Υποναύαρχος ε.α
Η Ελληνική πλευρά εμμένει στην άποψη ότι οι διερευνητικές επαφές πρέπει να συνεχιστούν και ότι ο
δίαυλος επικοινωνίας πρέπει να παραμείνει ανοιχτός, παρότι η Τουρκία εμμένει στην στρατηγική της έντασης, των ρητορικών επιθέσεων, συνεχίζοντας καθημερινώς τις παραβιάσεις στον εναέριο χώρο του Αιγαίου και τελευταία πραγματοποιώντας υπέρ-πτήσεις με drones πάνω από τα νησιά μας. Πολλοί αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ερντογάν, (Τσαβούσογλου, Ακάρ), αμφισβητούν ευθέως πλέον την κυριαρχία της Ελλάδας σε 152 Ελληνικά νησιά του Αιγαίου με επίσημες δηλώσεις τους, ζητούν δε σε πολλά από αυτά τα νησιά, την αποστρατικοποίηση τους, συνεχίζοντας τους υψηλούς πάντα τόνους και την μαξιμαλιστική αναθεωρητική συμπεριφορά τους.Η Ελλάδα σε όλες αυτές τις προκλητικές δηλώσεις των Ερντογάν, Τσαβούσογλου και Ακάρ, απαντά με το σύνηθες σλόγκαν «Η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και είναι πρόθυμη να διεξαγάγει εποικοδομητικό διάλογο με την Τουρκία, στην βάση των αρχών αυτών».
Μπορεί βέβαια η Ελλάδα να αγοράζει από τη Γαλλία μοντέρνα μαχητικά αεροσκάφη Ραφάλ και τελευταίας τεχνολογίας φρεγάτες Belharra , να υπερέχει κατά πολύ στο υψηλό ηθικό του στρατεύματος, την άρτια εκπαίδευση και την αποφασιστικότητα της στρατιωτικής ηγεσίας της, της λείπει όμως εμφανώς η πολιτική βούληση και ο μακρόχρονος στρατηγικός σχεδιασμός των κυβερνήσεων της σε σύγκριση με την Τουρκία που βαδίζει συστηματικά για επίτευξη των στόχων της. Η Τουρκία εκμεταλλεύεται ως αδυναμία το δόγμα εκσυγχρονιστικού κατευνασμού / συμβιβασμού και το φοβικό σύνδρομο -μην τυχόν και γίνει πόλεμος- που διακατέχει την πλειοψηφία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργεί σε καθημερινή βάση δεδομένα με κλιμακούμενες παράλογες διεκδικήσεις που τις διεθνοποιεί κατάλληλα. Δυστυχώς οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, θεωρούν την αμυντική ισχύ, που προϋποθέτει ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις (αύξηση μόνιμου προσωπικού, εκσυγχρονισμό εξοπλισμού) μη σημαντική προτεραιότητα για τον πολιτικό σχεδιασμό τους και ούτε την ‘’διπλωματία των κανονιοφόρων’’ ως μέσον διπλωματικής διαπραγμάτευσης και εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου. Με τις εκάστοτε επιλογές προσώπων χωρίς ανάλογη εμπειρία στον χειρισμό κρίσεων στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας και της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας θεωρείται βέβαιο ότι απαξιώνουν τις Ένοπλες Δυνάμεις μειώνοντας την διαπραγματευτική ισχύ της χώρας. Είναι βέβαιο δε, ότι αν ο Μποδοσάκης που κληροδότησε το 1979, στο ελληνικό Κράτος μια ανθηρά τότε πολεμική βιομηχανία (ΠΥΡΚΑΛ, ΕΒΟ κλπ.) έβλεπε σήμερα τα απομεινάρια της, είναι σίγουρο ότι θα χε μετανιώσει για την απόφαση του. Από την άλλη πλευρά η Τουρκία εδώ και χρόνια έχει επενδύσει στην αμυντική βιομηχανία της παράγοντας οπλικά συστήματα και μέσα (πλοία, ελικόπτερα, οχήματα μεταφοράς προσωπικού, drones κλπ.) που είναι επαρκή όχι μόνο για τις ένοπλες δυνάμεις της, αλλά κάνει και εξαγωγές σε άλλες χώρες. Επιπλέον ο τουρκικός στρατός έχει αποκτήσει εμπειρία στη χρήση σύγχρονων όπλων -όπως drones- στους πρόσφατους πολέμους στη Μέση Ανατολή και τον Καύκασο και ενδυναμώνει συμμαχίες με το Κατάρ, ΗΑΕ, και τον υπόλοιπο ισλαμικό κόσμο όχι μόνο στην Αραβική Χερσόνησο αλλά και στην Αφρική.
– Γιατί η Τουρκία ζητεί ξανά και ξανά την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου;
Η Τουρκία από τη δεκαετία του 1960 δεν σταμάτησε ποτέ να ζητά την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Πρόκειται για μια πάγια και αμετάκλητη θέση και πολιτική, η οποία όμως επανέρχεται κατά διαστήματα αναλόγως των θετικών ή αρνητικών δυναμικών που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν και η θέση αυτή δεν εγκαταλείπεται, δεν αναφέρεται τόσο συχνά ή με τόσο μεγάλη έμφαση όταν υπάρχει σχετική ηρεμία και σταθερότητα στις διμερείς σχέσεις. Στην περίοδο των τελευταίων χρόνων που διανύουμε, η Άγκυρα έχει αυξήσει την πίεση σε όλα τα επίπεδα – στο πολιτικό, στρατιωτικό, διπλωματικό, νομικό, κ.α.
– Τι προσφέρει η εκμετάλλευση των νησιών του Αιγαίου;
Τα νησιά του Αιγαίου έχουν σημαντική οικονομική και γεωστρατηγική αξία για τον έλεγχο και την άσκηση επιρροής στην περιοχή που περιλαμβάνει τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς που συνδέουν την Μαύρη / Αζοφική θάλασσα με την Μεσόγειο και τον Ινδικό Ωκεανό, τον τουρισμό, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (π.χ. πιθανούς υδρογονάνθρακες και αλιεία) καθώς και την στρατιωτική ασφάλεια περιοχών υψηλού γεωπολιτικού ενδιαφέροντος όπως είναι η Μ. Ανατολή και η Ευρασία .
Θα πρέπει να αντιληφθούν όλες οι πολιτικές παρατάξεις της χώρας
(και τα μέλη της προηγούμενης, και της τωρινής και της αυριανής
κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) ότι ο κίνδυνος είναι κοινός για όλους, αν
δεν δώσουν βάρος στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, δεν
ενισχύσουν τους εξοπλισμούς των τριών κλάδων των Ε.Δ και του Λιμενικού
Σώματος, δεν προβούν σε άμεση πρόσληψη νέου προσωπικού, δεν οριοθετήσουν
τις «κόκκινες γραμμές» τους, τότε να γνωρίζουν ότι με την τακτική των
εναγκαλισμών, των κουμπαριών και του ζεϊμπέκικου δεν πρόκειται ποτέ να
«μαλακώσουν» τον Τούρκο όσους κύκλους διερευνητικών επαφών και
συνομιλιών κι αν κάνουν. Όταν συνεχίζουμε να λέμε ότι θέλουμε ανοικτούς
διαύλους επικοινωνίας και ο
τούρκος μας «σέρνει» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό το καθεστώς
απειλής του Casus Beli , της μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας
(κράτους μέλους της ΕΕ), των συνεχών παραβιάσεων, των φραστικών απειλών,
της αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και των συνόρων μας ,
του φόβου μην και τους προκαλέσουμε την ημέρα της επετείου των Ιμίων,
τότε δυστυχώς να είμαστε σίγουροι ότι μέλλον και ειρηνική λύση δεν
πρόκειται ποτέ να υπάρξει μεταξύ των δύο χωρών, όσες διαπραγματεύσεις
και αν γίνουν γιατί απλούστατα ο Τούρκος δεν θα μας σέβεται ούτε θα μας
φοβάται.
Η Ελλάδα μπορεί να μην απειλείται με ένοπλη επίθεση ευρείας κλίμακας από την Τουρκία αλλά, συνεχίζει να απειλείται με ερήμωση / εγκατάλειψη των χωριών και των νησιών της και να μικραίνει καθημερινά και επικίνδυνα λόγω του δημογραφικού και της αντικατάστασης του ελληνικού γηγενούς πληθυσμού μόνο με μουσουλμανικά εισαγόμενα στοιχεία λόγω των μεταναστευτικών ροών που τις χρησιμοποιεί η Τουρκία σαν υβριδικό όπλο άλωσης.
Καταλήγοντας, αν η Ελλάδα δεν αναθεωρήσει την πολιτική αντιμετώπισης στο δημογραφικό, μεταναστευτικό, και δεν ενστερνιστεί το κατά Θουκιδίδη «ότι ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του» θεωρείται αναπόφευκτο ότι θα φθάσουμε κάποια στιγμή στο μέλλον που, όπως οι Μήλιοι ενώ είχαν το δίκαιο με το μέρος τους τελικά υποτάχθηκαν στη βούληση της ισχυρής Αθήνας.
ΠΗΓΗ militaire
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου