Του Ν. Λυγερού
Η ΑΟΖ είναι το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν αποτελεί μία ελληνική αποκλειστικότητα. Είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει την απελευθέρωση της Κύπρου, το άνοιγμα της Δυτικής Αρμενίας, τις προοπτικές της Δυτικής Σαχάρας, την επίλυση του προβλήματος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, την τριμερή Αιγύπτου – Ελλάδας – Κύπρου, το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι με αυτήν την έννοια αποτελεί ένα καταλυτικό στοιχείο που δεν αφορά μόνο και μόνο το τοπικό. Πρόκειται για ένα ολικό μέσον που προσφέρει ασύλληπτες δυνατότητες στις χώρες που είναι εγκλωβισμένες σε προβλήματα ξηράς. Με άλλα λόγια δεν είναι μία επινόηση που αφορά μόνο και μόνο την Ελλάδα.
Και αν την προωθούμε τόσο δυναμικά δεν είναι λόγω μίας ελληνικής προσέγγισης των πραγμάτων, αλλά επειδή είναι δίκαιη για τους ανθρώπους, για τους λαούς. Είμαστε λοιπόν του Δικαίου της Θάλασσας επειδή θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και αυτός ο τρόπος είναι ο πιο αποτελεσματικός για να βοηθήσουμε τους αθώους. Έτσι όλοι αυτοί που νομίζουν ότι πρόκειται για μια εθνικιστική προσέγγιση απλώς είναι δογματικοί και αγκιστρωμένοι σε παλιά δεδομένα που δεν αντέχουν τις εξελίξεις. Διότι δεν γίνεται να δουν τα νέα νοητικά σχήματα της υψηλής στρατηγικής. Κατά συνέπεια η ελληνική ΑΟΖ είναι απλώς μία ειδική περίπτωση του όλου θέματος και είναι με αυτόν τον τρόπο που έχει νόημα και ανθεκτικότητα για το μέλλον, αλλιώς θα ήταν απλώς μία τοπική συνθήκη καταδικασμένη να εξαφανιστεί από τη στιγμή που θα υπήρχε. Ενώ εδώ η ιδέα της ύπαρξής της είναι η διάρκεια που δημιουργεί σταθερότητα. Επίσης αν συνδυαστεί με την ύπαρξη των υδρογονανθράκων σημαίνει ότι η στρατηγική λειτουργεί με ενέργεια πράγμα που είναι βαθύτερο από το σύμπλεγμα της πολιτικής και της οικονομίας που εκ φύσης ζουν σ’ ένα πιο επιφανειακό επίπεδο. Τελικά όσο πιο πολλές περιπτώσεις εφαρμογών της ΑΟΖ γνωρίζουμε, τόσο πιο δίκαιοι γινόμαστε με τους λαούς της Ανθρωπότητας.
Ο στόχος της ζωής δίνει νόημα στην ύπαρξη και η ζωή του στόχου, στο έργο. Έτσι έχουμε και το τελεολογικό και το οντολογικό στοιχείο. Διότι χωρίς αυτά έχουμε την εντύπωση ότι στο κάτω κάτω της γραφής τίποτα δεν είναι σημαντικό κι ότι όλα έχουν την ίδια αξία μεταξύ τους, ενώ η αλήθεια είναι διαφορετική. Μπορείς να δημιουργήσεις μια δυνατότητα και με αυτήν να υλοποιήσεις μια πραγματικότητα. Ο αθώος υπάρχει από μόνος του, αλλά χωρίς προοπτικές αν υπάρχει βαρβαρότητα. Και ο Δίκαιος αποκτά νόημα μόνο αν υπάρχουν αθώοι να βοηθήσει. Έχει τη δυνατότητα εκ φύσης, αλλά αποκτά την ιδιότητα εξ ανάγκης. Έτσι, ο στόχος γίνεται ζωή και η ζωή στόχος, για να υπάρξει ένα αποτέλεσμα που θα ήταν ακόμα και αδιανόητο δίχως αυτήν την πράξη που ακολουθεί την ιδέα. Διότι τι πιο επικίνδυνο από την ιδέα που δεν γίνεται ποτέ πράξη. Είναι σαν να είσαι ψαράς, αλλά να μην μπορείς ποτέ να ψαρέψεις ανθρώπους. Και τι θα ήταν να έχεις γνώσεις, αλλά να μην μπορείς ποτέ να τις εφαρμόσεις για να σώσεις ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε καλύτερα τον Άγιο Πέτρο και τον Άγιο Παύλο. Ο πρώτος είναι της οντολογίας και ο δεύτερος της τελεολογίας. Και οι δύο μαζί αποτελούν τα θεμέλια της αποστολής μέσω των πράξεών τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο καθένας μας είχε τη δυνατότητα να επιλέξει να επιλεχθεί, ενώ οι περισσότεροι παραμένουν στην απραξία, γιατί δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τι είναι η Ανθρωπότητα, διότι τους εμποδίζουν οι κοινωνίες που ασχολούνται μόνο με το συμφέρον τους. Ενώ οι ελεύθεροι άνθρωποι, ακόμα και μόνοι, ξέρουν ότι είναι μαζί, γιατί παλεύουν για να σώσουν ζωές άλλων.
Αν αντιληφθείς ότι η Δυτική Σαχάρα είναι και Ανατολικός Ωκεανός, τότε θα καταλάβεις γιατί είναι ταυτόχρονα έρημος ωκεανού και ωκεανός ερήμου κι ότι τα προβλήματα της ερήμου λύνονται με τον ωκεανό. Έτσι δεν πρέπει να διαχωρίσεις αυτές τις δύο οντότητες για να καταλάβεις τον λαό. Σκέψου διαφορετικά ότι ζει ανάμεσα στα δύο κι όχι μόνο στην μία. Αλλιώς η γενική σου εικόνα θα είναι λανθασμένη. Και μην ξεχνάς ότι ακόμα και στην έρημο αυτό που έχει σημασία είναι το νερό. Κοίτα λοιπόν τις πηγές κι όχι μόνο την άμμο, για να κατανοήσεις την ύπαρξη των ανθρώπων. Και να μη σε μπερδεύουν οι δογματισμοί των κομμάτων που δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν όλα αυτά τα χρόνια, γιατί δεν έχουν μέλλον αφού δεν είχαν παρελθόν. Ο λαός της Δυτικής Σαχάρας χρειάζεται αυτονομία για να ζήσει ελεύθερος. Και δεν έχει ανάγκη από καμία χωροφυλακή ή ψευδοκράτος που εξαρτάται από μία προσέγγιση που εξετάζει μόνο το εδαφικό ως επεκτατική δύναμη που θέλει να έχει πρόσβαση στον ωκεανό μέσω της ερήμου. Δεν πρόκειται να τους αφήσουμε να καταπατούν λαό της Ανθρωπότητας στα στρατόπεδα των προσφύγων που έχουν μετατρέψει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσω της σκλαβοσύνης.
Le Traité de Lalla-Marnia a été signé le 18 Mars 1845 entre les plénipotentiaires de l’Empereur des Français et de l’Empereur du Maroc. Comme le mentionne l’article 1 du Traité, les deux plénipotentiaires ont convenu que les limites, qui existaient entre le Maroc et la Turquie resteront les mêmes entre l’Algérie et le Maroc. Le second article précise que la limite convenue, permettait de dire que tout ce qui est à l’est appartient à l’Algérie, et tout ce qui est à l’ouest au Maroc. Le troisième article décrit de manière précise la ligne de délimitation. Elle utilise pour se définir aussi le nom des tribus qui y sont établies. Ainsi sont mentionnées les tribus Beni-Mengouche, Tahta et Aâttïa. Ce sont des sujets marocains qui sont venus habiter sur le territoire de l’Algérie moyennant une rente annuelle. Mais les commissaires plénipotentiaires de l’Empereur des Français ont consenti à ne demander aucune rente. Le quatrième article concerne précisément le Sahara. Il mentionne qu’il n’y a pas de limite territoriale à établir entre les deux pays, puisque la terre ne se laboure pas et qu’elle sert seulement de passage aux Arabes des deux Empires qui viennent y camper pour y trouver les pâturages et les eaux qui leur sont nécessaires. Il énumère ensuite les tribus qui dépendent du Maroc et celles de l’Algérie. Le cinquième article est relatif aux villages du désert des deux Empires. Le plus surprenant article est sans aucun doute le sixième puisqu’il précise que comme au-delà des villages du désert, il n’y a pas d’eau et que le pays est inhabitable et que c’est le désert proprement dit, la délimitation en serait superflue. Quant au septième article, il prévoit de ne pas appliquer le retour forcé d’un individu qui a quitté son pays. Ainsi le tracé de la ligne n’est défini que sur 165 kilomètres. Même après la colonisation du Maroc en 1912, la délimitation n’est pas éclaircie et nous observons des différences entre la ligne Varnier (1912) et la ligne Trinquet (1938). En réalité, il faudra attendre la découverte de gisements de pétrole, de fer et de manganèse pour que la France délimite plus précisément cette région. Ce n’est donc qu’en 1952 que la France intègre aux départements français d’Algérie les régions de Tindouf, de Colomb Bechar. Ainsi le Maroc, dès son indépendance, revendique ces territoires sur la base du Maroc historique. La France propose le principe de restitution parallèlement à l’existence d’une organisation commune des régions Sahariennes. Le roi marocain préfère un accord en 1961 avec le Chef du Gouvernement provisoire de la République algérienne, seulement celui-ci a été évincé à l’indépendance de l’Algérie. Cela va finalement aboutir à la guerre des sables (1963-1964).
Η ΑΟΖ είναι το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν αποτελεί μία ελληνική αποκλειστικότητα. Είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει την απελευθέρωση της Κύπρου, το άνοιγμα της Δυτικής Αρμενίας, τις προοπτικές της Δυτικής Σαχάρας, την επίλυση του προβλήματος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, την τριμερή Αιγύπτου – Ελλάδας – Κύπρου, το μέλλον της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι με αυτήν την έννοια αποτελεί ένα καταλυτικό στοιχείο που δεν αφορά μόνο και μόνο το τοπικό. Πρόκειται για ένα ολικό μέσον που προσφέρει ασύλληπτες δυνατότητες στις χώρες που είναι εγκλωβισμένες σε προβλήματα ξηράς. Με άλλα λόγια δεν είναι μία επινόηση που αφορά μόνο και μόνο την Ελλάδα.
Και αν την προωθούμε τόσο δυναμικά δεν είναι λόγω μίας ελληνικής προσέγγισης των πραγμάτων, αλλά επειδή είναι δίκαιη για τους ανθρώπους, για τους λαούς. Είμαστε λοιπόν του Δικαίου της Θάλασσας επειδή θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και αυτός ο τρόπος είναι ο πιο αποτελεσματικός για να βοηθήσουμε τους αθώους. Έτσι όλοι αυτοί που νομίζουν ότι πρόκειται για μια εθνικιστική προσέγγιση απλώς είναι δογματικοί και αγκιστρωμένοι σε παλιά δεδομένα που δεν αντέχουν τις εξελίξεις. Διότι δεν γίνεται να δουν τα νέα νοητικά σχήματα της υψηλής στρατηγικής. Κατά συνέπεια η ελληνική ΑΟΖ είναι απλώς μία ειδική περίπτωση του όλου θέματος και είναι με αυτόν τον τρόπο που έχει νόημα και ανθεκτικότητα για το μέλλον, αλλιώς θα ήταν απλώς μία τοπική συνθήκη καταδικασμένη να εξαφανιστεί από τη στιγμή που θα υπήρχε. Ενώ εδώ η ιδέα της ύπαρξής της είναι η διάρκεια που δημιουργεί σταθερότητα. Επίσης αν συνδυαστεί με την ύπαρξη των υδρογονανθράκων σημαίνει ότι η στρατηγική λειτουργεί με ενέργεια πράγμα που είναι βαθύτερο από το σύμπλεγμα της πολιτικής και της οικονομίας που εκ φύσης ζουν σ’ ένα πιο επιφανειακό επίπεδο. Τελικά όσο πιο πολλές περιπτώσεις εφαρμογών της ΑΟΖ γνωρίζουμε, τόσο πιο δίκαιοι γινόμαστε με τους λαούς της Ανθρωπότητας.
Ο στόχος της ζωής και η ζωή του στόχου
Του Ν. Λυγερού
Ο στόχος της ζωής δίνει νόημα στην ύπαρξη και η ζωή του στόχου, στο έργο. Έτσι έχουμε και το τελεολογικό και το οντολογικό στοιχείο. Διότι χωρίς αυτά έχουμε την εντύπωση ότι στο κάτω κάτω της γραφής τίποτα δεν είναι σημαντικό κι ότι όλα έχουν την ίδια αξία μεταξύ τους, ενώ η αλήθεια είναι διαφορετική. Μπορείς να δημιουργήσεις μια δυνατότητα και με αυτήν να υλοποιήσεις μια πραγματικότητα. Ο αθώος υπάρχει από μόνος του, αλλά χωρίς προοπτικές αν υπάρχει βαρβαρότητα. Και ο Δίκαιος αποκτά νόημα μόνο αν υπάρχουν αθώοι να βοηθήσει. Έχει τη δυνατότητα εκ φύσης, αλλά αποκτά την ιδιότητα εξ ανάγκης. Έτσι, ο στόχος γίνεται ζωή και η ζωή στόχος, για να υπάρξει ένα αποτέλεσμα που θα ήταν ακόμα και αδιανόητο δίχως αυτήν την πράξη που ακολουθεί την ιδέα. Διότι τι πιο επικίνδυνο από την ιδέα που δεν γίνεται ποτέ πράξη. Είναι σαν να είσαι ψαράς, αλλά να μην μπορείς ποτέ να ψαρέψεις ανθρώπους. Και τι θα ήταν να έχεις γνώσεις, αλλά να μην μπορείς ποτέ να τις εφαρμόσεις για να σώσεις ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε καλύτερα τον Άγιο Πέτρο και τον Άγιο Παύλο. Ο πρώτος είναι της οντολογίας και ο δεύτερος της τελεολογίας. Και οι δύο μαζί αποτελούν τα θεμέλια της αποστολής μέσω των πράξεών τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο καθένας μας είχε τη δυνατότητα να επιλέξει να επιλεχθεί, ενώ οι περισσότεροι παραμένουν στην απραξία, γιατί δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τι είναι η Ανθρωπότητα, διότι τους εμποδίζουν οι κοινωνίες που ασχολούνται μόνο με το συμφέρον τους. Ενώ οι ελεύθεροι άνθρωποι, ακόμα και μόνοι, ξέρουν ότι είναι μαζί, γιατί παλεύουν για να σώσουν ζωές άλλων.
Έρημος ωκεανού και Ωκεανός ερήμου
Του Ν. Λυγερού
Αν αντιληφθείς ότι η Δυτική Σαχάρα είναι και Ανατολικός Ωκεανός, τότε θα καταλάβεις γιατί είναι ταυτόχρονα έρημος ωκεανού και ωκεανός ερήμου κι ότι τα προβλήματα της ερήμου λύνονται με τον ωκεανό. Έτσι δεν πρέπει να διαχωρίσεις αυτές τις δύο οντότητες για να καταλάβεις τον λαό. Σκέψου διαφορετικά ότι ζει ανάμεσα στα δύο κι όχι μόνο στην μία. Αλλιώς η γενική σου εικόνα θα είναι λανθασμένη. Και μην ξεχνάς ότι ακόμα και στην έρημο αυτό που έχει σημασία είναι το νερό. Κοίτα λοιπόν τις πηγές κι όχι μόνο την άμμο, για να κατανοήσεις την ύπαρξη των ανθρώπων. Και να μη σε μπερδεύουν οι δογματισμοί των κομμάτων που δεν μπόρεσαν να εξελιχθούν όλα αυτά τα χρόνια, γιατί δεν έχουν μέλλον αφού δεν είχαν παρελθόν. Ο λαός της Δυτικής Σαχάρας χρειάζεται αυτονομία για να ζήσει ελεύθερος. Και δεν έχει ανάγκη από καμία χωροφυλακή ή ψευδοκράτος που εξαρτάται από μία προσέγγιση που εξετάζει μόνο το εδαφικό ως επεκτατική δύναμη που θέλει να έχει πρόσβαση στον ωκεανό μέσω της ερήμου. Δεν πρόκειται να τους αφήσουμε να καταπατούν λαό της Ανθρωπότητας στα στρατόπεδα των προσφύγων που έχουν μετατρέψει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσω της σκλαβοσύνης.
Remarques sur le Traité de Lalla-Marnia (18 Mars 1845)
N. Lygeros
N. Lygeros
Le Traité de Lalla-Marnia a été signé le 18 Mars 1845 entre les plénipotentiaires de l’Empereur des Français et de l’Empereur du Maroc. Comme le mentionne l’article 1 du Traité, les deux plénipotentiaires ont convenu que les limites, qui existaient entre le Maroc et la Turquie resteront les mêmes entre l’Algérie et le Maroc. Le second article précise que la limite convenue, permettait de dire que tout ce qui est à l’est appartient à l’Algérie, et tout ce qui est à l’ouest au Maroc. Le troisième article décrit de manière précise la ligne de délimitation. Elle utilise pour se définir aussi le nom des tribus qui y sont établies. Ainsi sont mentionnées les tribus Beni-Mengouche, Tahta et Aâttïa. Ce sont des sujets marocains qui sont venus habiter sur le territoire de l’Algérie moyennant une rente annuelle. Mais les commissaires plénipotentiaires de l’Empereur des Français ont consenti à ne demander aucune rente. Le quatrième article concerne précisément le Sahara. Il mentionne qu’il n’y a pas de limite territoriale à établir entre les deux pays, puisque la terre ne se laboure pas et qu’elle sert seulement de passage aux Arabes des deux Empires qui viennent y camper pour y trouver les pâturages et les eaux qui leur sont nécessaires. Il énumère ensuite les tribus qui dépendent du Maroc et celles de l’Algérie. Le cinquième article est relatif aux villages du désert des deux Empires. Le plus surprenant article est sans aucun doute le sixième puisqu’il précise que comme au-delà des villages du désert, il n’y a pas d’eau et que le pays est inhabitable et que c’est le désert proprement dit, la délimitation en serait superflue. Quant au septième article, il prévoit de ne pas appliquer le retour forcé d’un individu qui a quitté son pays. Ainsi le tracé de la ligne n’est défini que sur 165 kilomètres. Même après la colonisation du Maroc en 1912, la délimitation n’est pas éclaircie et nous observons des différences entre la ligne Varnier (1912) et la ligne Trinquet (1938). En réalité, il faudra attendre la découverte de gisements de pétrole, de fer et de manganèse pour que la France délimite plus précisément cette région. Ce n’est donc qu’en 1952 que la France intègre aux départements français d’Algérie les régions de Tindouf, de Colomb Bechar. Ainsi le Maroc, dès son indépendance, revendique ces territoires sur la base du Maroc historique. La France propose le principe de restitution parallèlement à l’existence d’une organisation commune des régions Sahariennes. Le roi marocain préfère un accord en 1961 avec le Chef du Gouvernement provisoire de la République algérienne, seulement celui-ci a été évincé à l’indépendance de l’Algérie. Cela va finalement aboutir à la guerre des sables (1963-1964).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου