Μια ομιλία με ιδιαίτερη σημασία που αφορούσε στη “γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία της ποντοπόρου Ελληνόκτητης Εμπορικής Ναυτιλίας” στο πλαίσιο του πρώτου Συνεδρίου Ναυτικής Ισχύος, από τον γνωστό εφοπλιστή και ευεργέτη -κατά κυριολεξία- του Πολεμικού Ναυτικού, Παναγιώτη Λασκαρίδη, αποκτά εκ νέου ξεχωριστή σημασία, τόσο λόγω σχετικής αναφοράς που έγινε στο πρόσφατο Συνέδριο των Δελφών, όσο και της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε, όπου πολλά από τα κρίσιμα για το μέλλον της χώρα και του Ελληνισμού θέματα, βρίσκονται δυστυχώς εκτός ατζέντας…
Όπως ανέφερε εισαγωγικά ο κ. Λασκαρίδης, η Ελλάδα είναι ένα από τα ισχυρότερα και τα πιο σημαντικά ναυτικά κράτη του κόσμου και η εμπορική της ναυτιλία αποτελεί βασικό στυλοβάτη της εθνικής της οικονομίας. Επί σειρά ετών μέχρι και σήμερα, το Ελληνικό εμπορικό ναυτικό κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως, οι δε Έλληνες εφοπλιστές θα συνεχίζουν να διατηρούν για πολλά ακόμα χρόνια την πρώτη θέση στη διεθνή ναυτιλία παρά τις διαδοχικές οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Ο Ελληνικός Εμπορικός Στόλος αποτελεί το 17% του παγκόσμιου στόλου με βάση τη χωρητικότητα. Πιο σημαντικό όμως είναι ότι στις μεταφορές υγρού φορτίου κατέχει την πρώτη θέση με 30% του παγκόσμιου στόλου, στις δε μεταφορές ξηρού φορτίου κατέχει το 20% παγκοσμίως.
Η Ελλάδα είναι στην εμπορική ναυτιλία 50 φορές ισχυρότερη από ό,τι παρουσιάζεται η θέση της στη σύγκριση των κρατών παγκοσμίως με βάση συγκρίσεις στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Αποτελεί δε το 59% του Ευρωπαϊκού εμπορικού στόλου Από τις προαναφερθείσες πρωτιές είναι δεδομένη η γεωοικονομική ισχύς του Ελληνόκτητου ποντοπόρου εμπορικού στόλου, επομένως και οι διαρκείς ευκαιρίες γεωπολιτικής αξιοποίησής του προς όφελος των εθνικών συμφερόντων.
Το κύριο χαρακτηριστικό του Ελληνικού εμπορικού ναυτικού είναι η ιδιότητά του ως του μέσου (carriage) αξιοποίησης των εμπορευματικών διόδων δια μέσου των οποίων θα κινηθούν τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών και προϊόντων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συντελεί στο να διατηρείται και να λειτουργεί η εγκαθιδρυμένη οικονομική παγκοσμιοποίηση. Σε κάθε περίπτωση ο όγκος των μεταφορών δια των παγκόσμιων θαλασσίων διαύλων που εξυπηρετούνται από τα Ελληνικά εμπορικά πλοία, δεν είναι δυνατόν να υποβαθμιστούν ή να παρακαμφθούν. Η μεταφορά πρώτων υλών και εμπορευμάτων είναι και θα εξακολουθήσει να παραμένει βασικός άξονας της γεωπολιτικής. Επομένως ελέγχοντας οικονομικά ή εκτελώντας τις εμπορικές «επικοινωνίες» στον θαλάσσιο χώρο αποκτάται σημαντική ισχύς.
Η ποντοπόρος Ελληνική εμπορική φορτηγός ναυτιλία υλοποιεί γενικές διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές. Τουλάχιστο το 95% της χωρητικότητας της προσφέρει τις υπηρεσίες της στις μεταφορές μεταξύ τρίτων χωρών (cross-trading), μια καθαρά εξαγωγική βιομηχανία υπηρεσιών, που λειτουργεί από συνθήκες πλήρους και έντονου διεθνούς ανταγωνισμού. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η Ελληνική ναυτιλία εξυπηρετεί πρώτιστα τις εισαγωγές σε πρώτες ύλες των ανεπτυγμένων χωρών του ανεπτυγμένου κόσμου της Δύσης, της Ευρώπης και της Ασίας. Ειδικά για την Ευρώπη, η σημασία της Ευρωπαϊκής Ναυτιλίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ακόμα και σήμερα η Ναυτιλία αποτελεί το μόνο πραγματικό γεωπολιτικό της όπλο, την στιγμή που η ίδια δεν διαθέτει ούτε κοινή εξωτερική, οικονομική ή στρατιωτική ισχύ. Κατά συνέπεια ο εμπορικό στόλος της Ευρώπης αποτελεί έναν μοναδικής εμβέλειας και ισχύος βραχίονα χωρίς τον οποίο η μισή Ευρώπη θα πεινούσε και η υπόλοιπη μισή θα πάγωνε.
Την εποχή της Προεδρίας μου στην Ευρωπαϊκή Ένωση Εφοπλιστών αναθέσαμε μια μεγάλη έρευνα στην εταιρεία Deloitte με σκοπό να διερευνηθεί η ελκυστικότητα της Ευρώπης ως χώρου νηολόγησης εμπορικών πλοίων. Η μεγάλη αυτή μελέτη κατέδειξε ότι υπάρχουν τουλάχιστον 5 ναυτιλιακά κέντρα εκτός Ευρώπης (Dubai, Singapore, Shanghai, Hong Kong, Vancouver κλπ.) τα οποία προσφέρουν πιο ελκυστικές συνθήκες για την εγκατάσταση και νηολόγηση εμπορικών πλοίων από ότι η Ευρώπη. Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών είναι ότι μόνο ένα στα τρία καινούργια πλοία νηολογείται σε Ευρωπαϊκή σημαία και η εταιρεία του εγκαθίσταται στην Ευρώπη.
Στη συνέχεια, ο Παναγιώτης Λασκαρίδης, αφού αναφέρθηκε σύντομα στις γεωπολιτικές θεωρίες θαλάσσιας ισχύος και ηγεμονίας, με έμφαση στις θεωρίες των Sir Halford Mackinder και Nicholas Spykman που θεωρείται ο «πατέρας» του γνωστού Αγγλοσαξονικού γεωπολιτικού μοντέλου, πρεσβεύοντας ότι η ανάσχεση της οποιασδήποτε «χερσαίας αυτοκρατορίας» περιλαμβάνει αναπόδραστα τη μη πρόσβασή της στις ανοιχτές θάλασσες και επομένως την απαγόρευση του εμπορίου δια των θαλασσίων οδών, συμπέρανε ότι η διαχρονική υπεροχή της ναυτικής ισχύος και της ναυτικής δύναμης που θα εξασφαλίσει την κυριαρχία των θαλασσών και επομένως τον έλεγχο των θαλασσίων γραμμών επικοινωνιών και συγκοινωνιών (SLOCs – Sea Lines Of Communications). Διευκρίνισε ωστόσο, ότι η έννοια της κυριαρχίας των θαλασσών είναι μια έννοια σχετική. Ο όρος «κυριαρχία» ή «ηγεμονία» παραπέμπει σε διαρκή αναμέτρηση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει σε διάφορες μορφές ακόμα και εν καιρώ ειρήνης.
Περνώντας στη γεωπολιτική και γεωοικονομική προσέγγιση των Ελληνικών δεδομένων, ο κ. Λασκαρίδης ανέφερε ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο μεγάλες και αλληλένδετες διεθνείς προκλήσεις που θα καθορίσουν την πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Η γεωπολιτική πρόκληση αφορά την χρήση στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος για την επίτευξη εδαφικής ασφάλειας, καθώς και για την επίτευξη πολιτικής επιρροής σε άλλα κράτη ή για την αντίσταση σε τέτοια επιρροή από άλλα κράτη, στα πλαίσια της συμμετοχής της στις πολιτικές διεργασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του NATO. Η γεωοικονομική πρόκληση αφορά την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της χώρας σε σχέση με το διεθνές περιβάλλον και τον διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό (ευρυφασματικά ή σε συγκεκριμένους τομείς και δραστηριότητες), ο οποίος καθίσταται ολοένα και πιο δυναμικός λόγω των ραγδαίων εξελίξεων στους χώρους της τεχνολογίας και της αγοράς. Ειδικότερα, αφορά στην ικανότητα της ελληνικής οικονομίας αφού έχει ήδη αποφύγει το χαρακτηρισμό της «αναξιόχρεης», να κατακτήσει μερίδια στην διεθνή αγορά, στα πλαίσια της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης των οικονομιών.
Όσον αφορά στην εμπορική ναυτιλία, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ναυτικών κρατών αφορά στην κατάκτηση και υπεράσπιση μεριδίου των υφισταμένων ναυλαγορών. Οι “μονάδες” στον ανταγωνισμό αυτό είναι οι ναυτιλιακές εταιρείες, τα “οπλικά συστήματα” τα αποτελούν τα εμπορικά πλοία που επιχειρούν αυτές, σε συνδυασμό με την οργανωτική υπεροχή του Έλληνα εφοπλιστή και την αναμφισβήτητη ικανότητα του Έλληνα ναυτικού όταν εργάζεται στο θαλάσσιο στοιχείο, οι δε “μάχες” καθορίζονται από την εκάστοτε εμπορική ικανότητα και την επιχειρηματική πρωτοβουλία. Αυτό δε που καθορίζει την έκβαση των οικονομικών ανταγωνισμών στους τομείς της ναυτιλίας είναι η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των Ελληνικής Ιδιοκτησίας ναυτιλιακών επιχειρήσεων σε σχέση με τους διεθνείς αντιπάλους τους.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά στο ότι η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, πέρα μεγαλύτερη απειλή κατά του συνόλου των εθνικών μας συμφερόντων, επηρεάζει κάθε σχεδόν πτυχή της Ελληνικής ναυτιλίας. Στην περίοδο που διανύουμε, οι οικονομικές ικανότητες του κάθε κράτους έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για το εκτόπισμά του στην διεθνή πολιτική. Επομένως στο μέτρο που η Ελλάδα αποτυγχάνει ή επιτυγχάνει στον οικονομικό ανταγωνισμό, υφίσταται την συνέπεια της φθοράς ή ενίσχυσης της πολιτικής της επιρροής. Στο παρελθόν, ο λαϊκισμός, οι συναισθηματισμοί, τα στερεότυπα και οι βραχυπρόθεσμες εξάρσεις της κοινής γνώμης, σχεδόν απαγόρευσαν την ορθολογική εκπόνηση σχεδίου περαιτέρω ενδυνάμωσης της Ελληνικής ναυτιλίας. Αντίθετα επιχειρήθηκε αυτή να πληγεί (είτε ηθελημένα είτε αθέλητα) και να χάσει σημαντικό μερίδιο των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών.
Εντούτοις η Ελληνική ναυτιλία διέψευσε υστερόβουλες προσδοκίες και προβλέψεις, εντυπωσιάζοντας με την απαντοχή και τις επιδόσεις της σε ένα εξαιρετικά δυσμενές διεθνές οικονομικό και διπλωματικό περιβάλλον. Αποτέλεσμα είναι να φιγουράρει ως ο μοναδικός ισχυρός γεωπολιτικός και γεωοικονομικός πυλώνας της χώρας (ενδεχομένως ακολουθούμενη από τον τουρισμό, με τον οποίον και συνδέεται με μικρότερους κλάδους της, της ακτοπλοΐας και των κρουαζιερόπλοιων).
Ας σημειωθεί εδώ ότι τα 15 τελευταία χρόνια, η απόσταση μεταξύ των στόλων της Ελλάδας, της Κίνας και της Ιαπωνίας όχι μόνο δεν μίκρυνε ή εξαφανίστηκε, αλλά αντίθετα αυξήθηκε λόγω της πολιτικής των Ελλήνων Εφοπλιστών που εκμεταλλεύτηκαν καλύτερα από τους ανταγωνιστές τους τις σημαντικές ευκαιρίες που αναδείχθηκαν μέσα από την υπερδεκαετή κρίση της ναυτιλίας που ακολούθησε τη μεγάλη τραπεζική και οικονομική κρίση του 2008. Με δεδομένη την πολύ αργή εξέλιξη των ποσοστών του παγκόσμιου εμπορικού στόλου κάθε κράτους, εκτιμάται πως η πρώτη θέση της παγκόσμιας ναυτιλίας δεν θα αλλάξει τουλάχιστον την προσεχή 15-ετία.
Σήμερα η ποντοπόρος Ελληνική εμπορική ναυτιλία αποτελεί έναν από τους λόγους που μπορούμε να είμαστε περήφανοι απέναντι στους εταίρους μας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαιτίας της απτής και πραγματικής υπεροχής μας. Η αναζήτηση απασχόλησης για τα Ελληνόκτητα εμπορικά πλοία γίνεται στη διεθνή ναυλαγορά, της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι το ελεύθερο παιχνίδι της προσφοράς και της ζήτησης. Αν και Ελληνόκτητα, τα πλοία αυτά εξυπηρετούν μεταφορές φορτίων μεταξύ τρίτων χωρών εκτός Ελλάδας. αφού είναι γνωστός ο ιδιαίτερα περιορισμένος όγκος του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της πατρίδας μας. Έχοντας αντιμετωπίσει τις μέχρι τώρα κυκλικές διακυμάνσεις των ναύλων με αδιαμφισβήτητη επιτυχία, οι Έλληνες καλούνται πλέον να διατηρήσουν τη δεσπόζουσα θέση τους ανάμεσα στις μεγάλες ναυτιλιακές δυνάμεις του κόσμου.
Εδώ και μερικά χρόνια η ελευθερία των ωκεανών τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο. Η παρεμβολή ορισμένων χωρών στο δίκτυο των διεθνών θαλασσίων μεταφορών, αφενός με τη μονοπώληση μεγάλου μέρους του εξωτερικού τους εμπορίου και αφετέρου, με την επιδότηση της ανάπτυξης των εθνικών τους στόλων, πλήττει ευθέως τους ανεξάρτητους ιδιώτες πλοιοκτήτες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι Έλληνες. Ο Ελληνικός εφοπλισμός έχει αντιληφθεί ότι ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπιση του κινδύνου του κρατικού παρεμβατισμού και προστατευτισμού είναι η συγκρότηση στόλων που αποτελούνται από πλοία σύγχρονα, οικονομικά, με μικρό περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα και με πολύπλευρες μεταφορικές δυνατότητες.
Η αγορά του Ελληνικού ναυτεργατικού δυναμικού βρίσκεται το τελευταίο χρονικό διάστημα στο επίκεντρο μιας μεταβολής με κεφαλαιώδη σημασία. Ο ενεργός πληθυσμός δεν προσελκύεται πια από τη θάλασσα όπως κατά το παρελθόν ενώ στις τάσεις αυτές ήρθε να προστεθεί και το ολοένα εντεινόμενο τα τελευταία χρόνια δημογραφικό πρόβλημα. Στην αντιμετώπιση της ελλείψεως ναυτεργατικού δυναμικού οι Έλληνες πλοιοκτήτες αντιδρούν αγοράζοντας σύγχρονα πλοία με υψηλό βαθμό αυτοματισμού και συστημάτων τηλεμετρίας. Επίσης καταφεύγουν στη ναυτολόγηση πληρωμάτων από αναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο έτσι μπορούν να συμπληρωθούν αποτελεσματικά και οικονομικά οι θέσεις εργασίας που μένουν κενές από την έλλειψη Ελλήνων Αξιωματικών αλλά και κατωτέρων πληρωμάτων.
Ο εφοπλιστής Λασκαρίδης, υπογράμμισε εν συνεχεία, ότι η ποντοπόρος ναυτιλία ως διαχρονικό διπλωματικό και στρατηγικό ενεργητικό για την Ελλάδα, αναμφισβήτητο γεωπολιτικό στήριγμα και ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για την ανάδειξη της διεθνούς υπόστασης της χώρας. Η μεταφορά πρώτων υλών και εμπορευμάτων είναι και θα παραμείνει ο βασικός άξονας της γεωπολιτικής. Ελέγχοντας οικονομικά και πραγματώνοντας τις μεταφορές στον θαλάσσιο χώρο αποκτάται σημαντική ισχύς. Επομένως, ο ποντοπόρος εμπορικός στόλος και οι ναυτιλιακές εταιρείες που τον χειρίζονται επιχειρηματικά και επιχειρησιακά, αποτελούν σημαντικότατο στρατηγικό εργαλείο για την Ελλάδα. Ο δε γεωγραφικός χώρος δράσης του Ελληνόκτητου εμπορικού στόλου είναι ουσιαστικά ολόκληρη η υδρόγειος και χωρίς εξαιρέσεις όλες οι ρότες διεθνούς ναυσιπλοΐας.
Σε αξιοποίηση της Ελληνόκτητης ποντοπόρου εμπορικής αρμάδας μέσα στα πλαίσια της εθνικής άμυνας και ασφάλειας, εκτιμάται ότι η πατρίδα μας έχει αποκτήσει έγκαιρα συνείδηση της θαλάσσιας ισχύος που αυτή της προσδίδει. Η εμπορική ναυτιλία εκ των πραγμάτων εντάσσεται στο διπλωματικό και στρατηγικό οπλοστάσιο της χώρας. Δύναται να αξιοποιείται σε συνεχή βάση αλλά και κατά περίπτωση σαν το “τέταρτο όπλο”. Εξάλλου ολόκληρη Ατλαντική Συμμαχία θεωρεί το σύνολο της ποντοπόρου ναυτιλίας που διαχειρίζονται οι Έλληνες ως στρατηγικό βραχίονα στο αμυντικό της πλέγμα.
Πόσες και πόσες φορές οι εκπρόσωποί της δεν έχουν εκφράσει την ικανοποίησή τους για τις καλές υπηρεσίες των Ελληνικών εμπορικών πλοίων σε αναφλέξεις όπως αυτές στην περιοχή του Περσικού Κόλπου όταν από το σύνολο των εμπορικών πλοίων που ναυλώθηκαν διαχρονικά, πάνω από τα μισά ήταν Ελληνικών συμφερόντων και την ίδια στιγμή έδωσε και δίνει μαθήματα εμπορικής και συμμαχικής συνέπειας, σεβόμενη τους διεθνείς αποκλεισμούς. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η άποψη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υποστηρίζει ότι ένας ισχυρός κοινοτικός στόλος είναι απαραίτητος για στρατιωτικούς και οικονομικούς λόγους.
Η ναυτιλιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και ευρύτερων των Αγγλοσαξονικών γεωπολιτικών επιδιώξεων, ευνοεί τη δυναμική παρουσία του Ελληνόκτητου εμπορικού πλοίου στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά και συνεπώς οφείλει να κινηθεί ενάντια στην οποιαδήποτε μορφής προστατευτική πολιτική άλλων χωρών. Όπως προαναφέρθηκε, κανένας περιορισμός ή κρατικός φαβοριτισμός δε πρέπει να θεσπίζει ειδική πολιτική θαλασσίων μεταφορών, καθόσον αντίκειται στα διαρκή συμφέροντα της Ευρώπης και της Δυτικής συμμαχίας. Οι σύγχρονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των ισχυρών δυνάμεων αποκτούν κυρίως οικονομικές διαστάσεις. Σ’ αυτές τις μη θερμοπολεμικές συγκρούσεις, οι ένοπλες δυνάμεις δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν, αντίθετα άλλα μέσα όπως το εμπορικό ναυτικό μπορεί να αποτελέσει το νέο «τέταρτο» όπλο. Στην πράξη όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική, διότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των σχετικών πολιτικών της Ευρώπης και του υπόλοιπου Δυτικού κόσμου.
Από ιδία εμπειρία γνωρίζω ότι οι υπερατλαντικές δυνάμεις, δηλαδή ΗΠΑ, Καναδάς κλπ. είναι απολύτως συνειδητοποιημένες ότι είναι απόλυτα απαραίτητο να υπάρχει ένας μεγάλος εμπορικός στόλος όπως ο Ελληνικός, ο οποίος θα εκτελεί τις παγκόσμιες μεταφορές εμπορίου, χωρίς να έχει ο ίδιος ειδικά εμπορικά συμφέροντα με την μία ή άλλη πλευρά (Δυτικός κόσμος και χώρες τις Άπω Ανατολής). Ο κίνδυνος τον οποίο αναγνωρίζουν οι Αμερικάνοι και άλλες Δυτικές δυνάμεις, αλλά δυστυχώς όχι σε αρκετό βαθμό η Ευρώπη, είναι να καταντήσουν οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης να μεταφέρουν τα προϊόντα τους με πλοία που ανήκουν στους κύριους εμπορικούς τους ανταγωνιστές όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότιος Κορέα κ.λπ.
Όσον αφορά στις προοπτικές περαιτέρω γεωπολιτικής ανάδειξης, ανάπτυξη και μέλλον της Ελληνικής ναυτιλίας, ο κ. Λασκαρίδης κάλεσε για την αξιοποίηση της δυνατότητας περαιτέρω διεύρυνσης της γεωπολιτικής αξιοποίησης της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στους θαλάσσιους και εμπορικούς γεωπολιτικούς χώρους όπου είναι πρόδηλα μεγάλα συμφέροντα. Δεν τίθενται επίσης θέματα συνύπαρξης ή συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής ναυτιλίας και των υφιστάμενων ή / και μελλοντικών σχεδιασμών των ισχυρών δυτικών δυνάμενων, αλλά περαιτέρω ενδυνάμωσης της ήδη διαμορφωμένης συμβατότητας συμφερόντων.
Η διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης της Ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας ανάμεσα στις μεγάλες ναυτιλιακές δυνάμεις του κόσμου, απαιτεί διαρκή προσπάθεια. Η έλλειψη όγκου εθνικών μεταφορών, η απουσία κρατικών επιδοτήσεων, με εγχώριο έμψυχο δυναμικό σε φθίνουσα επάρκεια και με χωλαίνουσα την εθνική υποδομή, η Ελληνική πλοιοκτησία είναι αναγκασμένη να προσαρμόζεται συνεχώς στις απρόβλεπτες αλλαγές και τους αναγκαστικούς και ξαφνικούς περιορισμούς που επιφυλάσσει ένα έντονα ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον. Προβάλλοντας πάντοτε τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού, απαιτείται και κρατική μέριμνα ώστε να προωθηθούν –πρωτίστως μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης– μέτρα ενισχυτικά της Ελληνικής ναυτιλίας, υπό την έννοια απαλλαγής από τα προβλήματα που παρουσιάζονται εξαιτίας της προαναφερθείσας πολιτικής ορισμένων κρατών αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αιτία δημιουργίας μελλοντικών προβλημάτων για το Ελληνικό εμπορικό ναυτικό, αλλά ενδεχομένως και πηγή ευκαιριών αποτελεί η γενικευμένη διεθνής πολιτική κρίση και οικονομική ύφεση, η οποία προκαλείται από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα κατά τον τελευταίο χρόνο. Αισιόδοξο όμως μήνυμα παίρνουμε από το γεγονός ότι η Ελληνική εμπορική ναυτιλία καταφέρνει παρόλα αυτά να ακμάζει μέσα στο γενικό αυτό πνεύμα ύφεσης και να παρουσιάζει επιδόσεις που βελτιώνονται χρόνο με το χρόνο. Το ναυτικό υπόβαθρο της χώρας και το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα αποτελούν τα εχέγγυα ότι η Ελληνική εμπορική ναυτιλία θα εξακολουθήσει να συμβάλλει στην ισχυροποίηση της χώρας όχι μόνο με οικονομικούς όρους, αλλά και σε διεθνές πολιτικό επίπεδο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
α. Η Ελληνική εμπορική ναυτιλία διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας, στην ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας, καθώς και στην ενδυνάμωση της διεθνούς προβολής της Ελλάδας και λειτουργεί αδιαμφισβήτητα ως πολλαπλασιαστής της εθνικής ισχύος.
β. Η δυνατότητα στρατηγικής αξιοποίησης της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας για την αποκόμιση γεωπολιτικής ωφέλειας είναι τακτικώς εφικτή και δεν αποτελεί απλά ένα ιδεατό προσδόκιμο αλλά είναι ήδη μια διαμορφωμένη πραγματικότητα. Επομένως αποτελεί κινητήριο μοχλό για την περαιτέρω γεωπολιτική ανάδειξη και ενδυνάμωση της ναυτικής ισχύος της Ελλάδας, καθώς και την ισχυροποίησή της τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
γ. Η ευρωπαϊκή και διεθνής υπόσταση της ποντοπόρου Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, καταδεικνύει ξεκάθαρα πως προάγει δυναμικά την διεθνή εικόνα και το κύρος της Ελλάδας, αναγορεύοντας την σε σημαντικό συνεργάτη των μεγάλων δυνάμεων και παράγοντα στήριξης της Δυτικής ηγεμονίας.
δ. Η ταύτιση συμφερόντων με τους ισχυρούς δρώντες της παγκοσμιοποίησης, αποτελεί κανόνα και απαιτεί συνδυασμό κρατικών και ιδιωτικών σχεδιασμών διεύρυνσης και εξειδίκευσης του μεριδίου της ναυλαγοράς υπέρ της Ελληνικής ναυτιλίας, και συμμετοχή σε διεθνείς πρωτοβουλίες που αφορούν στις θαλάσσιες μεταφορές.
ε. Σε κάθε ευκαιρία και σε συνεχή προσπάθεια πρέπει να γίνεται εκμετάλλευση των ευρύτερων «ναυτικών» γεωπολιτικών επιδιώξεων, ώστε να ευνοείται η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του Ελληνόκτητου εμπορικού πλοίου στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά, καθιστώντας διαρκώς σαφές ότι ο οποιοσδήποτε περιορισμός, ειδική πολιτική ή κρατικός φαβοριτισμός ενάντια στα συμφέροντα της Ελληνικής ναυτιλίας, αντίκειται και στα διαρκή συμφέροντα της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου