«Ήρθα στη ζωή και τρόμαξε η ζωή»
Άννα Αχμάτοβα, Πέμπτη ελεγεία
Του πρωτοπρεσβύτερου Βασίλειου Θερμού
ψυχίατροu παιδιών και εφήβων, Καθηγητή Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Δεν θα μιλήσω ως θεολόγος και κληρικός, διότι τους πολιτικούς και μέρος της κοινωνίας αυτό δεν τους ενδιαφέρει. Έχω εκφρασθή θεολογικά στα έργα μου.
Οι νόμοι δεν είναι μόνο απαγορευτικοί, υπάρχουν και «επιτρεπτικοί» – τούς ονομάζω έτσι ελλείψει καλύτερου όρου. Πρόκειται για νομοθετήσεις διευκολυντικές οι οποίες αίρουν προηγούμενες απαγορεύσεις, επεκτείνουν ένα δικαίωμα και σε άλλες κατηγορίες πολιτών, ανοίγουν νέους και εναλλακτικούς δρόμους δικαιοπραξίας και γενικώς τροποποιούν επί το επιεικέστερο.
Τέτοιοι νόμοι, από την μεταπολίτευση και μετά, υπήρξαν, για παράδειγμα, η κατάργηση της θανατικής ποινής, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η νομιμοποίηση των αμβλώσεων κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης, το συναινετικό διαζύγιο, η κατάργηση του αδικήματος της βλασφημίας, η θέσπιση του πολιτικού γάμου και αργότερα του συμφώνου συμβίωσης, η δυνατότητα εξωσωματικής σε γυναίκες χωρίς σύντροφο.
Παρατηρούμε ότι στην κατηγορία αυτή ανήκουν πρωτοβουλίες οι οποίες, πέρα από τα πρακτικά τους αποτελέσματα, ικανοποιούν και τα συμβολικά προτάγματα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έννομη αναγνώριση εκ μέρους του κράτους πως η κοινωνία έχει αλλάξει και τα προηγούμενα μέτρα κρίσης είναι πλέον αυστηρά και αναχρονιστικά.
***
Προσωπικά θα έβλεπα αυτή την ομάδα νόμων να τέμνεται από μια νοητή γραμμή, στη μια πλευρά της οποίας βρίσκονται διατάξεις οι οποίες όντως δεν στασιάζονται πια από πλευράς δημόσιας ηθικής. Πράγματι, σήμερα, ακόμη και οι συντηρητικοί πολίτες βρίσκουν παράλογο, έως και εξωφρενικό, να διώκεται ποινικά η μοιχεία, ή να μην υπάρχει η δυνατότητα πολιτικού γάμου, ή να σέρνονται επί χρόνια νεκροί γάμοι εξαιτίας άρνησης του ενός συζύγου να χορηγήσει διαζύγιο. (Και όμως ζήσαμε επί δεκαετίες με εκείνα τα αυτονόητα…)
Από την άλλη πλευρά της νοητής γραμμής, όμως, συναντούμε ζητήματα για τα οποία μέχρι τώρα εξακολουθεί να υφίσταται ισχυρός αντίλογος. Η ηθική απαξία των αμβλώσεων παραμένει έντονη για μεγάλη μερίδα πολιτών, ως διακοπή της ζωής ενός ανυπεράσπιστου όντος. Ειδικά μάλιστα, υπό το φως των πρόσφατων υπερβολών στην εκδήλωση ενδιαφέροντος υπέρ των ζώων, η αδιαφορία για το ανθρώπινο έμβρυο συνιστά κραυγαλέα αντίφαση.
Στην ίδια πλευρά της διαχωριστικής γραμμής τοποθετώ και την επιχειρούμενη θέσπιση πολιτικού γάμου ομοφύλων, καθώς και της δυνατότητας τεκνοθεσίας. Οι αντιδράσεις είναι εκτεταμένες, αλλά δεν τίς λαμβάνω υπόψη όλες. Είναι γνωστό ότι σε ζητήματα υψηλής συμβολικής αξίας πολλές ενστάσεις δεν βασίζονται στον στοχασμό, αλλά απλώς στη δύναμη της συνήθειας. Ας μην ξεχνάμε ότι τα συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας αντέδρασαν σφοδρά στην αποποινικοποίηση της μοιχείας και στην καθιέρωση πολιτικού γάμου, μερικοί μάλιστα διαδήλωσαν! Αλλά είναι προφανές ότι τα κίνητρα αυτά ήταν πρωτίστως ψυχολογικά: η αλλαγή έφερνε μαζί της αποσταθεροποίηση και μετακινούσε τα εθιμικά στηρίγματα και τους ψυχικούς αυτοματισμούς.
Δεν έχει νόημα, λοιπόν, να λογαριάζουμε ψυχικές αντιστάσεις οι οποίες ενδύονται τον μανδύα επιχειρήματος. Αυτό που πρέπει να μάς ενδιαφέρει είναι οι τυχόν βάσιμες ενστάσεις. Υπάρχουν τέτοιες σχετικά με τον γάμο ομοφύλων;
***
Το θέμα παρουσιάζει δυσκολίες, οι οποίες πηγάζουν από μια πρωτοφανή ιδιοτυπία. Για πρώτη φορά ακυρώνονται διαχρονικές πολιτισμικές σταθερές με μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Σε όλες τις άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες της μεταπολίτευσης, τις οποίες ανέφερα στην αρχή του κειμένου, η αλλαγή εξαντλείτο σε μια (τολμηρή, όντως) μετακίνηση, όμως εντός του πολιτισμικού πλαισίου. Η –βαρύτερη ή ελαφρότερη– αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου και του κλονισμού του δεν τροποποιούσε τις συντεταγμένες. Η μόνη περίπτωση αναίρεσης σοβαρών πολιτισμικών αυτονοήτων ήταν η νομιμοποίηση των αμβλώσεων, μια και η προστασία των αδυνάτων υπήρξε ανέκαθεν θεμελιώδες συστατικό του πολιτισμού.
Γιατί εκείνη τη στιγμή κατέστη εφικτή μια τόσο σοβαρή διασάλευση; Από πού άντλησε τότε η πολιτεία την ψυχολογική και νομική δύναμη να αγνοήσει τις κυοφορούμενες ζωές; Από τη βούληση της πλειοψηφίας της κοινωνίας, όπως αυτή εκδηλωνόταν με τον πελώριο αριθμό παράνομων αμβλώσεων.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αλλά εικάζω πως ίσως να ήταν η πρώτη φορά στην ελληνική νομική ιστορία που ο νομοθέτης αποφάσισε α) εμπειρικά (δηλαδή συρόμενος από τα γεγονότα), β) επί ενός υπαρξιακού ζητήματος η βαρύτητα του οποίου υπερβαίνει τα στενά πλαίσια ενός τόπου και μιας εποχής. Το (α) μόνο του είχε συμβή επανειλημμένα: πολλοί νόμοι έρχονται να επικυρώσουν μια πραγματικότητα επειδή αυτή τούς ξεπέρασε. Ουδέποτε όμως το διακύβευμα υπήρξε τόσο καίριο, όπως η νόμιμη εξάλειψη μιας ανυπεράσπιστης ζωής.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε και στο επίμαχο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση, εμπειρικά κινούμενη, εκφράζει τη βούληση να τακτοποιήσει ομόφυλες συμβιώσεις οι οποίες ανατρέφουν παιδιά. Επειδή λοιπόν αυτές έχουν ήδη αναγνωρισθή σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γάμοι, έρχεται να παράσχει το ίδιο καθεστώς, κυρίως για να μην παραμένουν τα παιδιά μετέωρα. Με την πρωτοβουλία αυτή, όμως, ακυρώνει συγκεκριμένη πολιτισμική σταθερά.
Ποια είναι αυτή; Η διμορφία του φύλου (αρσενικό – θηλυκό) είναι προαιώνια εγγεγραμμένη στο ασυνείδητο των ανθρώπων, σε σημείο που η ίδια η γλώσσα διά της γραμματικής αντανακλά τον αυτοματισμό (άρθρα, καταλήξεις, αντωνυμίες) – και τούτο όχι αυθαίρετα αλλά βασιζόμενο στη φύση του σώματος. Αυθόρμητα αναζητούμε και εντοπίζουμε το φύλο κάθε ατόμου που συναντούμε ή αναφέρουμε. Καθώς, μάλιστα, η ένωση των δύο βιολογικών φύλων έχει τη δύναμη να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, η ετερότητα του φύλου έχει εδραιωθή ως ψυχικό θεμέλιο της ύπαρξης. Ο καθένας γνωρίζει ότι προήλθε από μια γυναίκα και έναν άντρα.
Συνεπώς, η θεσμοποίηση του ομόφυλου ζευγαριού είναι πολύ πιθανό να εγείρει υπαρξιακή αναστάτωση. «Από τίνων την επιθυμία προέρχομαι;» Η σχέση του παιδιού με τα δύο φύλα γίνεται ασύμμετρη. Οι απαντήσεις σε τέτοιας τάξεως ερωτήματα αναμένονται και έρχονται, χρονολογικά πρώτα από τους γονείς, και κατόπιν μέσα από την κοινότητα ως κουλτούρα, στην οποία εμπίπτουν και οι νόμοι της. Για παράδειγμα, από την κοινότητα το παιδί μαθαίνει ότι απαγορεύεται η αιμομιξία, πολύ πριν διδαχθή πολιτική αγωγή.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες της αλλαγής αυτής, λοιπόν, στον ψυχισμό των παιδιών; Σίγουρα δεν μπορούν να προσδιορισθούν με βεβαιότητα. Μέχρι τώρα, έρευνες που έχουν εξετάσει αν παιδιά τα οποία ανατρέφονται από ομόφυλο ζευγάρι έχουν αναπτύξει ψυχοπαθολογία ή επηρεάστηκε ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός, κατέληξαν σε αρνητική απάντηση. Με δύο «αλλά» όμως: α) το εξεταζόμενο διάστημα ήταν μικρό, οπότε αγνοούμε τυχόν μακροπρόθεσμες συνέπειες και β) οι περισσότεροι ερευνητές (συνήθως ερευνήτριες) ήταν ομοφυλόφιλοι/ες, συνεπώς ενδέχεται να ήταν προκατειλημμένοι/ες, ή και στρατευμένοι/ες.
***
Η θεσμοθετούμενη περίπτωση, θα αναρωτιόταν κάποιος, σε τι διαφέρει από τη νομική δυνατότητα εξωσωματικής σε γυναίκες χωρίς σύντροφο; Μάλιστα, εδώ θα μπορούσαμε εύλογα να αναρωτηθούμε γιατί αυτή η διάταξη πέρασε νομοθετικά μέσα στη σιωπή, χωρίς αντιδράσεις. Πράγματι, θεωρώ ότι εδώ έχουμε λάθος νόμο, αποτυχία της πολιτείας να εγγυηθή τα κατάλληλα συμβολικά μηνύματα.
Αλλά, ας υποθέσουμε ότι καταψηφίζεται το νέο νομοσχέδιο – τι θα συμβαίνει τότε με το μεγάλωμα παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια χωρίς γάμο, αφού αποτελούν ήδη μια δεδομένη κατάσταση; Ναι, γι’ αυτά τα παιδιά η πραγματικότητά τους θα είναι η ίδια, αλλά θα λείπει η συμβολική επικύρωση. Κάνει διαφορά; Μεγάλη. Είναι άλλο πράγμα να γίνονται έκνομες ή παράλογες ή επιζήμιες πράξεις και άλλο να έρχεται ο νόμος να τις επικυρώνει σαν να μην υπάρχει πρόβλημα.
Κάθε νόμος επενεργεί συμβολικά στον ψυχισμό μέσω της επιτελεστικότητας. Με άλλα λόγια, δεν πλάθει μόνο ο ψυχισμός τον νόμο, αλλά και ο νόμος τον ψυχισμό. Η επαναληπτικότητα των δικαιοπραξιών, σε συνδυασμό με την εγγραφή του νόμου στον ορίζοντα των αυτονοήτων, αναδιαμορφώνει και επανασυγκροτεί την προσωπικότητα σε άλλη βάση. Αν ξαφνικά ψηφιζόταν ένας νόμος που θα νομιμοποιούσε την αιμομιξία, μετά από κάποιο διάστημα θα είχαμε άλλα ανθρώπινα όντα! Αν επιτρεπόταν ο «γάμος» τριών προσώπων, θα μεταβαλλόταν το ψυχικό σύμπαν των επόμενων γενεών. Προς το χειρότερο, φυσικά.
Αυτήν τη διάσταση επιμένουν να τήν περιφρονούν οι επαγγελματίες δικαιωματιστές. Διακηρύσσουν μονότονα ότι με τη νέα νομοθέτηση απλώς ρυθμίζονται πρακτικά ζητήματα – στάση ενδεικτική της μεταμοντέρνας ρηχότητας, κατά την οποία εξαλείφεται η ιεραρχία των σημαινόντων ώστε όλα να μπουν παρατακτικά στη σειρά ως δήθεν ισότιμα. Είναι ειρωνεία ότι το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ, που κόπτεται για την ισοπεδωτική γενίκευση «δικαιωμάτων», διακηρύσσει ιδεολογικό λόγο, επηρεάζει πολιτικούς, απειλεί επιστήμονες, εδώ καταντά να αγνοεί την επιτελεστική (performative) λειτουργία του λόγου, την οποία εν τω μεταξύ έχει κάνει σημαία του, ισχυριζόμενο ότι το φύλο συγκροτείται αποκλειστικά ως κοινωνική εξουσιοδότηση! Του διαφεύγει, δηλαδή, η αντίστοιχη επιτελεστική λειτουργία του νόμου ως «λόγου». Για να επιτύχει τους σκοπούς του, λοιπόν, γίνεται ασυνεπές και αντιλαμβάνεται τον νόμο εντελώς συμβατικά.
Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση δεν φέρνει το νομοσχέδιο σε διαβούλευση με την επιστημονική κοινότητα; Γιατί δεν έχει την περιέργεια να ακούσει τι θα έλεγαν οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, ψυχολόγοι και παιδοψυχίατροι; Διότι υιοθέτησε αυτούσια την παραπλανητική λογική του δικαιώματος, στην οποία τήν «κατήχησε» το κίνημα.
***
Η υπαρξιακή απορρύθμιση που θα επιφέρει ο νέος νόμος, λοιπόν, είναι διαφορετικό πράγμα από την αμηχανία των μεμονωμένων τεκνοθετημένων προσώπων. Ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο; Άγνωστες. Πρόκειται για πρωτοφανές πείραμα και θα θεωρούσα σοφό το να μην διακινδυνεύσουμε προβλέψεις. Τα μόνα μας όπλα είναι η μέχρι τώρα γνώση και η προνοητική φρόνηση.
Και σε άλλες περιπτώσεις η ανθρωπότητα έχει βρεθή προ διλημμάτων, αλλά έκρινε ότι θα ήταν φρόνιμο να μην μάθει τις συνέπειες μιας καινοτομίας. Κλασικό παράδειγμα η κλωνοποίηση ανθρώπου: τεχνικά εφικτή μεν, αλλά η επιστημονική κοινότητα τήν έχει απορρίψει. Όχι τόσο για ιατρικούς λόγους, όσο για ηθικούς και ψυχολογικούς. Ηθική και Ψυχολογία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά όροι εξανθρωπισμού.
Ναι, στα περισσότερα ομόφυλα ζευγάρια υπάρχει πραγματική αγάπη για τα παιδιά τους. Πρέπει να γίνει κάτι γι’ αυτά; Οπωσδήποτε. Πλήθος πρακτικών ζητημάτων περιμένουν επίλυση. Κατά τη γνώμη μου ο νομοθέτης θα όφειλε να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα την οποία θα παρείχε το σύμφωνο συμβίωσης. Ακόμη και στο υποθετικό ενδεχόμενο που οι προβλέψεις έφθαναν στην πράξη να εξισωθούν με τις αντίστοιχες του γάμου, θα ήταν σημαντικό η ονομασία να επιφυλάσσεται μόνο για την ένωση άνδρα και γυναίκας. Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν προηγείται διαβούλευση στην επιστημονική κοινότητα (ιατρική, ψυχολογική, νομική);
Επιπλέον, ας μάθουμε να κοιτάμε μακριά. Ευτελίζοντας τον νόμο απλώς ως σύμβαση, τα εκάστοτε τρέχοντα συμφέροντα, ή απλώς επιθυμίες, σίγουρα θα απαιτήσουν μελλοντικά ο νόμος να καλύψει και ενώσεις τριών προσώπων, ή και αιμομικτικές, ως γάμους. Ακόμη, αν κάποτε καταστή εφικτή η μεταμόσχευση μήτρας σε άνδρα, γιατί να μην δικαιούται νομικά να γίνει μητέρα; Αν το κράτος και η κοινωνία έχουν εθιστεί στο να αναιρούν πολιτισμικές σταθερές μόνο με την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, ανοίγει μπροστά μας μια ασύλληπτων διαστάσεων δυστοπία. Ποιο θα είναι το πρόβλημα και ποιος θα μπορούσε να φέρει αντίρρηση αν ενήλικες συναινούν;
Στην πραγματικότητα, ζούμε ήδη την αρχή της δυστοπίας με την έμμονη διεκδίκηση αλλαγής φύλου και γενικά την επιδημία ρευστότητας φύλου, η οποία φθάνει στο σημείο να ενθαρρύνει τον ακρωτηριασμό υγιών νεαρών ατόμων. Δυστοπία η οποία ολοκληρώνεται με την εργαλειοποίηση των γυναικείων σωμάτων που (ως «παρενθέσεις») θα φιλοξενούν για εννέα μήνες το παιδί ομόφυλων ανδρών – ας μην ξαφνιαστούμε, επίσης, που το έργο θα αναλάβουν κυρίως οι κοινωνικά περιθωριοποιημένες…
Όλα αυτά συμβαίνουν και θα συμβούν επειδή το πολιτισμικό υπόβαθρο του νέου νομοθετήματος έγκειται σε μια ενόχληση απέναντι στην ίδια τη φύση, σε μια καθαρά ναρκισσιστική άρνηση της διαφοράς των φύλων – σχεδόν γίνεται αντικείμενο μίσους. Ιδωμένο στα συμφραζόμενά του, ουσιαστικά αρχίζει ένα μαζικό πείραμα, μια νέα κοινωνική μηχανική!
Με άλλα λόγια, οι κοινωνίες καλούνται να νομοθετούν, όχι μόνο για τις τρέχουσες εκκρεμότητες, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Δεν ρυθμίζουν απλώς πιεστικά προβλήματα με τεχνικού τύπου επιλογές (όπως καλώς πράττουν π.χ. στις εμπορικές συναλλαγές, στις αστικές διευθετήσεις, στις φορολογικές υποθέσεις, στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας κ.λπ.), αλλά προσέχουν και την παιδευτική σημασία των νόμων. Διαφορετικά, τι δουλειά έχει το αστικό δίκαιο να απαγορεύει τη διγαμία; Αν δεν έχουν πρόβλημα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, γιατί μπλέκεται ο νόμος σε ξένες δουλειές και δεν τούς αφήνει ήσυχους να κάνουν πράξη το «δικαίωμά» τους;
Αυτά όλα δεν συνεπάγονται ότι το κράτος πρέπει να ενεργεί πατερναλιστικά, ως ηθικός παιδαγωγός (όπως έπραττε παλιά), αλλά σημαίνει ότι στην ουδετερότητα υπάρχουν όρια. Η εποχή μας τά αρνείται και το δίκαιο, δυστυχώς, κατάντησε ουραγός της, οπότε η τρέχουσα νομοθετική τάση διεθνώς είναι μηδενιστική.
Θα ευχόμουν να μην τήν ακολουθήσει η χώρα μου.
***
Και η Εκκλησία; Έχει άραγε δικαίωμα να τοποθετηθή για το επίμαχο θέμα;
Προφανώς ναι, όπως κάθε πολίτης και συλλογικός φορέας. Αλλά, ειδικά για ζητήματα κοινωνικής ηθικής, ο λόγος των θρησκειών πρέπει να ακούγεται. Όχι δεσμευτικά και με νομικές επιπτώσεις, αλλά με προσοχή. Όλων των θρησκειών.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας ανέκαθεν ζητούσε να λαμβάνεται υπόψη ο λόγος της, επειδή «υπήρξε μητέρα και τροφός του έθνους». Αυτό είναι ιστορικά σωστό και δεν τό αρνούνται ούτε οι αντίθετοι. Αλλά γνωρίζουμε ότι μια μητέρα δεν δικαιούται να αξιώνει συμμόρφωση του ενήλικου παιδιού της με τις επιθυμίες της, ακόμη και όταν έχει δίκιο. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα να χειραφετηθή. Ήδη αυτό αποτελεί κατακτημένη γνώση, οι δε πνευματικοί συμβουλεύουν ανάλογα και τους γονείς.
Αλλά εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Αν κάποιος εξετάσει τις αντιδράσεις της Εκκλησίας σε όλες τις νομοθετικές αλλαγές της μεταπολίτευσης τις οποίες ανέφερα στην αρχή, θα διαπιστώσει μια μονότονη σειρά αρνήσεων. Η Ιερά Σύνοδος είπε «όχι» σε όλα…
Η μελέτη του πρόσφατου παρελθόντος οδηγεί σε θλιβερές διαπιστώσεις. Η Εκκλησία όφειλε να είχε αντιληφθή τη γελοιότητα του αυτόφωρου της μοιχείας, θα έπρεπε να έχει ζητήσει η ίδια πολιτικό γάμο ώστε να μη διακωμωδείται ο εκκλησιαστικός, καθώς και συναινετικό διαζύγιο για να μην εκβιάζεται ο θεσμός, όπως και κατάργηση του θρησκευτικού όρκου και δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί. Αν δεν τό άντεχε, τουλάχιστον θα όφειλε να μην αντιδράσει όταν αυτά έγιναν. Αντί γι’ αυτό, στάθηκε αντίπαλη της πολιτείας: φώναξε, κατήγγειλε, απείλησε, έβγαλε κόσμο στους δρόμους.
Με την τακτική αυτή περιέπεσε σε πλήρη ανυποληψία. Αρνούμενη κάθε αλλαγή, στερήθηκε της ιδιότητας ενός αξιόπιστου συνομιλητή. Έγινε ανιαρή και προβλέψιμη. Θεωρείται ότι εκφράζει μόνο ένα απολιθωμένο παρελθόν. Και, φυσικά, δεν εισακούεται ούτε όταν έχει δίκιο. Όπως τώρα.
Χαμένη μέσα στους βυζαντινισμούς του τυπικού και στις ατομικές φιλοδοξίες των στελεχών της, έμεινε μακριά από την πραγματική κοινωνία. Οι περισσότεροι επίσκοποι και ιερείς μας δεν έχουν προσωπικά γνωρίσει ομοφυλόφιλους και διεμφυλικούς, δεν έχουν συζητήσει μαζί τους και, φυσικά, δεν έχουν ποιμάνει τους πιστούς εξ αυτών. Έτσι αγνοούν τα στοιχειώδη για τα ζητήματα αυτά και πορεύονται με τις παλιές προκαταλήψεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι στον δημόσιο λόγο τους απαντούν (ενίοτε ορθά) στις ακρότητες του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ λησμονώντας τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Ταυτίζουν κάθε ομοφυλόφιλο και διεμφυλικό με το κίνημα, ενώ είναι πασίγνωστο ότι δεν εκφράζει όλους.
Το χρόνιο δράμα της ελλαδικής Εκκλησίας είναι ότι αγνοεί πώς να επηρεάσει την κοινωνία. Και στερούμενη επιδραστικότητας καταφεύγει στη μόνη στερεότυπη λύση την οποία γνωρίζει: στον νόμο. Δεν ξέρει πώς να πείσει τους ανθρώπους ότι κομίζει ουσιαστική πρόταση ζωής, οπότε πασχίζει να τούς «αστυνομεύσει» μέσω νομοθετικών διατάξεων. Φυσικά, από τη φύση του, το Χριστιανικό μήνυμα δεν ήταν ποτέ δημοφιλές ώστε να προσελκύει πλειοψηφίες, αλλά στη χώρα μας δεν μπορούν να πεισθούν ούτε οι καλοπροαίρετοι.
Για να επιδράσεις πρέπει να ανασκουμπωθής και να δουλέψεις στην «ελεύθερη αγορά» των θρησκειών. Και η Εκκλησία μας εκπαιδεύθηκε επί δεκαετίες να προσδοκά από το κράτος να κάνει τον χωροφύλακα των νοοτροπιών και των ηθών. Ιδρυματισμός λέγεται αυτό ψυχολογικά.
Δεν ήθελα έτσι την Εκκλησία μου.
*Το άρθρο εστάλη πριν από τη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 23ης Ιανουαρίου.
Προτάσεις για μελέτη κειμένων ή ακουσμάτων που, το καθένα με διαφορετικό τρόπο, συζητούν και κρίνουν την ισοπεδωτική για τον πολιτισμό επιστράτευση του «δικαιώματος».
π. Βασιλείου Θερμού, Έλξη και πάθος: μια διεπιστημονική προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας, εκδ. Εν Πλω.
Μαρί Μπαλμαρύ, Η απαγορευμένη θυσία, εκδ. Άγρα.
Μπερενίς Λεβέ, Η θεωρία του φύλου, εκδ. Ποικίλη Στοά
Κριστιάν Φλαβινύ, Θέλω μπαμπά και μαμά, εκδ. Παρρησία
Καρολίν Ελιασέφ, Σελίν Μασσόν, Η κατασκευή του διεμφυλικού παιδιού, εκδ. Κουκκίδα.
Δημήτρη Καραδήμα, Η συζήτηση για την τεκνοθεσία από ζεύγη ομοφύλων και το παιδευτικό της μήνυμα: «τα δικαιώματα των παιδιών» ή «το Δικαίωμα του παιδιού»; https://www.esos.gr/arthra/86445.
Συνέντευξη του Στέλιου Ράμφου στο ραδιόφωνο του Σκάι, 19-1-2024.
****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου