Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Συνήγορος της Τουρκίας το ΕΛΙΑΜΕΠ – Μετατρέπει την εισβολή σε «επέμβαση» και βαφτίζει μαξιμαλιστικές τις ελληνικες θέσεις στο Αιγαίο

Απαράδεκτες αναφορές για την εισβολή του ’74 και «δουρειοϊππική» ευθυγράμμιση με τον τουρκικό αναθεωριστισμό από το ΕΛΙΑΜΕΠ, την κρίσιμη στιγμή της “μάχης” στο Βίλνιους στο πλαίσιο της συνόδου του ΝΑΤΟ.

Από την Σημερινή

Η στιγμή κατά την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει μάχη στο Βίλνιους της Λιθουανίας στο πλαίσιο της συνόδου του ΝΑΤΟ για το Αιγαίο και την Κύπρο, το ΕΛΙΑΜΕΠ του τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια προβάλλοντας πως είναι μαξιμαλιστικές οι θέσεις των Αθηνών στα ελλαδοτουρκικά και βαφτίζοντας την εισβολή του ’74 στην Κύπρο σε «επέμβαση», ενώ ευθυγραμμιζόμενο πλήρως με τον Ταγίπ Ερντογάν ζητά τον περιορισμό της αμυντικής θωράκισης της χώρας για “οικονομικούς λόγους”.

Κατά καιρούς η στάση του ΕΛΙΑΜΕΠ έχει προκαλέσει αντιδράσεις αφού υπονομεύει τα συμφέροντα του ελληνισμού και συνηγορεί προς τουρκικές θέσεις.

Υπενθυμίζεται ότι συμμετέχοντες στο ΕΛΙΑΜΕΠ είναι μεταξύ άλλων και ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη και Θάνος Ντόκος ενώ άριστες σχέσεις διατηρούν και άλλοι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως ο Χρίστος Στυλιανίδης, μέλος της νυν και πρώην Ελλαδικής κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα, το ΕΛΙΑΜΕΠ στην ανάλυσή του για τα ελληνοτουρκικά, ευθυγραμμίζεται ουσιαστικά με τις τουρκικές θέσεις και υπονομεύει τις ελληνικές προσπάθειες για περιορισμό και αποτροπή του νεοοθωμανικού επεκτατισμού.

Η κεντρική ιδέα της ανάλυση, απαντάται σε μια «εναλλακτική προσέγγιση» στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, εστιάζοντας στη «λογική του αμοιβαίου οφέλους με έμφαση στην περιβαλλοντική διάσταση». Την όλη ανάλυση τη διαπερνά η προσφιλής στο ΕΛΙΑΜΕΠ δήθεν λογική των ίσων αποστάσεων που στην ουσία λειτουργεί σαν “δούρειος ίππος” για τον τουρκικό επεκτατισμό.

Μερικά αποσπάσματα του κειμένου-ανάλυση που μπορείτε να το διαβάσετε ολόκληρο ΕΔΩ

  • Η καλλιέργεια φόβου και αγωνίας, η διάδοση λανθασμένων και επιλεκτικών πληροφοριών (συχνά εκτός πλαισίου), η επικράτηση εσφαλμένων εκτιμήσεων και η διατήρηση διαφόρων εθνικών μύθων και στις δύο χώρες έχουν εκτροχιάσει κάθε προσπάθεια ουσιαστικού διαλόγου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διευθέτηση των διαφορών δύο εθνών με βάση το αμοιβαίο όφελος («θετικό αποτέλεσμα»). Η αυτοδικία τροφοδοτεί την εθνική ανασφάλεια, η οποία δικαιολογεί τεράστια οπλοστάσια που ακρωτηριάζουν την οικονομία και υπονομεύουν την απαραίτητη ευημερία και ευημερία και των δύο λαών».
  • «Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε δει διαδοχικές προσπάθειες επίλυσης των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών να καταλήγουν σε αποτυχία…Η επικρατούσα στάση και στις δύο πλευρές του Αιγαίου είναι ότι η «δική μας πλευρά» είναι σωστή, δίκαιη και συμμορφούμενη με το διεθνές δίκαιο και η άλλη είναι αδιάλλακτη και επιθετική. Αυτή η γραμμή έχει οδηγήσει σε απόλυτο αδιέξοδο. Η «εθνική ορθότητα» επιβάλλει προκαθορισμένες απόψεις που απορρίπτουν και δαιμονοποιούν κάθε εναλλακτική άποψη. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η φαινομενική επίκληση «εθνικών δικαιωμάτων» από την πλευρά των αυτοαποκαλούμενων υπερασπιστών της «εθνικής αλήθειας» μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει.
  • «Ορισμένα ζητήματα φαίνονται άλυτα, αλλά αυτό στην πραγματικότητα δεν ισχύει.
  • Τις τελευταίες δεκαετίες, η Τουρκία έχει θέσει μια σειρά από προκλήσεις σε διάφορες πτυχές της ελληνικής κυριαρχίας, μερικές φορές με λεκτικές απειλές, ενώ από την πλευρά της η Ελλάδα έχει επιμείνει σε μαξιμαλιστικές αξιώσεις για ζώνες κυριαρχίας που είναι αμφίβολης νομιμότητας (π.χ. στον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο έχει τέσσερα μίλια πέρα από τα χωρικά της ύδατα, ή να οριοθετήσει μονομερώς την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στο Αιγαίο Πέλαγος, παρά την περιορισμένη απόσταση μεταξύ των ελληνικών και τουρκικών ακτών).
  • «Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω στην αναζήτηση μιας εναλλακτικής προσέγγισης, πρέπει πρώτα να αναφερθούμε εν συντομία στο Κυπριακό.

Όσον αφορά το κυπριακό αίνιγμα, πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο έχει σπαταληθεί από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Οι προϋποθέσεις για τον διάλογο πρέπει να συζητηθούν σε βάθος και κυρίως η προοπτική πραγματικής συνύπαρξης με βάση την ισότητα στις δύο κοινότητες του νησιού. Διαφορετικά, εάν δεν πραγματοποιηθούν νέες συνομιλίες, η κατάσταση θα χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και θα οδηγήσει στην οριστική διχοτόμηση της Κύπρου, επικυρώνοντας έτσι τα αποτελέσματα της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης του 1974. Από αυτή την άποψη, οι καλύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απαραίτητες για την έναρξη μιας νέας ειρηνευτικής διαδικασίας που θα λάβει την υποστήριξη των δύο «μητέρων πατρίδων». Οι δύο πλευρές θα πρέπει να ξεκινήσουν έναν νέο διάλογο αποφασισμένες να αποφύγουν τα λάθη που οδήγησαν στο φιάσκο του Κραν Μοντανά, και ακολουθώντας την ουσία των συνομιλιών που διεξήχθησαν το 2008-2010 και, ιδιαίτερα, εκείνων του 2015-2016 (γενικά αναγνωρίζεται ότι αυτές οι τελευταίες Οι διαπραγματεύσεις σχεδόν κατέληξαν σε μια συνολική διευθέτηση στα τέλη του 2016, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα φάνηκε πιθανό στιγμιαία στη συνάντηση στο Κραν Μοντάνα υπό την ηγεσία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ)».

  • «Στην Ελλάδα, αυτό που απαιτείται είναι μια πολύ καθυστερημένη και γόνιμη συζήτηση για τα ζητήματα που έχουν τραυματίσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ουσιαστικό διάλογο είναι να παραμεριστούν όλα όσα δηλητηρίασαν τις διμερείς σχέσεις, όλα όσα απείλησαν την ειρήνη και την ασφάλεια, καθιστώντας τη χρήση των φυσικών πόρων αναποτελεσματική και θέτοντας σε κίνδυνο την ευημερία των πολιτών τους.
  • Στην περίπτωση της Ελλάδας, μια τέτοια προσέγγιση θα πρέπει επίσης αναπόφευκτα να αντιμετωπίσει τον «ιερό χώρο» των ελληνικών «εθνικών θεμάτων».

Ο στόχος εδώ είναι να καταλήξουμε σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις, μετά από έναν ειλικρινή και ανοιχτό διάλογο με την Τουρκία για τα ακόλουθα ζητήματα. από μια προοπτική θετικού αθροίσματος, που σημαίνει ότι το αποτέλεσμα παράγει δύο νικητές».

  • «Η οριστική οριοθέτηση του εθνικού εναέριου χώρου της Ελλάδας με απώτερο στόχο να τερματιστούν οριστικά οι εικονικές αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο που έχουν κοστίσει ανθρώπινες ζωές και συνεπάγονται τεράστιο οικονομικό κόστος.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να τερματιστούν οριστικά οι διάφορες μονομερείς αξιώσεις».

  • «Στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα μορατόριουμ στα εξοπλιστικά θα απελευθέρωνε κεφάλαια για την εξυγίανση της οικονομίας της, η οποία παραμένει ζωντανή λόγω των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους: η λεγόμενη περίοδος χάριτος (μέχρι το 2032) που χορηγείται στην Ελλάδα από τους πιστωτές της ως αντάλλαγμα. Για τη δέσμευσή της να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο την περίοδο 2023-2060. μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια. Στο μεταξύ, η Ελλάδα πρέπει να καταστήσει βιώσιμα τα οικονομικά της και να καλύψει μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις στις υποδομές, το συνταξιοδοτικό σύστημα, τις μεταφορές, την υγεία και το εκπαιδευτικό σύστημα που έχουν παραμεληθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια λόγω των διαδοχικών κρίσεων. Προφανώς, η νοτιοανατολική Τουρκία είναι μια από τις πιο μολυσμένες περιοχές στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, λόγω των πολλών εργοστασίων που έχουν ανοίξει εκεί για να εκμεταλλευτούν τη φθηνή εργασία των Σύριων μεταναστών. Η ανάγκη ανασυγκρότησης αυτής της περιοχής θα μπορούσε να είναι μια χρυσή ευκαιρία για την αποκατάσταση της οικονομίας σε μια νέα και πιο φιλική προς το περιβάλλον βάση.
  • «Και τα δύο έθνη πρέπει να προετοιμαστούν για να επιβιώσουν από τον αντίκτυπο ενός κοινού, ανελέητου εχθρού: της κλιματικής αλλαγής. Και οι δύο ζουν σε μια περιοχή που ήδη βιώνει αρκετά ανησυχητικά φαινόμενα που σχετίζονται με ένα μεταβαλλόμενο κλίμα: πρωτόγνωρες πυρκαγιές, με ακραίους καύσωνες που προκαλούν μεγάλες πυρκαγιές και απελευθερώνουν υψηλά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα, επιδεινώνοντας περαιτέρω την υπερθέρμανση του πλανήτη. Τα κλιματικά μοντέλα δείχνουν ότι το κλίμα αλλάζει ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο στη λεκάνη της Μεσογείου, λόγω των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η Μεσόγειος θεωρείται από διεθνείς οργανισμούς και ειδικούς για το κλίμα ως ένα «καυτό σημείο» της κλιματικής αλλαγής, δηλαδή μια περιοχή που αναμένεται να αντιμετωπίσει εκτεταμένες και μακροχρόνιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις».
  • «Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο επικεντρώνεται στο φυσικό αέριο, αξίζει να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση φυσικού αερίου στη θάλασσα μπορεί να έχει σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες. Αν και μέρος του φυσικού αερίου εξατμίζεται, ένα σημαντικό μέρος διαλύεται στο νερό και είναι εξαιρετικά τοξικό για τη θαλάσσια ζωή, ειδικά όταν αυτό συμβαίνει κοντά στην ακτή, σε ρηχά νερά ή σε περιοχές με αργή κυκλοφορία του νερού, όπως συμβαίνει στη Μεσόγειο. Οι διαρροές αερίου από σωλήνες μπορεί να προκαλέσουν σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο όσον αφορά τα υπόγεια ύδατα, αλλά και την επιφάνεια. Η καύση και η κατανάλωση φυσικού αερίου μπορεί να είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον από άλλα ορυκτά καύσιμα, επειδή εκπέμπει λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από τους κανονικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με πετρέλαιο ή άνθρακα, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπονται οι εκπομπές αερίων. Η καύση αερίου απελευθερώνει επίσης μεθάνιο και μειώνει την ποιότητα του αέρα6. Επιπλέον, ανησυχητική είναι και η κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην Τουρκία σε σεισμικά ενεργή περιοχή».
  • «Σε αυτό το πλαίσιο, η ένωση των δυνάμεων της Ελλάδας και της Τουρκίας για την αντιμετώπιση κοινών περιβαλλοντικών απειλών δεν είναι τίποτα λιγότερο από ζήτημα ζωής και θανάτου. Και οι δύο χώρες θα πρέπει να υιοθετήσουν ένα νέο πρότυπο ενέργειας και συνύπαρξης τόσο στο Αιγαίο Πέλαγος όσο και στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Το νέο «ενεργειακό παράδειγμα» θα συνεπαγόταν διαφορετικά πολιτικά συμφέροντα και κοινωνικούς σχηματισμούς που αλληλεπιδρούν με νέο και διαφορετικό τρόπο με την τεχνολογική αλλαγή. Η τοποθέτηση της κλιματικής κρίσης στο επίκεντρο της ανάλυσης εθνικής ασφάλειας είναι ένα βασικό βήμα προς την πρόβλεψη των επιπτώσεών της στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και στην οικονομία και το γεωπολιτικό τοπίο. Τα συμφέροντα των δύο χωρών θα εξυπηρετηθούν καλύτερα εάν δημιουργηθεί συμφωνία κοινής διαχείρισης ή συγκυριαρχίας σε ορισμένες περιοχές του Αιγαίου».
  • «Εν κατακλείδι, οι δύο γείτονες, η Τουρκία και η Ελλάδα, αντιμετωπίζουν μια σειρά από τεράστια και επείγοντα προβλήματα, ιδιαίτερα στον περιβαλλοντικό τομέα. Μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτά τα ζητήματα και να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, εάν το πράξουν από κοινού, μέσω εποικοδομητικής συνεργασίας και, στο μέτρο του δυνατού, κοινών αποφάσεων. Τέτοιοι «υπέρτατοι στόχοι» μπορεί να οδηγήσουν, όπως υποστήριξε ο Muzafer Sherif, ο κορυφαίος Τουρκοαμερικανός κοινωνικός φυσιολόγος, σε βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο πρώην ανταγωνιστών. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι, αυτή τη φορά, θα ανοίξει ο δρόμος για γνήσια συμφιλίωση που αποδείχθηκε άπιαστη το 1999-2010.10

ΠΗΓΗ ardin-rixi

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου