Η μετεξέλιξη της εθνοκεντρικής προσέγγισης στον «εξευρωπαϊσμό» της ελληνικής διπλωματίας.
Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος, Αρθρογράφος
Το Ελληνικό Διπλωματικό Σώμα είχε στις τάξεις του επιφανή στελέχη, τα οποία καθόρισαν τη στρατηγική κουλτούρα του Υπουργείου Εξωτερικών τα χρόνια της Πρώιμης και της Ύστερης Μεταπολίτευσης ως προς τα Ελληνοτουρκικά. Σταχυολογώντας ορισμένα δομικά στοιχεία το παρόν άρθρο αποπειράται να αναδείξει τις διαφορετικές προσλαμβάνουσες και αφετηρίες των συγκεκριμένων προσεγγίσεων της ελληνικής διπλωματίας.
Στη πρώιμη φάση δύο τάσεις ήταν κυρίαρχες εν είδει δογμάτων. Το περίφημο Δόγμα Δούντα και το μεταγενέστερο Δόγμα Θεοδωρόπουλου.
Το «Δόγμα Δούντα»
Το πρώτο ονομάστηκε ως Δόγμα της ”Αγωνιστικής Αναμονής”από τον ίδιο τον πρέσβη (στο βιβλίο του Είναι Ανεξάρτητη η Ελλάς;) και αφορούσε την άτεγκτη και σκληρή στάση της Ελλάδας έναντι της τουρκικής επιθετικότητας τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Μεσόγειο και δη στη Κύπρο. Εδραζόταν στην Αρχή της Αυτοβοήθειας και στη λογική του παραθύρου ευκαιρίας (εξ ου και ο όρος Αναμονή) για αντιστροφή δυσμενών τετελεσμένων. Υποστήριζε σθεναρά το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου ενώ στηλίτευσε την ανεδαφική εφαρμογή του ιδίως μετά το Νταβός το 1988. Το δόγμα Δούντα αφορούσε στην αποτροπή νέων τετελεσμένων και την δημιουργία προϋποθέσεων για αντιστροφή της δυσμενούς κατάστασης ιδίως στη Κύπρο μετά την Εισβολή. Θεωρήθηκε ως απορριπτικό κάθε ελληνοτουρκικής προσέγγισης από τους πολέμιούς του εντός του ελληνικού ΥΠΕΞ.
Το «Δόγμα Θεοδωρόπουλου»
Το δόγμα Θεοδωρόπουλου κάλλιστα θα μπορούσε να ονομαστεί δόγμα Σύμπλευσης ( Bandwagoning) (το οποίο περιγράφεται στο βιβλίο του πρέσβη Οι Τούρκοι και Εμείς) και εκκινά απ την παραδοχή ότι η Ελλάδα χρειάζεται την εξωτερική νομιμοποίηση των Συμμάχων της για να αντιμετωπίσει την Τουρκία. Το δόγμα Θεοδωρόπουλου δίνει έμφαση στην εξωτερική εξισορρόπηση ήτοι στην σύμπηξη συμμαχιών με έμφαση βεβαίως στην ΕΟΚ-μετέπειτα ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Βασική αρχή η αποφυγή μονομερών ενεργειών απ την ελληνική πλευρά και η πρόσδεση στο άρμα των Δυτικών Εταίρων σε πρωτοβουλίες που θα προέκριναν εμμέσως το ελληνικό εθνικό συμφέρον. Ως εκ τούτου, η ελληνική εξωτερική πολιτική λαμβάνει χαρακτηριστικά ”εξευρωπαϊσμού” τουτέστιν το ελληνικό εθνικό συμφέρον λογίζεται με την ευρεία έννοια, καθώς επί της ουσίας λαμβάνει χώρα μια δυτικοκεντρική- ευρωκεντρική ανάγνωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
«Εξευρωπαϊσμός» και το «δόγμα Ροζάκη»
Πολλά άλλαξαν στο Διπλωματικό Σώμα μετά το ορόσημο του Νταβός το 1988..και τις παραιτήσεις επιφανών διπλωματών συμπεριλαμβανομένου και του Μιχάλη Δούντα.
Η κουλτούρα εντός του Διπλωματικού Σώματος σταδιακά εναρμονίστηκε με τη λογική του ”εξευρωπαϊσμού” και οι νέες φουρνιές διπλωματών τελούσαν υπό την επιρροή της φιλελεύθερης αντίληψης των διεθνών σχέσεων...χωρίς να εκλείπουν οι θιασώτες της ρεαλιστικής σχολής.
Μετά το 1996 κυριάρχησε το δόγμα Ροζάκη, το οποίο αφορά την ευρεία έννοια του εθνικού συμφέροντος ως ευρωπαϊκού, την κοινωνικοποίηση της Τουρκίας και την ένταξή της στην ΕΕ υπό το συγκεκριμένο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κεκτημένου (Ελσίνκι), επίτευξη ελληνοτουρκικής συμφωνίας με ελληνικές παραχωρήσεις στο κομμάτι του εναερίου χώρου και των χωρικών υδάτων. Κυρίως αναφέρεται στη τμηματική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων και αντίστοιχη προσαρμογή του ελληνικού εναερίου χώρου.
Ως μετεξέλιξη του δόγματος Θεοδωρόπουλου η ελληνική πλευρά, κατά το δόγμα Ροζάκη, κινείται σε απόλυτη εναρμόνιση με τα ευρωπαΐκά και ευρωατλαντικά συμφέροντα έχοντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο ως εργαλείο σύγκλισης συμφερόντων με την Τουρκία.
Πρότυπο για την επίλυση των Ελληνοτουρκικών ιδιαίτερα μετά την Κρίση των Ιμίων αποτελεί το πασιφιστικό μοντέλο του ΓαλλοΓερμανικού Άξονα μεταπολεμικά. Το μοντέλο αυτό που είναι κυρίαρχο σ όλη τη φάση σχεδόν της Ύστερης Μεταπολίτευσης από τους πολέμιούς του θεωρείται ουτοπικό και δυνητικά επικίνδυνο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα καθώς αγνοεί τον δομικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας, προσδοκώντας στη ”χρυσή ευκαιρία” μιας τουρκικής ήπιας ηγεσίας που βούλεται να διαπραγματευθεί καλή τη πίστει.
Ταυτόχρονα υιοθετεί την ιδέα ενός συμβιβασμού με ελληνικές παραχωρήσεις, παραγνωρίζοντας τόσο την επιθετική στρατηγική κουλτούρα εξαναγκασμού της Τουρκίας με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας να επικρέμεται ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαπραγματευτικής διαδικασίας προσιδιάζοντας στην διπλωματία των Κανονιοφόρων, όσο και τη διαπραγματευτική κουλτούρα της Άγκυρας που θεωρεί τη διαπραγμάτευση ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος ναρκοθετώντας a priori την ίδια τη διαδικασία προς απόκτηση πλεονεκτήματος.
Επιπρόσθετα αξιοσημείωτο είναι πως στο δόγμα Ροζάκη η επίλυση του Κυπριακού αποσυνδέεται από τα Ελληνοτουρκικά.
Το «Δόγμα Μολυβιάτη»
Στον αντίποδα, το δόγμα Μολυβιάτη ως μετεξέλιξη μιας μείξης των δογμάτων Δούντα και Θεοδωρόπουλου, αφορά την στενή έννοια του εθνικού συμφέροντος ως ελληνικού, χωρίς όμως να παραγνωρίζει τη σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά και ευρωατλαντικά συμφέροντα, προτάσσει πρωτίστως την υπεράσπιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων βάσει της UNCLOS και της Σύμβασης του ΔΔΧ του 1982 και στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας υπό πολύ αυστηρότερο πλαίσιο. Αποπειράται να θέσει τα ελληνοτουρκικά ως ευρωτουρκικά θέματα έχοντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο ως εργαλείο έναντι της τουρκικής επιθετικότητας.
Οι πολέμιοι αυτού του δόγματος το θεωρούν δόγμα της ακινησίας ή του status quo στα ελληνοτουρκικά. Η μεγάλη διαφορά των δύο ύστερων δογμάτων έγκειται στη θέαση της Τουρκίας.
Το δόγμα Ροζάκη βλέπει τη Τουρκία ως δύστροπο και δύσκολο εταίρο, το δόγμα Μολυβιάτη ως μια αναθεωρητική χώρα που προσπαθεί να επιβάλλει τετελεσμένα. Μετά το 2010 στο ΥΠΕΞ, υφίστανται νέες τάσεις των δύο ύστερων δογμάτων, παρά την απουσία ολοκληρωμένης στρατηγικής.
Η στρατηγική ανάπτυξης των Ενόπλων Δυνάμεων στο πλαίσιο της εσωτερικής εξισορρόπησης της Τουρκίας υιοθετήθηκε αποσπασματικά και σε ξεχωριστό πλαίσιο από τα δόγματα εξωτερικής πολιτικής αν και φαινομενικά αποτελούσε οργανικό στοιχείο της εθνικής στρατηγικής. Η ανωτέρω πτυχή θα αναλυθεί σε ξεχωριστό άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου