Οι εξοπλισμοί ενός κράτους σχετίζονται με το περιβάλλον απειλής που αυτή αντιμετωπίζει. Κατά συνέπεια, οι ελληνικοί εξοπλισμοί στόχο έχουν κυρίως να αντιμετωπίσουν την τουρκική απειλή.
Αυτή η κατάσταση είναι σε γενικές γραμμές ίδια τον τελευταίο μισό αιώνα. Ιστορικά, η επιθετικότητα των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες τεκμηριώνεται ως γενική τάση τουλάχιστον για τους τελευταίους σχεδόν δέκα αιώνες. Άρα οι αιτίες της τουρκικής συμπεριφοράς δεν είναι τέτοιες που να επιδέχονται θεραπείας με μια πολιτική απόφαση κάποιων πεφωτισμένων ηγεσιών εκατέρωθεν για ειρηνική συμβίωση…
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Η ανάγκη πολυδιάστατης αποτροπής της Τουρκίας και των επιδιώξεών της υπαγορεύει, μεταξύ άλλων και τους εξοπλισμούς. Η διαχρονική, άρα στρατηγική φύση της τουρκικής απειλής, δυστυχώς δεν αντιμετωπίζεται με εξίσου μακροπρόθεσμη οπτική. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι εθισμένο σε μια τακτικής φύσεως αντιμετώπιση της απειλής. Συνήθως αντιδρά σε εξελίξεις, δεν προσπαθεί να τις διαμορφώσει.
Έτσι και με τους εξοπλισμούς. Απουσιάζει ηχηρά μια μακροπρόθεσμη στρατηγική εξοπλισμών που θα συμφωνηθεί από όλους και θα υπηρετηθεί με σταθερότητα, π.χ. για τις επόμενες δυο-τρεις δεκαετίες. Την κρίση του Μαρτίου 1987 ακολούθησε η περίφημη αγορά του αιώνα. Η πολυδιάστατη εσωτερική πολιτική παθογένεια οδήγησε σε εξοπλιστική απραξία, λες και η απειλή είχε εξαφανιστεί.
Αυτό μας έφερε [σ]την κρίση των Ιμίων. Ακολούθησε η εξοπλιστική φρενίτιδα της εποχής Τσοχατζόπουλου – Παπαντωνίου στο υπουργείο Άμυνας, στο πλαίσιο της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη. Η ένταξη της χώρας στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και η υιοθέτηση του ευρώ, οδήγησε στην ψευδαίσθηση ότι τα σύνορα της ενωμένης Ευρώπης, άρα και τα ελληνικά, είναι εξασφαλισμένα. Ο φθηνός δανεισμός που κατευθύνθηκε στην κατανάλωση εκτόξευσε το ελληνικό χρέος, με τη χώρα να μην έχει αποπληρώσει τα εξοπλιστικά συμβόλαια των προηγουμένων ετών.
Με εξαίρεση μια τελευταία προμήθεια μαχητικών F-16, ακολούθησε σταδιακά εξοπλιστική απραξία, παράλληλα με την εγκατάλειψη της συντήρησης των υφισταμένων οπλικών συστημάτων. Ήρθε μετά το 2008 η οικονομική κρίση και η περίοδος των Μνημονίων. Ο αμυντικός μηχανισμός της χώρας κινδύνεψε σοβαρά να τιναχθεί στον αέρα. Ωστόσο, εάν είχε η Ελλάδα κάτι να αντιπαρατάξει αποτρεπτικά στη θεαματική όξυνση της τουρκικής απειλής, αυτό ήταν τα -έστω ασυντήρητα- οπλικά συστήματα που είχαν αποκτηθεί στο παρελθόν.
Η σοβαρή κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία θα μπορούσε να έχει εντελώς διαφορετική έκβαση για την Ελλάδα. Για καλή της τύχη όμως, ο ηγέτης της Τουρκίας Ερντογάν έκανε το λάθος να θεωρήσει ότι η Δύση θα «κατάπινε» στο τέλος την προμήθεια ενός ρωσικής προέλευσης κύριου οπλικού συστήματος, όπως το αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας S-400 Triumf. Παρά τις προβλέψιμες αναταράξεις, η τουρκική ηγεσία θεώρησε πως για μια ακόμη φορά θα σταθμιζόταν κατά προτεραιότητα η γεωστρατηγική σημασία του τουρκικού χώρου και ανέλαβε, όπως άλλωστε το συνηθίζει, ένα ρίσκο που αυτή τη φορά δεν της βγήκε.
Για καλή μας τύχη λοιπόν, τα τουρκικά σφάλματα σε συνδυασμό με τη θεαματική, σε βαθμό στρατηγικής ταύτισης, βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, συν τη διπλωματική κινητοποίηση των τριών τελευταίων κυβερνήσεων με στόχο σειρά σημαντικών χωρών από τον μεσογειακό χώρο μέχρι τον Κόλπο, ενίσχυσε θεαματικά τη διπλωματική διάσταση της ελληνικής αποτροπής. Αυτό αποδεικνύει τη σημασία της συνεπούς, σε γενικές γραμμές, επιδίωξης εθνικών στόχων ανεξαρτήτως κυβερνήσεων.
Δυστυχώς, κάτι παρόμοιο δεν το έχουμε καταφέρει στα εξοπλιστικά. Δεν έχουμε κατορθώσει να καταλήξουμε σε μια αυστηρή ιεράρχηση όσων απαιτούνται για τους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, να κάνουμε τις επιλογές μας στους αριθμούς που απαιτούνται και να δεσμευθούμε στη συνεπή υπηρέτηση αυτών των στόχων. Αντ’ αυτού, έχουμε επιλέξει αποσπασματικές μικρές σε αριθμούς αγορές που στοιχίζουν πανάκριβα και δεν ωφελούν την εγχώρια βιομηχανική βάση. Σε αντίθεση με όσα κάνει η Τουρκία και το σύνολο σχεδόν των συμμάχων της Ελλάδας, των οποίων οι αμυντικές βιομηχανίες επωφελούνται από αυτή την ελληνική «λογική».
Έστω και την ύστατη ώρα, υπάρχει άραγε η πολιτική αρετή να συμφωνήσουμε πόσα Rafale, F-35, FDI Belharra HN, κορβέτες, ελικόπτερα, άρματα μάχης, ΤΟΜΑ κ.λπ. χρειαζόμαστε, ώστε και να φτιάξουμε ένα σχέδιο διαγωνισμών και κατά προτεραιότητα συμβασιοποιήσεων με μακροχρόνιο ορίζοντα;
Όταν πεις στον Αμερικανό, Γάλλο, Ιταλό, Ολλανδό, Βρετανό κ.λπ. ποια είναι η συνολική απαίτηση για ένα οπλικό σύστημα, σε συνδυασμό με συγκεκριμένο ποσοστό εγχώριου υποκατασκευαστικού έργου και μεταφοράς τεχνογνωσίας, θα είχε οποιοσδήποτε επίδοξος προμηθευτής την πολυτέλεια να αδιαφορήσει για ένα τέτοιο μακροχρόνιο συμβόλαιο συνεργασίας; Το οποίο όμως θα είναι σχεδιασμένο ώστε μέρος της επένδυσης να επιστρέψει στη χώρα τροφοδοτώντας την ανάπτυξη που είναι προϋπόθεση μείωση του χρέους ως ποσοστό επί του ΑΕΠ;
Τις τελευταίες ημέρες η δημόσια συζήτηση έχει επικεντρωθεί στην υπόθεση της αποδέσμευσης ή μη της πλέον σύγχρονης έκδοσης των F-16 (Block 70/72) για την Τουρκία, με τη διεξαγωγή μιας παρανοϊκής εσωτερικής συζήτησης με εμφανή πρόθεση την εξυπηρέτηση κομματικών στόχων. Με τέτοια πολιτική νοοτροπία είναι ποτέ δυνατόν να συμπεριφερθεί ορθολογικά η Ελλάδα; Αυτά που θα έπρεπε να απασχολούν και την κυβέρνηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι εντελώς διαφορετικά…
Καταρχάς, συμφέρον της χώρας είναι να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μπορεί, ώστε να προωθήσει τις πρωτοβουλίες αποκατάστασης ενός ισοζυγίου ισχύος στην περιοχή. Αξίζει βέβαια να υπενθυμιστεί ότι η πρωτοβουλία μπλοκαρίσματος της έγκρισης πώλησης κύριων οπλικών συστημάτων στην Τουρκία δεν αποτέλεσε συντονισμένη κρατική προσπάθεια της Ελλάδας, αλλά δουλειά ανεξάρτητου ελληνικού λόμπι…
Ήδη με τις ενέργειες αυτές έχει κερδηθεί πολύτιμος χρόνος που ωφελεί την ελληνική άμυνα. Ωστόσο, η Τουρκία έχει ήδη ξεκινήσει την εξέταση εναλλακτικών λύσεων όπως αυτές των Eurofighter Typhoon, ενώ τις τελευταίες ημέρες ακούγονται και τα σουηδικά SAAB Jas-39 Gripen. Ασχολήθηκε κανείς με τη σχεδίαση της ελληνικής απάντησης σε περίπτωση που η Τουρκία κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση;
Πιο αναλυτικά, ενσωματώνουν τα εν λόγω αεροσκάφη – δυνητικές τουρκικές εναλλακτικές λύσεις, αμερικανικής προέλευσης υποσυστήματα τα οποία δίνουν δυνατότητα άτυπου αμερικανικού βέτο στην πώλησή τους στην Τουρκία; Διότι κι εκεί το ελληνικό λόμπι θα χρειαστεί να κινητοποιηθεί. Εάν δε κριθεί ότι θα μπορούσε να προχωρήσει η Τουρκία ανεμπόδιστη στην υιοθέτηση κάποιας εναλλακτικής λύσης, ασχολήθηκε κανείς να αξιολογήσει σε βάθος χρόνου τι είδους απειλή θα συνιστά για την ελληνική άμυνα;
Διότι σε μια αποθέωση της ενίοτε παράλογης… λογικής της στρατηγικής, εάν στραφεί εξ ανάγκης η Τουρκία σε κάποια εναλλακτική, δεν θα πρέπει κανείς να ζυγίσει μήπως τελικά μας συμφέρει περισσότερο μια τουρκική Αεροπορία εξοπλισμένη έστω με τα πλέον σύγχρονα F-16 που η αντίστοιχη ελληνική Πολεμική Αεροπορία τα γνωρίζει καλά, αντί μιας προμήθειας που θα οδηγήσει τους Τούρκους στην απόκτηση υπέρτερων επιχειρησιακών δυνατοτήτων; Κι αυτό ανεξαρτήτως κόστους, καθώς η Τουρκία έχει αποδείξει ότι προτεραιοποιεί τη στρατιωτική ισχύ εντελώς διαφορετικά εν συγκρίσει με την Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα στερείται διαχρονικά σοβαρής πολιτικής για την άμυνα. Ας ελπίσουμε ότι το παράδειγμα της διπλωματίας, στο σκέλος που αφορά τη λογική ανάπτυξης σχέσεων με σειρά χωρών την τελευταία δεκαετία, θα το ακολουθήσουμε και στην άμυνα της χώρας. Μας μοιάζει όμως το πολιτικό μας σύστημα ώριμο και έτοιμο, όχι μόνο να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση αλλά και να επιβάλει στη στρατιωτική ηγεσία ένα πλαίσιο που θα ξεπερνά τις δικές τους εσωτερικές έριδες και προτιμήσεις;
Ένα πλαίσιο που θα διασφαλίσει πως όλοι θα λειτουργήσουν κατά τρόπον που θα ευνοήσει τη χάραξη μιας πολιτική εξοπλισμών σε βάθος δυο-τριών δεκαετιών, μια πολιτική που θα εγκριθεί, θα προτεραιοποιηθεί και θα υλοποιηθεί ανεξαρτήτως του ποιος θα κυβερνήσει! Και μόνο η εικόνα που θα εισπράξει ο αντίπαλος, θα ενισχύσει θεαματικά το στρατιωτικό σκέλος της εθνικής αποτρεπτικής προσπάθειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου