Δρ. Παναγιώτης Ήφαιστος, Αρθρογράφος
Ομ. Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών,
Παν/μιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Προχωρώντας βαθύτερα στον 21ο αιώνα και καθώς το πολυπολικό διεθνές σύστημα ωριμάζει οι διεθνείς σχέσεις είναι πολύ πιο ρευστές σε σύγκριση με τον Ψυχρό Πόλεμο. Παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας επιτάχυνε τις συμμαχικές ανακατατάξεις και τις ανακατανομές ρόλων, οι εξελίξεις αυτές ήταν αναμενόμενες και τα αίτια εξετάζονταν συχνά και πυκνά από σημαίνοντες επιστήμονες της στρατηγικής ανάλυσης Θουκυδίδειων προδιαγραφών.
Πολλοί και συχνά υπογραμμιζόταν ότι όταν λαμβάνουν χώρα μεγάλες ανακατανομές ισχύος οι εναλλαγές συμμαχιών επιταχύνονται. Ότι επίσης όσα κράτη κοιμούνται τον ύπνο τον αξύπνητο της «ανθόσπαρτης παγκοσμιοποίησης» μοιραία υπόκεινται βλάβες ή και να εκμηδενίζονται. Ήδη και ολοφάνερα οι διαρκείς συμμαχικές συγκλίσεις και ελιγμοί είναι μεν φαινομενικά εφήμεροι αλλά ανάλογα με τις εξελίξεις είναι βαθύτερων και μακροχρόνιων προεκτάσεων. Εξ ου και στο επίκεντρο των συζητήσεων είναι εξελίξεις που προγενέστερα κάποιοι θεωρούσαν αδιανόητες,. Όπως για παράδειγμα οι σχέσεις Κίνας-Ρωσίας, Ρωσίας-Τουρκίας, Σαουδικής Αραβίας, Κίνας, Ιράν. Τίποτα δεν αποκλείεται, επαναπροσδιορίζονται οι πλανητικές και περιφερειακές ισορροπίες και η Δυτική Ευρώπη εισήλθε σε μετάβαση με το Γερμανικό ζήτημα στο επίκεντρο, το οποίο εν τούτοις ελάχιστα συζητείται.
Τα διαμορφωτικά κριτήρια και παράγοντες των εναλλαγών συμμαχιών καμιά σχέση δεν έχουν με συναισθηματισμούς, φιλίες, χορούς και τραγούδια. Για τα βιώσιμα κράτη εντός του ανελέητα ανταγωνιστικού και συγκρουσιακού κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος είναι πρωτίστως κριτήρια ισχύος, ανακατανομών ισχύος και συμφερόντων, γεωπολιτικά κριτήρια μονιμότερου χαρακτήρα, απειλές και ανάγκες της αποτροπής με εξωτερικές εξισορροπήσεις και για τα λιγότερο ισχυρά κράτη εκτιμήσεις για το πώς εξελίσσονται οι σχέσεις των ηγεμονικών δυνάμεων.
Νεφελοβατεί επικίνδυνα, για παράδειγμα, εάν ένα κράτος δεν κάνει σωστές εκτιμήσεις για το πώς θα εξελίσσονται οι σχέσεις εντός του πολυπολικού διεθνούς συστήματος στα πεδία, μεταξύ άλλων, Κίνας, Ρωσίας, κρατών της Μέσης Ανατολής και Ευρώπης, Ευρώπης-ΗΠΑ-Ρωσίας, Γερμανίας-Γαλλίας και άλλων μελών της ΕΕ, Ινδίας-Κίνας-Ρωσίας και Τουρκίας η οποία καταμαρτυρούμενα ελίσσεται συχνά επιδέξια σε όλα τα επίπεδα. Εάν σταθούμε στις συμμαχικές σχέσεις υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, μεταξύ πολλών άλλων, θα μπορούσαν να γίνουν οι εξής επισημάνσεις.
Τι σημαίνει αξιόπιστη συμμαχική συνδρομή
Κατ’ αρχάς, στις τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συσπειρώσεις υπάρχει υπόσχεση ενίσχυσης συνδρομής στις αμυντικές ανάγκες των συμβαλλομένων αλλά όχι εγγύηση. Η βαθμίδα ενίσχυσης, επιπλέον, συναρτάται λιγότερο με νομικές δεσμεύσεις και περισσότερο με συγκεκριμένα ζητήματα και συμφέροντα.
Αξιόπιστη συμμαχική συνδρομή σημαίνει ότι οι ένοπλες δυνάμεις και το στρατιωτικό προσωπικό ενός κράτους που προεκτείνει την άμυνά του σε άλλο κράτος είναι έτοιμο να υποστεί κόστος συμπεριλαμβανομένων θανάτων πολιτών του.
Κάτι τέτοιο απαιτεί το στρατηγικό, οικονομικό και πολιτικό όφελος να είναι αρκετά μεγάλο ούτως ώστε να υπερισχύει του αντίστοιχου κόστους. Ενώ αυτά τα κριτήρια είναι ρευστά ανάλογα με το πώς εξελίσσονται τα τοπικά, περιφερειακά και πλανητικά στρατηγικά δεδομένα η πιθανότητα συνδρομής / ενίσχυσης του κράτους-αποδέκτη αυξάνεται εάν υπάρχουν απτές δεσμεύσεις του κράτους που υπόσχεται να παρέμβει.
Παραδείγματα από την σύγχρονη ιστορία
Πιο συγκεκριμένα, στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης το ζήτημα της αξιοπιστίας των συμμαχικών δεσμεύσεων έχει σχεδόν εξαντληθεί τόσο βιβλιογραφικά* όσο και ως δημόσιο και διεθνές θέμα όταν επί δεκαετίες εξεταζόταν καθημερινά η δέσμευση των ΗΠΑ να πολεμήσει στην Ευρώπη εάν η τελευταία δεχθεί επίθεση από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Για να γίνει πιο αξιόπιστη η Αμερικανική προεκταθείσα αποτροπή στην Ευρώπη εγκατέστησε εκατοντάδες χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες και οπλικά συστήματα συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών όπλων. Εν τούτοις, ποτέ δεν σταμάτησαν οι συζητήσεις εξ ου και η μεγάλη βιβλιογραφική και πολιτική/στρατιωτική συζήτηση για τον έλεγχο της κλιμάκωσης και μέχρι που θα μπορούσε φθάσει –και εάν μπορούσε να φθάσει– η Αμερικανική συνδρομή.
Ενδεικτικά, η συζήτηση για αυτό το θέμα βρισκόταν στο επίκεντρο των Γαλλικών αιτιολογήσεων όταν η Γαλλία προχώρησε στην απόκτηση πυρηνικών όπλων και αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας. Αναφέρεται η χαρακτηριστική θέση του Ντε Γκολ: «Οι ΗΠΑ δεν θα θυσιάσουν την Νέα Υόρκη για το Παρίσι», εξ ου και το γεγονός ότι ναι μεν οι συμμαχικές συγκλίσεις με τις ΗΠΑ συνεχίστηκαν αλλά η Γαλλία πέτυχε να συνοδευτούν από πυρηνική αυτοδυναμία και σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό να ελίσσεται επιτυχώς στην διεθνή πολιτική σύμφωνα με τα εθνικά της συμφέροντα.
Πάντως, υπογραμμίζεται ότι το μείζον ζήτημα της συμμαχικής αξιοπιστίας στις σχέσεις Αμερικής-Ευρώπης ήταν οι επί τόπου στρατιωτικές δυνάμεις του υποσχόμενου (των ΗΠΑ) να συνδράμει σε περίπτωση επίθεσης. Επί πολλές δεκαετίες η στρατηγική βιβλιογραφία και οι καταγεγραμμένες πολιτικές συζητήσεις ποτέ δεν θεώρησαν την συνδρομή ως αυτόματη και δεδομένη εκ του γεγονότος ότι μόνο και μόνο υπήρχε η Ατλαντική Συμμαχία (ως συμμαχικός θεσμός με συγκεκριμένες δεσμεύσεις συμβατικού χαρακτήρα). Διόλου τυχαία οι συζητήσεις, μεταξύ άλλων, επικεντρώνονταν στα εξής:
α) τα συμφέροντα του υποσχόμενου (εδώ των ΗΠΑ) να συνδράμει στρατιωτικά και πως αυτά τα συμφέροντα εξελίσσονταν σε συνάρτηση με την διεθνή πολιτική και κυρίως τις στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις με τον απειλητικό κράτος,
β) οι στρατιωτικές δυνατότητες των αποδεκτών της υπόσχεσης για στρατιωτική συνδρομή και η κοινωνικοπολιτική τους δέσμευση στην αποτρεπτική στρατηγική,
γ) η αλλαγή των ευρύτερων στρατηγικών σχέσεων και ο τρόπος που επηρέαζαν τις υφιστάμενες Συνθήκες και τις υποσχέσεις για στρατιωτική συνδρομή,
δ) οι κατευναστικές τάσεις στο επίπεδο των πολιτικών και των μελών της κοινωνίας.
Ως προς το τελευταίο, είναι χαρακτηριστικό πως όταν συζητούσαν για τα πυρηνικά όπλα μικρού και μεσαίου βεληνεκούς για την αποτροπή αντίστοιχων Σοβιετικών τέλος της δεκαετίας του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980 εκατομμύρια Γερμανοί διαδήλωναν με συνθήματα «better read than dead» («καλύτερα κόκκινος παρά νεκρός»). Η κοινωνική πολιτική ρευστότητα συνεκτιμήθηκε και οι πιθανές βαθύτατων προεκτάσεων συνέπειες επηρέασαν την λήψη της «διπλής απόφασης» για ανάπτυξη Αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς ως απάντηση στους αντίστοιχους Σοβιετικούς και αυτό μάλιστα με πρόταση του τότε Γερμανού καγκελάριου Σμίτ. Το τι ακολούθησε είναι γνωστό. Σημειώνεται μόνο ότι παρά τις ιδιόμορφες σχέσεις της Γαλλίας εντός του ΝΑΤΟ και των σχέσεων της Γαλλίας με τις ΗΠΑ, το Παρίσι υποστήριξε όσο κανείς άλλος την εγκατάσταση των Αμερικανικών πυραύλων.
Υποσχέσεις και αξιοπιστία
Όπως ισχύει και για συμμαχικές συγκλίσεις που δεν είναι συγκροτημένες με Συνθήκη, η αξιοπιστία των υποσχέσεων συνδρομής σε περίπτωση κινδύνου σε όλες τις περιπτώσεις είναι μια υπόθεση που εξελίσσεται διαρκώς ανάλογα με τα συμφέροντα και την αξιοπιστία της ισχύος του δυνητικού αποδέκτη της συνδρομής.
Χωρίς να επεκταθούμε για ένα ζήτημα που αναλύθηκε εκτενώς αλλού* υπογραμμίζεται εμφατικά ότι το πιο σημαντικό ζήτημα όπως καταμαρτυρείται διαχρονικά είναι το εξής:
Η αξιοπιστία της συμμαχικής συνδρομής είναι λιγότερο συνάρτηση καταγεγραμμένων νομικών δεσμεύσεων και περισσότερο συνάρτηση στρατηγικών συμφερόντων. Οι δεσμεύσεις και η αξιοπιστία τους κυμαίνονται σύμφωνα με τις στρατηγικές κυμάνσεις.
Για να σταθούμε στην σύγχρονη εποχή δύο από τις καταμαρτυρούμενα πανίσχυρες συμμαχικές συγκλίσεις ήταν των ΗΠΑ με την Κίνα την δεκαετία του 1970 και των ΗΠΑ με το Ισραήλ από την ίδρυσή του τελευταίου μέχρι σήμερα.
Όταν ΕΣΣΔ και Κίνα αντιπαράθεσαν ένα εκατομμύριο στρατιώτες εκατέρωθεν η Μόσχα ειδοποίησε την Μόσχα ότι επίκειται πυρηνική επίθεση κατά της Κίνας, ο τότε πρόεδρος Νίξον απάντησε με κόκκινο πυρηνικό συναγερμό και μήνυμα ότι «δεν θα επιτρέψει μια τόσο μεγάλη ανακατανομή ισχύος στον πλανήτη» που θα έθιγε τα Αμερικανικά συμφέροντα και θα αναβάθμιζε την Σοβιετική Ένωση. Την ίδια εποχή, είχαμε το «δόγμα Νίξον» που μετέθετε το βάρος περιφερειακών διενέξεων σε τοπικά κράτη.
Κανείς μπορεί να σκεφτεί ορθολογιστικά τις συντρέχουσες εξελίξεις και αφού συνεκτιμήσει ότι στις ΗΠΑ μια καθολικά αποδεκτή Μεταψυχροπολεμική θέση ήταν πως η Κίνα είναι η κύρια στρατηγική πρόκληση, να διερωτηθεί για την λογική και τον ορθολογισμό των Αμερικανικών αποφάσεων τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα όσον αφορά την Ουκρανία και την Ρωσία. Ποια είναι η κύρια πρόκληση για τις ΗΠΑ και πως εξελίσσονται οι στρατηγικές σχέσεις; Ως προς αυτά, όσον αφορά την θέση της Γερμανίας και της Ευρώπης εν γένει είναι πολύ μεγάλο ζήτημα για να αναλυθεί επαρκώς εδώ. Σημειώνεται μόνο ότι στην Ευρώπη και κυρίως στην Γαλλία η κυρίαρχη θέση ήταν πως στρατηγικά απαιτείται αφενός ενσωμάτωση της Ρωσίας στην Ευρώπη με ανάπτυξη οικονομικών και νέων θεσμικών σχέσεων και αφετέρου η με κάθε τρόπο αποθάρρυνση της σύγκλισης Κίνας-Ρωσίας.
Η περίπτωση του Ισραήλ και η αρχή της αυτοβοήθειας
Για να φωτιστούν περισσότερο τα πιο πάνω που αφορούν πάγια χαρακτηριστικά των συμμαχικών εξισορροπήσεων εντός κάθε κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, θα μπορούσε να γίνει αναφορά και στο Ισραήλ. Η διαχρονικά πανίσχυρη συμμαχική σχέση με τις ΗΠΑ δεν στηρίζεται σε καταγεγραμμένες συμβατικές δεσμεύσεις αλλά σε συγκεκριμένα στρατηγικά κριτήρια και παράγοντες: Το Ισραήλ αδιάλειπτα διαθέτει το ίδιο πανίσχυρη αποτρεπτική στρατηγική και στρατιωτική ικανότητα. Μπορεί να αντιμετωπίσει, υπολογίζεται, 2.5 φορές όλους τους αντιπάλους του στην περιφέρεια όπου ανήκει. Εξάλλου, διαθέτει πυρηνικά όπλα ως έσχατο μέσο.
Έχει επίσης πανίσχυρα στρατηγικά επιτελεία και πανίσχυρες μυστικές υπηρεσίες –o Νίξον έγραψε ότι η CIA μπροστά στην Mossad είναι περίπου «παιδική χαρά»– και όπως είναι πλέον φανερό και στους μη ειδήμονες ασκεί στρατηγική εποπτεία στην περιφέρειά του με άτυπες αλλά σημαντικές συγκλίσεις. Επίσης, με διαρκείς αθέατες συναλλαγές με τοπικά κράτη και με μεγάλες δυνάμεις και με αξιώσεις παραχωρήσεων που εδραιώνουν το παράδειγμα για πως ένα κράτος εντός του κρατοκεντρικού κόσμου που ζούμε συναλλάσσεται με άλλα κράτη και ιδιαίτερα με τις μεγάλες δυνάμεις.
Είναι σημαντικό πάντως να υπογραμμιστεί ότι στο Ισραήλ όλοι συμφωνούν ότι σε τελική φάση ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας: Η ασφάλειά του και η επιβίωσή του είναι δική του υπόθεση, αυτό το ξέρουν όλοι και οι συμμαχικές συγκλίσεις είναι ενισχυτικές. Σίγουρα ένα σημαντικό κριτήριο της στρατηγικής αξιοπιστίας του Ισραήλ είναι ότι ποτέ δεν κατευνάζει αλλά πάντα μόνο αποτρέπει.
Χωρίς να επεκταθούμε άλλο αναφέρεται μια ακόμη περίπτωση στον αντίποδα. Της Λιβύης επί Καντάφι. Είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς και να καταγράψει πόσες φορές υπέγραψε συνθήκες συμμαχίας ή και ένωση με άλλα κράτη στην περιφέρειά του αλλά μόλις επέστρεφε στην Λιβύη όλοι τα ξεχνούσαν.
Η περίπτωση της Ελλάδας και τα διαχρονικά διλλήμματα
Ερχόμαστε τώρα στην Ελλάδα για να γίνουν μερικές μόνο επισημάνσεις που αφορούν τα πιο πάνω και τα συμπαρομαρτούντα. Ενώ δεν υποτιμάται η νομική και κάθε άλλη συμβατική θεσμική δέσμευση, η αξιοπιστία μιας υπόσχεσης συμμαχικής συνδρομής είναι πρωτίστως ζήτημα συμφερόντων όπως είναι και όσον αφορά το κράτος που αναμένει και ελπίζει για συνδρομή ακόμη πιο σημαντικό είναι οι δικές του στρατηγικές ικανότητες που για να είναι αξιόπιστες αποκλείουν κάθε κατευναστική θέση, δήλωση ή ενέργεια.
Αφού τονιστεί με έμφαση ότι κανείς δεν θα παίρνει στα σοβαρά τα Ελληνικά συμφέροντα εάν κατευνάζει αντί να αποτρέπει τις απειλές επιτάσσεται το Ελληνικό κράτος να θεωρεί τις υποσχέσεις συνδρομής συμπληρωματικές και εν δυνάμει εξελισσόμενες προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Είτε είναι τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συγκλίσεις πχ με τις ΗΠΑ ή με κράτη της Μέσης Ανατολής, ή με την Γαλλία ή άλλο κράτος, μερικά καίρια ζητήματα συναρτώνται ευθέως με την αξιοπιστία της εθνικής στρατηγικής, την εθνική ασφάλεια και την εξέλιξη των θέσεων και αποφάσεων των άλλων κρατών.
Πρώτον, ως κυρίαρχο κράτος να διαθέτει επαρκή ισχύ για να εφαρμόζει άμεσα τα μονομερή κυριαρχικά δικαιώματα που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και οι Συνθήκες όσον αφορά την Αιγιαλίτιδα ζώνη.
Δεύτερον, να προεκτείνει αξιόπιστα την άμυνά της στην Κυπριακή Δημοκρατία όπου ζει και πλειοψηφεί το ένα δέκατο του Ελληνισμού. Αυτό απαιτεί να πεταχτεί στην κάλαθο των άχρηστων και επικίνδυνων θέσεων η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα που εξ αντικειμένου καθιστά όμηρους τον Ελληνισμό στην Μεγαλόνησο αλλά κατ’ επέκταση καθιστά στρατηγικό όμηρο και το Ελλαδικό κράτος.
Τα άλλα κράτη αναλύουν, εκτιμούν και αποφασίζουν για τα συμφέροντα τους αφού συνεκτιμήσουν την αποτρεπτική ικανότητα της Ελλάδας και τις προεκτάσεις των ζητημάτων που μόλις αναφέρθηκε και που αφορούν το δίκαιο της θάλασσας και την διασφάλιση διαιώνισης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ότι και να λέγεται δημόσια ο σκοπός τους θα προσαρμόζεται αρνητικά σε κάθε κατευναστικό κατήφορο που αφορά την Ελληνική εθνική ασφάλεια.
Τρίτον, οι τυπικές ή άτυπες συμμαχικές συγκλίσεις και ρήτρες συνδρομής θα έχουν στοιχειώδη έστω αξιοπιστία εάν συμπεριλάβουν δυνάμεις επί τόπου και εάν τα εμπλεκόμενα κράτη ενσωματώνουν τις αποφάσεις στο στρατηγικό τους δόγμα. Εάν επίσης το ενδιαφερόμενο κράτος επιδίδεται στο άθλημα συναλλαγών και συγκλίσεων συμφερόντων σε αμοιβαία επωφελή βάση.
Τι ισχύει για όλα τα πιο πάνω και τα συμπαρομαρτούντα. Αυτό είναι ίσως το κρισιμότερο ερώτημα για την σύγχρονη Ελλάδα καθώς εξελίσσονται οι στρατηγικές σχέσεις. Εν τούτοις, οίκοι, ελάχιστα συζητείται.
―-
*Τα ζητήματα της αξιοπιστίας των συμμαχιών έχουν αναλυθεί εκτενώς από τον γράφοντα σε πολλά βιβλία, άρθρα και δοκίμια. Αναφέρονται τα εξής βιβλία: Nuclear Strategy and European Security Dilemmas (Gower), ιδ. Κεφ. 1, 10-14 και 21-26. Επίσης στο Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων και κατηγοριών κατά της Ευρωπαϊκής ιδέας (Εκδόσεις Οδυσσέα – εξαντλημένο υπό επανέκδοση συμπληρωμένο), ιδ. κεφ. 8. Επίσης, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα).
ΠΗΓΗ huffingtonpost
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου