Του Νίκου Φουσέκη
από το tsantiri
Είδα τη διαφήμιση αγόρασα την εφημερίδα και ήταν η πρώτη εφημερίδα μετά από αρκετούς μήνες. Λίγο το διαδίκτυο, λίγο η τηλεόραση, τα «νέα» μπαγιατεύουν. Άσε που με την κρίση… τι να λέμε τώρα. Η «προσφορά» ήρθε να αναπληρώσει ένα «βινύλιο» του 80 χιλιοπαιγμένο και ταλαιπωρημένο τόσο που όπου δεν πήδαγε η βελόνα κολλούσε.
Ήταν τότε που έφηβος ακροβατώντας -επαναστάτης ή τσόγλανος- έβαζα το τραγούδι «ερωτικό» των Μουσικών Ταξιαρχιών στο πικάπ και κρυφογελούσα με το σαλτάρισμα της μάνας και της μακαρίτισσας γιαγιάς μου. Δεν είχα συναίσθηση τότε του νοήματος των στοίχων. Ίσως κι εσύ φίλη ή φίλε μου που διαβάζεις αυτές τις αράδες να μην το είχες συνειδητοποιήσει τότε. Μέχρι που βγήκες στη γύρα να πιάσεις δουλειά. Και αν κάποτε ήταν λιγότερο δύσκολο να πιάσεις δουλειά, σήμερα το ποθούμενο είναι να βρεις μια.
Στην ουσία το θέμα μπαίνει από την αρχή λάθος καθώς το ζητούμενο τίθεται ως «δουλειά» και όχι ως «εργασία». Η διαφορά είναι μεγάλη καθώς στην πρώτη περίπτωση η μετατόπιση του τόνου στην παραλήγουσα αποκαλύπτει την αλήθεια ενώ, στη δεύτερη έχουμε το κριτήριο της «ελευθερίας». Πόσοι από εμάς δουλεύουν –αν δουλεύουν- και πόσοι εργάζονται;
«Ξεκόλλα ρε περίεργε» θα μου πεις και όχι άδικα. «Εδώ η ανεργία αγγίζει το 27% κι εσύ έχεις όρεξη»… Όρεξη δεν έχω. Να καταλάβω τι στο καλό μας συμβαίνει προσπαθώ. Διανύουμε το πέμπτο χρόνο της Κρίσης που μας γονατίζει και στο μέλλον δε βλέπω τι μπορεί να γίνει. Μα ακόμα και αν δούμε «φως» το τούνελ δεν αποκλείεται να είναι ενός τραίνου που έρχεται με φόρα καταπάνω μας. Η οικονομία μας είναι στην εντατική παλεύοντας να επιβιώσει. Η επιβίωση όμως δεν εξασφαλίζει ανάπτυξη κι ευημερία αν δεν υπάρξουν προϋποθέσεις και αρχές.
Αν δούμε πίσω στο χρόνο θα διαπιστώσουμε πως η αρχή της αυτάρκειας χάνεται από τη δεκαετία κιόλας του 50. Η Ελλάδα μετά από μια σκληρή Κατοχή κι έναν αιματηρό Εμφύλιο πόλεμο γλύφει τις πληγές της. Η ύπαιθρος ο βασικός στυλοβάτης της οικονομίας αρχίζει να χάνει τον κόσμο της που ψάχνει ένα καλύτερο μέλλον στην πρωτεύουσα και στις φάμπρικες της Κεντρικής Ευρώπης. Τα εμβάσματα των μεταναστών με το σκληρό νόμισμα του Μάρκου και του Δολαρίου δίνουν τις ανάσες που η εγχώρια και μικρή βιομηχανική παραγωγή αδυνατεί να δώσει. Έτσι και αλλιώς η Βιομηχανική Επανάσταση από την Ελλάδα πέρασε “transit”, μαζί της και η όποια ανάπτυξη βασισμένη σε κάποια μεγάλα έργα αλλά κυρίως στην εσωτερική αγορά υπό το όραμα της «αντιπαροχής». Ίσως το σχόλιο μου είναι ειρωνικό. Γιατί να μην είναι; Το μοντέλο της ελεύθερης οικονομίας δεν ακολουθήσαμε; Ακόμα κι εμφύλιος έγινε για αυτό. Μια ερώτηση μόνο: «Όλων αυτών που κυβέρνησαν τότε, πέρασε ποτέ από το μυαλό τους πως η μέση οικογένεια θα μπορέσει κάποτε να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο»; Αφού το είδαν να γίνεται σε όλο το Δυτικό Κόσμο. Το σύνδρομο της Ψωροκώσταινας ξεκινούσε από την ηγεσία. Έτσι και αλλιώς η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν έχει τις ρίζες της στην Αναγένηση όπως στη Δυτική Ευρώπη αλλά στην Τουρκοκρατία. Οι περισσότεροι αν όχι όλοι εθνικοί ευεργέτες ήταν Έλληνες της Διασποράς, έμποροι από την Ιταλία και την Αυστρία και από τη Μολδοβλαχία και τη Ρωσία μέχρι τη Μικρά Ασία και την Αλεξάνδρια.
Στη δεκαετία 70 μια ακόμη πηγή πλούτου πολλά υποσχόμενη άρχισε να δίνει πνοή και προοπτικές. Ο Τουρισμός. Απλά ας μου εξηγήσει κάποιος πως είναι δυνατό μια εβδομάδα στην Αράχοβα να είναι ακριβότερη από την αντίστοιχη στις Άλπεις συν τα αεροπορικά…
Κι ερχόμαστε στην έλευση της «Αλλαγής» ή του «Αντίχριστου» αν θέλετε διότι τότε είναι που ξεκίνησαν όλα όπως οι περισσότεροι ισχυρίζονται. Μόνο που δε συμφωνούν μεταξύ τους για τους λόγους. Οι μεν κατηγορούν τους δε ότι γέμισαν το Δημόσιο, ένα προνόμιο που οι ίδιοι είχαν αποκλειστικό από την Απελευθέρωση καθώς οι «δε» ακόμα και για τη συμμετοχή τους σε εισαγωγικές εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα έπρεπε μαζί με τα δικαιολογητικά να προσκομίσουν και Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων…
Επί 30 τουλάχιστον χρόνια η μετανάστευση ήταν για τους «δε» μια διέξοδος που οι «μεν» ενθάρηναν καθώς βόλευε και στους εκλογικούς κατάλογους. Αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν πρέπει να εκληφθεί ως δικαιολογία ούτε σαν πρόφαση. Είναι μια πραγματικότητα.
Και είναι μια εποχή που κληροδοτούνται χρεωκοπημένες βιομηχανίες στην εντατική του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων για να μην κλείσουν. Οι «βιομήχανοι» παραδόξως απλά άλλαξαν επιτήδευμα κι έγιναν έμποροι. Ήδη η χώρα από τη Μεταπολίτευση κιόλας εισάγει περισσότερα από όσο εξάγει. Η εσωτερική μετανάστευση άφησε τη μισή ύπαιθρο ακαλιέργητη. Η «αγορά» κινείται από την αρχή με πλασματικά νούμερα. Η «αβεβαιότητα» για ένα λαό που από την αρχή του αιώνα είδε διάφορους πόλεμους για 30 περίπου χρόνια και 7-8 στρατιωτικά κινήματα και Δικτατορίες μπορεί να εξηγηθεί υπό αυτό το πρίσμα. Το Δημόσιο εξασφάλιζε το «βρέξει χιονίσει». Να μην παραξενεύει κανέναν που οι Έλληνες ήθελαν να εξασφαλιστούν σε αυτό. Αν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τα δύο κόμματα που διόρισαν στο Δημόσιο ας το κάνει με το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι προσληφθέντες ήταν ανειδίκευτοι. Πόσες εξάλλου είναι οι εταιρίες που τα τελευταία 30 χρόνια –τουλάχιστον- πληρώνουν στην ώρα τους, κολλάνε τα ένσημα, δίνουν τις άδειες και τα ρεπό κανονικά, πληρώνουν μέχρι δεκάρας όλες τις υπερεργασίες, δε βάζουν όρια και φρένο στη μητρότητα των γυναικών κλπ. Πάντως η πρόσληψη με μέσον δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Δημοσίου. Και στον Ιδιωτικό τομέα συμβαίνει με τις περισσότερες επιχειρήσεις που είναι οικογενειακές. Η «αξιοκρατία» είναι κι εδώ «transit».
Έχουμε να κάνουμε με τον προσωπικό αγώνα του καθενός για επιβίωση. Είναι ένας αγώνας που όλοι θα ήθελαν να είναι τίμιος και δίκαιος αλλά όλοι σχεδόν το επικαλούνται για όλους τους άλλους. Αν δε το ζήσεις δε μπορείς να κρίνεις ανέξοδα. Το πρόβλημα είναι πως δεν παράγεται φθηνό καταναλώσημο προϊόν σε ικανή ποσότητα ώστε να έχουμε πλούτο. Πρέπει ο τόπος να αποκτήσει πάλι την αυτάρκεια του. Κι εδώ το ερώτημα είναι «πως»; Υπάρχουν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις; Ακόμα και αν ένα μαγικό χέρι διέγραφε εντελώς το χρέος της πατρίδας μας δε βρίσκω τον τρόπο που ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες θα ξαναβρούν δουλειά (δε λέω «εργασία» για να μη μπερδέψω και άλλο την κουβέντα). Σε πόσο χρόνο; Πόσες εταιρίες θα πρέπει να έρθουν ή να δημιουργηθούν και να απορροφήσουν όλο αυτό τον κόσμο έστω και με τον τριτοκοσμικό μισθό των 400 ευρώ;
Υπάρχει σχέδιο; Περιμένουμε το θαύμα; Ακόμα και αν βγάλουμε σε 5-6 χρόνια τα πετρέλαια μπορεί να φτηνύνει το κόστος λειτουργίας και να απαλλαγούμε προοδευτικά από πολλούς φόρους. Μήπως θα αποροφηθεί η ανεργία στις πετρελαϊκές και τα βενζινάδικα; Τι μπορεί να γίνει μέχρι τότε;
Η αποκέντρωση και η επιστροφή στην επαρχία μοιάζει να είναι μονόδρομος. Όμως με τι σχέδιο, τι εγγυήσεις και ποια κίνητρα;
Σκέφτομαι τα νέα ζευγάρια που θέλουν να ξεκινήσουν τη ζωή τους και άλλα τόσα που τα βρήκε η φουρτούνα της ανεργίας με τους δοσάδες να τους ζαλίζουν τον έρωτα. Βάζω το cd από την εφημερίδα. «Ερωτικό» λέγεται το άσμα. Μουσική μπλουζ στην εισαγωγή και ακολουθεί η φωνή του Τζιμάκου σαν ψαλμός
Λες «με αγαπάς» θες να παντρευτούμε,
λες «με αγαπάς» κι όλο μου δίνεις συμβουλές.
«Πρώτα να τελειώσω το Πανεπιστήμιό μου,
μετά να κάνω τη θητεία στο Στρατό,
να πιάσω δουλειά σε κανένα γραφείο
να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά».
Κι εγώ σε αγαπώ, γ……… μου (δικό σας)
Νίκος Φουσέκης
από το tsantiri
Είδα τη διαφήμιση αγόρασα την εφημερίδα και ήταν η πρώτη εφημερίδα μετά από αρκετούς μήνες. Λίγο το διαδίκτυο, λίγο η τηλεόραση, τα «νέα» μπαγιατεύουν. Άσε που με την κρίση… τι να λέμε τώρα. Η «προσφορά» ήρθε να αναπληρώσει ένα «βινύλιο» του 80 χιλιοπαιγμένο και ταλαιπωρημένο τόσο που όπου δεν πήδαγε η βελόνα κολλούσε.
Ήταν τότε που έφηβος ακροβατώντας -επαναστάτης ή τσόγλανος- έβαζα το τραγούδι «ερωτικό» των Μουσικών Ταξιαρχιών στο πικάπ και κρυφογελούσα με το σαλτάρισμα της μάνας και της μακαρίτισσας γιαγιάς μου. Δεν είχα συναίσθηση τότε του νοήματος των στοίχων. Ίσως κι εσύ φίλη ή φίλε μου που διαβάζεις αυτές τις αράδες να μην το είχες συνειδητοποιήσει τότε. Μέχρι που βγήκες στη γύρα να πιάσεις δουλειά. Και αν κάποτε ήταν λιγότερο δύσκολο να πιάσεις δουλειά, σήμερα το ποθούμενο είναι να βρεις μια.
Στην ουσία το θέμα μπαίνει από την αρχή λάθος καθώς το ζητούμενο τίθεται ως «δουλειά» και όχι ως «εργασία». Η διαφορά είναι μεγάλη καθώς στην πρώτη περίπτωση η μετατόπιση του τόνου στην παραλήγουσα αποκαλύπτει την αλήθεια ενώ, στη δεύτερη έχουμε το κριτήριο της «ελευθερίας». Πόσοι από εμάς δουλεύουν –αν δουλεύουν- και πόσοι εργάζονται;
«Ξεκόλλα ρε περίεργε» θα μου πεις και όχι άδικα. «Εδώ η ανεργία αγγίζει το 27% κι εσύ έχεις όρεξη»… Όρεξη δεν έχω. Να καταλάβω τι στο καλό μας συμβαίνει προσπαθώ. Διανύουμε το πέμπτο χρόνο της Κρίσης που μας γονατίζει και στο μέλλον δε βλέπω τι μπορεί να γίνει. Μα ακόμα και αν δούμε «φως» το τούνελ δεν αποκλείεται να είναι ενός τραίνου που έρχεται με φόρα καταπάνω μας. Η οικονομία μας είναι στην εντατική παλεύοντας να επιβιώσει. Η επιβίωση όμως δεν εξασφαλίζει ανάπτυξη κι ευημερία αν δεν υπάρξουν προϋποθέσεις και αρχές.
Αν δούμε πίσω στο χρόνο θα διαπιστώσουμε πως η αρχή της αυτάρκειας χάνεται από τη δεκαετία κιόλας του 50. Η Ελλάδα μετά από μια σκληρή Κατοχή κι έναν αιματηρό Εμφύλιο πόλεμο γλύφει τις πληγές της. Η ύπαιθρος ο βασικός στυλοβάτης της οικονομίας αρχίζει να χάνει τον κόσμο της που ψάχνει ένα καλύτερο μέλλον στην πρωτεύουσα και στις φάμπρικες της Κεντρικής Ευρώπης. Τα εμβάσματα των μεταναστών με το σκληρό νόμισμα του Μάρκου και του Δολαρίου δίνουν τις ανάσες που η εγχώρια και μικρή βιομηχανική παραγωγή αδυνατεί να δώσει. Έτσι και αλλιώς η Βιομηχανική Επανάσταση από την Ελλάδα πέρασε “transit”, μαζί της και η όποια ανάπτυξη βασισμένη σε κάποια μεγάλα έργα αλλά κυρίως στην εσωτερική αγορά υπό το όραμα της «αντιπαροχής». Ίσως το σχόλιο μου είναι ειρωνικό. Γιατί να μην είναι; Το μοντέλο της ελεύθερης οικονομίας δεν ακολουθήσαμε; Ακόμα κι εμφύλιος έγινε για αυτό. Μια ερώτηση μόνο: «Όλων αυτών που κυβέρνησαν τότε, πέρασε ποτέ από το μυαλό τους πως η μέση οικογένεια θα μπορέσει κάποτε να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο»; Αφού το είδαν να γίνεται σε όλο το Δυτικό Κόσμο. Το σύνδρομο της Ψωροκώσταινας ξεκινούσε από την ηγεσία. Έτσι και αλλιώς η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν έχει τις ρίζες της στην Αναγένηση όπως στη Δυτική Ευρώπη αλλά στην Τουρκοκρατία. Οι περισσότεροι αν όχι όλοι εθνικοί ευεργέτες ήταν Έλληνες της Διασποράς, έμποροι από την Ιταλία και την Αυστρία και από τη Μολδοβλαχία και τη Ρωσία μέχρι τη Μικρά Ασία και την Αλεξάνδρια.
Στη δεκαετία 70 μια ακόμη πηγή πλούτου πολλά υποσχόμενη άρχισε να δίνει πνοή και προοπτικές. Ο Τουρισμός. Απλά ας μου εξηγήσει κάποιος πως είναι δυνατό μια εβδομάδα στην Αράχοβα να είναι ακριβότερη από την αντίστοιχη στις Άλπεις συν τα αεροπορικά…
Κι ερχόμαστε στην έλευση της «Αλλαγής» ή του «Αντίχριστου» αν θέλετε διότι τότε είναι που ξεκίνησαν όλα όπως οι περισσότεροι ισχυρίζονται. Μόνο που δε συμφωνούν μεταξύ τους για τους λόγους. Οι μεν κατηγορούν τους δε ότι γέμισαν το Δημόσιο, ένα προνόμιο που οι ίδιοι είχαν αποκλειστικό από την Απελευθέρωση καθώς οι «δε» ακόμα και για τη συμμετοχή τους σε εισαγωγικές εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα έπρεπε μαζί με τα δικαιολογητικά να προσκομίσουν και Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων…
Επί 30 τουλάχιστον χρόνια η μετανάστευση ήταν για τους «δε» μια διέξοδος που οι «μεν» ενθάρηναν καθώς βόλευε και στους εκλογικούς κατάλογους. Αυτό είναι ένα δεδομένο που δεν πρέπει να εκληφθεί ως δικαιολογία ούτε σαν πρόφαση. Είναι μια πραγματικότητα.
Και είναι μια εποχή που κληροδοτούνται χρεωκοπημένες βιομηχανίες στην εντατική του Οργανισμού Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων για να μην κλείσουν. Οι «βιομήχανοι» παραδόξως απλά άλλαξαν επιτήδευμα κι έγιναν έμποροι. Ήδη η χώρα από τη Μεταπολίτευση κιόλας εισάγει περισσότερα από όσο εξάγει. Η εσωτερική μετανάστευση άφησε τη μισή ύπαιθρο ακαλιέργητη. Η «αγορά» κινείται από την αρχή με πλασματικά νούμερα. Η «αβεβαιότητα» για ένα λαό που από την αρχή του αιώνα είδε διάφορους πόλεμους για 30 περίπου χρόνια και 7-8 στρατιωτικά κινήματα και Δικτατορίες μπορεί να εξηγηθεί υπό αυτό το πρίσμα. Το Δημόσιο εξασφάλιζε το «βρέξει χιονίσει». Να μην παραξενεύει κανέναν που οι Έλληνες ήθελαν να εξασφαλιστούν σε αυτό. Αν μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τα δύο κόμματα που διόρισαν στο Δημόσιο ας το κάνει με το επιχείρημα ότι οι περισσότεροι προσληφθέντες ήταν ανειδίκευτοι. Πόσες εξάλλου είναι οι εταιρίες που τα τελευταία 30 χρόνια –τουλάχιστον- πληρώνουν στην ώρα τους, κολλάνε τα ένσημα, δίνουν τις άδειες και τα ρεπό κανονικά, πληρώνουν μέχρι δεκάρας όλες τις υπερεργασίες, δε βάζουν όρια και φρένο στη μητρότητα των γυναικών κλπ. Πάντως η πρόσληψη με μέσον δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Δημοσίου. Και στον Ιδιωτικό τομέα συμβαίνει με τις περισσότερες επιχειρήσεις που είναι οικογενειακές. Η «αξιοκρατία» είναι κι εδώ «transit».
Έχουμε να κάνουμε με τον προσωπικό αγώνα του καθενός για επιβίωση. Είναι ένας αγώνας που όλοι θα ήθελαν να είναι τίμιος και δίκαιος αλλά όλοι σχεδόν το επικαλούνται για όλους τους άλλους. Αν δε το ζήσεις δε μπορείς να κρίνεις ανέξοδα. Το πρόβλημα είναι πως δεν παράγεται φθηνό καταναλώσημο προϊόν σε ικανή ποσότητα ώστε να έχουμε πλούτο. Πρέπει ο τόπος να αποκτήσει πάλι την αυτάρκεια του. Κι εδώ το ερώτημα είναι «πως»; Υπάρχουν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις; Ακόμα και αν ένα μαγικό χέρι διέγραφε εντελώς το χρέος της πατρίδας μας δε βρίσκω τον τρόπο που ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες θα ξαναβρούν δουλειά (δε λέω «εργασία» για να μη μπερδέψω και άλλο την κουβέντα). Σε πόσο χρόνο; Πόσες εταιρίες θα πρέπει να έρθουν ή να δημιουργηθούν και να απορροφήσουν όλο αυτό τον κόσμο έστω και με τον τριτοκοσμικό μισθό των 400 ευρώ;
Υπάρχει σχέδιο; Περιμένουμε το θαύμα; Ακόμα και αν βγάλουμε σε 5-6 χρόνια τα πετρέλαια μπορεί να φτηνύνει το κόστος λειτουργίας και να απαλλαγούμε προοδευτικά από πολλούς φόρους. Μήπως θα αποροφηθεί η ανεργία στις πετρελαϊκές και τα βενζινάδικα; Τι μπορεί να γίνει μέχρι τότε;
Η αποκέντρωση και η επιστροφή στην επαρχία μοιάζει να είναι μονόδρομος. Όμως με τι σχέδιο, τι εγγυήσεις και ποια κίνητρα;
Σκέφτομαι τα νέα ζευγάρια που θέλουν να ξεκινήσουν τη ζωή τους και άλλα τόσα που τα βρήκε η φουρτούνα της ανεργίας με τους δοσάδες να τους ζαλίζουν τον έρωτα. Βάζω το cd από την εφημερίδα. «Ερωτικό» λέγεται το άσμα. Μουσική μπλουζ στην εισαγωγή και ακολουθεί η φωνή του Τζιμάκου σαν ψαλμός
Λες «με αγαπάς» θες να παντρευτούμε,
λες «με αγαπάς» κι όλο μου δίνεις συμβουλές.
«Πρώτα να τελειώσω το Πανεπιστήμιό μου,
μετά να κάνω τη θητεία στο Στρατό,
να πιάσω δουλειά σε κανένα γραφείο
να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά».
Κι εγώ σε αγαπώ, γ……… μου (δικό σας)
Νίκος Φουσέκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου