Ο πρεσβευτής των Ηνωμένων
Πολιτειών στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ, με μια ακόμα αρκούντως ηχηρή
παρέμβασή του στην ελληνική επικαιρότητα, στέλνει έμμεσο μήνυμα που
αφορά της ελληνοαμερικανικές σχέσεις που βρίσκονται σε “ιστορικό υψηλό”
και όλως ιδιαιτέρως τη διμερή αμυντική συνεργασία.
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί το “retweet” ενός βίντεο που αποτυπώνει τον εναέριο ανεφοδιασμό ελληνικού μαχητικού αεροσκάφους F-16 από αμερικανικό KC-135; Για να ακολουθήσει νέο “retweet” αναμετάδοσης του τηλεγραφήματος του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, με την επανάληψη από το State Department του χαρακτηρισμού του τουρκολιβυκού Μνημονίου ως “προκλητικού και μη βοηθητικού” (μετάφραση του όρου από το ΑΠΕ-ΜΠΕ).
Θέλετε και το καλύτερο; Το βίντεο έχει αναρτηθεί από τις αρχές Φεβρουαρίου, δεν είναι πρόσφατο.
Υπάρχει όμως και άλλη μια πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, η οποία
αποκλείεται να… διέφυγε στον πολύπειρο διπλωμάτη και τους συνεργάτες
του.
Ο λογαριασμός στο Twitter από τον οποίο προήλθε η ανάρτηση του σχετικού βίντεο, αποκαλείται… “ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ”. Εμείς δε χρειάζεται να σχολιάσουμε κάτι περισσότερο, ή να αρχίσουμε τις αναλύσεις, με κίνδυνο να φλυαρήσουμε με πράγματα που λίγο πολύ έχουν ειπωθεί.
Θα περιοριστούμε σε μια γενική παρατήρηση: Οι ΗΠΑ έχουν κάθε λόγο θα μη θέλουν να χάσουν την Τουρκία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, λόγω της αδιαμφισβήτητης στρατηγικής αξίας του γεωγραφικού χώρου που καταλαμβάνει. Υπό αυτή την έννοια είναι ένας υπέρ-πολύτιμος Σύμμαχος.
Όμως, το όριο θεμιτής αξιοποίησης αυτής της αξίας για το ΝΑΤΟ από την πλευρά της Τουρκίας έχει προ πολλού παραβιαστεί, φθάνοντας συχνά στον ανοιχτό εκβιασμό, όπως αναφέρουν οι πλέον έμπειροι παρατηρητές των τεκταινομένων της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η εν γένει συμπεριφορά Ελλάδας και Τουρκίας απέναντι στους Συμμάχους τους, διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα. Η τουρκική περιγράφτηκε. Η δε ελληνική κινείται στον αντίποδα… ενίοτε και σε βαθμό παρεξηγήσεως. Δηλαδή, τον υποβιβασμό του εθνικού, έναντι του υπερεθνικού – συμμαχικού.
Πέραν της προσέγγισης με όρους… καλής συμπεριφοράς, υπάρχει και το ζήτημα ουσίας, η στρατηγική λογική. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία αποζημιώθηκε πολλαπλώς και πλουσιοπάροχα, με εμφανείς και αφανείς τρόπους για τη συμμετοχή της στην Ατλαντική Συμμαχία. Η ιστορική έρευνα δεν αφήνει αμφιβολίες περί αυτού.
Η Ελλάδα αποτελούσε τη δεύτερη ζώνη άμυνας απέναντι στην ΕΣΣΔ, ένα είδος στρατηγικού βάθους του τουρκικού χώρου σε περίπτωση επίθεσης των δυνάμεων του πάλαι ποτέ “Συμφώνου της Βαρσοβίας”, ή αλλιώς του “Ανατολικού Μπλοκ”.
Όταν όμως η υφήλιος εισέρχεται στην μετά-μεταψυχροπολεμική εποχή, η διατήρηση των ίδιων συμπεριφορών από την πλευρά της Τουρκίας σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει και μια νέα ισορροπία, μια νέα “αρχιτεκτονική ασφαλείας” όπως αποκαλείται, βρίσκεται υπό αναζήτηση, το διπλωματικό και στρατιωτικό “bullying” αποτελεί στρατηγική πολύ υψηλού ρίσκου.
Όταν διαρκώς τεντώνεις το σκοινί, διατρέχεις τον κίνδυνο κάποια
στιγμή να σπάσει. Ακόμα κι αν δεν σπάσει, διακινδυνεύεις να επιτρέψεις
δια της συμπεριφοράς σου, εξελίξεις τις οποίες υπό φυσιολογικές συνθήκες
θα επιθυμούσες να αποτρέψεις. Ας το εξηγήσουμε…
Μπορεί η Δύση να μη δείχνει την παραμικρή επιθυμία να χάσει την Τουρκία, να μην παραδίδει τα όπλα πιστεύοντας -εύλογα- ότι οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική θα έχει για την Τουρκία σοβαρότατες συνέπειες, όμως προχωρά σε αφανείς προσαρμογές της στρατηγικής της.
Η βασικότερη στρατηγική προσαρμογή που βρίσκεται σε εξέλιξη, εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της εκβιαστικής τουρκικής συμπεριφοράς με βραχίονα τη γεωστρατηγική της σημασία για τους δυτικούς θεσμούς στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επενδύοντας στη διμερή αμυντική σχέση με την Ελλάδα, αυτή ακριβώς τη στρατηγική στόχευση υπηρετούν! Το μήνυμα προς κάθε ενδιαφερόμενο είναι σαφές και απλό: Ναι, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας είναι πολύ μεγάλη, όμως όσο αδιανόητο θεωρούν την απώλεια του χώρου που καταλαμβάνει, τόσο αδιανόητο και ζημιογόνο είναι και το να εμφανίζονται οι ΗΠΑ εκβιαζόμενες και υποκύπτουσες.
Εν ολίγοις, η αμυντική επένδυση στον ελληνικό χώρο, οικοδομεί σταδιακά μια αξιοπρεπή εναλλακτική για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ενώ απομειώνει διπλωματικά την αξία του εκβιασμού ως διπλωματικής πρακτικής στον κρίσιμο ελληνοτουρκικό χώρο. Μια κατάσταση η οποία θα βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη για όποιον τη χρησιμοποιεί.
Η σύγχρονη πρακτική είναι η αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων οι οποίες μακροπρόθεσμα θα οδηγήσουν σε σημαντικά οφέλη. Εξάλλου, σε μια διαπραγμάτευση εκ των πραγμάτων δίνεις και παίρνεις. Όλοι το γνωρίζουν. Αυτή είναι και η στρατηγική των ΗΠΑ. Η οποία όμως χρήζει μιας μικρής αναθεώρησης και επικαιροποίησης επί το λογικότερο…
Οι λογικοί άνθρωποι τάσσονται σαφώς υπέρ του διαλόγου και των των συμβιβασμών, υπέρ της προάσπισης της ειρηνικής συνύπαρξης που οδηγεί σε περιφερειακή σταθερότητα. Σε όλα όμως υπάρχει ένα όριο… Δεν μπορεί υπό διαπραγμάτευση να τίθενται τα κατοχυρωμένα από το ισχύον διεθνές δίκαιο -για κάθε κράτος- κυριαρχικά δικαιώματα.
Κατά συνέπεια, προϋπόθεση ενός επιτυχούς διαλόγου, ή ακόμα και διαπραγμάτευσης, είναι η ύπαρξη ενός λογικού πλαισίου. Η Ελλάδα δεν μπορεί καν να συζητήσει την μετατροπή του ελληνοτουρκικού χώρου σε περιοχή “ειδικών περιστάσεων” που θα εξαιρείται από το διεθνές δίκαιο επειδή η Τουρκία αποφάσισε ότι έχει αδικηθεί από τη γεωγραφία.
Οι ΗΠΑ τα συμφέροντά τους υπηρετούν επενδύοντας αμυντικά στην Ελλάδα. Το οποίο δεν είναι απλώς καλό, αλλά εξαιρετικό για την ελληνική ασφάλεια. Στις διεθνείς σχέσεις μπορεί να υπάρχουν συμπάθειες ή αντιπάθειες, όμως οι βιώσιμες συμφωνίες εδράζονται στα κοινά συμφέροντα και δεν αποτελεί προϋπόθεση η εκατέρωθεν συμπάθεια.
Η δε ειρήνη, υπηρετείται πολύ πιο αποτελεσματικά απέναντι στους όποιους αναθεωρητές, όταν δεν παραμελείται η στρατιωτική ισχύς. Η σταθερή, μακροχρόνια και αποτελεσματική άρνηση των αναθεωρητικών στόχων οποιουδήποτε στο στρατιωτικό επίπεδο, είναι προϋπόθεση για να τον οδηγήσει, σταδιακά, στην εγκατάλειψη της τακτικής του στρατιωτικού καταναγκασμού, αφού θα έχει στην πράξη αποδειχθεί αναποτελεσματικός.
Οποιαδήποτε άλλη πολιτική, ενώ διαφημίζεται ως φιλειρηνική, δυστυχώς εκθρέφει τις αναθεωρητικές ορέξεις, ενώ φέρνει το αδιέξοδο και τη στρατιωτική σύγκρουση πιο κοντά. Αυτά είναι μαθήματα πρώτου έτους σε πανεπιστημιακά προγράμματα του ευρύτερου επιστημονικού αντικειμένου της στρατηγικής.
Όσο νωρίτερα τα αφομοιώσει μια χώρα, τόσο γρηγορότερα θα υπερασπίσει ορθολογικά και αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, ενώ παράλληλα θα αναδείξει εαυτόν ως έναν πολύτιμο σύμμαχο. Κατάσταση η οποία δεν χρειάζεται να φτάσει κανείς στον εκβιασμό για να χαρακτηριστεί ως “αξιοποιήσιμη”…
ΠΗΓΗ defence-point
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί το “retweet” ενός βίντεο που αποτυπώνει τον εναέριο ανεφοδιασμό ελληνικού μαχητικού αεροσκάφους F-16 από αμερικανικό KC-135; Για να ακολουθήσει νέο “retweet” αναμετάδοσης του τηλεγραφήματος του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων, με την επανάληψη από το State Department του χαρακτηρισμού του τουρκολιβυκού Μνημονίου ως “προκλητικού και μη βοηθητικού” (μετάφραση του όρου από το ΑΠΕ-ΜΠΕ).
Ο λογαριασμός στο Twitter από τον οποίο προήλθε η ανάρτηση του σχετικού βίντεο, αποκαλείται… “ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ”. Εμείς δε χρειάζεται να σχολιάσουμε κάτι περισσότερο, ή να αρχίσουμε τις αναλύσεις, με κίνδυνο να φλυαρήσουμε με πράγματα που λίγο πολύ έχουν ειπωθεί.
#HellenicAirForce
F-16's receive fuel from a #USAirForce
KC-135 Stratotanker while flying over #Greecehttps://t.co/9Ti2IUYsjU
—
Emerson (@EEmerson14) June
5, 2020
Θα περιοριστούμε σε μια γενική παρατήρηση: Οι ΗΠΑ έχουν κάθε λόγο θα μη θέλουν να χάσουν την Τουρκία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, λόγω της αδιαμφισβήτητης στρατηγικής αξίας του γεωγραφικού χώρου που καταλαμβάνει. Υπό αυτή την έννοια είναι ένας υπέρ-πολύτιμος Σύμμαχος.
Όμως, το όριο θεμιτής αξιοποίησης αυτής της αξίας για το ΝΑΤΟ από την πλευρά της Τουρκίας έχει προ πολλού παραβιαστεί, φθάνοντας συχνά στον ανοιχτό εκβιασμό, όπως αναφέρουν οι πλέον έμπειροι παρατηρητές των τεκταινομένων της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η εν γένει συμπεριφορά Ελλάδας και Τουρκίας απέναντι στους Συμμάχους τους, διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα. Η τουρκική περιγράφτηκε. Η δε ελληνική κινείται στον αντίποδα… ενίοτε και σε βαθμό παρεξηγήσεως. Δηλαδή, τον υποβιβασμό του εθνικού, έναντι του υπερεθνικού – συμμαχικού.
Πέραν της προσέγγισης με όρους… καλής συμπεριφοράς, υπάρχει και το ζήτημα ουσίας, η στρατηγική λογική. Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία αποζημιώθηκε πολλαπλώς και πλουσιοπάροχα, με εμφανείς και αφανείς τρόπους για τη συμμετοχή της στην Ατλαντική Συμμαχία. Η ιστορική έρευνα δεν αφήνει αμφιβολίες περί αυτού.
Η Ελλάδα αποτελούσε τη δεύτερη ζώνη άμυνας απέναντι στην ΕΣΣΔ, ένα είδος στρατηγικού βάθους του τουρκικού χώρου σε περίπτωση επίθεσης των δυνάμεων του πάλαι ποτέ “Συμφώνου της Βαρσοβίας”, ή αλλιώς του “Ανατολικού Μπλοκ”.
Όταν όμως η υφήλιος εισέρχεται στην μετά-μεταψυχροπολεμική εποχή, η διατήρηση των ίδιων συμπεριφορών από την πλευρά της Τουρκίας σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει και μια νέα ισορροπία, μια νέα “αρχιτεκτονική ασφαλείας” όπως αποκαλείται, βρίσκεται υπό αναζήτηση, το διπλωματικό και στρατιωτικό “bullying” αποτελεί στρατηγική πολύ υψηλού ρίσκου.
Μπορεί η Δύση να μη δείχνει την παραμικρή επιθυμία να χάσει την Τουρκία, να μην παραδίδει τα όπλα πιστεύοντας -εύλογα- ότι οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική θα έχει για την Τουρκία σοβαρότατες συνέπειες, όμως προχωρά σε αφανείς προσαρμογές της στρατηγικής της.
Η βασικότερη στρατηγική προσαρμογή που βρίσκεται σε εξέλιξη, εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της εκβιαστικής τουρκικής συμπεριφοράς με βραχίονα τη γεωστρατηγική της σημασία για τους δυτικούς θεσμούς στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, επενδύοντας στη διμερή αμυντική σχέση με την Ελλάδα, αυτή ακριβώς τη στρατηγική στόχευση υπηρετούν! Το μήνυμα προς κάθε ενδιαφερόμενο είναι σαφές και απλό: Ναι, η στρατηγική σημασία της Τουρκίας είναι πολύ μεγάλη, όμως όσο αδιανόητο θεωρούν την απώλεια του χώρου που καταλαμβάνει, τόσο αδιανόητο και ζημιογόνο είναι και το να εμφανίζονται οι ΗΠΑ εκβιαζόμενες και υποκύπτουσες.
Εν ολίγοις, η αμυντική επένδυση στον ελληνικό χώρο, οικοδομεί σταδιακά μια αξιοπρεπή εναλλακτική για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ενώ απομειώνει διπλωματικά την αξία του εκβιασμού ως διπλωματικής πρακτικής στον κρίσιμο ελληνοτουρκικό χώρο. Μια κατάσταση η οποία θα βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη για όποιον τη χρησιμοποιεί.
Η σύγχρονη πρακτική είναι η αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων οι οποίες μακροπρόθεσμα θα οδηγήσουν σε σημαντικά οφέλη. Εξάλλου, σε μια διαπραγμάτευση εκ των πραγμάτων δίνεις και παίρνεις. Όλοι το γνωρίζουν. Αυτή είναι και η στρατηγική των ΗΠΑ. Η οποία όμως χρήζει μιας μικρής αναθεώρησης και επικαιροποίησης επί το λογικότερο…
Οι λογικοί άνθρωποι τάσσονται σαφώς υπέρ του διαλόγου και των των συμβιβασμών, υπέρ της προάσπισης της ειρηνικής συνύπαρξης που οδηγεί σε περιφερειακή σταθερότητα. Σε όλα όμως υπάρχει ένα όριο… Δεν μπορεί υπό διαπραγμάτευση να τίθενται τα κατοχυρωμένα από το ισχύον διεθνές δίκαιο -για κάθε κράτος- κυριαρχικά δικαιώματα.
Κατά συνέπεια, προϋπόθεση ενός επιτυχούς διαλόγου, ή ακόμα και διαπραγμάτευσης, είναι η ύπαρξη ενός λογικού πλαισίου. Η Ελλάδα δεν μπορεί καν να συζητήσει την μετατροπή του ελληνοτουρκικού χώρου σε περιοχή “ειδικών περιστάσεων” που θα εξαιρείται από το διεθνές δίκαιο επειδή η Τουρκία αποφάσισε ότι έχει αδικηθεί από τη γεωγραφία.
Οι ΗΠΑ τα συμφέροντά τους υπηρετούν επενδύοντας αμυντικά στην Ελλάδα. Το οποίο δεν είναι απλώς καλό, αλλά εξαιρετικό για την ελληνική ασφάλεια. Στις διεθνείς σχέσεις μπορεί να υπάρχουν συμπάθειες ή αντιπάθειες, όμως οι βιώσιμες συμφωνίες εδράζονται στα κοινά συμφέροντα και δεν αποτελεί προϋπόθεση η εκατέρωθεν συμπάθεια.
Η δε ειρήνη, υπηρετείται πολύ πιο αποτελεσματικά απέναντι στους όποιους αναθεωρητές, όταν δεν παραμελείται η στρατιωτική ισχύς. Η σταθερή, μακροχρόνια και αποτελεσματική άρνηση των αναθεωρητικών στόχων οποιουδήποτε στο στρατιωτικό επίπεδο, είναι προϋπόθεση για να τον οδηγήσει, σταδιακά, στην εγκατάλειψη της τακτικής του στρατιωτικού καταναγκασμού, αφού θα έχει στην πράξη αποδειχθεί αναποτελεσματικός.
Οποιαδήποτε άλλη πολιτική, ενώ διαφημίζεται ως φιλειρηνική, δυστυχώς εκθρέφει τις αναθεωρητικές ορέξεις, ενώ φέρνει το αδιέξοδο και τη στρατιωτική σύγκρουση πιο κοντά. Αυτά είναι μαθήματα πρώτου έτους σε πανεπιστημιακά προγράμματα του ευρύτερου επιστημονικού αντικειμένου της στρατηγικής.
Όσο νωρίτερα τα αφομοιώσει μια χώρα, τόσο γρηγορότερα θα υπερασπίσει ορθολογικά και αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, ενώ παράλληλα θα αναδείξει εαυτόν ως έναν πολύτιμο σύμμαχο. Κατάσταση η οποία δεν χρειάζεται να φτάσει κανείς στον εκβιασμό για να χαρακτηριστεί ως “αξιοποιήσιμη”…
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου