Του Ν. Λυγερού
Η επιλογή της 23 Αυγούστου ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού δεν επιλέχτηκε τυχαία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού συμπίπτει με την ημερομηνία του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επίθεσης που υπέγραψαν στις 23 Αυγούστου 1939 στην Μόσχα οι Υπουργοί Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι όσοι ξεχνούν αυτό το Σύμφωνο για ιδεολογικούς λόγους, απλώς προσπαθούν μάταια να το σβήσουν από τη μνήμη μας και δεν μπορούν να διαγράψουν την ιστορία όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και όλης της Ανθρωπότητας, αφού ήταν ένας από τους λόγους ύπαρξης του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Το Ευρωκοινοβούλιο την καθιέρωσε από το 2009. Κατά παράδοξο τρόπο, επειδή δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο Καναδάς που πρωτοστάτησε για την καθιέρωση αυτής της μνήμης και μάλιστα ήδη από τη δεκαετία του ’80. Αλλά η μεγάλη αλλαγή φάσης έγινε με την απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου ( 553 υπέρ, 44 κατά, 33 απών) το 2009 με την επέτειο των 70 ετών της υπογραφής αλλά και τα 20 έτη της κατάρρευσης του τείχους στο Βερολίνο. Έτσι η Ευρώπη έβαλε τα θεμέλια της ιστορικής αυτής ημερομηνίας στις ίδιες τις αξίες της. Η 23 Αυγούστου δεν είναι μόνο μία επέτειος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε κράτη με επίσημο τρόπο. Εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε τον Καναδά και τη Γεωργία, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε Σουηδία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Βουλγαρία, Κροατία, Πολωνία, Ουγγαρία και Σλοβακία. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η μη αποδοχή της ύπαρξης αυτής της επετείου είναι καθαρά ιδεολογική και όχι βέβαια ιστορική. Θέτει όμως και ένα θέμα αξιακό και νομικό. Η ημερομηνία είναι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη-μέλη πρέπει να τη σεβαστούν, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι ανάγκη να τη μετατρέψουν σε εθνική επέτειο. Άρα δεν υπάρχει πλαίσιο απόρριψης σε θεσμικό επίπεδο. Το πιο σοβαρό θέμα όμως αφορά στην αξιολογία. Πώς μπορεί ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος να μην μπορεί να αποδεχτεί ότι έγιναν εγκλήματα από τον κομμουνισμό ενάντια στην Ανθρωπότητα και να θεωρεί επίσης ότι έχει δικαίωμα να εκφραστεί εκ μέρους του ελληνικού λαού που έχει μέσα και το ποντιακό στοιχείο, το οποίο έζησε πάνω του τη βαρβαρότητα του κομμουνισμού. Πώς μπορεί η κυβέρνηση να μη βάζει στο περιθώριο έναν υπουργό που μας εκθέτει όχι μόνο με τη θέση του αλλά και με την καθυστερημένη ιδεολογία του. Η Ελλάδα είναι της ελευθερίας, λαός του Χρόνου που σέβεται τη μνήμη. Και αυτές οι θέσεις είναι απλώς απαράδεκτες για τον Ελληνισμό.
Η επιλογή της 23 Αυγούστου ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του ναζισμού και του κομμουνισμού δεν επιλέχτηκε τυχαία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού συμπίπτει με την ημερομηνία του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επίθεσης που υπέγραψαν στις 23 Αυγούστου 1939 στην Μόσχα οι Υπουργοί Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι όσοι ξεχνούν αυτό το Σύμφωνο για ιδεολογικούς λόγους, απλώς προσπαθούν μάταια να το σβήσουν από τη μνήμη μας και δεν μπορούν να διαγράψουν την ιστορία όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και όλης της Ανθρωπότητας, αφού ήταν ένας από τους λόγους ύπαρξης του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Το Ευρωκοινοβούλιο την καθιέρωσε από το 2009. Κατά παράδοξο τρόπο, επειδή δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο Καναδάς που πρωτοστάτησε για την καθιέρωση αυτής της μνήμης και μάλιστα ήδη από τη δεκαετία του ’80. Αλλά η μεγάλη αλλαγή φάσης έγινε με την απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου ( 553 υπέρ, 44 κατά, 33 απών) το 2009 με την επέτειο των 70 ετών της υπογραφής αλλά και τα 20 έτη της κατάρρευσης του τείχους στο Βερολίνο. Έτσι η Ευρώπη έβαλε τα θεμέλια της ιστορικής αυτής ημερομηνίας στις ίδιες τις αξίες της. Η 23 Αυγούστου δεν είναι μόνο μία επέτειος στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε κράτη με επίσημο τρόπο. Εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε τον Καναδά και τη Γεωργία, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουμε Σουηδία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Βουλγαρία, Κροατία, Πολωνία, Ουγγαρία και Σλοβακία. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η μη αποδοχή της ύπαρξης αυτής της επετείου είναι καθαρά ιδεολογική και όχι βέβαια ιστορική. Θέτει όμως και ένα θέμα αξιακό και νομικό. Η ημερομηνία είναι της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη-μέλη πρέπει να τη σεβαστούν, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι ανάγκη να τη μετατρέψουν σε εθνική επέτειο. Άρα δεν υπάρχει πλαίσιο απόρριψης σε θεσμικό επίπεδο. Το πιο σοβαρό θέμα όμως αφορά στην αξιολογία. Πώς μπορεί ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος να μην μπορεί να αποδεχτεί ότι έγιναν εγκλήματα από τον κομμουνισμό ενάντια στην Ανθρωπότητα και να θεωρεί επίσης ότι έχει δικαίωμα να εκφραστεί εκ μέρους του ελληνικού λαού που έχει μέσα και το ποντιακό στοιχείο, το οποίο έζησε πάνω του τη βαρβαρότητα του κομμουνισμού. Πώς μπορεί η κυβέρνηση να μη βάζει στο περιθώριο έναν υπουργό που μας εκθέτει όχι μόνο με τη θέση του αλλά και με την καθυστερημένη ιδεολογία του. Η Ελλάδα είναι της ελευθερίας, λαός του Χρόνου που σέβεται τη μνήμη. Και αυτές οι θέσεις είναι απλώς απαράδεκτες για τον Ελληνισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου