του Αθανάσιου Γκότοβου από το Άρδην τ. 128 που κυκλοφορεί
Η δημόσια συζήτηση γύρω από το επικείμενο νομοσχέδιο για την επέκταση του πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ερωτικά ζεύγη –διότι υπάρχουν πολλών ειδών ζεύγη του ίδιου φύλου– και, δι’ αυτού, βραχυπρόθεσμα, τη νομική και μακροπρόθεσμα την πολιτισμική εξομοίωσή τους με τα αντίστοιχα ετερόφυλα, και τη «συμπερίληψη» μιας καινοφανούς μορφής συμβίωσης –που μετρά σε ορισμένες χώρες του δυτικού κόσμου και της Λατινικής Αμερικής περίπου 10-15 χρόνια ζωής– ως «οικογένειας», έφερε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της «προόδου» ως αυτονόητης και υποχρεωτικής αρετής του πολίτη, όχι μόνον στη χώρα που ζούμε, αλλά γενικά του πολίτη στην οικουμένη.
Όλη η επιχειρηματολογία εκείνων που πρωτοστατούν στην προώθηση του γάμου των ομόφυλων ερωτικών ζευγαριών και στη δημιουργία (με τη βοήθεια τρίτων προσώπων που δεν ανήκουν στο ζεύγος) απογόνων που θα είναι από νομικής πλευράς τέκνα και των δύο μελών του ζεύγους, ανεξάρτητα από τους βιολογικούς γονείς, βασίζεται σε τέσσερεις λέξεις: αγάπη, ισότητα, συμπερίληψη και επιστήμη. Η πρώτη αφορά το κίνητρο της ένωσης των δύο ερωτικά ελκόμενων ομόφυλων προσώπων σε μία συμβιωτική σχέση που ζητούν να λογίζεται, χωρίς εκπτώσεις, ως «γάμος». Η δεύτερη είναι η ίση μεταχείριση, η εξομοίωση αυτής της ένωσης με τον θεσμοθετημένο ήδη πολιτικό γάμο σε όλες τις πτυχές του, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης απογόνων με όποιον πρόσφορο τρόπο, εκτός εκείνου που ισχύει κατά κανόνα στον γάμο μεταξύ ανδρών και γυναικών, ο οποίος αποκλείεται για βιολογικούς λόγους, ώστε να υπάρξει πλήρης εξίσωση. Η ελπίδα των υποστηρικτών της νέας ρύθμισης είναι ότι έτσι ο γάμος των ομοφυλόφιλων ζευγών θα κανονικοποιηθεί όχι μόνον νομικά, αλλά και πολιτισμικά. Το ίδιο και η διαδικασία παραγωγής των απογόνων ή «απογόνων». Η τρίτη αφορά την κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ της φυσικής-βιολογικής ένωσης αρσενικού και θηλυκού, που μέχρι τώρα ονομάζεται από την κοινωνία «γάμος», και της ένωσης δύο (προς το παρόν δύο, διότι τι θα φέρει το μέλλον ως προς το πλήθος των εταίρων της νέας οικογένειας μόνον οι ιεροφάντες της «προόδου» γνωρίζουν) ατόμων του ίδιου φύλου ως μιας νέας «κανονικότητας» που θα ανήκει και αυτή στους «γάμους». Η προσδοκία είναι ότι η σφραγίδα του «γάμου» θα οδηγήσει τον κορμό της κοινωνίας (που κατά την κρίση τους έχει μείνει πίσω στον δρόμο της «προόδου»), σταδιακά, στο να θεωρεί κανονικό κάτι που μέχρι χθες θεωρούσε αντικανονικό. Ίσως μάλιστα, για να γίνει αυτό, χρειαστεί και ένας νόμος που να καθιστά ποινικό αδίκημα την έκφραση αρνητικής γνώμης για τον γάμο ερωτικά ομόφυλων ζευγών και την εργαλειοποίηση τρίτων προσώπων στη δημιουργία τέκνων για το ζεύγος. Το κενό καλύπτει προς ώρας ο στιγματισμός ως «ακροδεξιών» και «οπισθοδρομικών» –και γενικώς πολιτισμικά καθυστερημένων στη λεωφόρο της προόδου– όσων εκφράζουν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις στην αναβάθμιση του συμφώνου συμβίωσης των ερωτικά ομόφυλων ζευγών και την εξομοίωση με τον γάμο ανδρών και γυναικών. «Πας μη Εαμίτης Γκεσταπίτης», φέρεται να έχει πει κάποτε στην Κατοχή ο Γιώργης Σιάντος, χωρίς ίσως να φαντάζεται ότι το απόφθεγμα, με μια ελαφρά παραλλαγή, θα είχε για κάποιους διαχρονική ισχύ. Η επίκληση της τέταρτης λέξης, της επιστήμης, γίνεται για να φανεί ότι η «πρόοδος» όχι μόνον είναι συμβατή, αλλά και υπαγορεύεται από τα πορίσματα της επιστήμης.
Τέσσερα πράγματα κάνουν εντύπωση από τη μέχρι τώρα εξέλιξη της συζήτησης, πέρα από την έπαρση, την αλαζονεία, την προπέτεια και την επιθετικότητα πολλών υποστηρικτών της ιδέας:
1 Το πρώτο είναι ότι οι χώρες που έχουν θεσμοθετήσει τον γάμο των ερωτικά ομόφυλων ζευγών αποτελούν μια μικρή μειοψηφία στο σύνολο των χωρών της οικουμένης. Προφανώς, από τη σκοπιά όσων συνδέουν τη εξομοίωση του γάμου αυτών των ζευγών με τον αντίστοιχο γάμο ανδρών και γυναικών, δεν έχει καθυστερήσει μόνον η ελληνική κοινωνία στον δρόμο της «προόδου» αλλά σχεδόν ολόκληρος ο πλανήτης. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, είναι λογικό οι εισηγητές και οι υποστηρικτές της επικείμενης ρύθμισης να αισθάνονται ως «πρωτοπορία», ως εμπροσθοφυλακή της προόδου, ακόμη και όταν η γυναίκα, που θα μεσολαβήσει για να αποκτήσουν απόγονο –ει δυνατόν με προδιαγραφές της αρεσκείας τους– οι δύο ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου ερωτευμένοι άνδρες, ανταλλάξει τη μητρότητά της με χρήμα ή με κάτι άλλο.
2 Το δεύτερο είναι η υποκρισία, ειδικά αναφορικά με το επιχείρημα της ισότητας. Σε μια κοινωνία όπου η ανισότητα είναι όχι απλώς ο κανόνας, αλλά δομικό της στοιχείο –αρκεί να δει κανείς το χάσμα στην κατανομή πλούτου, βιοτικού επιπέδου, κινδύνου, ισχύος και κοινωνικού στάτους–, επικαλούμαστε το αξίωμα της ισότητας και την ενδεχόμενη παραβίασή του όταν η επίκληση υπηρετεί την «πρόοδο». Όταν η ανισότητα υπηρετεί την υπόλοιπη τάξη πραγμάτων –η αναπαραγωγή και διαιώνιση του οικονομικού μοντέλου, πάνω στο οποίο βασίζονται οι σχέσεις ανισότητας στις χώρες που βρίσκονται στην πρωτοπορία της «προόδου», είναι ο ορισμός της συντήρησης– όχι μόνον δεν ενοχλεί, αλλά υμνείται. Στο όνομα πάντοτε της «προόδου», που δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το ατομικό κίνητρο του πλούτου. Αλλά η υποκρισία δεν είναι μόνον εκεί. Αναγορεύουμε επιλεκτικά μια κοινωνική μειοψηφία σε «μειονότητα» ή «κοινότητα» για να επικαλεστούμε την ακύρωση της βούλησης της πλειοψηφίας σε ό,τι αφορά τις νομικές ρυθμίσεις σε σχέση με τη συγκεκριμένη μειοψηφία και ταυτόχρονα αναγορεύουμε τα αιτήματά της σε «ανθρώπινα δικαιώματα», σε δικαιώματα υπεράνω κοινωνικού και πολιτισμικού πλαισίου. Η ευαισθησία μας όμως εξαντλείται στις ερωτικές μειοψηφίες και το δικαίωμά τους στο γάμο. Για μια σειρά από δικαιώματα άλλων μειοψηφιών, με πρώτο το δικαίωμα εξασφάλισης στοιχειωδών συνθηκών διαβίωσης, ούτε λόγος. Προφανώς δεν ανήκουν στις σωστές μειοψηφίες.
3 Το τρίτο είναι η ελαφρότητα με την οποία παραμερίζεται από το επίκεντρο της συζήτησης το ζήτημα της κοινωνικοποίησης των παιδιών που θα μεγαλώσουν μέσα σε μια τέτοια πειραματική συνθήκη χωρίς να την έχουν επιλέξει. Όλα θα τα λύσει η αγάπη, ακούμε. Η διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου, η διαφοροποίηση των σημαντικών άλλων σε διακριτούς ρόλους, η βίωση της μητρικής και της πατρικής παρουσίας θεωρούνται ζητήματα επουσιώδη. Και η κουβέντα πάει στο αν τα παιδιά βιώσουν στο σχολείο διακρίσεις εξ αιτίας των στερεοτύπων των συμμαθητών τους, λες και αυτό είναι το μείζον ζήτημα και όχι η διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους. Να καταργήσουμε λοιπόν την Παιδαγωγική, αν όλα λύνονται με την αγάπη, να καταργήσουμε και την Ψυχολογία. Ο Πιαζέ και ο Φρόιντ μερίμνησαν τουλάχιστον και έφυγαν νωρίς. Να δεχθούμε ότι όλα θα πάνε καλά, αρκεί να το θέλουμε και αρκεί να αγαπάμε αρκετά. Άλλωστε το μείζον είναι να ικανοποιηθεί η επιθυμία μας να γίνουμε γονείς, το αν προστατευθούν τα δικαιώματα του παιδιού είναι δευτερεύον. Το ζητούμενο είναι η ευτυχία του ζεύγους, η επίσημη απόκτηση της ταυτότητας του «συζύγου» και του «γονέα». Για την ψυχο-συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού κάποια λύση θα βρεθεί.
Μπορεί η έννοια της αγάπης να είναι κάτι σαν τα καλά μπαχαρικά: να ταιριάζει παντού και να νομιμοποιεί τα πάντα. Ποιος μπορεί άλλωστε να είναι κατά της αγάπης και υπέρ του μίσους; Το Γούντστοκ είναι μακριά, αλλά η ηχώ του δίπλα μας. Λίγη ιστορία της εκπαίδευσης όμως θα αρκούσε για να μας θυμίσει το τέχνασμα των παλαιών επιθεωρητών που, όταν οι εκπαιδευτικοί τούς ρωτούσαν πώς να αντιμετωπίσουν υπαρκτά προβλήματα στη διδασκαλία ή τη συμπεριφορά των μαθητών τους, εκείνοι είχαν έτοιμη την απάντηση χωρίς καν να συζητήσουν το πρόβλημα: να αγαπάτε τα παιδιά. Μακάρι να ήταν τόσο βολική και δυνατή η αγάπη. Δεν θα χρειαζόταν καν να σπουδάσει κανείς για να γίνει εκπαιδευτικός. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε την αγάπη ως κίνητρο για τον χαρακτηρισμό μιας πρακτικής ως «προοδευτικής», γιατί τότε να μην είναι «πρόοδος» ο έρωτας μεταξύ τριών ή και περισσότερων προσώπων του ιδίου φύλου ή διαφορετικών φύλων ή ουδέτερων από πλευράς φύλου προσώπων, που αγαπιούνται σφόδρα και διεκδικούν το δικαίωμα να συζούν, η κοινότητά τους να ονομάζεται «οικογένεια» και τα τέκνα τους να έχουν απλά πολλαπλούς πατέρες και πολλαπλές μητέρες; Θα ανατρέξουμε και γι’ αυτούς στο γνωστό μοτίβο ότι στα δικαιώματα δεν χωρούν εκπτώσεις ή εδώ θα κάνουμε έκπτωση; Αφού και εκείνους η αγάπη τους συνδέει, γιατί να μην αποτελεί πρόοδο η κοινοβιακή οικογένεια και γιατί να μην αναγνωρίζεται ως μια ακόμη θεμιτή παραλλαγή τής νομικά αναγνωριζόμενης οικογένειας; Ποιος και με ποιο κριτήριο θα θέσει το όριο για την «πρόοδο» χωρίς να μεροληπτεί; Θα είναι η κοινωνία – οι «άλλοι» – ή κάποιο πολιτισμικό ιερατείο σε θώκο εξουσίας που επινοεί και υπαγορεύει πολιτισμικές νόρμες;
4 Το τέταρτο είναι η επίκληση της επιστήμης για την αποδοχή της «προόδου». Σε ό,τι αφορά την τελευταία, η επίκληση είναι ψευδεπίγραφη. Δεν υπάρχει ούτε θα μπορούσε να υπάρξει «επιστήμη» η οποία να μας υποδεικνύει ποια αξία είναι «επιστημονικά ορθή» για να την υιοθετήσουμε. Οι αξίες, ο καθορισμός τους και η αποδοχή τους από το κοινωνικό σώμα δεν παράγονται στα επιστημονικά εργαστήρια. Είναι ιστορικοκοινωνικά προϊόντα, υποκείμενα σε μεταβολή, αλλά και σε συνέχεια. Το μόνο που μπορεί να κάνει η επιστήμη είναι να εντοπίζει κάποιες από τις επιπτώσεις των νομοθετικών ρυθμίσεων, χωρίς να ορίζει πάντα αν αυτές είναι επιθυμητές, ουδέτερες ή ανεπιθύμητες, καθώς αυτή είναι δουλειά της κοινωνικής ηθικής. Αλλά εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: κοινωνική ηθική σημαίνει ηθικές δεσμεύσεις που πηγάζουν από την κοινωνία και απευθύνονται στο άτομο, ενώ δικαιωματισμός σημαίνει ακύρωση του δικαιώματος της κοινωνίας να υπαγορεύει στο άτομο την κοινωνική ηθική. Τα άτομα είναι ελεύθερα να διαμορφώσουν τη δική τους ηθική, η οποία υποτίθεται ότι έχει προτεραιότητα έναντι της κοινωνικής, και την υποκαθιστά. Οι «άλλοι» –η κοινωνία– δεν δικαιούνται να έχουν άποψη, και μάλιστα δεσμευτική, για το τι είναι ηθικό και τι ανήθικο, τι φυσιολογικό και τι αφύσικο, τι κανονικό και τι αντικανονικό. Εννοείται ότι πρόκειται περί φενάκης ελευθερίας, τόσο «ατομικές» δεν είναι οι εκδοχές της νέας ηθικής: υπάρχουν τα πολιτισμικά διευθυντήρια, οι ερμηνευτές και οι φύλακες της προοδευτικής ηθικής, σε καίριες θέσεις εξουσίας. Από τις θέσεις αυτές όχι απλώς συμβουλεύουν το κοινωνικό σώμα για τους νέους κανόνες, αλλά απαιτούν την εφαρμογή τους: υπαγορεύουν μέσω δεσμευτικών νομικών κειμένων την ιδεολογία τους με την πεποίθηση ότι λίγο με τη φοβέρα, λίγο με την επικοινωνία, λίγο με την ανοχή, τελικά αυτή θα επικρατήσει. Αν η κοινωνία αντιδράσει, πάλι έχουν λύση. Θα την καταγγείλουν ως «ρατσιστική», «ομοφοβική» και «ακροδεξιά».
Αυτό που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία αυτή την περίοδο είναι η προσπάθεια μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου να θεσμοθετήσει, στο όνομα της προόδου, μεταβολές σε ένα υφιστάμενο αξιακό σύστημα, κρίνοντας ότι η κοινωνία έχει υποχρέωση να συνταχθεί με τις μεταβολές αυτές, διότι αποτελούν «πρόοδο» και διότι… «ανήκομεν εις την Δύσιν». Δεν είναι η πρώτη φορά που πολιτικές ελίτ, με την αρωγή προπαγανδιστών σε τομείς της επικοινωνίας, επιχειρούν να «διαπαιδαγωγήσουν» το κοινωνικό σώμα νομοθετώντας καταστάσεις που αυτό αρνείται να αποδεχθεί ως κανονικές, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να νομοθετήσει υπέρ της διατήρησης του πολιτισμικού status quo. Πρόκειται για μια «πολιτισμική επανάσταση», για μια ανατροπή αξιών μέσω μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που επικαλείται το δημοκρατικό της δικαίωμα να νομοθετεί, εμφανίζοντας το νομοθέτημα ως… μελλοντική βούληση του κοινωνικού σώματος, το οποίο εξέλεξε μέσα από εκλογές το σώμα που νομοθετεί. Παραμένει το ερώτημα αν το κοινωνικό σώμα, εκλέγοντας το συγκεκριμένο νομοθετικό σώμα, το έχει εξουσιοδοτήσει, ανάμεσα στα άλλα, και γι’ αυτό το νομοθέτημα. Διότι, αν αυτό έχει συμβεί, αν η εξομοίωση του γάμου των ερωτικά ομόφυλων ζευγών με εκείνον άνδρα και γυναίκας έχει τεθεί ως προεκλογικό προγραμματικό ερώτημα ή σημείο και έχει εγκριθεί από τον «λαό» στις εκλογές, η «πρόοδος» βρίσκεται από πλευράς τακτικής σαφώς σε πλεονεκτική θέση. Το επιχείρημά της αυτή τη φορά δεν είναι η αγάπη, αλλά το γνωστό «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».
Με άλλα λόγια, αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά μας αυτές τις μέρες είναι απλά ένα αυξημένης πολιτικής ισχύος και αυταρχικής ιδιοσυστασίας ιδεολογικό κίνημα «από τα πάνω», με πρωταγωνιστές και οπαδούς πρόσωπα με επιρροή στα μαζικά μέσα επικοινωνίας, στον χώρο της τέχνης και στον χώρο της πολιτικής που αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως πολιτισμική πρωτοπορία, ως κήρυκες της προόδου και προδρόμους των αλλαγών που αναπόφευκτα έρχονται στον κόσμο –εννοείται σε όλον τον κόσμο– ως νομοτέλειες. Οι ιδέες τους δεν εκπροσωπούν τις δεσπόζουσες ιδέες του κοινωνικού σώματος για το θέμα, είναι μειοψηφικές. Όμως η φιλοσοφία τους λέει ότι η κοινωνία είναι ακόμη ανώριμη για την «πρόοδο», και επειδή η πρόοδος βιάζεται να επικρατήσει και δεν μπορεί να περιμένει αν και πότε θα ωριμάσει η κοινωνία, πρέπει με κάποιον τρόπο να επιβληθεί από τα πάνω. Η κοινωνία θα ωριμάσει αναδρομικά, εκ των υστέρων. Και εδώ εμφανίζονται ως ερασιτέχνες ιστορικοί: έτσι γινόταν πάντα στην Ιστορία, σου λένε. Τις ρήξεις τις κάνουν οι λίγοι και τολμηροί που βρίσκονται στην… εξουσία.
Οι αλλαγές που συντελούνται δεν συνιστούν φυσικά «πολιτισμική επανάσταση» με την έννοια μιας πρωτοποριακής καινοτομίας που είναι αίτημα της ευρύτερης κοινωνίας και εκφράζεται από κάποιο κομμάτι της σε αντιπαράθεση ή σε σύγκρουση με την πολιτική εξουσία, η οποία αρνείται την αλλαγή. Είναι αντιγραφή, μεταφορά και επιβολή ελέω πολιτικής εξουσίας μιας νέας πολιτισμικής νόρμας που έχει λάβει σε πολύ συγκεκριμένα κράτη θεσμική μορφή. Αυτή είναι η ακριβής σημασία της φράσης «πολιτισμική επανάσταση» που χρησιμοποιείται στο παρόν κείμενο: μεταφορά εις τα καθ΄ ημάς της «προόδου» που έχει γίνει νόμος του κράτους αλλού. Η θέαση των πραγμάτων από την οπτική γωνία μιας ομάδας ανθρώπων με συγκεκριμένο ερωτικό-σεξουαλικό προσανατολισμό ανυψώνεται σε κυβερνητική, και εντέλει κρατική, θέαση των πραγμάτων. Με πρωτοβουλία της κυβέρνησης το κοινοβούλιο νομοθετεί ορίζοντας την πραγματικότητα από τη σκοπιά των «ΛΟΑΤΚΙ». Ό,τι θεωρεί αυτή η ομάδα ως κανονικό και δίκαιο, καλείται και υποχρεούται πλέον να θεωρήσει ως δίκαιο και κανονικό και η υπόλοιπη κοινωνία: καλείται να αλλάξει τον πολιτισμικό της κώδικα και να ευθυγραμμιστεί με την «πρόοδο». Να περιμένουμε λοιπόν προσεχώς με βεβαιότητα σχολικά εγχειρίδια με απεικονίσεις πολλαπλών μορφών οικογένειας και διδαχές ότι όλες είναι ισότιμες, ισάξιες και κανονικές παραλλαγές της συμπεριληπτικής οικογένειας και ότι η μη εκπροσώπησή τους στα σχολικά προγράμματα και στη διδασκαλία, πολύ περισσότερο η άσκηση κριτικής, αποτελεί μορφή διάκρισης που επισύρει κυρώσεις. Να περιμένουμε με βεβαιότητα παιδαγωγικά βλαπτικές συζητήσεις στις αίθουσες διδασκαλίας, ήδη από το Δημοτικό, για το «φάσμα» των φύλων και για το δικαίωμα («ανθρώπινο» και αυτό) του ατόμου να ορίζει εκείνο το φύλο του, με βάση τις ανάγκες του, και να απαιτεί από τον εκπαιδευτικό να συμμορφωθεί γλωσσικά και αλλιώς στον δικό του ατομικό ορισμό της ταυτότητας φύλου. Όλα αυτά βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι η κοινωνία δεν θα αντιδράσει πολιτισμικά και κυρίως πολιτικά στην επιβολή της νέας πολιτισμικής νόρμας. Παρατηρώντας, όμως, την κίνηση του πολιτισμικού και πολιτικού εκκρεμούς σε κοινωνίες που πρωτοστάτησαν στην καθιέρωση της πολιτικής ορθότητας όλων των τύπων προς την αντίθετη κατεύθυνση, η πιθανότητα η ελληνική κοινωνία να μην αντιδράσει στην ακύρωση ειδικά αυτής της παράδοσης, μιας παράδοσης αιώνων με γενικευμένη αποδοχή και εφαρμογή, μοιάζει πολύ μικρή.
Παρατηρούμε πράγματι μια απόπειρα αποδόμησης νοοτροπιών και θεσμών με διάρκεια ζωής αιώνων –αλλά που πλέον θεωρούνται οπισθοδρομικοί και ξεπερασμένοι–, στο όνομα της αγάπης, της ισότητας, της συμπερίληψης και της επιστήμης. Η διαμάχη γύρω από το δικαίωμα δύο ατόμων του ίδιου φύλου, που αισθάνονται μεταξύ τους ερωτική έλξη (ή αυτό δηλώνουν), να απαιτούν από την κοινωνία (και την πολιτεία) να αναγνωριστεί η συμβιωτική τους κοινότητα ως «γάμος», εξομοιούμενη νομικά με την αντίστοιχη συμβιωτική κοινότητα άνδρα και γυναίκας, στο όνομα της εξάλειψης κάθε διάκρισης με βάση το φύλο και τον γενετήσιο προσανατολισμό σε όλες τις πτυχές, δεν αφορά ούτε την αγάπη, ούτε την ισότητα ούτε την «πρόοδο». Πρόκειται για μια ιδεολογική διαμάχη και σύγκρουση μεταξύ εκείνων που προωθούν την «κανονικοποίηση» μέσω θεσμικών κειμένων μιας κατάστασης που το ευρύτερο κοινωνικό σώμα θεωρεί πολιτισμικά αντικανονική, και εκείνων που, εκφράζοντας τις ιδέες του ευρύτερου κοινωνικού σώματος, αποκρούουν την «κανονικοποίηση», στο όνομα της ισχύουσας πολιτισμικής τάξης πραγμάτων. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών δεν είναι τα επιχειρήματα της μιας ή της άλλης – ούτως ή άλλως. τα επιχειρήματα αυτά πηγάζουν από αντιτιθέμενες ιδεολογίες, είναι εν πολλοίς ασύμβατα μεταξύ τους και δεν χωρούν στην ίδια ζυγαριά– αλλά η ισχύς: η δυνατότητα νομοθέτησης του προτάγματος της «προόδου».
Το αίτημα για νομική εξομοίωση της ένωσης ερωτικά ομόφυλων ζευγών προς την αντίστοιχη άνδρα και γυναίκας επιχειρείται να νομιμοποιηθεί με όμορφες έννοιες, αλλά αυτό είναι περισσότερο μια στρατηγική προώθησης του προτάγματος, παρά μια ουσιαστική θεμελίωση της ορθότητας του αιτήματος. Τούτο προκύπτει από τη σύγκριση των αφηγημάτων των υποστηρικτών της νέας ρύθμισης σε όλες τις χώρες που προκλήθηκαν, όπως γίνεται σήμερα στην Ελλάδα, παρόμοιες δημόσιες διαμάχες για το ίδιο ζήτημα, άλλες με αρνητική, και άλλες με θετική έκβαση. Τα επιχειρήματα είναι όλα γνωστά και επαναλαμβάνονται χωρίς καμία πρωτοτυπία. Το ίδιο και οι ρόλοι εκείνων που τα προωθούν στο κοινό, καθώς επίσης και οι μέθοδοι προώθησης. Μόνον όσοι δεν παρακολουθούν σε πλανητικό επίπεδο τη συζήτηση τα τελευταία 10-15 χρόνια για το γάμο των ομοφυλοφίλων έχουν την ψευδαίσθηση ότι στη δική μας περίπτωση υπάρχουν νέα, πρωτότυπα επιχειρήματα. Έχουν επίσης την ψευδαίσθηση ότι σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της «Δύσης» όπου συζητήθηκε ή συζητείται το θέμα αυτό ούτε υπήρξαν, ούτε υπάρχουν αντιδράσεις και ότι διαφωνίες παρατηρούνται μόνον στη «βαλκανική» Ελλάδα.
Η καθιέρωση ενός νέου τύπου γάμου και μιας νέου τύπου οικογένειας δίπλα σε αυτή που γνωρίζουμε, και που αποτελεί για αιώνες στον κόσμο τη μοναδική μορφή οικογένειας που οι κοινωνίες έχουν θεσμοθετήσει και συνεχίζουν να διατηρούν, πέρα από θρησκείες και πολιτισμούς, αποτελεί δείκτη πολιτισμικής εξουσίας την οποία διεκδικούν, και σε ορισμένες χώρες αποκτούν, κοινωνικοπολιτισμικές μειοψηφίες που, για διάφορους λόγους και μέσα από ποικίλες συγκυρίες, βρέθηκαν πολύ κοντά ή μέσα σε χώρους άσκησης επιρροής για τη λήψη αποφάσεων, αλλά και μέσα στα ίδια τα κέντρα λήψεως πολιτικών αποφάσεων, επικαλούμενες την ιδέα της «προόδου» ως κινητήριας δύναμης της Ιστορίας, χωρίς όμως να μας ενημερώνουν για τα όρια αυτής της «προόδου» και για το αν, σε εύλογο χρόνο, κοινότητες παιδοφίλων τύπου Αλή Τεπελενλή και άλλων Οθωμανών αξιωματούχων ή κοινοβιακές κοινότητες τύπου Τσαρλς Μάνσον θα μπορούσαν να ενταχθούν στα νέα σχήματα οικογένειας που θα φέρει η μελλοντική «πρόοδος», στο όνομα πάντα της αγάπης, της συμπερίληψης, της επιστήμης και της ισότητας των δικαιωμάτων. Για να μην αναφέρουμε την «πρόοδο» που αφορά το δικαίωμα του ατόμου να προσδιορίζει το φύλο του σύμφωνα με το νεοπαγές δόγμα «Mein Geschlecht gehört mir!» (Το φύλο μου ανήκει σ’ εμένα – Σ.τ.Σ.) !» και η υποχρέωση της κοινωνίας και του κράτους, και ειδικά του σχολείου, να σέβεται τη δηλούμενη ταυτότητα φύλου.
Όπως υπάρχει το δικαίωμα ενός πολίτη να πιστεύει στην «πρόοδο», έτσι υπάρχει και το δικαίωμα ενός άλλου πολίτη να μην ενθουσιάζεται από τους πολιτισμικούς συρμούς που σαρώνουν τον δυτικό κόσμο σε μια ταραγμένη εποχή, να βλέπει με κριτική ματιά κάποιες αμφιλεγόμενες μορφές «προόδου» και να πιστεύει στη διατήρηση όσων θεωρεί ότι καλώς υπάρχουν. Το ποιο από τα δύο δικαιώματα θα επικρατήσει τελικά, σε επίπεδο θεσμών αλλά και κοινωνίας, είναι ζήτημα πολιτικής ισχύος, το πρώτο, και πολιτισμικής ισχύος, το δεύτερο. Και όλα αυτά σε τοπικό επίπεδο. Διότι αν οι αενάως «προοδευτικοί» καταφέρουν να επιβάλουν τα ιδεώδη τους σε οικουμενικό επίπεδο, είναι μια άλλη ιστορία, πολύ μακρινή. Μέχρι τότε, καλό θα ήταν να απαντήσουν και σε ένα απλό ερώτημα: υπάρχει κάποιο όριο στην «πρόοδο» και, αν ναι, ποιο είναι αυτό, ποιος το καθορίζει και από πού αντλεί τα κριτήρια; Η απάντηση θα μας βοηθούσε ιδιαίτερα να διευθετήσουμε το δίλημμα του πότε να ταχθούμε με την «πρόοδο» και πότε, για λόγους κοινωνικής ηθικής, να πούμε «δυστυχώς δεν θα μπορέσουμε». Διότι υποχρέωση να είμαστε μονίμως αγχωμένοι με την πρόοδο και ερήμην «προοδευτικοί», φαντάζομαι, δεν υπάρχει, εκτός αν ο Όργουελ προφήτεψε ορθά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου