Ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης αποτελεί μια από τις πλέον άγνωστες, αλλά παράλληλα και σημαντικές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου. Δικαιολογημένα δε κατέχει τον τίτλο του εξερευνητή, εφόσον πρώτος έπλευσε στις άγνωστες βόρειες θάλασσες, φθάνοντας έως τη νήσο Θούλη, την οποία οι ερευνητές ταυτίζουν με τη σημερινή Ισλανδία.
Ο Πυθέας γεννήθηκε στην ελληνική πόλη της Μασσαλίας στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικές με την οικογένεια του και τη ζωή του γενικότερα. Φημολογείτο ότι ήταν ο ίδιος γιός ναυτικού. Ο Στράβων, μεταφέροντας αποσπάσματα από το έργο του Πυθέα, «Περί του Ωκεανού», αναφέρει ότι ο Πυθέας, πριν επιχειρήσει το εξερευνητικό του ταξίδι στον Βορρά, είχε ταξιδεύσει σε ολόκληρη την Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο. Δεν γνωρίζουμε επίσης ούτε πότε ακριβώς επιχείρησε το ταξίδι, ή τα ταξίδια του στον Βορρά, ούτε πως εξασφάλισε χρηματοδότηση, αλλά και πάνω από όλα ούτε τις αιτίες που τον οδήγησαν να πραγματοποιήσει ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι.
Ο μέγας Έλληνας μαθηματικός Ευάγγελος Σταμάτης υποστήριξε ότι ο Πυθέας πραγματοποίησε το ταξίδι του περί το 330-320 π.Χ. με εντολή, αλλά και χρηματοδότηση του Μ.Αλεξάνδρου. Τη θεωρία του αυτή στήριζε στην ανεύρεση ελληνικών νομισμάτων από την Κυρήνη της Λιβύης στη Βρέστη της Γαλλίας.
Ο Πολωνός ερευνητής Κναποβίσκι πάνως υποστήριξε ότι βάσει των αστρονομικών και ωκεανογραφικών τεκμηρίων που διασώθηκαν από το έργο του Πυθέα «Περί του Ωκεανού», μέσα από τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα, ο Έλληνας εξερευνητής πρέπει να πραγματοποίησε δύο ταξίδια, ένα το 324 π.Χ. και ένα το 322 π.Χ.
Στο πρώτο, αναφέρει πάντα ο Πολωνός ερευνητής, ο Πυθέας περιέπλευσε όλην την δυτική ιβηρική ακτή, ανέβηκε τη Βόρεια Θάλασσα και έφτασε ως τα νησιά Σέτλαντ, βόρεια της Σκωτίας. Στο δεύτερο ταξίδι του έφτασε ως τη Γουτλάνδη και τις σουηδικές ακτές. Ως που έφτασε πράγματι ο Πυθέας πιθανώς δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ο Στράβων αναφέρει ότι ο Πυθέας είχε σίγουρα περιπλεύσει τη Βρετανία, υπολογίζοντας μάλιστα το μήκος των ακτών της στα 40.000 στάδια (7.600 χλμ.περίπου). επίσης για την νήσο Θούλη (= θωλή, όχι ευκρινής) ο Στράβων μεταφέρει την πληροφορία του Πυθέα ότι «ούτ γη καθ’εαυτήν υπήρχεν, ούτε θάλασσα,,ούτε αήρ, αλλά σύγκριμα τι ε τούτων».
Ο Βυζαντινός εξερευνητής Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης – ο οποίος ταξίδευσε ως τη Μαλαισία τον 6ο αιώνα μ.Χ. – διέσωσε επίσης ένα απόσπασμα από το έργο του Πυθέα, στο οποίο αναφέρετε ότι στη Θούλη οι εντόπιοι έδειξαν στον Πυθέα τον τόπο όπου «αναπαυόταν» ο ήλιος. Για αυτό στην πατρίδα τους τον χειμώνα υπήρχε συνεχόμενη νύκτα!
Προφανώς ο Πυθέας έφτασε πολύ κοντά στις αρκτικές περιοχές, εκεί που γη, θάλασσα και αέρας δύσκολα ξεχωρίζουν, εκεί που η νύκτα διαρκεί έξι μήνες, οδηγούμενος ίσως από μια πολύ παλαιότερή του γνώση. Αφού επιχείρησε να εξερευνήσει και τα νορβηγικά παράλια επέστρεψε στην πατρίδα του, στην Φωκική πόλη της Μασσαλίας.
Και τα δύο έργα του «Περί του Ωκεανού» και «Περίοδος γης», δυστυχώς δεν διασώθηκαν και ο ίδιος σιγά σιγά ξεχάστηκε από τους Έλληνες. Δεν ξεχάστηκε όμως από τους Γάλλους, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει ανδριάντα του στην είσοδο του παλαιού λιμένος της Μασσαλίας, δίπλα σε σε μια πλάκα που αναφέρει ότι η πόλη αυτή, η Μασσαλία, κτίστηκε από Έλληνες αποίκους, από τη Φώκαια της Ιωνίας, τον 6ο αιώνα π.Χ. μεταφέροντας τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της Δύσης.
ΠΗΓΗ history-point
Ο Πυθέας γεννήθηκε στην ελληνική πόλη της Μασσαλίας στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικές με την οικογένεια του και τη ζωή του γενικότερα. Φημολογείτο ότι ήταν ο ίδιος γιός ναυτικού. Ο Στράβων, μεταφέροντας αποσπάσματα από το έργο του Πυθέα, «Περί του Ωκεανού», αναφέρει ότι ο Πυθέας, πριν επιχειρήσει το εξερευνητικό του ταξίδι στον Βορρά, είχε ταξιδεύσει σε ολόκληρη την Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο. Δεν γνωρίζουμε επίσης ούτε πότε ακριβώς επιχείρησε το ταξίδι, ή τα ταξίδια του στον Βορρά, ούτε πως εξασφάλισε χρηματοδότηση, αλλά και πάνω από όλα ούτε τις αιτίες που τον οδήγησαν να πραγματοποιήσει ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι.
Ο μέγας Έλληνας μαθηματικός Ευάγγελος Σταμάτης υποστήριξε ότι ο Πυθέας πραγματοποίησε το ταξίδι του περί το 330-320 π.Χ. με εντολή, αλλά και χρηματοδότηση του Μ.Αλεξάνδρου. Τη θεωρία του αυτή στήριζε στην ανεύρεση ελληνικών νομισμάτων από την Κυρήνη της Λιβύης στη Βρέστη της Γαλλίας.
Ο Πολωνός ερευνητής Κναποβίσκι πάνως υποστήριξε ότι βάσει των αστρονομικών και ωκεανογραφικών τεκμηρίων που διασώθηκαν από το έργο του Πυθέα «Περί του Ωκεανού», μέσα από τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα, ο Έλληνας εξερευνητής πρέπει να πραγματοποίησε δύο ταξίδια, ένα το 324 π.Χ. και ένα το 322 π.Χ.
Στο πρώτο, αναφέρει πάντα ο Πολωνός ερευνητής, ο Πυθέας περιέπλευσε όλην την δυτική ιβηρική ακτή, ανέβηκε τη Βόρεια Θάλασσα και έφτασε ως τα νησιά Σέτλαντ, βόρεια της Σκωτίας. Στο δεύτερο ταξίδι του έφτασε ως τη Γουτλάνδη και τις σουηδικές ακτές. Ως που έφτασε πράγματι ο Πυθέας πιθανώς δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ο Στράβων αναφέρει ότι ο Πυθέας είχε σίγουρα περιπλεύσει τη Βρετανία, υπολογίζοντας μάλιστα το μήκος των ακτών της στα 40.000 στάδια (7.600 χλμ.περίπου). επίσης για την νήσο Θούλη (= θωλή, όχι ευκρινής) ο Στράβων μεταφέρει την πληροφορία του Πυθέα ότι «ούτ γη καθ’εαυτήν υπήρχεν, ούτε θάλασσα,,ούτε αήρ, αλλά σύγκριμα τι ε τούτων».
Ο Βυζαντινός εξερευνητής Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης – ο οποίος ταξίδευσε ως τη Μαλαισία τον 6ο αιώνα μ.Χ. – διέσωσε επίσης ένα απόσπασμα από το έργο του Πυθέα, στο οποίο αναφέρετε ότι στη Θούλη οι εντόπιοι έδειξαν στον Πυθέα τον τόπο όπου «αναπαυόταν» ο ήλιος. Για αυτό στην πατρίδα τους τον χειμώνα υπήρχε συνεχόμενη νύκτα!
Προφανώς ο Πυθέας έφτασε πολύ κοντά στις αρκτικές περιοχές, εκεί που γη, θάλασσα και αέρας δύσκολα ξεχωρίζουν, εκεί που η νύκτα διαρκεί έξι μήνες, οδηγούμενος ίσως από μια πολύ παλαιότερή του γνώση. Αφού επιχείρησε να εξερευνήσει και τα νορβηγικά παράλια επέστρεψε στην πατρίδα του, στην Φωκική πόλη της Μασσαλίας.
Και τα δύο έργα του «Περί του Ωκεανού» και «Περίοδος γης», δυστυχώς δεν διασώθηκαν και ο ίδιος σιγά σιγά ξεχάστηκε από τους Έλληνες. Δεν ξεχάστηκε όμως από τους Γάλλους, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει ανδριάντα του στην είσοδο του παλαιού λιμένος της Μασσαλίας, δίπλα σε σε μια πλάκα που αναφέρει ότι η πόλη αυτή, η Μασσαλία, κτίστηκε από Έλληνες αποίκους, από τη Φώκαια της Ιωνίας, τον 6ο αιώνα π.Χ. μεταφέροντας τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της Δύσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου