Του Περικλή Ζορζοβίλη
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Όπως το 1996, που άρχισε η υλοποίηση του μεγαλύτερου εξοπλιστικού προγράμματος στην ιστορία
Η επανάληψη του φαινομένου θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού για το πολιτικό και στρατιωτικό οικοδόμημα της χώρας καθώς αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι μετά δεκαετίες ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού υπάρχει ζήτημα στο πως «διαβάζουμε» τον αντίπαλο και τις προθέσεις – σκοπούς του, δηλαδή στη στρατηγική μας εκτίμηση για αυτόν.
Δηλαδή, αν «διαβάζουμε» τα δεδομένα και τις πληροφορίες ψυχρά και αντικειμενικά ή υπό το πρίσμα της «φοβικής» προσέγγισης που στην πάροδο του χρόνου, σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση της τελευταίας δεκαετίας και την παραμέληση των τελευταίων ετών («θα το ρισκάρουμε»), εξέθρεψε την τουρκική απειλή.
Δημιούργησε δηλαδή την πεποίθηση στην Άγκυρα, η οποία τα τελευταία 20 χρόνια συστηματικά οικοδομεί τη στρατιωτική της ισχύ και ταυτόχρονα με την άμεση εμπλοκή σε πεδία επιχειρήσεων (Συρία, Λιβύη, Ναγκόρνο – Καραμπάχ) σωρεύει επιχειρησιακή εμπειρία, ότι απροκάλυπτα εκμεταλλευόμενη τον ευνοϊκό για αυτή συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος μπορεί να επιβάλλει την αναθεώρηση του status quo και να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους.
Όμως οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν από την κυβέρνηση πάσχουν, σε πολλές περιπτώσεις, από τις κλασσικές ελληνικές «ασθένειες», την έλλειψη δέσμευσης στον αντικειμενικό σκοπό, συνέχειας και μακροχρόνιου σχεδιασμού και προγραμματισμού. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η αύξηση της στρατιωτικής θητείας τον Μάρτιο του 2021.
Η θητεία των στρατευσίμων αυξήθηκε μεν κατά τρεις μήνες, από τους εννέα στους 12, αλλά η εξαίρεση των υπηρετούντων σε μονάδες του Στρατού Ξηράς και της Πολεμικής Αεροπορίας σε όλες τις παραμεθόριες περιοχές, σε μονάδες Ειδικών Δυνάμεων, την Κύπρο και στα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού, την καθιστούν άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Μάλιστα σε ό,τι αφορά το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, κλάδους για τους οποίους ίσχυε η δωδεκάμηνη θητεία, οι ανωτέρω εξαιρέσεις προκαλούν αρνητικό αποτέλεσμα.
Γιατί η κυβέρνηση ανέλαβε το πολιτικό κόστος της αύξησης της θητείας και στη συνέχεια υιοθέτησε ένα… ημίμετρο, αποτελεί απορία που μένει αναπάντητη. Στον ίδιο τομέα, το ανθρώπινο δυναμικό των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΕΔ), δυσάρεστη έκπληξη αποτέλεσε και το κατά μέσο όρο έλλειμμα 11,3% μεταξύ των θέσεων που προκηρύχθηκαν στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΣΕΙ) και τις Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών (ΑΣΣΥ) και των επιτυχόντων που προσκλήθηκαν για κατάταξη.
Ας σημειωθεί ότι το έλλειμμα στην περίπτωση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων ανήλθε στο εντυπωσιακό ποσοστό του 30,89%. Αν και το έλλειμμα αποδόθηκε στον υψηλή τιμή του συντελεστή Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), εν τούτοις είναι αυταπόδεικτο ότι αποτελεί σαφέστατη ένδειξη μείωσης της ελκυστικότητας του στρατιωτικού επαγγέλματος μεταξύ των υποψηφίων των πανελλαδικών εξετάσεων.
Το 2021 αποτελεί επίσης το έτος υλοποίησης μίας από τις βασικότερες προβλέψεις της Δομής Δυνάμεων 2020 – 2034. Στις 27 Απριλίου 2021, με την υπ’ αριθμ. 2 Σ8 απόφαση του ΚΥΣΕΑ (Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας) συγκροτήθηκε η Διοίκηση Ειδικού Πολέμου (ΔΕΠ) του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ).
Στην πράξη πρόκειται για την επανασύσταση του Β΄ Σώματος Στρατού, που είχε διαλυθεί στις 29 Νοεμβρίου 2013 και το οποίο από το 2002 έως το 2005 λειτουργούσε ως Στρατηγείο Δυνάμεων Αντίδρασης, Ενίσχυσης, Εφεδρείας (ΣΔΑΕΕ).
Έτσι προστέθηκε ακόμη μία θέση αντιστράτηγου (συνολικά 11) στις ΕΕΔ αλλά από τότε μέχρι σήμερα, διαλύθηκε η Δ’ Μοίρα Καταδρομών (μία από τις τρεις υφιστάμενες), ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, θα υποβιβαστεί το επίπεδο ετοιμότητας του 505 Τάγματος Πεζοναυτών, της μίας από τις οργανικές μονάδες ελιγμού της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών «ΜΟΡΑΒΑΣ», με σκοπό την ενίσχυση της στελέχωσης των λοιπών μονάδων.
Εντυπωσιακή τον περασμένο χρόνο ήταν και η εκπαιδευτική δραστηριότητα των ΕΕΔ σε κοινές ασκήσεις και συνεκπαιδεύσεις με συμμαχικές και φιλικές χώρες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Στον τομέα τα εξοπλιστικών προγραμμάτων, το 2021 ήταν αξιοσημείωτο γιατί 16 χρόνια μετά τον Δεκέμβριο 2005, όταν το ΚΥΣΕΑ αποφάσισε την προμήθεια των 30 μαχητικών F-16C/-D Block 52+ Advanced, η Πολεμική Αεροπορία με τον νόμο – σύμβαση 4766 της 15ης Ιανουαρίου 2021 προμηθεύτηκε 18 μαχητικά Rafale (12 μεταχειρισμένα από τα αποθέματα της γαλλικής Αεροπορίας και έξι νέας κατασκευής), την εν συνεχεία υποστήριξη τους (FOS: Follow-On-Support) και τα όπλα τους, έναντι 2,49 δις ευρώ.
Τον ίδιο χρόνο ανατέθηκε επίσης η διάρκειας 22 ετών σύμβαση για το Κέντρο Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα (εκτιμώμενου κόστους περί τα 1,8 δις ευρώ) και ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της σύμβασης προμήθεια τριών νέων φρεγατών τύπου FDI-HN («Belh@rra) από τη Γαλλία (Naval Group) με εκτιμώμενο κόστος περί τα 3,05 δις ευρώ συμπεριλαμβανομένων των όπλων τους και της FOS, η οποία πρόκειται να υπογραφεί εντός του πρώτου τριμήνου του 2022.
Εγκρίθηκε επίσης η υλοποίηση πολλών μικρότερου μεγέθους προγραμμάτων, όπως η προμήθεια αντιμέτρων τορπιλών, κατευθυνόμενων αντιαρματικών βλημάτων TOW 2, η αναβάθμιση ηλεκτροπτικών συστημάτων 19 ελικοπτέρων AH-64A+ Αpache της Αεροπορίας Στρατού, η προμήθεια του ισραηλινού (κατασκευής Rafael) πυραυλικού αντιαρματικού συστήματος Spike NLOS για τον Στρατό Ξηράς (για να συμπληρώσουν τα υφιστάμενα Kornet-E, TOW και Milan και να εξοπλίσουν τα επιθετικά ελικόπτερα AH-64A/- DHA Apache της Αεροπορίας Στρατού) και το Πολεμικό Ναυτικό (εγκατάσταση σε κανονιοφόρους και σκάφη ανορθόδοξου πολέμου), η προμήθεια συλλογών καθοδήγησης SPICE 1000 και 2000 της ισραηλινής Rafael για προσαρμογή σε βόμβες Mk. 83 και Mk. 84, η προμήθεια κατευθυνόμενων βλημάτων αέρος – εδάφους Rampage (της ισραηλινής IAI), η προμήθεια 44 τορπιλών βαρέος τύπου SeaHake Mod. 4, τα προγράμματα FOS των πολύπαθων αεροσκαφών τακτικών μεταφορών C-27J Spartan, των ελικοπτέρων CH-47D, NH-90 και OH-58D Kiowa, κ.λπ.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της ελληνικής εξοπλιστικής προσπάθειας, ας σημειωθεί εδώ, ότι οι συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2021 και έχει ανακοινωθεί ότι θα υπογραφούν εντός του 2022, εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν τα 12 δις ευρώ. Δηλαδή σε μία διετία η χώρα συμβασιοποίησε περίπου ένα… προ κρίσης πενταετούς διάρκειας ΕΜΠΑΕ (Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης και Εκσυγχρονισμού).
Το ΕΜΠΑΕ 2006-2010 που εγκρίθηκε από το ΚΥΣΕΑ τον Ιούλιο του 2006, είχε προϋπολογισμό 11,39 δις ευρώ. Αποτελούν επίσης το ήμισυ του ποσού (23,678 δις ευρώ) που αντιπροσωπεύει την αξία των συμβάσεων που υπεγράφησαν από τη ΓΔΑΕΕ τη χρονική περίοδο 1998-2008.
Όμως και το 2022 είναι έτος – ορόσημο για την Εθνική Άμυνα καθώς απομένουν να γίνουν πολλά. Δυστυχώς, παράλληλα με την καθημερινή αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής σε όλες τις εκφάνσεις της, την εισαγωγή σε υπηρεσία νέων οπλικών συστημάτων (τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα αναγνώρισης – ασφαλείας M1117, τα πρώτα έξι Rafale), θα πρέπει να συνεχιστεί με εντατικότερους ρυθμούς και σε μεγαλύτερο βάθος, ο μετασχηματισμός των ΕΕΔ σε σύγχρονη δύναμη, ικανή να διεξάγει διακλαδικές, πολυχωρικές (multi-domain) επιχειρήσεις.
Απαιτούνται ευρείας κλίμακας οργανωτικές αλλαγές μέχρι και το επίπεδο μονάδας, τακτικών, διαδικασιών και δογμάτων και δραματική αναβάθμιση της εκπαίδευσης (πρωτίστως σε συνθετικό περιβάλλον). Εκ βάθρων και με δοκιμή επί του πεδίου θα πρέπει να εξεταστεί η οργάνωση των μονάδων ελιγμού, υποστήριξης μάχης και υποστήριξης, η σύνθεση, εξοπλισμός και στελέχωση τους, που σήμερα αποτελούν παραλλαγές οργανωτικών προτύπων περασμένων δεκαετιών.
Πλέον το ΓΕΕΘΑ θα πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή του στις κύριες δυνάμεις άμυνας (ιδιαίτερα σε σχέση με τον Στρατό Ξηράς) και να ολοκληρώσει τάχιστα, παρά τις όποιες ενδεχόμενες αντιδράσεις και δυσκολίες, δράσεις μετασχηματισμού που ήδη εκίνησε. Για παράδειγμα, η συγκρότηση Διεύθυνσης Διαστήματος του ΓΕΕΘΑ (Γ5) και η συγχώνευση των Διευθύνσεων Επικοινωνιών και Πληροφορικής σε μια νέα και ενιαία Διεύθυνση Επικοινωνιών – Πληροφορικής (Γ4), αποτελούν απλώς την αρχή.
Το διάστημα και το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα – κυβερνοχώρος αποτελούν κρίσιμους τομείς για τις ΕΕΔ και απαιτείται η συστηματική επένδυση για την ανάπτυξη ισχυρών δυνατοτήτων οι οποίες θα αυξήσουν δραματικά τις συνολικές επιχειρησιακές δυνατότητες.
Τα επόμενα βήματα, που μάλιστα έχουν από καιρό καθυστερήσει, είναι η συγχώνευση του Όπλου των Διαβιβάσεων με το Σώμα Έρευνας και Πληροφορικής σε ενιαίο Όπλο και η ει δυνατόν εγχώρια ανάπτυξη συστημάτων για επιχειρήσεις στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα – κυβερνοχώρο με υψηλή προτεραιότητα τον Ηλεκτρονικό Πόλεμο και τις επικοινωνίες.
Σε επίπεδο εξοπλισμών αναμένεται να αρχίσει η διαδικασία συμβασιοποίησης των προαναφερθέντων προγραμμάτων και να υπογραφεί η εκτιμώμενου κόστος 1,1 δις ευρώ σύμβαση για την προμήθεια έξι επιπλέον μαχητικών Rafale νέας κατασκευής, την εν συνεχεία υποστήριξη (FOS) τους, καθώς και την προμήθεια όπλων (κατευθυνόμενων βλημάτων αέρος – αέρος Meteor).
Επίσης αναμένεται και η επιλογή του αναδόχου για το πρόγραμμα των τεσσάρων νέων κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού, εκτιμώμενου προϋπολογισμού 1,5 δις ευρώ. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι υποβληθείσες μέχρι σήμερα προτάσεις υπερβαίνουν την οροφή. Το κόστος για τέσσερις κορβέτες τύπου Gowind της Naval Group, συμπεριλαμβανομένων όπλων και FOS, ανέρχεται σε 1,7 δις ευρώ, ενώ το κόστος της πρότασης της ιταλικής Fincantieri (τέσσερις κορβέτες τύπου Doha) συμπεριλαμβανομένων όπλων και FOS περί τα 1,9 δις ευρώ.
Για την ολλανδική πρόταση (κορβέτα τύπου SIGMA 10514) δεν υπάρχουν πληροφορίες κόστους αλλά είναι γεγονός ότι οι Ολλανδοί εφαρμόζουν επιθετική τιμολογιακή πολιτική και μεγάλη ευελιξία στην ενσωμάτωση συστημάτων ώστε να ικανοποιήσουν την αυτονόητη απαίτηση του Πολεμικού Ναυτικού για τη μέγιστη δυνατή ομοιοτυπία.
Φυσικά θα πρέπει επιτέλους να αποφασισθεί και η τύχη (υλοποίηση) και το εύρος (τόσο σε αριθμό μονάδων όσο και σε περιεχόμενο) του προγράμματος εκσυγχρονισμού μέσης ζωής των τεσσάρων φρεγατών τύπου MEKO-200HN (προϋπολογισμού 400 εκατ. ευρώ), που ανακοινώθηκε για πρώτη φορά το δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 2000.
Το ίδιο ισχύει και για το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 38 μαχητικών F-16C/-D Block 50 με απάρτια που θα προέλθουν από το εν εξελίξει πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των 83 μαχητικών F-16 C/-D Block 52+ και Block 52+ Advanced στο επίπεδο Block 72 Viper, που όλες οι ενδείξεις συντείνουν ότι το 2022 θα τεθεί σε τροχιά υλοποίησης. Ευχής έργο θα ήταν την ίδια μοίρα να ακολουθήσουν και τα 32 F-16C/-D Block 30.
Το νέο έτος θα πρέπει να καλυφθούν και άλλα κενά και ελλείψεις που, δυστυχώς, συνεχίζουν να υφίστανται. Κομβικά προγράμματα αποτελούν η μαζική ενίσχυση της δυνατότητας επιτήρησης, εντοπισμού, αναγνώρισης και ιχνηλάτησης στόχων, ο εκσυγχρονισμός των πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων (ΠΕΠ) MLRS και η προμήθεια νέων πυρομαχικών που θα προσδώσουν δυνατότητα προσβολής ακριβείας σε βάθος και η έναρξη υλοποίησης της αναβάθμισης των ρουκετών των ΠΕΠ RM-70 και γενικότερα η αύξηση του βεληνεκούς και της ακρίβειας του Πυροβολικού Μάχης μέσω της προμήθειας νέων πυρομαχικών έστω και σε ποσότητες μικρότερες των προβλεπόμενων.
Γενικά η προμήθεια όπλων – πυρομαχικών αυξημένων δυνατοτήτων (ακρίβειας – βεληνεκούς – καταστρεπτικής ικανότητας) που επιτρέπει την επιχειρησιακή αξιοποίηση ακόμη και πλατφορμών παλαιότερης γενεάς η αντικατάσταση των οποίων δεν είναι σήμερα δυνατή λόγω κόστους, θα πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα.
Θα πρέπει επίσης να δρομολογηθεί η μακροχρόνια (λόγω μεγέθους και κόστους) επίλυση δύο μειζόνων προβλημάτων που ταλανίζουν τον Ελληνικό Στρατό, η ανανέωση του στόλου των οχημάτων γενικής χρήσης και τακτικών μεταφορών και η προμήθεια Τεθωρακισμένων Οχημάτων Μάχης που από το 1995 μέχρι σήμερα (όταν αποσύρθηκαν τα γαλλικής προέλευσης AMX-10P) δεν κατέστη δυνατό να αντικατασταθούν.
Όμως η μεγαλύτερη πρόκληση για το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και την κυβέρνηση, είναι η επίλυση του προβλήματος της συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στη σχεδίαση, ανάπτυξη, παραγωγή και υποστήριξη. Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση πρόκρινε την ταχύτητα της υλοποίησης των προγραμμάτων σε μία αγωνιώδη προσπάθεια αποκατάστασης του ελληνοτουρκικού συσχετισμού ισχύος.
Από τα περίπου 12 δις ευρώ που κατ’ εκτίμηση έχουν μέχρι σήμερα συμβασιοποιηθεί ή έχουν ανακοινωθεί ότι θα συμβασιοποιηθούν εντός του 2022, μόνο για το πρόγραμμα των τεσσάρων νέων κορβετών του Πολεμικού Ναυτικού έχει ανακοινωθεί η πρόθεση ναυπήγησης των τριών εξ αυτών στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς η μετάβαση της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας στη νέα κατάσταση.
Πρέπει επίσης, να λυθεί ριζικά και οριστικά το πρόβλημα των δύο κρατικών εταιριών, της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ) και της Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ), ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται πολιτικό κόστος, τριβές και εντάσεις. Η εξυγίανση της κρατικής βιομηχανίας σε συνδυασμό με τη συγκρότηση των αναγκαίων δομών (π.χ. υφυπουργείο αμυντικής βιομηχανίας) και η στοχευμένη και με αυστηρά κριτήρια διάθεση πόρων για έρευνα και ανάπτυξη θα αυξήσει σημαντικά το ποσοστό εγχώριας συμμετοχής, θα επιτύχει την ασφάλεια εφοδιασμού και την αυτόνομη ή μέσω διμερών η πολυμερών συνεργασιών εξαγωγική δραστηριότητα.
Δηλαδή, θα αυξήσει την επιστροφή των αμυντικών επενδύσεων στην εθνική οικονομία και θα καταστήσει τη διαδικασία αναβάθμισης των ΕΕΔ και κατ’ επέκταση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, οικονομικά βιώσιμη.
Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε εκ νέου τον τροχό. Αν δεν θέλουμε να αντιγράψουμε την τουρκική «συνταγή», ας δούμε τι προβλέπει και πως υλοποιείται το σχέδιο μίας χώρας με την οποία οι διμερείς πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις αναπτύσσονται ταχύτατα, της Σαουδικής Αραβίας («Saudi Vision 2030»).
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου