Η άρνηση της Σαουδικής Αραβίας να εξυπηρετήσει τις ΗΠΑ ως προς την τιμή του πετρελαίου αποτυπώνει μια συνολικότερη μετατόπιση
Το βασικό στοιχείο που δείχνει ότι μια χώρα έχει πραγματική ισχύ στο διεθνές τοπίο δεν είναι τόσο ο όγκος των ενόπλων δυνάμεών της, αλλά ο βαθμός στον οποίο μπορεί να εξασφαλίζει ότι άλλες χώρες θα συνταχθούν με το ένα ή το άλλο αίτημά της. Εάν ισχύει αυτός ο απλουστευτικός κανόνας, τότε οι ΗΠΑ αρχίζουν και αποκτούν επίγνωση των πραγματικών ορίων της επιρροής τους από τον τρόπο που συμπεριφέρονται χώρες όπως η Σαουδική Αραβία.
Τελευταίο παράδειγμα η επιμονή της σαουδαραβικής κυβέρνησης να προχωρήσει στη μείωση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, αποφασισμένη μέσα από το σχήμα OPEC+ δηλαδή σε συνεννόηση και με τη Ρωσία, παρότι η Ουάσιγκτον έκανε απολύτως σαφές προς το Ριάντ ότι θα θεωρούσε μια τέτοια επιλογή ως «φιλορωσική» και ότι αυτό θα είχε επιπτώσεις συνολικά στις διμερείς σχέσεις.
Η σαουδαραβική κυβέρνηση εκτίμησε ότι όλα αυτά απλώς απηχούν την ανησυχία της κυβέρνησης Μπάιντεν να μην πάει στις εκλογές του Νοεμβρίου (όπου κρίνεται ο συσχετισμός στο Κογκρέσο) με υψηλές τιμές καυσίμων και υψηλό πληθωρισμό με τους Δημοκρατικούς υποψηφίους να πληρώνουν το τίμημα.
Αντί, γι’ αυτό προτίμησαν να αποφασίσουν τη μείωση της παραγωγής γιατί σε αυτή τη φάση δεν ήθελαν να δουν να συνεχίζει να υποχωρεί η τιμή του πετρελαίου (ιδίως εάν τον χειμώνα μεγάλες οικονομίες μπουν σε ύφεση) την ώρα που οι εκτιμήσεις είναι ότι χρειάζεται η τιμή του πετρελαίου να μην πέσει κάτω από τα 76-78 δολάρια το βαρέλι για να μπορεί η Σαουδική Αραβία να μην έχει ελλειμματικό προϋπολογισμό, ιδίως σε μια περίοδο που προσπαθεί να προετοιμαστεί για το μέλλον μετά το πετρέλαιο. Μάλιστα, οι Σαουδάραβες αρνήθηκαν ακόμη και την αμερικανική πρόταση να αγοράζουν οι ΗΠΑ πετρέλαιο από την αγορά οποτεδήποτε η τιμή του Μπρεντ πέφτει κάτω από τα 75 δολάρια το βαρέλι, ώστε να διαψευστούν οι φόβοι ότι οι ΗΠΑ θέλουν να κατρακυλήσουν οι τιμές ακόμη πιο χαμηλά.
Το αποτέλεσμα δείχνει να είναι μια κρίση στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, με τον Τζο Μπάιντεν να προειδοποιεί στις 11 Οκτωβρίου ότι «θα υπάρξουν επιπτώσεις» από τις επιλογές που κάνει η Σαουδική Αραβία.
Η δοκιμασία μιας σχέσης
Παρότι η Σαουδική Αραβία είχε παίξει ενεργό ρόλο στο εμπάργκο του OPEC του 1973 σε απάντηση στη δυτική υποστήριξη στο Ισραήλ, που είχε πυροδοτήσει την πρώτη μεγάλη πετραλαϊκή κρίση, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του βασιλείου είναι μια σύμμαχος των ΗΠΑ.
Αυτό αφορά και γεωπολιτικές παραμέτρους όπως είναι το γεγονός ότι παραδοσιακά ήταν ένα αντίβαρο στις δυνάμεις και τις χώρες του Αραβικού Εθνικισμού και αργότερα βασικό στήριγμα της αμερικανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις στις ΗΠΑ για τις εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αφορά και οικονομικές παραμέτρους, καθώς η Σαουδική Αραβία που έχει μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και χαμηλό κόστος εξόρυξης είναι χώρα που με την παραγωγή της ρυθμίζει σε σημαντικό βαθμό την τιμή του πετρελαίου. Σε κάθε περίπτωση η αμερικανική υποστήριξη έχει φανεί και από το εύρος της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς τη Σαουδική Αραβία.
Όμως, τώρα φαίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερη καχυποψία. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πια την ίδια πολιτική και στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή και αυτό σημαίνει ότι μια σειρά από χώρες δεν περιορίζουν τις επαφές τους μόνο στη Δύση.
Επιπλέον, η σαουδαραβική ηγεσία εκτιμά ότι οι ΗΠΑ θέλουν να αλλάξουν τους «όρους του παιχνιδιού» σε σχέση με τις τιμές του πετρελαίου, δηλαδή να διαμορφώσουν μια συνθήκη όπου τις τιμές θα τις διαμορφώνουν οι καταναλώτριες χώρες και όχι οι πετρελαιοπαραγωγοί.
Το κλειδί εδώ είναι οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. Για το Ριάντ κινήσεις όπως η προσπάθεια να επιβληθεί πλαφόν από τις χώρες του G7 και την ΕΕ στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, δεν έχουν να κάνουν ούτε μόνο ούτε κυρίως με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά με την προσπάθεια οι αναπτυγμένες χώρες να βρουν τρόπους να επιβάλουν τις τιμές που θέλουν σε βάρος των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, σε κάτι που ισοδυναμεί με «αλλαγή παραδείγματος» για τις αγορές ενέργειας. Σήμερα, η Ρωσία, αύριο το Ιράν, μεθαύριο η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να περιγραφεί αυτή η λογική.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επιλέξει να απαντήσουν σε αυτή τη φάση μέσα από μια ρητορική που παραπέμπει σε «επανεξέταση» της σχέσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία, παραπέμποντας εμμέσως σε μια αντιστροφή της σημερινής υποστήριξης που παρέχουν στο Ριάντ. Αντίστοιχος τόνος έρχεται και από τη μεριά πολιτικών του Δημοκρατικού Κόμματος. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση δύσκολα θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να πάνε σε μια πλήρη ρήξη που εκτός των άλλων θα διαμόρφωνε νέες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και δεν θα έκανε ακόμη πιο σύνθετη την κατάσταση στην αγορά ενέργειας.
Η Σαουδική Αραβία εκτιμά ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να κάνουν πολλά, κυρίως γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα, δεδομένης και της πίεσης από την εσωτερική τους αγορά (και της πολιτικής των μεγάλων στρατηγικών αποθεμάτων), να αναλάβουν να αντισταθμίσουν τη μείωση της παραγωγής με αύξηση της δικής τους παραγωγής. Με αυτή την έννοια, οι Σαουδάραβες εκτιμούν ότι σε αυτή τη φάση πετυχαίνουν το στόχο τους που είναι ακριβώς να αποτρέψουν μια πάγια υπονόμευση της δικής τους διαπραγματευτικής δύναμης ως προς την τιμή του πετρελαίου.
Και η Ρωσία είναι κερδισμένη από την τρέχουσα διαρρύθμιση, κυρίως γιατί στην πράξη δεν θα χρειαστεί να μειώσει πολύ την παραγωγή της και κυρίως θα μπορεί να συνεχίσει να πουλάει σε χώρες εκτός κυρώσεων και σε σχετικά υψηλή τιμή, ακόμη και μετά τη διακοπή αγορών από την Ευρώπη.
Αντιθέτως, η μεγάλη χαμένη παραμένει η Ευρώπη, στο βαθμό που παραμένει εξαρτημένη από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, άρα και από τον τρόπο που διαμορφώνονται αυτή τη στιγμή από το συνδυασμό ανάμεσα στον πόλεμο, τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και τις αποφάσεις των πετρελαιοπαραγωγών χωρών.
ΠΗΓΗ https://www.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου