του Γιώργου Καραμπελιά
Τελικώς ο Εμμανουέλ Μακρόν –κατορθώνοντας να συσπειρώσει ένα σημαντικό
αριθμό ψηφοφόρων και από άλλες πολιτικές ομάδες και ευαισθησίες– κυριάρχησε
με μεγάλη διαφορά (58,8% έναντι 41,2%) της Μαρίν Λεπέν.
Ωστόσο, ο κίνδυνος υπήρξε πραγματικός και κανείς δεν μπορεί να τον αγνοήσει. Και είναι προφανές πως, αν τα πράγματα δεν αλλάξουν ριζικά, η Λεπεν ή κάποιος Ζεμούρ θα
κυριαρχήσει την επόμενη φορά.
Άλλωστε, και κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για τον δεύτερο γύρο των εκλογών,
έδειξε πως είναι διατεθειμένος να πάρει υπόψη του εκείνα τα οικονομικά,
κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα που είχε σκανδαλωδώς υποτιμήσει η πολιτική
ελίτ της Γαλλίας και της Ευρώπης τα προηγούμενα χρόνια.
Γι’ αυτό, όπως το τόνισε και ο ίδιος στη νικητήρια ομιλία του στο Πεδίο του Άρεως
στο Παρίσι, δεν θέλει η νέα προεδρική πενταετία του να αποτελέσει συνέχεια της
προηγουμένης αλλά να είναι μια αληθινά νέα διακυβέρνηση.
Ο Μακρόν φαίνεται να κατανόησε, τουλάχιστον φραστικά, πως οι γαλλικές εκλογές
σηματοδοτούν –παράλληλα με τον πόλεμο στην Ουκρανία– το οριστικό τέλος της
ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης η οποία και οδήγησε την άκρα δεξιά τόσο κοντά
στην εξουσία.
Διότι καταδείχθηκε πως η αδιαφορία των διεθνοποιημένων ελίτ όχι μόνο για την
εθνική αλλά και για την ευρωπαϊκή συνοχή, υιοθετώντας πολιτικές αυξανόμενων
οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, δεν γίνεται πλέον ανεκτή από την
κοινωνική πλειοψηφία.
Πράγματι, η λογική της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, ανθρώπων και
κεφαλαίων μπορεί να οδηγούσε σε πτώση της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων
που εισάγονται από την Κίνα, την Τουρκία και άλλες χώρες φτηνής εργασίας, όμως
οδηγούσε ταυτόχρονα σε θηριώδη ενίσχυση των ανισοτήτων και βαθύτατη ρήξη
του κοινωνικού ιστού.
Όπως υπολόγισε ο Τομά Πικετί, οι κοινωνικές ανισότητες στη Δύση, αλλά και στη
Γαλλία, επέστρεψαν στο επίπεδο των αρχών του 20ού αιώνα. Σβήνοντας ασύγγνωστα
τα τριάντα ή σαράντα χρόνια μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, από το 1945 έως
το 1980, που αποτέλεσαν το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής των ευρωπαϊκών
κοινωνιών.
Στην ίδια κατεύθυνση, η λογική της ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης της
ανθρώπινης εργασίας για τη μείωση του μισθολογικού κόστους εκτίναξε τα
μεταναστευτικά ρεύματα από πληθυσμούς πολιτισμικά ασύμβατους με τους
εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα των δυτικών κοινωνιών.
Το αποτέλεσμα υπήρξε καταλυτικό. Σε όλη τη Δύση δυναμώνουν τα ρεύματα
αμφισβήτησης της κατεστημένης φιλελεύθερης τάξης, από τις ΗΠΑ και τον Τραμπ
μέχρι το Μπρέξιτ, τον Όρμπαν, τον Σαλβίνι ή τη Λεπέν.
Η παγκοσμιοποίηση γεννάει τον «λαϊκισμό». Και αυτό το διαπιστώνουμε σε όλα τα
πεδία. Η λογική της απόλυτης και ανεξέλεγκτης εξάρτησης από εισαγόμενες ροές
ενέργειας οδηγεί σε κρίσεις όπως αυτή που ζούμε σήμερα με το φυσικό αέριο της
Ρωσίας ως συνέπεια του πολέμου της Ουκρανίας. Κάτι ανάλογο είχε ήδη συμβεί με
την πανδημία και την κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων από την Κίνα. Για να μην
αναφερθούμε στην κρίση που προκαλεί η καταστροφή κάθε έννοιας ταυτότητας και
παράδοσης των ευρωπαϊκών εθνών. Επομένως, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της
ευρωπαϊκής ενεργειακής και εφοδιαστικής αυτονομίας καθώς και η μείωση των
κοινωνικών ανισοτήτων.
Ειδικά για την Ευρώπη, η παρούσα κρίση κινδυνεύει να αποβεί καταστρεπτική εάν
οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν εγκαταλείψουν τις κυρίαρχες λογικές των τελευταίων
τριάντα χρόνων.
Διαφορετικά, μέσα από μια στροφή σε μια στενή εθνική ταυτότητα αποκλειστικά ως
απάντηση στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση, θα ακολουθήσει η αποσύνθεση της
ενωμένης Ευρώπης. Διότι βέβαια κανένα ευρωπαϊκό έθνος μόνο του δεν μπορεί να
αντιμετωπίσει τις ηπειρωτικού χαρακτήρα ενότητες, Κίνας-Ρωσίας, Ινδίας,
αγγλοσαξονικού κόσμου, γεγονός που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αποσύνθεση
των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η μοναδική διέξοδος είναι η ενίσχυση των ευρωπαϊκών εθνών με την παράλληλη
ενδυνάμωση των δομών της Ένωσης. Μέσω μιας οικονομικής και κοινωνικής
πολιτικής που θα αναπτύσσει –συλλογικά και αλληλέγγυα– την ευρωπαϊκή συνοχή,
απορρίπτοντας τη μερκελική αντίληψη μιας απλής ευρωπαϊκής αγοράς για τη
γερμανική βιομηχανία και των ανοικτών συνόρων για φτηνά χέρια. Και, προφανώς,
η αναγκαία ενίσχυση της πολιτικής και αμυντικής διάστασης της Ένωσης. Μόνο η
ένταξη των εθνικών πολιτικών σε μια συνεκτική ευρωπαϊκή ταυτότητα μπορεί να
διασώσει και τα ίδια τα ευρωπαϊκά έθνη και την κουλτούρα τους.
Και το καμπανάκι των γαλλικών εκλογών είναι κυριολεκτικά το τελευταίο πριν από
την ελλοχεύουσα γενικευμένη αποσύνθεση. Και εάν δεν υπήρχε το ζήτημα της
Ουκρανίας και τα μεγάλα γεωπολιτικά προβλήματα τα οποία θέτει η κρίση της
παγκοσμιοποίησης και η ανάγκη ευρωπαϊκής συγκρότησης, η Λεπέν θα είχε ακόμα
μεγαλύτερα ποσοστά.
Εάν η Λεπέν είχε κερδίσει τις εκλογές, μετά το Μπρέξιτ, στη χώρα που αποτελεί
σήμερα τον κινητήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ευρώπη θα κινδύνευε με
διάλυση. Και προφανώς οι συνέπειες θα ήταν πολύ σοβαρότερες για χώρες όπως η
Ελλάδα που εξαρτάται ιδιαίτερα από μια αλληλέγγυα ευρωπαϊκή οικονομική
πολιτική και προπαντός από την αμυντική της διάσταση.
Ο πρόεδρος Μακρόν φάνηκε, έστω την τελευταία στιγμή, μετά τον πρώτο γύρο των
εκλογών, να συνειδητοποιεί τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί η διάσπαση
της γαλλικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας και υποσχέθηκε μια ισχυρότερη Γαλλία σε
μια ισχυρότερη Ευρώπη. Διότι στην πρώτη πενταετία του επέμενε μόνο στην
ισχυρότερη Ευρώπη υποτιμώντας τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της Γαλλίας. Γι’
αυτό και κινδύνεψε.
Όμως, η ευρωπαϊκή ελίτ, της οποίας αποτελεί πλέον το ισχυρότερο χαρτί, θα
θελήσει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο και να κάνει πράξη αυτή την υπόσχεση;
κυριαρχήσει την επόμενη φορά.
Άλλωστε, και κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για τον δεύτερο γύρο των εκλογών,
έδειξε πως είναι διατεθειμένος να πάρει υπόψη του εκείνα τα οικονομικά,
κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα που είχε σκανδαλωδώς υποτιμήσει η πολιτική
ελίτ της Γαλλίας και της Ευρώπης τα προηγούμενα χρόνια.
Γι’ αυτό, όπως το τόνισε και ο ίδιος στη νικητήρια ομιλία του στο Πεδίο του Άρεως
στο Παρίσι, δεν θέλει η νέα προεδρική πενταετία του να αποτελέσει συνέχεια της
προηγουμένης αλλά να είναι μια αληθινά νέα διακυβέρνηση.
Ο Μακρόν φαίνεται να κατανόησε, τουλάχιστον φραστικά, πως οι γαλλικές εκλογές
σηματοδοτούν –παράλληλα με τον πόλεμο στην Ουκρανία– το οριστικό τέλος της
ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης η οποία και οδήγησε την άκρα δεξιά τόσο κοντά
στην εξουσία.
Διότι καταδείχθηκε πως η αδιαφορία των διεθνοποιημένων ελίτ όχι μόνο για την
εθνική αλλά και για την ευρωπαϊκή συνοχή, υιοθετώντας πολιτικές αυξανόμενων
οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, δεν γίνεται πλέον ανεκτή από την
κοινωνική πλειοψηφία.
Πράγματι, η λογική της ανεξέλεγκτης κυκλοφορίας εμπορευμάτων, ανθρώπων και
κεφαλαίων μπορεί να οδηγούσε σε πτώση της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων
που εισάγονται από την Κίνα, την Τουρκία και άλλες χώρες φτηνής εργασίας, όμως
οδηγούσε ταυτόχρονα σε θηριώδη ενίσχυση των ανισοτήτων και βαθύτατη ρήξη
του κοινωνικού ιστού.
Όπως υπολόγισε ο Τομά Πικετί, οι κοινωνικές ανισότητες στη Δύση, αλλά και στη
Γαλλία, επέστρεψαν στο επίπεδο των αρχών του 20ού αιώνα. Σβήνοντας ασύγγνωστα
τα τριάντα ή σαράντα χρόνια μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, από το 1945 έως
το 1980, που αποτέλεσαν το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής των ευρωπαϊκών
κοινωνιών.
Στην ίδια κατεύθυνση, η λογική της ανεξέλεγκτης εμπορευματοποίησης της
ανθρώπινης εργασίας για τη μείωση του μισθολογικού κόστους εκτίναξε τα
μεταναστευτικά ρεύματα από πληθυσμούς πολιτισμικά ασύμβατους με τους
εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα των δυτικών κοινωνιών.
Το αποτέλεσμα υπήρξε καταλυτικό. Σε όλη τη Δύση δυναμώνουν τα ρεύματα
αμφισβήτησης της κατεστημένης φιλελεύθερης τάξης, από τις ΗΠΑ και τον Τραμπ
μέχρι το Μπρέξιτ, τον Όρμπαν, τον Σαλβίνι ή τη Λεπέν.
Η παγκοσμιοποίηση γεννάει τον «λαϊκισμό». Και αυτό το διαπιστώνουμε σε όλα τα
πεδία. Η λογική της απόλυτης και ανεξέλεγκτης εξάρτησης από εισαγόμενες ροές
ενέργειας οδηγεί σε κρίσεις όπως αυτή που ζούμε σήμερα με το φυσικό αέριο της
Ρωσίας ως συνέπεια του πολέμου της Ουκρανίας. Κάτι ανάλογο είχε ήδη συμβεί με
την πανδημία και την κρίση των εφοδιαστικών αλυσίδων από την Κίνα. Για να μην
αναφερθούμε στην κρίση που προκαλεί η καταστροφή κάθε έννοιας ταυτότητας και
παράδοσης των ευρωπαϊκών εθνών. Επομένως, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της
ευρωπαϊκής ενεργειακής και εφοδιαστικής αυτονομίας καθώς και η μείωση των
κοινωνικών ανισοτήτων.
Ειδικά για την Ευρώπη, η παρούσα κρίση κινδυνεύει να αποβεί καταστρεπτική εάν
οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν εγκαταλείψουν τις κυρίαρχες λογικές των τελευταίων
τριάντα χρόνων.
Διαφορετικά, μέσα από μια στροφή σε μια στενή εθνική ταυτότητα αποκλειστικά ως
απάντηση στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση, θα ακολουθήσει η αποσύνθεση της
ενωμένης Ευρώπης. Διότι βέβαια κανένα ευρωπαϊκό έθνος μόνο του δεν μπορεί να
αντιμετωπίσει τις ηπειρωτικού χαρακτήρα ενότητες, Κίνας-Ρωσίας, Ινδίας,
αγγλοσαξονικού κόσμου, γεγονός που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αποσύνθεση
των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Η μοναδική διέξοδος είναι η ενίσχυση των ευρωπαϊκών εθνών με την παράλληλη
ενδυνάμωση των δομών της Ένωσης. Μέσω μιας οικονομικής και κοινωνικής
πολιτικής που θα αναπτύσσει –συλλογικά και αλληλέγγυα– την ευρωπαϊκή συνοχή,
απορρίπτοντας τη μερκελική αντίληψη μιας απλής ευρωπαϊκής αγοράς για τη
γερμανική βιομηχανία και των ανοικτών συνόρων για φτηνά χέρια. Και, προφανώς,
η αναγκαία ενίσχυση της πολιτικής και αμυντικής διάστασης της Ένωσης. Μόνο η
ένταξη των εθνικών πολιτικών σε μια συνεκτική ευρωπαϊκή ταυτότητα μπορεί να
διασώσει και τα ίδια τα ευρωπαϊκά έθνη και την κουλτούρα τους.
Και το καμπανάκι των γαλλικών εκλογών είναι κυριολεκτικά το τελευταίο πριν από
την ελλοχεύουσα γενικευμένη αποσύνθεση. Και εάν δεν υπήρχε το ζήτημα της
Ουκρανίας και τα μεγάλα γεωπολιτικά προβλήματα τα οποία θέτει η κρίση της
παγκοσμιοποίησης και η ανάγκη ευρωπαϊκής συγκρότησης, η Λεπέν θα είχε ακόμα
μεγαλύτερα ποσοστά.
Εάν η Λεπέν είχε κερδίσει τις εκλογές, μετά το Μπρέξιτ, στη χώρα που αποτελεί
σήμερα τον κινητήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ευρώπη θα κινδύνευε με
διάλυση. Και προφανώς οι συνέπειες θα ήταν πολύ σοβαρότερες για χώρες όπως η
Ελλάδα που εξαρτάται ιδιαίτερα από μια αλληλέγγυα ευρωπαϊκή οικονομική
πολιτική και προπαντός από την αμυντική της διάσταση.
Ο πρόεδρος Μακρόν φάνηκε, έστω την τελευταία στιγμή, μετά τον πρώτο γύρο των
εκλογών, να συνειδητοποιεί τους τεράστιους κινδύνους που εγκυμονεί η διάσπαση
της γαλλικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας και υποσχέθηκε μια ισχυρότερη Γαλλία σε
μια ισχυρότερη Ευρώπη. Διότι στην πρώτη πενταετία του επέμενε μόνο στην
ισχυρότερη Ευρώπη υποτιμώντας τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της Γαλλίας. Γι’
αυτό και κινδύνεψε.
Όμως, η ευρωπαϊκή ελίτ, της οποίας αποτελεί πλέον το ισχυρότερο χαρτί, θα
θελήσει να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο και να κάνει πράξη αυτή την υπόσχεση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου