Ήρθε η ευλογημένη μέρα. Χρόνια τώρα αδέλφια, κάθε 13η Μαρτίου σας καλώ στην ίδια πράξη. Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυκτα, να κάνετε σιγή. Όπου και αν βρίσκεστε, ό,τι και αν κάνετε. Για να ακούσετε εκείνο τον ανατριχιαστικό ήχο από το τρίξιμο της δολοφονικής καταπακτής. Εκείνη την στιγμή, που πριν από 65 χρόνια, ένας κτηνώδης δήμιος τράβηξε ένα μοχλό. Νόμιζε πως θα έστελνε ένα 19χρονο νέο σε φρικτό ραντεβού με τον Χάρο. Δεν ήξερε ο δυστυχής, πως εκείνη την στιγμή έγραφε Ιστορία. Πού να ήξερε ο αιμοδιψής εκτελών διαταγές των άψυχων αποικιοκρατών, ότι εκείνο το τρίξιμο διέσχιζε την υφήλιο! Έστελνε σε κάθε γωνιά της Γης το σπουδαιότερο μήνυμα. Ότι για την Ελευθερία και την Πατρίδα, αξίζει κάποιος να πάρει μιαν ανηφοριά. Να πάρει μονοπάτια. Να βρει τη λευτεριά. Κι εκεί θα νικήσει το Χάρο. Θα περάσει στην αιωνιότητα ως Αθάνατος!
Σήμερα, όμως, κλαίει η ψυχή μου. Σας καλώ να ακούσετε και κάτι άλλο. Τον σπαραγμό της αδελφής του ήρωα. Της Μαρούλας Παλληκαρίδη-Βρυωνίδη. Μόλις ακουστεί το ανατριχιαστικό τρίξιμο, δεν μπορεί, θα ακούσετε και το γοερό κλάμα της αδελφής του. Για την αγνωμοσύνη της Πολιτείας. Διάβασα με πόνο ψυχής την εξομολόγησή της προ δύο εβδομάδων. Με έκδηλη απογοήτευση κατάγγειλε σε επιστολή της, ότι τα αυθεντικά χειρόγραφα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τα οποία είχε προσφέρει ο πατέρας της στο Μουσείο Αγώνος το 1960, βρίσκονται την τελευταία δεκαετία σε κάσες στο υπόγειο του Μουσείου!
Ντρέπομαι Ευαγόρα! Ντρέπομαι κυρία Μαρούλα! Γι’ αυτό το κράτος! Αυτή την Πολιτεία! Για όλους αυτούς που ξέχασαν τόσο γρήγορα. Για όλους αυτούς, που χάθηκαν από τη λεωφόρο του φωτός την οποία χάραξαν οι Αθάνατοι και ακολουθούν τα μονοπάτια του σκότους.
Βλέπεις Ευαγόρα, βλέπεις κυρία Μαρούλα, ακόμη και η φύση αντέδρασε στην προσβολή! Είναι Άνοιξη. Όμως, σταμάτησαν προς στιγμή να ανθούν τα λουλούδια. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, τα πουλιά χορεύουν στον ουρανό. Τιμάνε τον αετό! Η φύση μοσχοβολάει περηφάνια. Αυτές τις μέρες, αντέδρασε κι αυτή. Οι άνεμοι θυμωμένοι δείχνουν την οργή τους. Τα σύννεφα έκρυψαν το βαθύ μπλε. Το κρύο πάγωσε τις αμυγδαλιές. Και τα δάκρυα του Θεού έγιναν βροχές για να δείξουν τη θλίψη.
Τόση αγνωμοσύνη! Για έναν 19χρονο ήρωα. Που μπορούσε να είχε γλυτώσει τη ζωή του. Πώς να ξεχάσει κάποιος τη μαρτυρία του Παπαντώνη, ιερέα των Φυλακών, όταν πήγε να κοινωνήσει τον Ευαγόρα πριν την ώρα της θυσίας. Γιατί δεν έτρεξες κι εσύ να φύγεις όπως έκαναν οι σύντροφοι σου την ώρα που σε συνέλαβαν, τον ρώτησε. Η απάντηση συγκλονίζει: «Τους επήρα για δειλούς, όταν τους είδα να τρέχουν…». Μπορούσε και αργότερα να είχε σωθεί. Αρκεί να έλεγε στους Βρετανούς πού κρύβονται οι αντάρτες. Μα πώς να έκανε κάτι τέτοιο; Είχε συνειδητά κλείσει το ραντεβού με τον Χάρο. Ήθελε να του δώσει ένα μάθημα. Το έπραξε όταν ανέβηκε στο ικρίωμα. Ο Χάρος έμεινε με το νεκρό σώμα στα χέρια. Η ψυχή του ήρωα, όμως, είχε προ πολλού πετάξει στην αθανασία!
Σε δυο αράδες, ο τεράστιος Μόντης σκιαγραφεί όλο το μεγαλείο του Παλληκαρίδη: «Όταν διάβασα την ιστορία σου, το βράδυ είχα πυρετό»! Ήταν η προσωποποίηση του ήλιου. Δεν φοβήθηκε και στη χειρότερη συννεφιά. Το φώναζαν οι στίχοι του. «Των αθανάτων το κρασί/ Το ‘βρετε σεις και πίνετε/ Ζωή για σας ο θάνατος/ Κι αθάνατοι θα μείνετε». Το φώναζαν τα γράμματά του. «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Ώρα 7.30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου», έγραφε στο τελευταίο γράμμα που είχε γράψει στους συμμαθητές του.
Το φώναζε η τεράστια καρδιά του, που πλημμύριζε από ελληνοπρέπεια, αξιοπρέπεια και περηφάνια. «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο το οποίο έχω να πω είναι τούτο. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτα άλλο», βροντοφώναξε στους αποικιοκράτες κατά τη δίκη του. Κι αυτοί οι τιποτένιοι τρόμαξαν. Περιορίστηκαν στην ποταπή μέθοδό τους. Εκείνη την μικρόψυχη με την οποία έκρυβαν την δειλία τους. Την θανατική καταδίκη. Πού να ήξεραν τα ευτελή ανθρωποειδή, ότι πρόσφεραν νέκταρ αθανασίας στον αγέρωχο νέο.
Τόση αγνωμοσύνη! Τι περιμένεις, όμως, από ένα κράτος με ηγέτες μικρόψυχους, κενούς και δειλούς; Ξέχασαν αξίες και ιδανικά. Κουρέλιασαν την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα. Εκείνος πήρε μιαν ανηφοριά. Αυτοί ακολουθούν αδιάκοπα μιαν κατηφοριά. Εκείνος πέταξε στην αθανασία με φουσκωμένα στήθη από ελληνοπρέπεια. Αυτοί κατρακυλούν στα τάρταρα της καταισχύνης, βεβηλώνοντας ό,τι εθνικά αξιοπρεπές έχει απομείνει.
Και η κοινωνία; Παθητικά παρακολουθεί την ατελείωτη κατηφοριά της ντροπής. Απομένει εκείνο το ανατριχιαστικό τρίξιμο της καταπακτής. Ως μοναδική ελπίδα να ξυπνήσουν οι συνειδήσεις. Όλων όσων προδώσαμε τη θυσία του Ευαγόρα. Όσων επιτρέψαμε να ανοίξει η κερκόπορτα και να σκλαβωθεί η μισή μας πατρίδα. Όσων επιτρέψαμε να κυλήσει η άλλη μισή στο βούρκο. Όσων επιτρέψαμε να πνίξει το χρυσοπράσινο φύλλο η απέραντη μπόχα από οχετούς ντροπής και εξευτελισμού. Ελπίζοντας κάποια στιγμή να βρούμε την δύναμη να κοιτάξουμε στον καθρέφτη τον εφιάλτη και να αναζητήσουμε τα βήματα του αθάνατου παλληκαριού…
Μέχρι τότε, ας θυμόμαστε τους στίχους του Φώτη Βαρέλη: «Κτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας…/- Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει/ – Παρόντες, λέει ο δάσκαλος· και με φωνή που τρέμει:/ Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!/ Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο/ — Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!/ Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι/ αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει/ να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη/ — Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος/ κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο».
Βλέπετε αδέλφια, εκείνο το σχοινί της αγχόνης είναι εξαιρετικά δυνατό. Δεν κόβεται από καμία αγνωμοσύνη. Κρέμονται από πάνω του όλες μας οι ελπίδες. Και 65 χρόνια μετά, ακόμη αντέχει…
ΠΗΓΗ philenews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου