Στην Ουάσιγκτον θα μεταβεί στις 16 Μαΐου ο Έλληνας πρωθυπουργός για να συναντηθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Λευκός Οίκος, διά της εκπροσώπου Τζεν Ψάκι, αντιμετωπίζει τη συνάντηση ως «ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η ισχυρή διμερής σχέση των δύο χωρών». Και φροντίζει να καθορίσει την ατζέντα: Υποστήριξη στην Ουκρανία, επιβολή οικονομικού κόστους στη Ρωσία και οι παγκόσμιες προκλήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνει την ενεργειακή ασφάλεια και την κλιματική αλλαγή.
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Η πρόσκληση Έλληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο έχει παραδοσιακά ισχυρό πολιτικό συμβολισμό, που ίσως λόγω Ουκρανίας να είναι ισχυρότερος. Όμως, η επίσκεψη, εν μέσω μιας τόσο ταραγμένης συγκυρίας, μένει να αποδειχθεί ποιους σκοπούς υπηρετεί. Διότι η πολιτική σημασία που αποδίδεται από ελληνικής πλευράς, συχνά αφορά το εσωτερικό μέτωπο, έστω ανομολόγητα.
Για κάποιον ακατανόητο λόγο, διακομματικά, οι ελλαδικές πολιτικές ηγεσίες παραδοσιακά θεωρούσαν ότι οι φωτογραφίες στον Λευκό Οίκο, δίπλα στον Αμερικανό πρόεδρο, “δίνουν πόντους”, κάνοντας τον εκάστοτε Έλληνα πρωθυπουργό να μοιάζει… διεθνούς βεληνεκούς. Έως ότου βέβαια επιστρέψει στη χώρα και αρχίσει το γνωστό και μη εξαιρετέο πολιτικό “ξεκατίνιασμα”, δίνοντας στον καθένα, σε συνεργασία με την πολιτική πράξη, το πραγματικό μέγεθος που του αναλογεί.
Είναι μάλλον δύσκολο να τεκμηριωθεί το χειροπιαστό όφελος από μια επίσκεψη στην Ουάσιγκτον στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Επί της ουσίας, το πως θα αποτυπωθεί με θετικό τρόπο στο εκλογικό επίπεδο. Τούτων λεχθέντων, ας περιμένουμε να δούμε τις επιπτώσεις στο εσωτερικό μέτωπο προσεχώς.
Στον πραγματικό κόσμο, όμως, η ουσία τέτοιων επισκέψεων αφορά στην εξωτερική πολιτική. Σημασία έχει τι θα ειπωθεί όχι μόνο μπροστά, αλλά και πίσω από τις κάμερες. Στο τέλος της ημέρας, σημασία για την Ελλάδα έχει η επίπτωση της επίσκεψης στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, διότι σε αυτό το επίπεδο διακυβεύονται πολλά. Η επίπτωση στο προσωπικό πολιτικό συμφέρον του οποιουδήποτε μπορεί να έχει μεγάλη σημασία για τον ίδιον, αλλά όχι για την πατρίδα.
Ο υπογράφων έχει ασκήσει σκληρή κριτική στην αδυναμία του ελληνικού κράτους να διαπραγματευθεί σοβαρά και έμπρακτα ανταλλάγματα για την απόλυτη ευθυγράμμιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τις ΗΠΑ, οι οποίες απολαμβάνουν όλων των διευκολύνσεων που έχουν αιτηθεί.
Επί δεκαετίες αυτό ίσχυε και στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, με την ειδοποιό διαφορά ότι η Άγκυρα είχε καταφέρει να αποσπά σοβαρά ανταλλάγματα σε κάθε δυνατή μορφή, καταφεύγοντας συστηματικά στη χρήση εκβιαστικών τακτικών.
Τα ελληνικά αιτήματα για την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων έχουν περισσότερες πιθανότητες να ικανοποιηθούν όταν είναι συμβατά και με τα συμφέροντα εν προοκειμένω των ΗΠΑ. Πρόσφατα εκθέσαμε ορισμένες σκέψεις για ανταλλάγματα που θα μπορούσε να ζητήσει η Ελλάδα για να άρει τις επιφυλάξεις της στο θέμα της προμήθειας 40 μονάδων της πιο προηγμένης έκδοσης των μαχητικών F-16 (Block 70/72) και 80 συλλογών αναβάθμισης ισάριθμων που ήδη επιχειρούν στις τάξεις της τουρκικής Αεροπορίας.
Το επιχείρημα θα αφορούσε τη συνολική στρατιωτική ισχύ της Ατλαντικής Συμμαχίας, παρότι η Τουρκία τύποις μόνο είναι συμμαχική χώρα. Στα επιχειρήματα αυτά, εν όψει της επίσημης επίσκεψης Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, θα μπορούσαν να προστεθούν ακόμα δύο μη στρατιωτικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο μιας ορθολογικής και ουχί εκβιαστικής διαπραγμάτευσης μεταξύ συμμάχων. Ανταλλάγματα με σαφές γεωπολιτικό περιεχόμενο και αυταπόδεικτη επήρεια στην εξίσωση ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου.
Το πρώτο επιχείρημα αφορά τις ενεργειακές εξελίξεις και τη φιλολογία που έχει αναπτυχθεί περί πρόθεσης αποχώρησης των πετρελαϊκών κολοσσών που συμμετείχαν στο αρχικό στάδιο των ερευνών στην ελληνική ΑΟΖ. Τότε που η πολιτική βούληση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν μάλλον αρνητική, παρασυρμένη από ένα μείγμα ημιμάθειας και “πράσινων” ιδεοληψιών που πάντως κάποιους εξυπηρετούσαν.
Το να καταγράφονται από τη μια πλευρά σεισμικά δεδομένα που παραπέμπουν σε πιθανά κοιτάσματα μεγάλης αξίας, αλλά από την άλλη να μειώνεται το ενδιαφέρον συμμετοχής ενεργειακών κολοσσών, συνιστά αντίφαση. Και επειδή η πολιτική βούληση για αξιοποίησή τους είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, ευελπιστεί κανείς πως δεν εφευρέθηκε μια έξυπνη μεθόδευση εγκατάλειψης, με τη δικαιολογία της απουσίας ενδιαφέροντος “από την αγορά”.
Το ζήτημα που τίθεται λοιπόν στο πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων είναι σαφές και αφορά στην πολιτική υποστήριξη από την πλευρά των ΗΠΑ, ώστε η Ελλάδα να αναδειχθεί σε σημαντική παράμετρο της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Με τη συμμετοχή εταιριών του μεγέθους της ExxonMobil ή/και της Chevron.
Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να διεκδικήσει και να λάβει σαφείς δεσμεύσεις σε αυτό το θέμα από τον Λευκό Οίκο; Προϋπόθεση είναι η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το γεωπολιτικό διακύβευμα, διότι μέχρι πρόσφατα υστερούσε σε κατανόηση, όπως σύσσωμο σχεδόν το πολιτικό σύστημα.
Το δεύτερο αντάλλαγμα που μπορεί να ζητηθεί αφορά ένα ζήτημα που χρησιμοποιείται σταθερά από την Άγκυρα. Μόλις πρόσφατα, Τούρκοι αξιωματούχοι επιχείρησαν να αξιοποιήσουν τη διαφορά ανάμεσα στο εύρος του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων της Ελλάδας για να νομιμοποιήσουν την παραβατική συμπεριφορά της τουρκικής Αεροπορίας στον χώρο του Αιγαίου.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Διότι δεν μπορούν οι ΗΠΑ επισήμως να ομνύουν υπέρ της τήρησης της διεθνούς νομιμότητας και να συστήνουν στην Ελλάδα να μην ασκήσει το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.
Ας θέσει ο Έλληνας πρωθυπουργός το ζήτημα κι ας αναλάβει η Ουάσιγκτον το κόστος να εμφανιστεί ότι εφαρμόζει πολιτική δυο μέτρων και δυο σταθμών, όπως άλλωστε το κάνει εάν συγκριθεί η πολιτική της απέναντι στη Ρωσία και την Τουρκία. Κανονικά, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα και να ανακοινώσει μονομερώς, όπως της επιτρέπει το διεθνές δίκαιο, την επέκταση των χωρικών υδάτων σ’ όλες τις περιοχές στα 12 μίλια, με την εξαίρεση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, όπου τα χωρικά ύδατα μπορούν να επεκταθούν στα 9 ή 10 μίλια, ως κίνηση καλής θέλησης.
Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα, όχι να θέτουμε τα θέματα γενικώς και αορίστως στην εκάστοτε αμερικανική κυβέρνηση, αλλά με τρόπο που θα αποδεικνύει ότι η χώρα δεν ζητά την άδεια της Ουάσιγκτον για να κατοχυρώσει δικαιώματα που ισχύουν για όλους τους άλλους; Κι αν το αντεπιχείρημα είναι η συνοχή της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ας τους δώσουμε τις διευθύνσεις στην Άγκυρα, όπου έχουν ξεχάσει να θέσουν τα ζητήματα με τον ίδιο τρόπο που τα έχουν θέσει απέναντι στη Μόσχα.
Για όλα τα παραπάνω προϋπόθεση είναι να έχει η ελληνική κυβέρνηση κατανοήσει ότι το εθνικό συμφέρον προηγείται του συμμαχικού. Η εξυπηρέτηση του δεύτερου θα έπρεπε να συνεπάγεται μεγιστοποίηση του πρώτου. Το τι, όμως, συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι γνωστό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου