί και να ανήκει μεν στην κλίμακα των ουσιαστικών για τη γνώση της αρχαιότητας, αλλά όχι των εντυπωσιακών.
Σε αυτό το τοπίο της επιδίωξης της κούφιας αναγνωρισιμότητας, ίδιον χαρακτηριστικόν της εποχής μας, καλλιεργήθηκε και το φαινόμενο «Αμφίπολη». Στον λόφο, που πολλοί εδώ και δεκαετίες γνώριζαν, όχι κυρίως με το τοπωνύμιό του (λόφος Καστά) αλλά ως «ο τάφος της Ρωξάνης» γεννήθηκαν ελπίδες σε αρκετούς αρχαιολόγους, που πέρασαν από την περιοχή, για μια κορύφωση της καριέρας τους με ένα «βασιλικό» εύρημα. Αρκετοί προσπάθησαν, κανένας δεν το πέτυχε, εκτός από την νυν προϊσταμένη της ΕΦΑ Σερρών τη γνωστή πλέον σε όλους Κατερίνα Περιστέρη. Σοβαρή πρόφαση πάντοτε αυτών των προσπαθειών αποτελούσε η κατ’ επίφαση «προστασία» του λόφου από τις αρχαιοκαπηλικές βλέψεις, τις οποίες ωστόσο, λίγο κατάφεραν να εμποδίσουν, καθώς ο τόπος φημίζεται για την επίδοση πολλών στο επικερδές αυτό «επάγγελμα» της εκπόρνευσης της ιστορίας δια της παράνομης αγοραπωλησίας αρχαιοτήτων από τα πολλά και διάσπαρτα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης.
Η επίμονη σκαπάνη σχετικά σύντομα έδωσε αποτελέσματα, πρώτα με τον εντυπωσιακό μοναδικής κατασκευής περίβολο των τεραστίων διαστάσεων, ο οποίος τροφοδότησε νέες ελπίδες για την ανεύρεση μεγαλειώδους ταφικού μνημείου, το οποίο επίσης δεν άργησε να σκάσει μύτη και να θρέψει προσδοκίες για το ότι μπορούσε να συνδεθεί με την ένδοξη οικογένεια του Μ. Αλεξάνδρου, αν όχι με τον ίδιο, όπως άρχισαν κάποιοι υψηλόβαθμοι του ΥΠΠΟΑ να αφήνουν να διαρρέει. Παρακάμπτω το γεγονός ότι ξεκινώντας η ανασκαφή ως δήθεν σωστική για την προστασία από αρχαιοκαπηλία, ποτέ δεν έλαβε τις ευλογίες, τις οδηγίες και τους περιοριστικούς όρους του ΚΑΣ, όπως υποχρεούνται όλες οι ανασκαφές, ούτε τηρήθηκαν οι απαιτούμενες προδιαγραφές μιας συστηματικής ανασκαφής, όπως πραγματικά ήταν. Κι όποια φωνή επεσήμανε τις παραλείψεις θεωρούνταν ζηλόφθονη.
Το μοναδικής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης ταφικό μνημείο που αποκαλύφτηκε ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Τα είχε όλα: σφίγγες, καρυάτιδες, πολλούς θαλάμους, ψηφιδωτό, κρύπτη! Ωστόσο, το ενδιαφέρον δεν εστιάστηκε σε αυτό και στην προσεκτική του, και σιωπηρή μέχρι της αποπεράτωσης, έρευνα, αλλά στην εμμονική προσπάθεια επιβεβαίωσης υποθέσεων εργασίας που εναλλάσσονταν η μία την άλλη ανά εβδομάδα όταν διαψεύδονταν από την ίδια την ανασκαφική έρευνα.
Θυσιάστηκε, έτσι, η σπουδαιότητα του μνημείου στο βωμό ανούσιων προσδοκιών περί της ταυτότητας του νεκρού, που κι αυτό διαψεύστηκε εντέλει αφού οι νεκροί ήταν πολλοί. Σε ποιον λοιπόν χρειαζόταν η Αμφίπολη; Η απάντηση είναι από τα ευκόλως εννοούμενα. Όχι πάντως στη χώρα με τα τόσα μνημεία να περιμένουν στην ουρά κάποιας στοιχειώδους φροντίδας για να προστατευτούν και να αξιοποιηθούν. Όχι, κανείς σώφρων δεν χρειαζόταν άλλο ένα με τόσο πολλά προβλήματα στατικής ανεπάρκειας μνημείο που θακαταβροχθήσει υπέρογκα ποσά για να γίνει επισκέψιμο, κι αν δεν είναι κάποιου διάσημου τι τάχα θα εξυπηρετεί; (κατά το φτωχό μυαλό ορισμένων…). Ας θυμηθούμε τον πολύ σημαντικό μακεδονικό τάφο του Αγ. Αθανασίου με την υπέροχη τοιχογραφία του μακεδονικού συμποσίου πόσα πέρασε για να μπορέσει είκοσι πέντε χρόνια μετά την ανεύρεσή του να αποκτήσει ένα στέγαστρο της προκοπής. Αλήθεια, πόσοι τον ξέρουν;
Κι έρχονται οι ανθρωπολόγοι και βάζουν την «ταφόπλακα» σε αυτό το σήριαλ. Κόκκαλα, πολλά κόκκαλα, αλήθεια ποιος έμπειρος αρχαιολόγος δεν θα καταλάβαινε ότι ήταν περισσότεροι του ενός σκελετού; Ταφές, πολλές ταφές. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να βεβαιώσει ότι κάποιες από αυτές δεν «κατρακύλησαν» από το υπόλοιπο νεκροταφείο που είναι γνωστό ότι υπάρχει στον λόφο και ποιος βεβαιώνει ότι ανήκουν σε αλλεπάλληλες χρήσεις του τάφου; Και πως τεκμηριώνεται η εμμονική χρονολόγηση στον 4ο αιώνα; Καθώς δεν παρουσιάζονται τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα κινητά ευρήματα της κεραμικής που είναι κατά βάση και ο πιο ασφαλής τρόπος χρονολόγησης και όχι το μεταθανάτιο νόμισμα του Μ. Αλεξάνδρου, που κυκλοφορούσε ως το δολάριο της εποχής δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Οι πολλοί σκελετοί, που πλασαρίστηκε αρχικά σαν ένας, και οι παλινωδίες των απόψεων τα θέτουν όλα υπό αμφισβήτηση. Πάμε, λοιπόν, από την αρχή. Και έχουμε και λέμε 1) ποιος μας λέει ότι ο περίβολος είναι απαραίτητα σύγχρονος με τον τάφο; 2) Ποιο είναι το ακλόνητο τεκμήριο ότι ο τύμβος είχε πάνω του τον λέοντα, όταν οι επιστήμονες που τον έστησαν εκεί όπου σήμερα είναι λένε ότι είχαν βρει θεμελίωση της βάσης του; 3)Πως είναι δυνατόν να μην είναι ελληνιστικό, τουλάχιστον, ένα ταφικό μνημείο τόσο «παστίτσιο», όπως λέμε εμείς οι αρχαιολόγοι,με τόσο πολλά εκλεκτικιστικά στοιχεία δηλαδή, ένα χαρακτηριστικό που φωτογραφίζει μεταγενέστερες της κλασικής εποχές;
Αυτά και άλλα πολλά είναι τα ζητήματα που θέτει πλέον στην επιστημονική κοινότητα αυτό το σπουδαίο μνημείο, το οποίο κέρδισε με την ανασκαφή αυτή η Μακεδονία και η επιστημονική κοινότητα. Εκείνη που δεν κέρδισε είναι η ίδια η αρχαιολογία. Όχι, η αρχαιολογία δεν είναι σαπουνόπερα, δεν είναι ρεάλιτι, δεν είναι big brother. Η αρχαιολογία είναι επιστήμη σοβαρή και πολύτιμη, αρωγός της ιστορίας και από δύσκολα μονοπάτια προσπαθεί να αποκαταστήσει μερικώς την οριστικά απωλεσθείσα αρχαιότητα. Έχει συγκεκριμένες μεθόδους, και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να αξιολογηθεί και να ερμηνευθεί ένα εύρημα, το οποίο μπορεί να επιδέχεται και πλείστων όσων ερμηνειών. Ερμηνείες, όμως, που δεν μπορούν να εκφράζονται πριν την ολοκλήρωση της ανασκαφής και τη μελέτη όλων των δεδομένων. Κι αυτή η ανασκαφή δεν «πήρε τον χρόνο της» για να ωριμάσει. Πήρε τον δικό μας χρόνο με ανούσιες εικοτολογίες και μπαρουφολογίες όλων των ανίδεων που χρίστηκαν επαΐοντες, πολλούς χωρίς να τους γνωρίζει ούτε η μαμά τους. Εξυπηρέτησε πολιτικές σκοπιμότητες, αποπροσανατόλισε, δημιούργησε λανθασμένες προσδοκίες σε καιρούς που ο κόσμος μαστίζονταν από πολλά.
Τάφος ανοικτός, τάφος κλειστός, τάφος-ιερό, τάφος έτσι, τάφος αλλιώς. Έρευνα όμως με τερτίπια και νάζια και εβδομαδιαία δελτία τύπου δεν γίνεται. Και η επιστημονική και επικοινωνιακή διαχείριση του μνημείου δεν άντεξε σε κανένα σοβαρό επιχείρημα, όταν το ίδιο το ΥΠΠΟΑ για άλλα μνημεία εξίσου σημαντικά και σπουδαία δρούσε με ταχύτητα καταστροφής, όπως για παράδειγμα το βυζαντινό σταυροδρόμι στον σταθμό Βενιζέλου Θεσσαλονίκης που φρόντισε να το «θάψει» προκαλώντας μόνο μία αρνητική δημοσιότητα ότι δήθεν «εμποδίζει» το περιλάλητο έργο ή επιβάλλοντας τη σιωπή στα μεγαλοΜΜΕ! Αλήθεια, τι γνωρίζει η παγκόσμια κοινότητα για αυτό το μοναδικό εύρημα;
Ωστόσο, το εύρημα της Αμφίπολης, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, ξεπέρασε και την επιστημονική, αλλά και την επικοινωνιακή του ομάδα. Το ίδιο το εύρημα αποδείχθηκε πολύ ανώτερο των διαχειριστών του, μια και η πολυπλοκότητά του χρειάζεται βαθιά γνώση πολλών ειδικοτήτων, προσεκτικές κινήσεις, ωριμότητα, περίσκεψη που δεν του χαρίστηκε. Δεν του δόθηκε ο επαρκής χρόνος να ωριμάσει στη σκέψη των ειδικών, ώστε να εκφραστούν εμπεριστατωμένες απόψεις για την αρχιτεκτονική του, τη διακόσμησή του, τη γλυπτική του, το ιδεολογικό και το πολιτικοοικονομικό του πλαίσιο, τη σημασία κατασκευής του κατά την εποχή του. Βιασύνη, προχειρότητα, αδεξιότητες και παραλείψεις στην ανασκαφή που τις μαρτυρούσαν οι ίδιες οι φωτογραφίες και τα βίντεο που διοχέτευε η επικοινωνιακή ομάδα, πέρα από τα αντιφατικά λεγόμενά τους. Σε μια ευνομούμενη χώρα, μια χώρα του υπέροχου αλλού, λέμε τώρα, μια λογική πολιτεία θα ζητούσε τις ευθύνες από αυτούς που προκάλεσαν αυτόν τον οχετό, στην Ελλάδα, όμως, ποτέ κανείς δεν φταίει σε τίποτα, παρά μόνο οι άλλοι που θέλουν εμποδίσουν γιατί φθονούν!
Από εδώ και πέρα ο δρόμος είναι πιο δύσκολος. Το μνημείο χρήζει άμεσης ορθολογιστικής αντιμετώπισης από ομάδα ειδικών (όχι απαραίτητα «διασήμων»), οι οποίοι θα σκύψουν πάνω του με τη δέουσα προσοχή και θα περισώσουν ό, τι μπορεί να περισωθεί, προπαντός μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Γιατί η Αμφίπολη παρά τη δημοσιότητα που έλαβε θα παραμείνει στην ιστορία ως ένα μελανό παράδειγμα στυγνής πολιτικής εκμετάλλευσης και καπήλευσης των προσδοκιών ενός λαού και ως ένα παράδειγμα ανασκαφικής έρευνας και πρακτικής προς αποφυγήν.
Κρίμα, γιατί ο τόπος και τα ευρήματά του είναι πολύ σπουδαία και άξιζαν αναμφίβολα καλύτερης τύχης.
*Η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη είναι αρχαιολόγος και διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Από το parallaximag
Σε πρόσφατη στατιστική που έγινε στις δύο πρώτες δεκαετίες της ετήσιας, επί 28 τώρα χρόνια, αρχαιολογικής συνάντησης του Αρχαιολογικού Έργου στη Μακεδονία και στη Θράκη διαπιστώθηκε ότι οι αρχαιολόγοι του βορειοελλαδικού χώρου κατά μία μεγάλη πλειοψηφία προτιμούν να ανασκάπτουν τάφους και νεκροταφεία ή μεμονωμένα ταφικά μνημεία και σύνολα. Αντίθετα, χαμηλά στην προτίμησή τους βρίσκονται οι ανασκαφές πόλεων ή άλλων κτηριακών συνόλων δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Τυχαίο; Καθόλου. Η ενασχόληση με την «ταφολογία» είναι άμεσα επικερδής, είναι αυτή που φέρνει γρήγορα κι εύκολα αποτελέσματα κατ’ αρχάς στον ίδιο τον ανασκαφέα, αφού αποπερατώνεται σε πολύ συντομότερο διάστημα, από ό,τι η ανασκαφή δημόσιων κτηρίων, σπιτιών, ναών κ.ο.κ.
Αν τώρα ο αρχαιολόγος έχει και την τύχη να πέσει και σε ασύλητους τάφους, τότε ο εντυπωσιασμός πολλαπλασιάζεται. Ο ανασκαφέας γίνεται ταχύτατα κι άμεσα γνωστός κι αναγνωρίσιμος κάτι σαν τηλεοπτικός αστήρ εφήμερου μεγέθους, συνεπικουρούντων και των «ειδησοδιψών» ΜΜΕ, που αναζητούν συνεχώς, μέσα στην άγνοιά τους περί της σημαντικότητας των αρχαιολογικών, καινούργια φανταχτερά ευρήματα, κατά προτίμηση χρυσά, που ελκύουν το αδαές πλήθος, το οποίο θεωρεί ότι η αρχαιολογία είναι κάτι σαν κυνήγι θησαυρού σε κινηματογραφική ταινία. Τα πράγματα, όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Για την αρχαιότητα της Μακεδονίας γνωρίζουμε δυσανάλογα περισσότερα για τον θάνατο παρά για τη ζωή, μια και οι ανασκαφές των αρχαίων πολεοδομικών συνόλων χρειάζονται πολυετείς έρευνες για να δώσουν αποτέλεσμα, το οποίο μπορεί και να ανήκει μεν στην κλίμακα των ουσιαστικών για τη γνώση της αρχαιότητας, αλλά όχι των εντυπωσιακών.
Σε αυτό το τοπίο της επιδίωξης της κούφιας αναγνωρισιμότητας, ίδιον χαρακτηριστικόν της εποχής μας, καλλιεργήθηκε και το φαινόμενο «Αμφίπολη». Στον λόφο, που πολλοί εδώ και δεκαετίες γνώριζαν, όχι κυρίως με το τοπωνύμιό του (λόφος Καστά) αλλά ως «ο τάφος της Ρωξάνης» γεννήθηκαν ελπίδες σε αρκετούς αρχαιολόγους, που πέρασαν από την περιοχή, για μια κορύφωση της καριέρας τους με ένα «βασιλικό» εύρημα. Αρκετοί προσπάθησαν, κανένας δεν το πέτυχε, εκτός από την νυν προϊσταμένη της ΕΦΑ Σερρών τη γνωστή πλέον σε όλους Κατερίνα Περιστέρη. Σοβαρή πρόφαση πάντοτε αυτών των προσπαθειών αποτελούσε η κατ’ επίφαση «προστασία» του λόφου από τις αρχαιοκαπηλικές βλέψεις, τις οποίες ωστόσο, λίγο κατάφεραν να εμποδίσουν, καθώς ο τόπος φημίζεται για την επίδοση πολλών στο επικερδές αυτό «επάγγελμα» της εκπόρνευσης της ιστορίας δια της παράνομης αγοραπωλησίας αρχαιοτήτων από τα πολλά και διάσπαρτα νεκροταφεία της αρχαίας πόλης.
Η επίμονη σκαπάνη σχετικά σύντομα έδωσε αποτελέσματα, πρώτα με τον εντυπωσιακό μοναδικής κατασκευής περίβολο των τεραστίων διαστάσεων, ο οποίος τροφοδότησε νέες ελπίδες για την ανεύρεση μεγαλειώδους ταφικού μνημείου, το οποίο επίσης δεν άργησε να σκάσει μύτη και να θρέψει προσδοκίες για το ότι μπορούσε να συνδεθεί με την ένδοξη οικογένεια του Μ. Αλεξάνδρου, αν όχι με τον ίδιο, όπως άρχισαν κάποιοι υψηλόβαθμοι του ΥΠΠΟΑ να αφήνουν να διαρρέει. Παρακάμπτω το γεγονός ότι ξεκινώντας η ανασκαφή ως δήθεν σωστική για την προστασία από αρχαιοκαπηλία, ποτέ δεν έλαβε τις ευλογίες, τις οδηγίες και τους περιοριστικούς όρους του ΚΑΣ, όπως υποχρεούνται όλες οι ανασκαφές, ούτε τηρήθηκαν οι απαιτούμενες προδιαγραφές μιας συστηματικής ανασκαφής, όπως πραγματικά ήταν. Κι όποια φωνή επεσήμανε τις παραλείψεις θεωρούνταν ζηλόφθονη.
Το μοναδικής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης ταφικό μνημείο που αποκαλύφτηκε ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Τα είχε όλα: σφίγγες, καρυάτιδες, πολλούς θαλάμους, ψηφιδωτό, κρύπτη! Ωστόσο, το ενδιαφέρον δεν εστιάστηκε σε αυτό και στην προσεκτική του, και σιωπηρή μέχρι της αποπεράτωσης, έρευνα, αλλά στην εμμονική προσπάθεια επιβεβαίωσης υποθέσεων εργασίας που εναλλάσσονταν η μία την άλλη ανά εβδομάδα όταν διαψεύδονταν από την ίδια την ανασκαφική έρευνα.
Θυσιάστηκε, έτσι, η σπουδαιότητα του μνημείου στο βωμό ανούσιων προσδοκιών περί της ταυτότητας του νεκρού, που κι αυτό διαψεύστηκε εντέλει αφού οι νεκροί ήταν πολλοί. Σε ποιον λοιπόν χρειαζόταν η Αμφίπολη; Η απάντηση είναι από τα ευκόλως εννοούμενα. Όχι πάντως στη χώρα με τα τόσα μνημεία να περιμένουν στην ουρά κάποιας στοιχειώδους φροντίδας για να προστατευτούν και να αξιοποιηθούν. Όχι, κανείς σώφρων δεν χρειαζόταν άλλο ένα με τόσο πολλά προβλήματα στατικής ανεπάρκειας μνημείο που θακαταβροχθήσει υπέρογκα ποσά για να γίνει επισκέψιμο, κι αν δεν είναι κάποιου διάσημου τι τάχα θα εξυπηρετεί; (κατά το φτωχό μυαλό ορισμένων…). Ας θυμηθούμε τον πολύ σημαντικό μακεδονικό τάφο του Αγ. Αθανασίου με την υπέροχη τοιχογραφία του μακεδονικού συμποσίου πόσα πέρασε για να μπορέσει είκοσι πέντε χρόνια μετά την ανεύρεσή του να αποκτήσει ένα στέγαστρο της προκοπής. Αλήθεια, πόσοι τον ξέρουν;
Κι έρχονται οι ανθρωπολόγοι και βάζουν την «ταφόπλακα» σε αυτό το σήριαλ. Κόκκαλα, πολλά κόκκαλα, αλήθεια ποιος έμπειρος αρχαιολόγος δεν θα καταλάβαινε ότι ήταν περισσότεροι του ενός σκελετού; Ταφές, πολλές ταφές. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να βεβαιώσει ότι κάποιες από αυτές δεν «κατρακύλησαν» από το υπόλοιπο νεκροταφείο που είναι γνωστό ότι υπάρχει στον λόφο και ποιος βεβαιώνει ότι ανήκουν σε αλλεπάλληλες χρήσεις του τάφου; Και πως τεκμηριώνεται η εμμονική χρονολόγηση στον 4ο αιώνα; Καθώς δεν παρουσιάζονται τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα κινητά ευρήματα της κεραμικής που είναι κατά βάση και ο πιο ασφαλής τρόπος χρονολόγησης και όχι το μεταθανάτιο νόμισμα του Μ. Αλεξάνδρου, που κυκλοφορούσε ως το δολάριο της εποχής δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Οι πολλοί σκελετοί, που πλασαρίστηκε αρχικά σαν ένας, και οι παλινωδίες των απόψεων τα θέτουν όλα υπό αμφισβήτηση. Πάμε, λοιπόν, από την αρχή. Και έχουμε και λέμε 1) ποιος μας λέει ότι ο περίβολος είναι απαραίτητα σύγχρονος με τον τάφο; 2) Ποιο είναι το ακλόνητο τεκμήριο ότι ο τύμβος είχε πάνω του τον λέοντα, όταν οι επιστήμονες που τον έστησαν εκεί όπου σήμερα είναι λένε ότι είχαν βρει θεμελίωση της βάσης του; 3)Πως είναι δυνατόν να μην είναι ελληνιστικό, τουλάχιστον, ένα ταφικό μνημείο τόσο «παστίτσιο», όπως λέμε εμείς οι αρχαιολόγοι,με τόσο πολλά εκλεκτικιστικά στοιχεία δηλαδή, ένα χαρακτηριστικό που φωτογραφίζει μεταγενέστερες της κλασικής εποχές;
Αυτά και άλλα πολλά είναι τα ζητήματα που θέτει πλέον στην επιστημονική κοινότητα αυτό το σπουδαίο μνημείο, το οποίο κέρδισε με την ανασκαφή αυτή η Μακεδονία και η επιστημονική κοινότητα. Εκείνη που δεν κέρδισε είναι η ίδια η αρχαιολογία. Όχι, η αρχαιολογία δεν είναι σαπουνόπερα, δεν είναι ρεάλιτι, δεν είναι big brother. Η αρχαιολογία είναι επιστήμη σοβαρή και πολύτιμη, αρωγός της ιστορίας και από δύσκολα μονοπάτια προσπαθεί να αποκαταστήσει μερικώς την οριστικά απωλεσθείσα αρχαιότητα. Έχει συγκεκριμένες μεθόδους, και χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να αξιολογηθεί και να ερμηνευθεί ένα εύρημα, το οποίο μπορεί να επιδέχεται και πλείστων όσων ερμηνειών. Ερμηνείες, όμως, που δεν μπορούν να εκφράζονται πριν την ολοκλήρωση της ανασκαφής και τη μελέτη όλων των δεδομένων. Κι αυτή η ανασκαφή δεν «πήρε τον χρόνο της» για να ωριμάσει. Πήρε τον δικό μας χρόνο με ανούσιες εικοτολογίες και μπαρουφολογίες όλων των ανίδεων που χρίστηκαν επαΐοντες, πολλούς χωρίς να τους γνωρίζει ούτε η μαμά τους. Εξυπηρέτησε πολιτικές σκοπιμότητες, αποπροσανατόλισε, δημιούργησε λανθασμένες προσδοκίες σε καιρούς που ο κόσμος μαστίζονταν από πολλά.
Τάφος ανοικτός, τάφος κλειστός, τάφος-ιερό, τάφος έτσι, τάφος αλλιώς. Έρευνα όμως με τερτίπια και νάζια και εβδομαδιαία δελτία τύπου δεν γίνεται. Και η επιστημονική και επικοινωνιακή διαχείριση του μνημείου δεν άντεξε σε κανένα σοβαρό επιχείρημα, όταν το ίδιο το ΥΠΠΟΑ για άλλα μνημεία εξίσου σημαντικά και σπουδαία δρούσε με ταχύτητα καταστροφής, όπως για παράδειγμα το βυζαντινό σταυροδρόμι στον σταθμό Βενιζέλου Θεσσαλονίκης που φρόντισε να το «θάψει» προκαλώντας μόνο μία αρνητική δημοσιότητα ότι δήθεν «εμποδίζει» το περιλάλητο έργο ή επιβάλλοντας τη σιωπή στα μεγαλοΜΜΕ! Αλήθεια, τι γνωρίζει η παγκόσμια κοινότητα για αυτό το μοναδικό εύρημα;
Ωστόσο, το εύρημα της Αμφίπολης, όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, ξεπέρασε και την επιστημονική, αλλά και την επικοινωνιακή του ομάδα. Το ίδιο το εύρημα αποδείχθηκε πολύ ανώτερο των διαχειριστών του, μια και η πολυπλοκότητά του χρειάζεται βαθιά γνώση πολλών ειδικοτήτων, προσεκτικές κινήσεις, ωριμότητα, περίσκεψη που δεν του χαρίστηκε. Δεν του δόθηκε ο επαρκής χρόνος να ωριμάσει στη σκέψη των ειδικών, ώστε να εκφραστούν εμπεριστατωμένες απόψεις για την αρχιτεκτονική του, τη διακόσμησή του, τη γλυπτική του, το ιδεολογικό και το πολιτικοοικονομικό του πλαίσιο, τη σημασία κατασκευής του κατά την εποχή του. Βιασύνη, προχειρότητα, αδεξιότητες και παραλείψεις στην ανασκαφή που τις μαρτυρούσαν οι ίδιες οι φωτογραφίες και τα βίντεο που διοχέτευε η επικοινωνιακή ομάδα, πέρα από τα αντιφατικά λεγόμενά τους. Σε μια ευνομούμενη χώρα, μια χώρα του υπέροχου αλλού, λέμε τώρα, μια λογική πολιτεία θα ζητούσε τις ευθύνες από αυτούς που προκάλεσαν αυτόν τον οχετό, στην Ελλάδα, όμως, ποτέ κανείς δεν φταίει σε τίποτα, παρά μόνο οι άλλοι που θέλουν εμποδίσουν γιατί φθονούν!
Από εδώ και πέρα ο δρόμος είναι πιο δύσκολος. Το μνημείο χρήζει άμεσης ορθολογιστικής αντιμετώπισης από ομάδα ειδικών (όχι απαραίτητα «διασήμων»), οι οποίοι θα σκύψουν πάνω του με τη δέουσα προσοχή και θα περισώσουν ό, τι μπορεί να περισωθεί, προπαντός μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Γιατί η Αμφίπολη παρά τη δημοσιότητα που έλαβε θα παραμείνει στην ιστορία ως ένα μελανό παράδειγμα στυγνής πολιτικής εκμετάλλευσης και καπήλευσης των προσδοκιών ενός λαού και ως ένα παράδειγμα ανασκαφικής έρευνας και πρακτικής προς αποφυγήν.
Κρίμα, γιατί ο τόπος και τα ευρήματά του είναι πολύ σπουδαία και άξιζαν αναμφίβολα καλύτερης τύχης.
*Η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη είναι αρχαιολόγος και διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου