Τι θα κερδίσει η Συμμαχία εάν ενισχυθεί η Βορειοανατολική πτέρυγα αλλά καταρρεύσει η Νοτιοανατολική; Αυτό είναι το ερώτημα που θα πρέπει να τίθεται με απόλυτη σοβαρότητα στους φίλους, εταίρους και συμμάχους. Με κάθε ευκαιρία και αφορμή.
Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος τελείωνε κάθε λόγο του στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, ανεξαρτήτως θέματος, με τη φράση: «και εκτός αυτού, θεωρώ ότι η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί» («Ceterum autem censeo Carthaginem esse delendam»). Η Αθήνα οφείλει να υπενθυμίζει διαρκώς ότι το ΝΑΤΟ δεν κινδυνεύει μόνον στα βορειοανατολικά αλλά και στα νοτιοανατολικά. Η μερική επιτυχία της τουρκικής διαπραγματευτικής προσπάθειας με αφορμή την έναρξη των διαδικασιών διεύρυνσης της συμμαχίας με τη Σουηδία και τη Φινλανδία αποτελεί έναν μόνο σταθμό στην πορεία ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης της θέσης της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο. Μετά τη Μαδρίτη, στις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν την προφανή και τόσο θετική ενίσχυση της Συμμαχίας σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο θα πρέπει να προστεθούν οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την εξελισσόμενη σύγκρουση στη νοτιοανατολική πτέρυγα.
Η ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία ταυτοχρόνως ενισχύει το ΝΑΤΟ και αυξάνει τις πιθανότητες έκρηξης στη νοτιοανατολική πτέρυγά του. Έχουμε αναλύσει τον ρόλο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου ως επιζήμιου για τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και ως παράγοντα που, παρά τις διακηρύξεις περί του αντιθέτου, στην πραγματικότητα βραχυκυκλώνει κάθε προσπάθεια επίτευξης της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Όσο η πολεμική φάση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης παραμένει σε εξέλιξη, η Άγκυρα βλέπει κυρίως δυνατότητες. Για την Τουρκία, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας για την παγίωση του συνολικού «πακέτου Τουρκία» στη Δύση. Η Τουρκία κλιμακώνει στο πλαίσιο της ανάδειξης των όρων παραμονής της στη Δύση σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία: άρση κυρώσεων, επανέναρξη εξοπλισμών, ρόλος στη Συρία, καταδίωξη αντικαθεστωτικών, επιβεβαίωση της εμμονής στη «Γαλάζια πατρίδα» και των αντίστοιχων διεκδικήσεων, όλα αυτά αποτελούν όψεις του «πακέτου Τουρκία» το οποίο η Δύση καλείται να αποδεχτεί στο σύνολό του.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευθεία σύγκρουση με την Ελλάδα αποτελεί για την Τουρκία δεύτερη επιλογή σε σχέση με την παγίωση των διεκδικήσεων χωρίς σύγκρουση αλλά προτιμητέα επιλογή σε σχέση με την απώλεια της ευκαιρίας. Από την άλλη πλευρά, για το ΝΑΤΟ, ένας ενδο-ΝΑΤΟϊκός πόλεμος μέσα στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο θα σημάνει ένα άμεσο, υπαρξιακό δίλημμα: δυναμική παρέμβαση ή τήρηση ίσων αποστάσεων; Και οι δυο επιλογές (όπως και οι παραλλαγές τους) έχουν κόστος για το ΝΑΤΟ στην παρούσα συγκυρία. Σε κάθε όμως περίπτωση, το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να μην είναι έτοιμο να απαντήσει σε αυτό το δίλημμα.
Η τραγωδία που βιώνει η Ουκρανία από τις 24 Φεβρουαρίου είναι ένας καταστροφικός πόλεμος που αναφέρεται ταυτόχρονα σε δυο συνδεόμενα αλλά διακριτά επίπεδα. Είναι, πρώτιστα, η συνέπεια της εισβολής μιας δύναμης – της Ρωσίας – σε ένα γειτονικό ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αυτό είναι το επίπεδο του διακρατικού πολέμου. Ενός πολέμου ως προς τον οποίο (εξ’ απόψεως τόσο αρχής όσο και συγκυρίας) συντάσσεται ο καθένας μας ανεπιφύλακτα με τον αμυνόμενο. Δεν μπορεί να υπάρχει ουδετερότητα απέναντι στην περιφρόνηση της εδαφικής και κυριαρχικής ακεραιότητας ενός κράτους από τον ισχυρό γείτονα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρόκειται για σύγκρουση ανάμεσα στα διάδοχα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση του ομοσπονδιακού αυταρχικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ η κατάρρευση της Σοβιετικής ηγεμονίας το 1989-1990 αποτέλεσε για τους λαούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μια επανάσταση ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αυτογνωσίας, ο τρόπος διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης ως παραπαίοντως αυταρχικού μορφώματος το 1991 δημιούργησε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κύματα συγκρούσεων που ακόμη μας επηρεάζουν.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα τελειώσει εύκολα αν αναμένουμε τις εξελίξεις στο πεδίο αντί της επιστροφής στη διαπραγμάτευση. Το Κρεμλίνο αποκλείεται να εγκαταλείψει την ανατολική Ουκρανία. Όπως εξηγούσε λίγο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας ο George Friedman, ένας αναλυτής που μπορεί να μην είναι ακαδημαϊκός αλλά έχει βαθύτατη και ειδική σχέση με την αμερικανική οπτική γωνία, η περαιτέρω προσέγγιση της Ουκρανίας με τη Δύση θα ερμηνευόταν οπωσδήποτε ως σοβαρή απειλή για τη ρωσική εθνική ασφάλεια (George Friedman, Flashpoints: The Emerging Crisis in Europe, New York: Doubleday, 2015, σελ. 118 και 174). Σκοπός μου όταν αναφέρω την τότε ανάλυση του Friedman δεν είναι να αντιπαραβάλλω τον υποτιθέμενα αντικειμενικό τότε εαυτό του με τον σημερινό στρατευμένο. Άλλωστε οι αναλύσεις οφείλουν να εξελίσσονται και να προσπαθούν να ενσωματώσουν τυχόν παραμέτρους που αγνόησαν. Όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η συστηματική παραγνώριση της πραγματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, δυο αφελείς εμμονές δημιούργησαν περαιτέρω σύγχυση μετά την 24η Φεβρουαρίου. Η πρώτη: η καταδίκη της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ανάξιο σοβαρού αντιλόγου διότι, πρώτον, προϋποθέτει συναίνεση μεταξύ των κρίσιμων δρώντων ως προς το τι πράγματι συνιστά, κάθε φορά, αναθεωρητισμό και, δεύτερον, στον πλανήτη τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προσχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες και συγκεκριμένες.
Η δεύτερη αφελής εμμονή επίσης οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Διότι στην πραγματικότητα, η Τουρκία είναι επικίνδυνη όταν είναι ισχυρή ή/και όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ευκαιριών, όχι όταν «στριμώχνεται». Τα φληναφήματα περί «στριμώγματος», «εκνευρισμού» και τα σχετικά έχουν πλημμυρίσει τον δημόσιο λόγο αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός εξέφρασε τη νέα αυτοπεποίθηση του τουρκικού κατεστημένου στα χρόνια της τουρκικής οικονομικής ανόδου και γεωπολιτικού επαναπροσδιορισμού, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Γι αυτό και επιχείρησα πρόσφατα να επισημάνω τις έξι βασικές εννοιολογικές προϋποθέσεις για την κατανόηση της εξελισσόμενης ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Όμως η σχεδόν αποκλειστική επικέντρωση του ΝΑΤΟ στη βορειοανατολική Ευρώπη μετατρέπει σε απλό θόρυβο τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο αντί να αναγνωρίζει σε αυτά έναν προειδοποιητικό συναγερμό. Σήμερα καθίσταται επιτακτική ανάγκη η εντατικοποίηση της προσπάθειας για την ευαισθητοποίηση του ΝΑΤΟ στις συνέπειες της επερχόμενης ενδο-συμμαχικής σύγκρουσης στη νοτιοανατολική πτέρυγα εξαιτίας του τουρκικού αναθεωρητισμού. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν όρια στη στωϊκότητα της Ελλάδας.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
ΠΗΓΗ https://www.liberal.gr
Η ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία ταυτοχρόνως ενισχύει το ΝΑΤΟ και αυξάνει τις πιθανότητες έκρηξης στη νοτιοανατολική πτέρυγά του. Έχουμε αναλύσει τον ρόλο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου ως επιζήμιου για τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και ως παράγοντα που, παρά τις διακηρύξεις περί του αντιθέτου, στην πραγματικότητα βραχυκυκλώνει κάθε προσπάθεια επίτευξης της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Όσο η πολεμική φάση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης παραμένει σε εξέλιξη, η Άγκυρα βλέπει κυρίως δυνατότητες. Για την Τουρκία, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας για την παγίωση του συνολικού «πακέτου Τουρκία» στη Δύση. Η Τουρκία κλιμακώνει στο πλαίσιο της ανάδειξης των όρων παραμονής της στη Δύση σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία: άρση κυρώσεων, επανέναρξη εξοπλισμών, ρόλος στη Συρία, καταδίωξη αντικαθεστωτικών, επιβεβαίωση της εμμονής στη «Γαλάζια πατρίδα» και των αντίστοιχων διεκδικήσεων, όλα αυτά αποτελούν όψεις του «πακέτου Τουρκία» το οποίο η Δύση καλείται να αποδεχτεί στο σύνολό του.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια ευθεία σύγκρουση με την Ελλάδα αποτελεί για την Τουρκία δεύτερη επιλογή σε σχέση με την παγίωση των διεκδικήσεων χωρίς σύγκρουση αλλά προτιμητέα επιλογή σε σχέση με την απώλεια της ευκαιρίας. Από την άλλη πλευρά, για το ΝΑΤΟ, ένας ενδο-ΝΑΤΟϊκός πόλεμος μέσα στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο θα σημάνει ένα άμεσο, υπαρξιακό δίλημμα: δυναμική παρέμβαση ή τήρηση ίσων αποστάσεων; Και οι δυο επιλογές (όπως και οι παραλλαγές τους) έχουν κόστος για το ΝΑΤΟ στην παρούσα συγκυρία. Σε κάθε όμως περίπτωση, το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να μην είναι έτοιμο να απαντήσει σε αυτό το δίλημμα.
Η τραγωδία που βιώνει η Ουκρανία από τις 24 Φεβρουαρίου είναι ένας καταστροφικός πόλεμος που αναφέρεται ταυτόχρονα σε δυο συνδεόμενα αλλά διακριτά επίπεδα. Είναι, πρώτιστα, η συνέπεια της εισβολής μιας δύναμης – της Ρωσίας – σε ένα γειτονικό ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Αυτό είναι το επίπεδο του διακρατικού πολέμου. Ενός πολέμου ως προς τον οποίο (εξ’ απόψεως τόσο αρχής όσο και συγκυρίας) συντάσσεται ο καθένας μας ανεπιφύλακτα με τον αμυνόμενο. Δεν μπορεί να υπάρχει ουδετερότητα απέναντι στην περιφρόνηση της εδαφικής και κυριαρχικής ακεραιότητας ενός κράτους από τον ισχυρό γείτονα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρόκειται για σύγκρουση ανάμεσα στα διάδοχα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση του ομοσπονδιακού αυταρχικού συστήματος της Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ η κατάρρευση της Σοβιετικής ηγεμονίας το 1989-1990 αποτέλεσε για τους λαούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μια επανάσταση ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αυτογνωσίας, ο τρόπος διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης ως παραπαίοντως αυταρχικού μορφώματος το 1991 δημιούργησε βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα κύματα συγκρούσεων που ακόμη μας επηρεάζουν.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα τελειώσει εύκολα αν αναμένουμε τις εξελίξεις στο πεδίο αντί της επιστροφής στη διαπραγμάτευση. Το Κρεμλίνο αποκλείεται να εγκαταλείψει την ανατολική Ουκρανία. Όπως εξηγούσε λίγο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας ο George Friedman, ένας αναλυτής που μπορεί να μην είναι ακαδημαϊκός αλλά έχει βαθύτατη και ειδική σχέση με την αμερικανική οπτική γωνία, η περαιτέρω προσέγγιση της Ουκρανίας με τη Δύση θα ερμηνευόταν οπωσδήποτε ως σοβαρή απειλή για τη ρωσική εθνική ασφάλεια (George Friedman, Flashpoints: The Emerging Crisis in Europe, New York: Doubleday, 2015, σελ. 118 και 174). Σκοπός μου όταν αναφέρω την τότε ανάλυση του Friedman δεν είναι να αντιπαραβάλλω τον υποτιθέμενα αντικειμενικό τότε εαυτό του με τον σημερινό στρατευμένο. Άλλωστε οι αναλύσεις οφείλουν να εξελίσσονται και να προσπαθούν να ενσωματώσουν τυχόν παραμέτρους που αγνόησαν. Όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η συστηματική παραγνώριση της πραγματικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, δυο αφελείς εμμονές δημιούργησαν περαιτέρω σύγχυση μετά την 24η Φεβρουαρίου. Η πρώτη: η καταδίκη της ρωσικής εισβολής συνεπάγεται την απόκρουση και των άλλων αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ανάξιο σοβαρού αντιλόγου διότι, πρώτον, προϋποθέτει συναίνεση μεταξύ των κρίσιμων δρώντων ως προς το τι πράγματι συνιστά, κάθε φορά, αναθεωρητισμό και, δεύτερον, στον πλανήτη τα κλισέ περισσεύουν όπως και τα προσχήματα: οι αναθεωρητικοί δρώντες είναι πολλοί, οι διεθνείς αντιδράσεις λίγες και συγκεκριμένες.
Η δεύτερη αφελής εμμονή επίσης οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Διότι στην πραγματικότητα, η Τουρκία είναι επικίνδυνη όταν είναι ισχυρή ή/και όταν διαπιστώνει την ύπαρξη ευκαιριών, όχι όταν «στριμώχνεται». Τα φληναφήματα περί «στριμώγματος», «εκνευρισμού» και τα σχετικά έχουν πλημμυρίσει τον δημόσιο λόγο αλλά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός εξέφρασε τη νέα αυτοπεποίθηση του τουρκικού κατεστημένου στα χρόνια της τουρκικής οικονομικής ανόδου και γεωπολιτικού επαναπροσδιορισμού, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Γι αυτό και επιχείρησα πρόσφατα να επισημάνω τις έξι βασικές εννοιολογικές προϋποθέσεις για την κατανόηση της εξελισσόμενης ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Όμως η σχεδόν αποκλειστική επικέντρωση του ΝΑΤΟ στη βορειοανατολική Ευρώπη μετατρέπει σε απλό θόρυβο τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο αντί να αναγνωρίζει σε αυτά έναν προειδοποιητικό συναγερμό. Σήμερα καθίσταται επιτακτική ανάγκη η εντατικοποίηση της προσπάθειας για την ευαισθητοποίηση του ΝΑΤΟ στις συνέπειες της επερχόμενης ενδο-συμμαχικής σύγκρουσης στη νοτιοανατολική πτέρυγα εξαιτίας του τουρκικού αναθεωρητισμού. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι υπάρχουν όρια στη στωϊκότητα της Ελλάδας.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
ΠΗΓΗ https://www.liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου