Του Ν. Λυγερού
Λόγω του Ελληνισμού είμαστε ικανοί να προσεγγίσουμε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της Ελλάδας και της Αυστραλίας μέσω της Θεωρίας Δεσμών. Λόγω της απόστασης η κλασσική προσέγγιση μέσω της γειτνίασης αναγκαστικά καταρρέει. Κατά συνέπεια η γεωστρατηγική σχέση είναι δύσκολο να αξιολογηθεί με τέτοια δεδομένα. Έτσι η τοποστρατηγική προσέγγιση προσφέρει περισσότερες δυνατότητες αφού δεν ασχολείται με την έννοια της απόστασης και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην έννοια της σχέσης. Σε αυτό το πλαίσιο όμως η Θεωρία σχέσεων θα εξετάσει γενικά το πεδίο και δεν θα μπορέσει να διαχωρίσει τη φύση των σχέσεων. Επίσης η θεωρία των συνόλων με μερική διάταξη ενώ δίνει την δυνατότητα εξειδίκευσης εγκλωβίζεται και πάλι με την έννοια του γείτονα. Ενώ η Θεωρία Δεσμών εκ φύσης εξετάζει ολικά την έννοια της σχέσης διότι γνωρίζει ότι το τοπικό στοιχείο δεν επαρκεί για να διαδώσει την πληροφορία σε ολικό επίπεδο. Όταν εξετάζουμε και το πιο απλό νοητικό σχήμα της Θεωρίας Δεσμών, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν πρόκειται για μια απλή σχέση, ούτε μια σχέση γειτνίασης. Είμαστε εκ φύσης αναγκασμένοι να βλέπουμε συνεχώς όλο το δεσμό για να καταλάβουμε τα μέρη του. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να δούμε σε αυτήν την ιδιότητα αυτή που έχει το ψηφιδωτό με την πολυχρωμία του σε σχέση με την ψηφίδα που παραμένει μονόχρωμη. Έτσι στη Θεωρία Δεσμών μπορούμε να κωδικοποιήσουμε μια σχέση εξ αποστάσεως, όποια και να είναι φαινομενικά αυτή η απόσταση. Έτσι η περίπτωση της σχέσης της Ελλάδας με την Αυστραλία αποκτά νόημα. Διότι παρόλο που οι δύο χώρες βρίσκονται σε πολύ μεγάλη απόσταση για τα δεδομένα της γεωγραφίας, ξέρουμε ότι υπάρχει μία σχέση. Αυτή η σχέση που αρχικά δημιουργήθηκε από τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα, δεν οφείλει αποκλειστικά την ύπαρξή της σε αυτό το γεγονός. Η καθιέρωση της σχέσης προέρχεται από το μέγεθος αλλά και τη διάρκειά της. Βλέπουμε λοιπόν τη χρονική διάσταση αυτής της σχέσης που μας επιτρέπει να την εξετάσουμε και χρονοστρατηγικά κι όχι μόνο τοποστρατηγικά. Το πιο σημαντικό στοιχείο σ' αυτή τη σχέση είναι η έννοια της απελευθέρωσης που εμπεριέχει ο δεσμός. Διότι δεν πρόκειται για δεσμά που λειτουργούν ως ζυγός, αλλά για δεσμούς που παραμένουν ελεύθεροι λόγω της δομής αφού επί της ουσίας λειτουργούν μόνο μέσω του πλαισίου της θέλησης. Σε αυτό το μοντέλο τα μέρη του δεσμού είναι οι Έλληνες της Αυστραλίας. Δεν είναι λοιπόν μια άμεση διακρατική σχέση όπως σε περίπτωση γειτνίασης. Ούτε πρόκειται για μια αλυσίδα που δεσμεύει κάθε μέρος με τα δύο διπλανά. Ενώ ο κάθε Έλληνας της Αυστραλίας μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα. Οι Έλληνες της Αυστραλίας λειτουργούν ολικά και μ' έναν τρόπο που κωδικοποιείται ως δεσμός, διότι η απελευθέρωση του ενός οδηγεί αμέσως και άμεσα στην απελευθέρωση των πάντων. Αν λοιπόν συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια σχέση τέτοιου τύπου, τότε θα αντιληφθούμε ότι έχουμε περισσότερες δυνατότητες από αυτές που εκφράζει η γεωστρατηγική κι ότι μπορούμε σε βάθος χρόνου να λειτουργήσουμε χρονοστρατηγικά με την υποστήριξη των δεσμών και των υπερδομών της Θεωρίας Δεσμών.
Λόγω του Ελληνισμού είμαστε ικανοί να προσεγγίσουμε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της Ελλάδας και της Αυστραλίας μέσω της Θεωρίας Δεσμών. Λόγω της απόστασης η κλασσική προσέγγιση μέσω της γειτνίασης αναγκαστικά καταρρέει. Κατά συνέπεια η γεωστρατηγική σχέση είναι δύσκολο να αξιολογηθεί με τέτοια δεδομένα. Έτσι η τοποστρατηγική προσέγγιση προσφέρει περισσότερες δυνατότητες αφού δεν ασχολείται με την έννοια της απόστασης και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην έννοια της σχέσης. Σε αυτό το πλαίσιο όμως η Θεωρία σχέσεων θα εξετάσει γενικά το πεδίο και δεν θα μπορέσει να διαχωρίσει τη φύση των σχέσεων. Επίσης η θεωρία των συνόλων με μερική διάταξη ενώ δίνει την δυνατότητα εξειδίκευσης εγκλωβίζεται και πάλι με την έννοια του γείτονα. Ενώ η Θεωρία Δεσμών εκ φύσης εξετάζει ολικά την έννοια της σχέσης διότι γνωρίζει ότι το τοπικό στοιχείο δεν επαρκεί για να διαδώσει την πληροφορία σε ολικό επίπεδο. Όταν εξετάζουμε και το πιο απλό νοητικό σχήμα της Θεωρίας Δεσμών, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν πρόκειται για μια απλή σχέση, ούτε μια σχέση γειτνίασης. Είμαστε εκ φύσης αναγκασμένοι να βλέπουμε συνεχώς όλο το δεσμό για να καταλάβουμε τα μέρη του. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να δούμε σε αυτήν την ιδιότητα αυτή που έχει το ψηφιδωτό με την πολυχρωμία του σε σχέση με την ψηφίδα που παραμένει μονόχρωμη. Έτσι στη Θεωρία Δεσμών μπορούμε να κωδικοποιήσουμε μια σχέση εξ αποστάσεως, όποια και να είναι φαινομενικά αυτή η απόσταση. Έτσι η περίπτωση της σχέσης της Ελλάδας με την Αυστραλία αποκτά νόημα. Διότι παρόλο που οι δύο χώρες βρίσκονται σε πολύ μεγάλη απόσταση για τα δεδομένα της γεωγραφίας, ξέρουμε ότι υπάρχει μία σχέση. Αυτή η σχέση που αρχικά δημιουργήθηκε από τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα, δεν οφείλει αποκλειστικά την ύπαρξή της σε αυτό το γεγονός. Η καθιέρωση της σχέσης προέρχεται από το μέγεθος αλλά και τη διάρκειά της. Βλέπουμε λοιπόν τη χρονική διάσταση αυτής της σχέσης που μας επιτρέπει να την εξετάσουμε και χρονοστρατηγικά κι όχι μόνο τοποστρατηγικά. Το πιο σημαντικό στοιχείο σ' αυτή τη σχέση είναι η έννοια της απελευθέρωσης που εμπεριέχει ο δεσμός. Διότι δεν πρόκειται για δεσμά που λειτουργούν ως ζυγός, αλλά για δεσμούς που παραμένουν ελεύθεροι λόγω της δομής αφού επί της ουσίας λειτουργούν μόνο μέσω του πλαισίου της θέλησης. Σε αυτό το μοντέλο τα μέρη του δεσμού είναι οι Έλληνες της Αυστραλίας. Δεν είναι λοιπόν μια άμεση διακρατική σχέση όπως σε περίπτωση γειτνίασης. Ούτε πρόκειται για μια αλυσίδα που δεσμεύει κάθε μέρος με τα δύο διπλανά. Ενώ ο κάθε Έλληνας της Αυστραλίας μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα. Οι Έλληνες της Αυστραλίας λειτουργούν ολικά και μ' έναν τρόπο που κωδικοποιείται ως δεσμός, διότι η απελευθέρωση του ενός οδηγεί αμέσως και άμεσα στην απελευθέρωση των πάντων. Αν λοιπόν συνειδητοποιήσουμε ότι βρισκόμαστε σε μια σχέση τέτοιου τύπου, τότε θα αντιληφθούμε ότι έχουμε περισσότερες δυνατότητες από αυτές που εκφράζει η γεωστρατηγική κι ότι μπορούμε σε βάθος χρόνου να λειτουργήσουμε χρονοστρατηγικά με την υποστήριξη των δεσμών και των υπερδομών της Θεωρίας Δεσμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου