Ο φόβος ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να προκαλέσει ευρύτερη αποσταθεροποίηση είχε επισημανθεί έγκαιρα. Την κατάσταση αυτή βιώνουμε σήμερα, ακόμα κι αν δεν θεωρηθεί αποτέλεσμα σκόπιμων ενεργειών των πρωταγωνιστών της κρίσης.
Σε αυτή την κατάσταση και ενώπιον του πιθανού ενδεχομένου περαιτέρω κλιμάκωσης, το παράθυρο ευκαιρίας για ταχεία προσπάθεια επανεξοπλισμού της Ελλάδας σταδιακά κλείνει, χρονικά και οικονομικά. Η διαχείριση από ελληνικής πλευράς πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, με σκοπό να συνεχιστεί η προσπάθεια με αποτελεσματικό τρόπο. Στόχος είναι να βρεθούμε στην καλύτερη δυνατή κατάσταση με όρους συνολικής εθνικής ισχύος, κυρίως όμως στρατιωτικής, σε περίπτωση εκτροπής.
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Η κρίση στις σχέσεις Σερβίας-Κοσόβου, δίπλα στα ελληνικά σύνορα, αποτράπηκε προς το παρόν. Δεν αντιμετωπίστηκαν, όμως, τα αίτια. Μένει να αποδειχθεί τι θα συμβεί όταν στις αρχές Σεπτεμβρίου το ζήτημα επανέλθει στο προσκήνιο. Θα μπορέσει η παρασκηνιακή διπλωματική κινητοποίηση της Δύσης να αποτρέψει τα χειρότερα; Έχει ενδιαφέρον, πάντως, η στάση της Μόσχας που έσπευσε να στηρίξει το Βελιγράδι.
Το δίλημμα για τη Δύση είναι μεγάλο. Η απροθυμία του ΝΑΤΟ να εμπλακεί θα μπορούσε να δημιουργήσει παράθυρο ευκαιρίας για μερική έστω αντιστροφή των τετελεσμένων της επέμβασης του 1999. Να υπενθυμιστεί ότι και ο πόλεμος εκείνος είχε ξεσπάσει όταν στις ΗΠΑ κυβερνούσαν οι Δημοκρατικοί και οι Πράσινοι συμμετείχαν στην κυβέρνηση στη Γερμανία.
Ποιες είναι άραγε οι παρασκηνιακές συστάσεις της Μόσχας προς το Βελιγράδι και με ποια κίνητρα; Αξίζει πάντως να υπενθυμιστεί και η συνέπεια, με την οποία η Ισπανία εξακολουθεί να απορρίπτει κάθε ιδέα διπλωματικής αναγνώρισης του Κοσόβου, χωρίς στη Μαδρίτη να φοβούνται ότι η χώρα τους θα απομονωθεί διεθνώς. Εξάλλου, η σύρραξη Ρωσίας-Ουκρανίας και οι εδαφικές απώλειες του Κιέβου, ενισχύουν το επιχείρημα ότι η Δύση ασκεί πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών…
Λίγες ημέρες αργότερα ξέσπασε η κρίση με αφορμή την επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής, Νάνσι Πελόσι, στην Ταϊβάν. Η ανησυχία που προκλήθηκε παγκοσμίως για τις κινεζικές αντιδράσεις ήταν μεγάλη Οι Ρώσοι έσπευσαν με δηλώσεις να στηρίξουν πλήρως το Πεκίνο, ανταποδίδοντας την κινεζική στάση στο Ουκρανικό.
Επιχειρούν άραγε οι ΗΠΑ να δημιουργήσουν συνθήκες κρίσης με οικονομικό αντίκτυπο στους δυο βασικούς αντιπάλους τους, τη Ρωσία και την Κίνα, ώστε να πληγεί η εν εξελίξει προσπάθεια αμφοτέρων να προσεγγίσουν τους Αμερικανούς στον στρατιωτικό τομέα; Ή μήπως το ρίσκο ανοίγματος ενός δευτέρου και πολύ πιο επικίνδυνου μετώπου είναι απόδειξη της στρατηγικής σύγχυσης που επικρατεί στην Ουάσιγκτον, ενόψει του κινδύνου απώλειας του ελέγχου;
Στο σκηνικό που διαμορφώνεται δεν μπορεί να αποκλειστεί μια επικίνδυνη στρατιωτική κλιμάκωση που θα συμπαρασύρει πολλές περιοχές του πλανήτη. Η Ελλάδα, έστω και καθυστερημένα, τρέχει για να ενισχύσει τη στρατιωτική της ισχύ, μέσω εξοπλισμών και συμμαχικών σχέσεων. Οι ενέργειές της πρέπει να είναι στοχευμένες και κυρίως απαιτείται εις βάθος κατανόηση του προβλήματος εθνικής ασφαλείας που αντιμετωπίζει.
Η ελληνική προσπάθεια εστιάζεται στην ταχεία υλοποίηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων εξοπλιστικών προγραμμάτων. Η προτεραιοποίηση από την πλευρά του ΓΕΕΘΑ είναι δύσκολη εργασία. Υπάρχουν εξοπλιστικά προγράμματα που με τους κατάλληλους χειρισμούς (σ.σ. με προϋπόθεση την άμεση διάθεση συστημάτων από τα αποθέματα της χώρας-προμηθευτή) μπορούν να αποδώσουν άμεσα μετρήσιμο στρατιωτικό, άρα και αποτρεπτικό αποτέλεσμα, με παράδειγμα τα αντιαρματικά όπλα.
Άλλα προγράμματα θα φέρουν πρακτικό αποτέλεσμα σε μερικά χρόνια (π.χ. τα F-35A Lightning II). Και σε αυτά υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης για μετρήσιμο αποτέλεσμα πιο σύντομα. Τέτοια προγράμματα έχουν και ευρύτερη γεωστρατηγική διάσταση που επίσης ενισχύουν την ελληνική αποτροπή σε επίπεδα πέραν του στρατιωτικού.
ΤΟ ΗΧΗΡΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Οι συμμαχικές σχέσεις ενισχύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα μέσω των εξοπλισμών, όταν αυτοί έχουν εμβληματικό χαρακτήρα που πείθει την Τουρκία για το επίπεδο δέσμευσης του προμηθευτή. Σε κάθε περίπτωση, το «γεωπολιτικό κριτήριο» είναι διακηρυγμένα βασικός παράγοντας επηρεασμού της τελικής απόφασης στα εξοπλιστικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα απτού γεωπολιτικού αποτελέσματος μέσω των εξοπλισμών, αποτελεί η δέσμευση περιοχών εντός των ορίων του παράνομου Τουρκολιβυκού Μνημονίου από την πλευρά του ισραηλινού Ναυτικού για τη διενέργεια ασκήσεων με πραγματικά πυρά. Πρόκειται για μια ενέργεια αναγνώρισης της ελληνικής δικαιοδοσίας, άρα απόρριψης στην πράξη των τουρκικών ισχυρισμών. Ταυτόχρονα αποτελεί σαφές μήνυμα στην Άγκυρα ότι η αποκατάσταση των διμερών σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας δεν μπορεί να κινείται εκτός του πλαισίου της διεθνούς νομιμότητας.
Διαφωνίες είναι θεμιτό να υπάρχουν, όπως η διένεξη Ισραήλ-Λιβάνου για τις θαλάσσιες ζώνες. Παρά την ένταση, όμως, οι δυο πλευρές αφενός δεν επιχειρούν να αλλάξουν το Δίκαιο της Θάλασσας (όπως η τουρκική αμφισβήτηση του δικαιώματος των νήσων σε ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα), αφετέρου έχουν δεχθεί μια από τις μεθόδους του ΟΗΕ (μεσολάβηση) στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης.
Αυτό δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί εάν η θέση της δυο μερών βασίζονταν σε παραλογισμούς. Σε ποια βάση θα μπορούσε να συζητήσει η Ελλάδα με μια χώρα που αυθαίρετα ζητά να αποστερήσει από τις νήσους τις θαλάσσιες ζώνες; Αυταπόδεικτα δεν μπορεί να υπάρξει κοινό έδαφος, ενώ και η απλή αποδοχή μιας παράλογης θέσης στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης της παρέχει ένα επίπεδο νομιμοποίησης.
Η διαφορά στρατιωτικής ισχύος ανάμεσα στο Ισραήλ και τον Λίβανο είναι χαώδης, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας. Άρα, το εβραϊκό κράτος λαμβάνει σαφή θέση υπέρ της ανάγκης προάσπισης ενός πλαισίου νομιμότητας στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις χώρες τις περιοχής με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, παρά το μαζικό στρατιωτικό του πλεονέκτημα.
Αυτό το συμμερίζεται τοπικά και η Αίγυπτος, οπότε με την προσθήκη της Ελλάδας δημιουργείται μια πολύ ισχυρή συμμαχία αρχών, που επιχειρεί να βάλει όρια στην ανεξέλεγκτη, ταραχοποιό και αποσταθεροποιητική συμπεριφορά της Τουρκίας.Οι ελληνικές πρωτοβουλίες δεν σταματούν όμως εδώ.
Η “ΣΤΟΙΧΙΣΗ” ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Όλα δείχνουν ότι η κυβερνητική προσέγγιση οδήγησε στην επιθυμία στοίχισης και της Ιταλίας σε αυτή την άτυπη μεσογειακή συμμαχία. Με όχημα το πρόγραμμα των κορβετών σε συνδυασμό με την παρουσία του Μάριο Ντράγκι, ενός πραγματικού ηγέτη – «statesman» με την παραδοσιακή έννοια του όρου, η κυβέρνηση έδειχνε να επιθυμεί την επιλογή των FCX-30 Doha για το Πολεμικό Ναυτικό.
Το ΓΕΝ έχει τηρήσει προσεκτικά αποστάσεις από την τελική κυβερνητική επιλογή, λέγοντας ότι και η ιταλική και η γαλλική (Gowind) και η ολλανδική (Sigma 10514) πρόταση καλύπτουν τις επιχειρησιακές απαιτήσεις. Σύμφωνα με πολλές πηγές, για λόγους ομοιοτυπίας που εξασφαλίζει οικονομίες κλίμακος δεν κρύβεται μια διακριτική προτίμηση για τις γαλλικές Gowind, μετά την επιλογή των φρεγατών FDI HN Belharra. Τα κριτήρια που σταθμίζονται όμως είναι πολλά περισσότερα.
Οι κυβερνητικές προθέσεις έδειχναν να είναι η συνεργασία με τους Ιταλούς σε συνδυασμό αφενός με την υπογραφή ενός αμυντικού συμφώνου στο πρότυπο του ελληνογαλλικού και αφετέρου με τη συμμετοχή τους στη διάσωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Θα επανέλθει όμως ο Ντράγκι στην εξουσία; Ή μια νέα κυβέρνηση θα περιπλέξει δραματικά το γεωπολιτικό σκέλος της απόφασης οδηγώντας σε ανατροπές;
Ο Ντράγκι είναι πολιτικός με τέτοιο ειδικό βάρος στην Ευρώπη που μπορεί να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση του οικονομικού μέλλοντος της Ένωσης, συγκρουόμενος εάν απαιτηθεί και με τους Γερμανούς, αλλά και στη διαμόρφωση μιας νέας γεωστρατηγικής πραγματικότητας στην περιοχή της Μεσογείου.
Η Γερμανία είναι ορθώς η άλλη χώρα την οποία επιχειρεί να προσεταιριστεί η Ελλάδα. Για άλλη μια φορά όμως, την ανάγκη για ψύχραιμη αντιμετώπιση του ζητήματος την αντικατέστησε η γνωστή «οπαδική». Αναλόγως των προτιμήσεων οι Γερμανοί αποτελούν την επιτομή είτε του κακού είτε του καλού. Η κυριαρχία τους στον τομέα των τεθωρακισμένων σε ελληνική υπηρεσία και στα υποβρύχια, εστιάζει εκ των πραγμάτων εκεί το ενδιαφέρον.
Προφανώς οι δηλώσεις της ΥΠΕΞ Μπέρμποκ στην Τουρκία δεν διασφαλίζουν μόνιμη αλλαγή στάσης της χώρας. Δεν μπορούν όμως και να απαξιώνονται. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και η Γερμανία δεν είναι η πρώτη χώρα που επανεξετάζει γενικότερα τη στάση της. Όλα είναι ρευστά, ενώ στο επίπεδο των εξοπλισμών τα τουρκικά προγράμματα με γερμανικές εταιρίες που έχουν βαλτώσει την τελευταία πενταετία ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες.
Η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει στενές σχέσεις με τη Γερμανία. Οφείλει να διαπραγματευθεί σκληρά για να πετύχει τον μη υπολογισμό των εξοπλιστικών δαπανών στο χρέος σε συνεργασία με άλλες συμμάχους χώρες. Επίσης, να κάνει τα πάντα για να πείσει το Βερολίνο ότι η υπό ανάδυση νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής ανατρέπει παραδοχές δεκαετιών, στις οποίες όλοι θα προσαρμοστούν αργότερα ή γρηγορότερα.
Κατά συνέπεια, το ελληνικό εθνικό συμφέρον επιτάσσει την προστασία των διμερών σχέσεων και την με κάθε τρόπο αποφυγή εργαλειοποίησής τους για την προώθηση του ενός ή του άλλου οπλικού συστήματος. Η ισορροπία είναι δύσκολη, αλλά μπορεί να επιτευχθεί εάν από ελληνικής πλευράς τηρηθούν κάποιες βασικές αρχές.
Η χώρα δεν προμηθεύεται κάποιο σύστημα για να κάνει χάρη στη Γερμανία, αλλά για να καλύψει συγκεκριμένες και πιεστικές επιχειρησιακές ανάγκες, με τον βέλτιστο από απόψεως κόστους-οφέλους τρόπο, ο οποίος θα ωφελήσει και την εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Χωρίς την προσχηματική εξέταση εναλλακτικών για να δοθεί επίφαση νομιμότητας. Με έντιμη στάση απέναντι σε όλους, όχι τις συνήθεις μεθοδεύσεις.
Εξάλλου, και μυστικό δεν είναι η ιδιαίτερη στάθμιση της γεωπολιτικής παραμέτρου στην τελική απόφαση, και η ίδια η κυβέρνηση διατείνεται ότι ο ανταγωνισμός που προκαλείται (σ.σ. παρά τις «χαλαρές» όσον αφορά την τήρηση των νομικώς προβλεπομένων διαδικασιών), οδηγεί σε απόσπαση καλύτερων όρων προς όφελος των Ενόπλων Δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου