Του Γιώργου Καραμπελιά από το liberal.gr
Ο Εθνικός Διχασμός του 1909-1922 αποτέλεσε στην πραγματικότητα συνέχεια και κορύφωση της διαμάχης «ελληνισμού»-«ελλαδισμού» που εξελισσόταν ήδη από το 1830, σχετικά με την πορεία και τον ρόλο του ελληνικού κράτους, και η οποία διατρέχει μέχρι σήμερα ολόκληρη την ελληνική ιστορία. Ο ελλαδισμός αντιστρατευόταν συστηματικά τις όποιες απελευθερωτικές κινήσεις, εμμένοντας διαχρονικά στα «κεκτημένα», όποια και αν ήταν αυτά. Για παράδειγμα, από το 1830 έως την ενσωμάτωση των Επτανήσων, το 1864, ανακήρυσσε την Ελλάδα ως το μεγαλύτερο ελληνικό κράτος της Ιστορίας (!) συγκρίνοντάς την με την έκταση της… αρχαίας Αθήνας.
Άλλωστε, οι δύο εναλλακτικές στρατηγικές, η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους του ελληνισμού
στο ελλαδικό κράτος ή αντίθετα, η συνεννόηση με την Πύλη, ώστε να ενισχυθεί η θέση του ελληνισμού στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διακινούνταν τόσο στο εσωτερικό των ελίτ του ελλαδικού κράτους όσο και εκείνων του αλύτρωτου ελληνισμού.Αποφασιστικό ρόλο, δε, στην πρόταξη της μίας ή της άλλης στρατηγικής διαδραμάτιζε η ευρύτερη συγκυρία. Στη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων, θα προτάσσονται οι στρατηγικές της αντιοθωμανικής συμμαχίας, τις οποίες προωθούσε και ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Αντίθετα, η ήττα της κρητικής επανάστασης, το 1869 και το 1897, ή η ενίσχυση της βουλγαρικής επιβουλής στη Μακεδονία, θα φέρνουν στο προσκήνιο την ελληνο-οθωμανική στρατηγική: Το σχέδιο του μεγαλοτραπεζίτη Ζαρίφη στα 1880 προέβλεπε την ίδρυση κοινής αυτοκρατορίας Ελλάδας και Τουρκίας, κατά το πρότυπο της Αυστροουγγαρίας: η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Μακεδονία θα ενσωματωνόταν σε ένα διευρυμένο «Ελληνικό Βασίλειο» υπό το σκήπτρο του σουλτάνου.
Μετά δε την κατάρρευση του 1897, το επίκεντρο του ελληνικού αλυτρωτισμού θα στραφεί στη Μακεδονία για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής απειλής και ο Γεώργιος Θεοτόκης, ως πρωθυπουργός, θα έλθει σε συνεννόηση με την οθωμανική διοίκηση για την ευμενέστερη αντιμετώπιση των ελληνικών ανταρτικών ομάδων έναντι των βουλγαρικών, πολιτική που εν πολλοίς είχε τη σύμφωνη γνώμη των Γερμανών. [Αλλά, βέβαια όταν οι ελληνικές ένοπλες ομάδες θα κυριαρχήσουν επί των βουλγαρικών, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θα στραφούν με ανανεωμένη επιθετικότητα εναντίον των Ελλήνων.]
Ο Γ.Α. Βλάχος, ο Ι. Μεταξάς, ο Δ. Γούναρης, θα ζητούν επίμονα, μετά το 1915, «να μας αφήσουν ήσυχους στα σύνορά μας». Ο Βλάχος ή ο Γούναρης φοβούνταν εν τέλει ότι μια «μεγάλη» Ελλάδα δεν χωρούσε στα στενά ρούχα της ολιγαρχίας, καθώς θα επέβαλλε νέες ιεραρχήσεις, νέες αξίες, νέους ανθρώπους. «Η μικρή αλλά έντιμος Ελλάς» της Μελούνας θα έχανε οριστικά το παιγνίδι. Καθόλου τυχαία δε, στην ηγεσία του αντίπαλου στρατοπέδου βρισκόταν ένας ηγέτης που είχε αναδειχθεί μέσα από τη μακροβιότερη επανάσταση του αλύτρωτου ελληνισμού, την κρητική, και μετέφερε τη βουκέντρα της στο εσωτερικό του ελλαδικού κράτους.
Μετά την Καταστροφή, και πάλι οι «μεγαλοϊδεάτες», ο Βενιζέλος και η γενιά του ’30, θα προσπαθήσουν να δουν την ανασύσταση μιας «μεγάλης Ελλάδας» μέσα στα γεωγραφικά σύνορα της μικρής, επιδιώκοντας να ενσωματώσουν δημιουργικά τόσο τους προσφυγικούς πληθυσμούς όσο και τη διαχρονική ελληνική παράδοση. Στο οικονομικό πεδίο, θα ενισχυθεί η εγχώρια συσσώρευση και η εσωτερίκευση της παραγωγής, ενώ, η απόρριψη του επαρχιωτισμού, από τη «γενιά του ’30», θα συνδυάζεται με την προβολή μιας ελληνικής ευρωπαϊκής ιδιοπροσωπίας. Αντίθετα, οι Ελλαδίτες του μικροελλαδισμού στράφηκαν εναντίον των προσφύγων, ως της ζώσας συνέχειας του αλύτρωτου ελληνισμού, ενώ εκείνοι της κομμουνιστικής Αριστεράς ζητούσαν την απόσπαση της Μακεδονίας και της Θράκης από το ελληνικό κράτος.
Πάντως, μεταξύ 1922 και 1974, μπορούσε να συντηρείται, λιγότερο ή περισσότερο συγγνωστά, η ελπίδα, η πίστη –η αυταπάτη τελικώς– πως το 1922, έστω και τραυματικά, είχε κλείσει την ιστορική σύγκρουση μεταξύ τουρκισμού και ελληνισμού. Εμείς άλλωστε είχαμε άλλους δαίμονες να κατασιγάσουμε: μετά το χιτλερικό τέρας, τους δαίμονες του Εμφυλίου. Άλλωστε, τόσο η περίοδος του Μεσοπολέμου όσο και η πρώτη μετεμφυλιακή εικοσαετία θα αποτελέσουν περιόδους υλικής ανοικοδόμησης και πνευματικής ανάτασης.
Το Κυπριακό Ζήτημα όμως θα μας υπενθυμίζει όλο και πιο επιτακτικά πως τίποτε δεν είχε τελειώσει, παρότι επί πολλά χρόνια το αντιμετωπίζαμε αποκλειστικά ως αντιαποικιακό κίνημα εναντίον των Εγγλέζων, υποβαθμίζοντας ή αποσιωπώντας την αυξανόμενη εμπλοκή της Τουρκίας. Και πάλι οι (μικρο)ελλαδικοί της Αριστεράς και της Δεξιάς θα χαντακώσουν την εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση – οι πρώτοι, αρνούμενοι να συμμετάσχουν στον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ, οι δεύτεροι υπογράφοντας τη Ζυρίχη.
Τελικώς, η εισβολή του Ετσεβίτ στην Κύπρο δεν θα οδηγήσει απλώς στην κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας αλλά θα εγκαινιάσει μία μακράς πνοής (1974-2022) επιθετική επιστροφή του τουρκικού επεκτατισμού. Ωστόσο, οι «ελλαδικοί» της Αριστεράς, του «Κέντρου» και της Δεξιάς, με πρωτοπόρο την Αριστερά, αντί να καλούν σε ηθική και αμυντική εγρήγορση, θα αποσυνθέτουν από κοινού τις πολιτισμικές, δημογραφικές, παραγωγικές και αμυντικές δυνατότητες της χώρας, οικοδομώντας ένα παρασιτικό και μηδενιστικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό μοντέλο. Με πολιορκητικό κριό ένα εθνοαποδημητικό ιδεολογικό πρότυπο, στο οποίο, μάλιστα, προνομιακή θέση καταλαμβάνει η καταγγελία της Μεγάλης Ιδέας ως αποκλειστικά υπεύθυνης για την Καταστροφή και τη γενοκτονία του μικρασιατικού και θρακιώτικου ελληνισμού… Ακόμα και η αναφορά στις «χαμένες πατρίδες» ή στην καταδίκη της γενοκτονίας είχε αναγορευθεί σε εθνικισμό.
Και δυστυχώς έπρεπε να έλθουν ο… Σόιμπλε και ο Ερντογάν για να εξατμιστεί αυτή η ψευδής ευημερία και οι αυταπάτες της ελληνοτουρκικής ειρήνης· οι (μικρο)ελλαδικές ελίτ είχαν αποτύχει παταγωδώς. Θα καταδειχθεί δε a contrario πως το αίτημα που μας θέτει η ιστορία, ώστε να συνεχίσουμε να αποτελούμε ένα στοιχειωδώς ανεξάρτητο ιστορικό υποκείμενο, δεν είναι η λήθη των «χαμένων πατρίδων». Μετά από τόσα χρόνια ανέμελης ή μάλλον ανεύθυνης εγκατάλειψης, είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να πραγματοποιήσουμε τον «τετραγωνισμό του κύκλου»: να εγκολπωθούμε, έστω και σήμερα, την παράδοση του οικουμενικού ελληνισμού. Μόνο εάν μετασχηματίσουμε το εύρος του ελληνισμού σε βάθος, σε επίπεδο παραγωγικής, πνευματικής και αμυντικής αυτεξουσιότητας, μόνον τότε θα έχουμε απαντήσει, έστω εν μέρει, στην πρόκληση της απώλειας που σηματοδότησε το 1922. Ο πήχης βρίσκεται πολύ ψηλά, αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει άλλη θέση γι’ αυτόν.
Οι Εβραίοι, μετά το Ολοκαύτωμα, θα επιχειρήσουν να διασωθούν συμπυκνώνοντας την ιστορική και πνευματική τους διαδρομή στο κράτος του Ισραήλ. Εμείς, που δεν χρειάζεται να πάρουμε τη γη ενός άλλου λαού –των Παλαιστινίων–, θα μπορέσουμε άραγε να το πράξουμε; Στα εκατό χρόνια που πέρασαν, Παλαιοελλαδίτες και Μακεδόνες, Πόντιοι και Κρητικοί, Αρβανίτες και Βλάχοι, Μικρασιάτες και Επτανήσιοι, γίναμε ένα, ελλαδικοί. Μένει να γίνουμε, όλοι μαζί –και μαζί μας οι Κύπριοι, οι Βορειοηπειρώτες, οι έξω Έλληνες– και πάλι ελληνικοί. Η ιστορία δεν μας δίνει πλέον πολλά περιθώρια: στις επόμενες δεκαετίες θα κριθεί εάν ο ελληνισμός μπορεί να έχει μια οποιαδήποτε προοπτική ή εάν, αντίθετα, θα συνεχίσει να ζει μόνο στις δέλτους της.
Και αυτό το τελευταίο μας καλούν να πράξουμε, κάποτε άθελά τους στις ειλικρινέστερες περιπτώσεις, οι οπαδοί της ιστορικής αμνησίας, επινοώντας έναν «μικρό» ελληνισμό, ένα κράτος χωρίς ιστορικές ρίζες, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες, χωρίς μεγάλες ανατάσεις. Και όμως, ο μόνος τρόπος επιβίωσης του ελληνικού κράτους είναι ο «μεγαλοϊδεατισμός» που τόσο εξορκίζουν, δηλαδή η αναδρομή, η καταφυγή στη μεγάλη μας ιστορική, γλωσσική, πνευματική παράδοση και η μεταβολή της σε εφαλτήριο για το μέλλον. Μόνον ο «αχρονικός ιστορικισμός», τον οποίο μέμφονται, η συνείδηση δηλαδή πως η μάχη που άνοιξε στη δεκαετία του 1910, η Μεγάλη Ιδέα, συνεχίζεται, μπορεί να μας επιτρέψει να αντισταθούμε. Γράφει και πάλι ο Γιώργος Σεφέρης στον «Μακρυγιάννη» του:
« “Απ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη” τραγουδοῦσε ὁ Σολωμὸς… Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἦταν βγαλμένη ἀπὸ τὸ μεδούλι τῶν κοκάλων τῶν ζωντανῶν Ἑλλήνων. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πέτυχε καὶ γι’ αὐτὸ δὲ σταμάτησε καὶ πραγματοποιεῖται σ’ ὅλο τὸ 19ο αἰώνα, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν τελείωσε ἀκόμη ἡ πραγματοποίησή της. Ὁ σημερινὸς πόλεμος τῆς πατρίδας μας –δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ τὸ ποῦμε– εἶναι μία συνέχεια τῆς ἐπανάστασης τοῦ ’21… Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα δὲ σταματοῦν στὰ χρονολογικὰ ὁρόσημα ποὺ βλέπουμε στὶς φυλλάδες τῆς ἱστορίας».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, 1909-1922 Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ελλάδα που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου στις 19.00, στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό, πλ. Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8
Για το βιβλίο θα μιλήσουν:
Βασίλειος Κωνσταντινόπουλος, πρόεδρος Φ.Σ. «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ – ομότιμος καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός – βουλευτής
Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης (Παπαδής), Γενικός Διευθυντής του Ε.Ι.Ε.Μ. «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
Ειρήνη Σαρίογλου, ερευνήτρια – ιστορικός, γ.γ. ΙΔΙΣΜΕ
Άγγελος Συρίγος, Υφ. Παιδείας & Θρησκευμάτων & Αν. Καθ. Διεθνούς Δικαίου
και ο συγγραφέας
Συντονισμός: Βίκυ Φλέσσα, δημοσιογράφος
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου