Η επιτυχία των ελληνικών διπλωματικών
προσπαθειών θεωρείτο από τον Βενιζέλο αδύνατη χωρίς την ενεργότερη
ανάμειξή της σε υποθέσεις πολύπλοκης γεωπολιτικής υφής, πέραν του άμεσου
ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία. Η
αποστολή 30.000 ανδρών στην Ουκρανία για την αντιμετώπιση της
μπολσεβίκικης επανάστασης αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ελληνικής
διπλωματικής γραμμής στις συνομιλίες που διεξάγονταν στο Παρίσι, μέσω
της πρόσδεσης της Ελλάδας στο άρμα της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας. Ο
Βενιζέλος θεώρησε ότι το κόστος της ελληνικής στρατιωτικής εμπλοκής θα
ήταν δυσανάλογα χαμηλό σε σχέση με τα εδαφικά οφέλη στη Θράκη και την
Ανατολία που θα απέρρεαν απ' αυτή. Κατά συνέπεια, η κίνησή του αυτή
κινήθηκε μέσα σε ορθολογιστικά πλαίσια. Φυσικά, η Αντάντ καλωσόρισε την
ελληνική συμμετοχή αφού αυτή συνεπαγόταν την μείωση του δικού της
κόστους σε έμψυχο υλικό και πόρους.
Οι θετικές συνέπειες αυτής
της κίνησης φάνηκαν λίγο αργότερα στη Διάσκεψη ειρήνης του Παρισιού,
καθώς άμβλυνε τις αντιρρήσεις ή αμφιβολίες κάποιων εκ των συμμάχων και
βοήθησε στην εξουδετέρωση των επιχειρημάτων της ιταλικής πλευράς.
Ο
Βενιζέλος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία, που απέρρεε από την εφαρμογή της
διεθνής αρχής των εθνοτήτων, μέρος των δεκατεσσάρων σημείων του
Αμερικανού προέδρου Ουίλσον. Το δωδέκατο σημείο προέβλεπε τη διατήρηση
του τουρκικού τμήματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας παράλληλα με τη
δυνατότητα αυτοδιοίκησης των μη-τουρκικών εθνοτήτων. Το ενδιαφέρον της
ελληνικής πλευράς εστιάστηκε στη Θράκη, τη δυτική και βόρεια Μικρά Ασία
και τον Πόντο, όπου ζούσαν συμπαγείς μάζες ελληνικών πληθυσμών.
Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στην
επίσπευση της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη ήταν η δράση των Ιταλών στην
Ανατολία, που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα στην περιοχή,
αποβιβάζοντας στρατεύματα στην Αττάλεια. Οι ιταλικές κινήσεις φανέρωναν
τη διάθεση της Ρώμης να διασφαλίσει όσα είχαν συμφωνηθεί κατά τις
μυστικές συνθήκες που συνάφθησαν ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν.
Οι συνθήκες εκείνες όριζαν την παραχώρηση της Σμύρνης και του Αϊδινίου
στην Ιταλία.
Η Βρετανία και η Γαλλία, σε μια προσπάθεια ανάσχεσης
της ιταλικής ενίσχυσης στην περιοχή, όχι μόνο θα δουν ευνοϊκά την
ελληνική εμπλοκή στη περιοχή της Σμύρνης αλλά και τη δυνατότητα
παραχώρησης ακόμη και της Κωνσταντινούπολης στην Ελλάδα. Ο Βενιζέλος
πίστευε ότι, αν η Σμύρνη περιερχόταν στην Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη θα
είχε παρόμοια τύχη αργότερα, διότι θα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο ελληνικές
περιοχές, τη Σμύρνη και τη Θράκη. Η προσθήκη της Κωνσταντινούπολης τη
δεδομένη στιγμή θα ήταν πρόωρη και θα συνεπαγόταν την οριστική
εγκατάλειψη της δυτικής Μικράς Ασίας. Η δημιουργία ενός συμπαγούς
τουρκικού κράτους στην Ανατολία δεν επέτρεπε ψευδαισθήσεις περί
διατήρησης της ελληνικής παρουσίας στην περιοχή και θα λειτουργούσε
αποτρεπτικά σε μελλοντικές ελληνικές προσπάθειες για επέκταση προς τον
νότο.
Χαρακτηριστική των αντιλήψεων του Βενιζέλου περί της
προσάρτησης της Κωνσταντινούπολης είναι η συνομιλία του με στενό
συνεργάτη του: «Θα καλέσωμεν τους Τούρκους και δεν δεχθούν, έχομεν την
εντολήν να καταλάβωμεν ουσιαστικά την Κωνσταντινούπολιν. Τώρα δε που η
Ρωσία δεν ημπορεί να επέμβη, εμείς θα την καταλάβωμεν ανενόχλητοι [...].
Όταν πλέον τα επιτύχωμεν αυτά, θα προσαρτήσωμεν την Ελλάδα εις το
Κράτος της Κωνσταντινουπόλεως με έδρα την πόλιν αυτήν. Και όταν γίνουν
αυτά, θα ζητήσωμεν από τους γείτονές μας να έλθωμεν εις συνεννόησιν δια
μίαν Βαλκανικήν Ομοσπονδίαν, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας».
Δηλαδή, ο απώτερος στόχος της υψηλής στρατηγικής Βενιζέλου ήταν η
δημιουργία μιας μεγάλης Βαλκανικής Ομοσπονδίας με έδρα την
Κωνσταντινούπολη και κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο.
Συνεπικουρούμενη
των ελληνικών διεκδικήσεων ήταν η ισχνή βρετανική στρατιωτική παρουσία
στην Ανατολία. Οι Βρετανοί ήλπιζαν ότι η αποστολή ελληνικών στρατιωτικών
δυνάμεων στην περιοχή θα δρούσε εξισορροπητικά.
Στην
πραγματικότητα, η εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου κινείτο στην κόψη του
ξυραφιού. Τα εμπόδια που παρεμβλήθησαν στην προσπάθεια λήψης μιας
απόλυτα ορθολογικής απόφασης από τον Ελ. Βενιζέλο ήταν πολλά. Η επιτυχία
της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στη Σμύρνη – αποτέλεσμα της
βούλησης της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ για ανάσχεση της
ιταλικής επιρροής στη Μικρά Ασία - εξαρτιώταν αναπόδραστα όχι μόνο από
τη διεθνή αποδοχή και στήριξη αλλά και από την εσωτερική. Οι
μη-ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής Σμύρνης θα έπρεπε να αποδεχτούν την
ελληνική στρατιιωτική παρουσία χωρίς αντιρρήσεις ή να αμβλυνθούν οι
ανησυχίες τους για ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις σ'αυτούς από μία
τέτοια εξέλιξη. Κατά συνέπεια, ήταν απαραίτητη η εγκαθίδρυση ενός
αμερόληπτου και αντικειμενικού συστήματος διοίκησης από την ελληνική
πλευρά, ένα εγχείρημα υψηλού βαθού δυσκολίας, δεδομένης της αντίθεσης
των τουρκικών πληθυσμών και του τουρκικού εθνικισμού αλλά και της
ιταλικής εξωτερικής πολιτικής.
Η προσπάθεια των Ιταλών να φέρουν
τους υπόλοιπους Συμμάχους προ τετελεσμένων μέσω της απόβασης στην
Αττάλεια και συνακόλουθα να απειλήσουν τα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα
στην περιοχή προκάλεσε, λόγω του έκτακτου χαρακτήρα των στιγμών, την
επίσπευση των απόφασεων του Βενιζέλου. Η στενότητα του χρόνου και το
μέγεθος της απειλής αύξησαν τον βαθμό έλλειψης ορθολογισμού στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων του Έλληνα πρωθυπουργού.
Οι Ιταλοί
πρόσβλεπαν στην προσάρτηση εδαφών στη Μικρά Ασία και την κατοχή των
Δωδεκανήσων ώστε να δημιουργήσουν ισχυρές βάσεις κυριαρχίας στη Μέση
Ανατολή και να παρεμβληθούν ως «σφήνα» στην αγγλογαλλική ηγεμονία. Ο
έλεγχος αυτών των εδαφών επέτρεπε, αφενός την πρόσβαση και εκμετάλλευση
πλουτοπαραγωγικών και ενεργειακών πηγών και αφετέρου τον έλεγχο
θαλάσσιων οδών της ανατολικής Μεσογείου. Στον αντίποδα, η Ελλάδα
θεωρούσε ως υψίστης στρατηγικής σημασίας τόσο την ενσωμάτωση των εδαφών
της Μικράς Ασίας, όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά, οικονομικά, κοινωνικά
και πολιτιστικά το ελληνικό στοιχείο όσο και την προστασία των
επαπειλούμενων από τον τουρκικό εθνικισμό ελληνικών πληθυσμών στην
περιοχή αυτή. Κατά συνέπεια, τα δύο κράτη κινούνταν σε μία τροχιά
σύγκρουσης, χωρίς δυνατότητα αποφυγής. Στη συνέχεια, η Ιταλία θα
εφαρμόσει με μεθοδικότητα την πολιτική αποδυνάμωσης της ελληνικής
παρουσίας στη Μικρά Ασία, εφοδιάζοντας τους κεμαλικούς με οπλισμό,
παρέχοντας τους βάσεις εξόρμησης και βοηθώντας τους στην αναδιοργάνωση
του στρατού τους. Η κατάσταση θα γίνει πιο πιεστική με την απόβαση
ιταλικών στρατευμάτων στη Νέα Έφεσσο, παράλληλα με την απόβαση ελληνικών
στρατευμάτων στη Σμύρνη, γεγονός που θα απαιτήσει τη διπλωματική
εγρήγορση του Βενιζέλου και την αντίστοιχη της στρατιωτικής ηγεσίας.
Στην εξίσωση εισήλθε και η Γαλλία, της
οποίας τα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή δεν σύναδαν με την ενίσχυση της
ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία μετά τη λήξη της διασυμμαχικής
εντολής. Η διασφάλιση των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων προϋπέθετε τη
δημιουργία ενός τουρκικού κράτους, ισοδύναμου με το ελληνικό, και
φιλικά διακείμενου στη Γαλλία. Η γαλλική θέση θα καταστεί σαφής στην
ελληνική πλευρά όπως αποδεικνύει επείγον τηλεγράφημα του Έλληνα
πρεσβευτή στο Παρίσι Ρωμανού προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις
23/09/1919: «Σήμερον με εδέχθη ο Πρωθυπουργός Μιλλεράν. Μοι εδήλωσε ότι
[...] δεν δύναμαι να παρασυρθώ εκ της φιλίας μου προς την Ελλάδα, μέχρι
του σημείου να διακινδινεύσω τα γαλλικά συμφέροντα [...]. Η Γαλλία, μοί
είπεν, είναι δύναμη μουσουλμανική. Έχει βεβαίως τα ιδανικά της, δεν
δύναται όμως να διακινδυνεύση τα συμφέροντά της δια την απελευθέρωση
υποδούλων λαών, διότι στερείται των μέσων, όπως εξαναγκάση τους Τούρκους
να δεχθώσιν τόσο αυστηρούς όρους [...]». Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η
περίφημη δήλωση «Είναι και αυτή (η υπογραφείσα συνθήκη των Σεβρών)
εύθραυστον αντικείμενον, ίσως ραγισμένον αγγείον...» ανήκει στον Γάλλο
πρωθυπουργό Πουανκαρέ. Οι Γάλλοι θα σταθούν αρνητικά στην ελληνική
στρατιωτική και πολιτική παρουσία στη Μικρά Ασία, θεωρώντας –όχι άδικα,
ως έναν βαθμό– την Ελλάδα ως όργανο των Βρετανών.
Μία μεταβλητή
που εισήλθε ορμητικά στο διεθνές προσκήνιο ήταν η οριστική επικράτηση
των Μπολσεβίκων, των οποίων ένα από τα κύρια μελήματα ήταν η
αντιμετώπιση του συνασπισμού των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων εναντίον
τους. Φυσική εξέλιξη, λοιπόν, ήταν η σύμπραξη με τους Κεμαλικούς, που
την περίοδο 1919-20 βρίσκονταν αντιμέτωποι όχι μόνο με τους Έλληνες αλλά
με το σύνολο σχεδόν των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων. Η ρωσοτουρκική
προσέγγιση δεν εξασφάλιζε μόνο την παροχή οικονομικής και στρατιωτικής
αρωγής προς τους Κεμαλικούς και την διπλωματική στήριξη της
Μπολσεβικικής Ρωσίας στον αγώνα τους αλλά και τα νώτα τους ώστε να
μπορέσουν απερίσπαστοι να αφοσιωθούν στον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων
και των Δυτικών. Οπωσδήποτε, την περίοδο κατά την οποία έπρεπε να λάβει
την κρίσιμη απόφαση ο Βενιζέλος για ενεργότερη ανάμειξη της Ελλάδας στη
Μικρά Ασία, οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν γίνει ακόμη κύριοι της κατάστασης
στη Ρωσία. Ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν, οι Δυτικοί τους πολιορκούσαν
στρατιωτικά και είχαν επιβάλλει οικονομικό αποκλεισμό στη Ρωσία. Η
έκβαση της σύγκρουσης ήταν ακόμη αμφίρροπη και τίποτα δεν προδίκαζε μία
βέβαιη επικράτηση των Μπολσεβίκων.
Αναπόφευκτα, η σπουδαιότερη
μεταβλητή που έπρεπε να λάβει υπόψη του ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκείνη
την περίοδο ήταν η αντίδραση των Τούρκων εθνικιστών. Συνεχιστές της
πολιτικής των Νεότουρκων για την εξάλειψη των χριστιανικών (κατά
συνέπεια, και των ελληνικών) πληθυσμών από τη Μικρά Ασία δεν
δημιουργούσαν καμία ψευδαίσθηση στον Βενιζέλο και οποιοδήποτε άλλο
Έλληνα πολιτικό όσον αφορά τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης επικράτησής
τους. Συνεπώς καθιστούσαν μείζονα απειλή για την ζωή, την τιμή και την
περιουσία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και τα ελληνικά ζωτικά
συμφέροντα. Άλλωστε το πολιτικό πρόγραμμα του Μουσταφά Κεμάλ, όπως αυτό
αποσαφηνίστηκε στα συνέδρια του Ερζερούμ (23/7/1919) και της Σεβάστειας
(04/09/1919), πρόσβλεπε στη σύσταση ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου
κράτους με τουρκική ταυτότητα και όπου δεν θα υπήρχε θέση για τους
χριστιανούς. Αργά αλλά σταθερά, αναδυόταν η απειλή των κεμαλικών,
αρχικά, μέσα από την αντίσταση άτακτων ομάδων και αργότερα, με την
οργανωμένη αντίσταση του αναδιοργανωμένου (πρώην) οθωμανικού στρατού.
Η μόνη μεταβλητή, φιλικά διακείμενη στην
Ελλάδα την περίοδο 1919-20 ήταν η Μεγάλη Βρετανία, καθώς τα συμφέροντά
της στην ανατολική Μεσόγειο ταυτίζονταν με τα ελληνικά. Η Βρετανία
ενδιαφερόταν άμεσα για την προστασία και τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών
προς τη Μέση Ανατολή και την Ινδία, την εκμετάλλευση των ενεργειακών
πόρων και την ελεύθερη διακίνηση και εμπορία των προϊόντων των αποικιών
της και την ανάσχεση της παρουσίας των υπόλοιπων δυνάμεων στην περιοχή
(Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία). Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυντ Τζωρτζ
επιφύλλασε για τους Έλληνες τον ρόλο της προστασίας των θαλασσίων οδών,
έχοντας σε υψηλή εκτίμηση την μαχητική αξία του ελληνικού στρατού.
Η
απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη δεν έμεινε αναπάντητη από τους
Τούρκους εθνικιστές. Εφαρμόζοντας τακτικές ανταρτοπόλεμου, δημιουργούν
ασφυκτική πίεση στα ελληνικά στρατεύματα, που έχουν να αντιμετωπίσουν
μεταξύ άλλων και τις εχθρικές διαθέσεις του μουσουλμανικού πληθυσμού. Η
κατάληψη της Περγάμου και η καταστροφή του Αϊδινίου το θέρος του 1919
φανερώνουν το μέγεθος της σοβαρότητας της κατάστασης. Όχι μόνο οι
Έλληνες αλλά και οι Δυτικοί αντιλαμβάνονται ότι ο κεμαλικός εθνικισμός
θα αποτελέσει ένα δυσθεόρατο εμπόδιο, ειδικότερα μετά την επικράτηση του
τελευταίου κατά την εμφύλια σύγκρουση με τις σουλτανικές δυνάμεις.
Η
οικονομική και στρατιωτική εξασθένιση της Βρετανίας αποδυνάμωνε τη
δυνατότητα εφαρμογής των όρων της συνθήκης των Σεβρών. Αυτή την αδυναμία
της εξέλαβε ο Βενιζέλος ως ευκαιρία επικράτησης των ελληνικών
συμφερόντων στη Μικρά Ασία, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση για χρήση
αποκλειστικά της ελληνικής στρατιωτικής ισχύος, με στόχο την επιβολή των
όρων της συνθήκης των Σεβρών. Η κίνηση Βενιζέλου είχε διττό σκοπό: αφ'
ενός, την οριστική εκμηδένιση του κεμαλικού εθνικιστικού κινδύνου και
την ανάσχεση της γαλλικής και ιταλικής παρουσίας και αφ' ετέρου, τη
δημιουργία τετελεσμένων πριν τη Διάσκεψη ειρήνης των Παρισίων μέσω της
επιβολής ουσιαστικού στρατιωτικού και πολιτικού ελέγχου στη δυτική και
βόρεια Μικρά Ασία. Μόλαταύτα, η κίνηση Βενιζέλου εμπεριείχε στοιχεία
υψηλού κινδύνου αλλά και μεγάλων κερδών – «όλα ή τίποτα». Η επιτυχία της
πολιτικής του προσέκρουε σε τρία εμπόδια. Η ελληνική οικονομία δεν ήταν
σε θέση να στηρίξει μια μακρόχρονη στρατιωτική σύγκρουση, χωρίς
εξωτερική βοήθεια. Παρομοίως, ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε πολεμική
εγρήγορση από το 1912 και ήταν αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε να
συνεχίσει να πολεμά με ιδία μέσα, μακριά από τις γραμμές ανεφοδιασμού
του και μέσα σε εχθρικό έδαφος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τέλος, το
ελληνικό εγχείρημα είχε να αντιμετωπίσει την εχθρική στάση της Γαλλίας
και της Ιταλίας, που έβλεπαν την ελληνική παρουσία ως άμεση απειλή για
τα δικά τους ζωτικά συμφέροντα. Η Ελλάδα θα εισερχόταν στο πεδίο του
διεθνούς ανταγωνισμού, ολομόναχη, στηριζόμενη κυρίως στη διπλωματική
στήριξη της Βρετανίας – όχι όμως, την στρατιωτική και οικονομική.
Συμπερασματικά,
ο Ελευθέριος Βενιζέλος έπρεπε να κινηθεί ανάμεσα σε «συμπληγάδες
πέτρες» εκείνη την κρίσιμη περίοδο. Σαφώς, εκ των υστέρων είναι εύκολο
να κρίνει κανείς αρνητικά ή θετικά μία απόφαση. Εκ του αποτελέσματος η
κίνηση Βενιζέλου κρίνεται αρνητικά, όμως τη δεδομένη στιγμή ήταν πολύ
δύσκολο για τον ίδιο να πάρει μια διαφορετική απόφαση και να προβλέψει
τη δράση αστάθμητων παραγόντων (π.χ. την επικράτηση των Μπολσεβίκων και
τη σύμπραξή τους με τους Κεμαλικούς). Κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν
θα ήταν τότε σε θέση να αρνηθεί το ενδεχόμενο απελευθέρωσης και
προστασίας του υπόδουλου ελληνισμού της Ιωνίας, την ολοκλήρωση του
οράματος της Μεγάλης Ιδέας με την οποία είχαν γαλουχηθεί γενιές Ελλήνων,
την ενίσχυση της Ελλάδας ως περιφερειακή δύναμη στην ανατολική
Μεσόγειο. Κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν θα ήταν τότε σε θέση να
δεχτεί την προσωρινή έστω κατάληψη της Σμύρνης από ιταλικά στρατεύματα.
Παρά τις κατηγορίες των αντιπάλων του για τυχοδιωκτισμό, οι ίδιοι, μόλις
ανέλαβαν την εξουσία, συνέχισαν την πολιτική του με αμείωτη ένταση και
παρά τις δυσμενέστερες για τις ελληνικές θέσεις μεταβολές στο διεθνές
προσκήνιο μετά την ανάληψη της εξουσίας απ' αυτούς. Συνεπώς, η απόφαση
για την απόβαση στη Σμύρνη ήταν φυσική εξέλιξη της πολιτικής Βενιζέλου
κατά την τελευταία δεκαετία αλλά και της στρατηγικής που είχε επιλέξει ο
ελληνισμός από την σύσταση του ελληνικού κράτους το 1830.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)
Π. Ήφαιστος: ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2003.
2) Α. Α. Μαζαράκης (στρατηγός), ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, Αθήνα, 1948.
3) Ξ. Στρατηγός, Η ΕΛΛΑΣ ΕΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Αθήνα, 1925.
4) Δ. Τσιριγώτης: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1919-1922, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2010.
5) Δ. Φωτιάδης: ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ – ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Εκδόσεις Φυτράκη – ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα, 2011.
ΠΗΓΗ historical-quest
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου