Παρατηρούμε, αλλά επιβεβαιώνεται και από τις δημοσκοπήσεις, ότι ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας (17 έως 26 ετών) θέλγεται πολιτικά από τον Γ. Βαρουφάκη και το ΜέΡΑ25. Αυτές οι ηλικίες, από την καταστροφική διαπραγμάτευση του Βαρουφάκη το 2015, που μας οδήγησε σε ένα τρίτο χειρότερο και αχρείαστο μνημόνιο, λίγα πράγματα μπορούν να θυμούνται. Γι’ αυτό τις επόμενες μέρες θα αναδημοσιεύσουμε μια σειρά από κείμενα που γράφτηκαν από το 2015 έως το 2019 που αποκαλύπτουν τον άκρως αρνητικό ρόλο του Βαρουφάκη πριν και κατά τη διάρκεια του 2015, αλλά και το ποιες είναι οι θέσεις του ΜέΡΑ 25.
Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 115 (Ιούνιος 2019)
Η ανάδυση του ΜέΡΑ25, του κόμματος του Γιάννη Βαρουφάκη, σπρωγμένου στο πολιτικό προσκήνιο από το μηντιακό σύστημα, από διεθνείς διασυνδέσεις όλων των επιπέδων και πολυάριθμες ΜΚΟ, μας υποχρεώνει όλους, ακόμα και εκείνους που τον περιφρονούμε, να ασχοληθούμε μαζί του. Η επανεμφάνισή του στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας συνιστά ένα σκάνδαλο, μια και συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση της «χρεοδουλοπαροικίας», στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται. Είναι ο άνθρωπος, που κατόρθωσε, με τη συναίνεση του Τσίπρα, να διαλύσει μέσα σε 6 μήνες ό,τι είχε απομείνει από την οικονομία της χώρας – με ένα κόστος που κυμαίνεται από 100–200 δισεκατομμύρια ευρώ· να οδηγήσει σε διαρροή 40 δισ. ευρώ από τις τράπεζες και εν τέλει να τις κλείσει, προκαλώντας υποχρεωτική ανακεφαλαιοποίηση και εκχώρησή τους στα ξένα funds («αγάπη μου, σήμερα έκλεισα τις τράπεζες»)· και, εν τέλει, να επιβάλει ένα μόνιμο καθεστώς κεφαλαιακών ελέγχων που αποτελείωσαν τις εξαγωγές και τις επενδύσεις της χώρας. Όλα αυτά διανθισμένα με γελοίους λεονταρισμούς στα Γιούρογκρουπ και στα διεθνή φόρα.
Εν τούτοις, φαίνεται να επιλέγεται από ένα μέρος των απογοητευμένων οπαδών της Αριστεράς που αντιμετωπίζουν τον υπερπροβαλλόμενο Κότζακ της ελληνικής πολιτικής σκηνής ως μια πιθανή διέξοδο, δεδομένης της κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ και της εξαέρωσης της ΛΑΕ. Και μάλιστα εκδηλώνεται και ένα φαινόμενο προσχωρήσεων στο κόμμα του, που δεν αφορά μόνο «ρετάλια» της πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής, που προσπαθούν να επιβεβαιώσουν το Εγώ τους, και ίσως και να κερδίσουν και κάποια έδρα, αλλά και σοβαρότερους, κατά τεκμήριο, ανθρώπους, ενίοτε και στελεχών της πατριωτικής Αριστεράς.
Εξάλλου, τον ευνοεί και η συγκυρία διότι, μετά τις πρόσφατες Ευρωεκλογές, δημοσιογραφικά συγκροτήματα (στις ραδιοφωνικές, τηλεοπτικές και έντυπες εκδοχές τους), που κινούνται κατ’ εξοχήν στον αντι-ΣΥΡΙΖΑ χώρο, προβάλλουν καθημερινά και σκανδαλωδώς τον Βαρουφάκη –και τη σύζυγό του(!)– ως το «νέο» που εισέρχεται στην ελληνική πολιτική σκηνή, με το σκεπτικό ότι θα «κόψει» ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο μάλλον που ο Βαρουφάκης διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με το διεθνές σύστημα – οι δε Έλληνες ολιγάρχες φροντίζουν να μη το δυσαρεστούν ποτέ. Γι’ αυτό εξάλλου τον προβάλλουν –λιγότερο αλλά εξίσου σκανδαλωδώς– και οι λοιποί μηντιακοί ολιγάρχες, έστω και οι φιλο-ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι γνωρίζουν καλά ότι άτομα χωρίς αρχές είναι πάντα χρήσιμα, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο Τσίπρας οδεύει προς την αποχώρηση από την εξουσία. Αυτοί οι τελευταίοι, μάλιστα, τον είχαν λανσάρει ήδη και το 2012-2013 με καθημερινές εκπομπές, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, στα κανάλια τους.
Ποιος και γιατί στηρίζει τον Βαρουφάκη; Φυσικά, δεν θα αρκούσε η διεθνής στήριξη στον Βαρουφάκη για να τον εμφανίσει ως μία κάποια λύση, εάν δεν συνέτρεχαν και ένα σύνολο από εσωτερικοί παράγοντες που επιτρέπουν την ανάδυσή του.
Η κρυφή γοητεία του βαρουφακισμού και η Αριστερά
Πιστεύω ότι ο σημαντικότερος παράγων που επέτρεψε στον Βαρουφάκη και το κόμμα του να εμφανιστεί στην ελληνική πολιτική σκηνή, είναι η βαθύτατη ιδεολογική καθυστέρηση και κυρίως ο μηδενισμός της ελληνικής Αριστεράς. Γι’ αυτό και αρκετοί Έλληνες αριστεροί παραμένουν θετικά διατεθειμένοι απέναντι στον Βαρουφάκη, όπως ήταν και απέναντι στον Τσίπρα.
A contrario, και καθόλου τυχαία, εμείς από το Άρδην είχαμε ταχθεί τόσο ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα, πριν την αναρρίχησή του στην εξουσία, όσο και απέναντι στον Βαρουφάκη, τότε και τώρα. Και ο λόγος είναι πολύ απλός. Διότι θεωρούσαμε πάντα πως η άνοδος και η ενίσχυση εθνομηδενιστικών πολιτικών δυνάμεων είναι ανταγωνιστική με τα συμφέροντα της χώρας. Και η ελληνική μεταπολιτευτική Αριστερά, ιδιαίτερα μετά το 1990, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, μεταβάλλεται σε δύναμη που αντιστρατεύεται τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ελληνικού έθνους και του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και είμαστε πάντα ενάντια στην «ενότητα» της Αριστεράς, γι’ αυτό και δεν συμμετείχαμε στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις σχετικές παραινέσεις, τότε, του Μανόλη Γλέζου και τις φιλικές σχέσεις που διατηρούσαμε με τον Αλέκο Αλαβάνο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη. Διότι, ήδη από τη δεκαετία του 1990, στοχεύαμε όχι στην «ενότητα της Αριστεράς» –την οποία θεωρούσαμε όχι μόνο και θεωρητικά αλλά και διεθνώς χρεωκοπημένη– αλλά στην ενότητα του λαού, ως μόνη απάντηση στην κρίση του έθνους μας, που βλέπαμε να γιγαντώνεται. Μετά λοιπόν την άνοδο αυτής της Αριστεράς στην εξουσία, εμείς δεν εκπλαγήκαμε διόλου με τη συμπεριφορά της, θα λέγαμε μάλιστα ότι την είχαμε προβλέψει, καμιά φορά δε, προβλέπαμε και τα χειρότερα.
Αντίθετα, όλοι οι εξ αριστερών φίλοι μας, μάς επέκριναν συχνά έντονα – με πολλούς μάλιστα χωρίσαμε οριστικά, εξ αιτίας της ριζικής αντιπαράθεσής μας με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήδη δύο ή τρεις μήνες μετά την άνοδό τους στην εξουσία.
Όλα επιταχύνθηκαν μετά την «προδοσία» του ΟΧΙ από τον Τσίπρα. Εν τούτοις, και τότε δεν τα είχαμε πάει πολύ καλά με τους «αντιμνημονιακούς» φίλους μας. Διότι δεν είχαμε προσχωρήσει στη φενάκη του ΟΧΙ και προτείναμε, αντίθετα, την αποχή από το ψευδο-δημοψήφισμα, εισπράττοντας εκ νέου πολλές επικρίσεις. Και έπρεπε να έλθει η μεγάλη κωλοτούμπα του καλοκαιριού του 2015 για να αρχίσουν κάποιοι να αντιλαμβάνονται τις αλήθειες στα λεγόμενά μας. Τότε θα λάβει χώρα η μεγάλη απομάγευση, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι θα απέχουν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και αρκετές ομάδες και προσωπικότητες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα αποχωρήσουν καταγγέλλοντας την «προδοσία του Τσίπρα».
Η αντίληψη περί «προδοσίας» θα επιτρέψει στην Αριστερά, στελέχη και εν μέρει και ψηφοφόρους, να αποστασιοποιηθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να συνεχίσουν να αποδέχονται τα ιδεολογικά του προτάγματα. Ο Τσίπρας είχε… προδώσει τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά. Η λογική της «προδοσίας» θα τους επιτρέψει εξ άλλου να αποφύγουν οποιοδήποτε αυτοκριτικό διάβημα. Διότι, εάν υπεύθυνη για την καταστροφή ήταν η «μη εφαρμογή» του προγράμματος της «ρήξης», τότε δεν χρειάζεται να ανοίξει κάποια διαδικασία αναρώτησης πάνω στο ίδιο το πρόγραμμα! Γι’ αυτό και από όλες τις «συνιστώσες» που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή αυτοκριτική. Ο μόνος που είχε το θάρρος να ζητήσει συγνώμη από τον ελληνικό λαό ήταν ο Μανόλης Γλέζος. Για τους υπόλοιπους, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Γι’ αυτό και δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα και κάποια δυνατότητα ουσιαστικής προσέγγισής μας με κάποιο τμήμα των ορφανών του ΣΥΡΙΖΑ.
Για εμάς, αντίθετα, και οι δύο εκδοχές του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο η «ρεφορμιστική», η κωλοτούμπα που εν τέλει πρυτάνευσε, όσο και η «επαναστατική», δηλαδή το Grexit, ευθύνονται εξίσου για τις τεράστιες ζημιές που επισώρευσαν στη χώρα. Και μπορεί, σε ένα ανθρώπινο επίπεδο, να προτιμούμε εκείνους που εγκατέλειψαν υπουργεία και θέσεις, μένοντας έστω πιστοί στις αυταπάτες τους, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις συμμεριζόμαστε. Εξάλλου, για τους καταστροφικούς έξι μήνες που προηγήθηκαν του Ιουλίου του 2015, με τις τεράστιες ζημιές που επισώρευσαν, είναι απόλυτα συνυπεύθυνοι και οι ίδιοι. Και αυτό όχι μόνο γιατί συγκυβερνούσαν αλλά και διότι το αδιάκοπο πηγαινέλα ανάμεσα σε «ρεφορμιστές» και «επαναστάτες» επιδείνωνε και μεγέθυνε τις ζημιές. Δηλαδή, η αβεβαιότητα γύρω από την ακολουθητέα γραμμή οδηγούσε σε παράλυση και βύθιζε ακόμα περισσότερο τη χώρα στην καταστροφή. Έτσι, π.χ., η αρχική άρνηση του «mail Χαρδούβελη», η 20ή Φεβρουαρίου, χωρίς κάποια ταυτόχρονη οριστική ρήξη, θα οδηγήσουν ήδη σε μεγάλες απώλειες, ενώ η «υποχώρηση της 24ης Φεβρουαρίου», την οποία ακόμα και σήμερα κατακεραυνώνει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, θα οδηγήσει σε νέες οικονομικές επιβαρύνσεις. Η οικονομική αβεβαιότητα που παρήγαγε η διγλωσσία και η απελπισμένη στροφή προς τη Ρωσία, που επιθυμούσαν οι «επαναστάτες», θα οδηγήσει τελικώς στην απώλεια 40 δισ. ευρώ καταθέσεων, ενώ η «επαναστατική» απόρριψη της πρότασης των δανειστών το καλοκαίρι και το «υπερήφανο» ΟΧΙ θα οδηγήσουν στα capital control και εν τέλει στη μεγάλη «κωλοτούμπα» και το νέο, επαχθέστερο όλων, μνημόνιο.
Κατά συνέπεια, όσο οι επώνυμοι Αριστεροί και γενικότερα οι αντιμνημονιακοί συμπολίτες μας, τόσο σε επίπεδο βάσης όσο και σε επίπεδο στελεχών, δεν προβαίνουν σε κάποια ριζική επανεκτίμηση του συνολικού εγχειρήματος, δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ουσιαστική διέξοδος. Πρέπει να κατανοήσουν ότι προβληματικό, και εν τέλει αρνητικό, υπήρξε το συνολικό εγχείρημα της οικοδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ ως «ενότητα της «υπαρκτής αριστεράς». Εγχείρημα που απέκτησε τον οριστικό του χαρακτήρα με δύο βασικούς αναβαθμούς. Ο πρώτος υπήρξε ο μηδενιστικός Δεκέμβρης του 2008, που παγίωσε μια αντίστοιχη μηδενιστική ευαισθησία στην Αριστερά – τροφοδοτώντας εκ του αντιθέτου την εξίσου μηδενιστική ναζιστική αντίδραση· μια Αριστερά η οποία απώλεσε ολοσχερώς την έννοια του εθνικού συμφέροντος με αναγκαία κατάληξη τον γενικευμένο εθνομηδενισμό. Και ο δεύτερος αναβαθμός υπήρξε το τυχοδιωκτικό ρεσάλτο προς την εξουσία, της περιόδου 2012-2015, που ήλθε να κάνει κυβερνητική πράξη το κυρίαρχο πλέον μηδενιστικό αφήγημα.
Μόνο εάν γίνει κατανοητή και καταδειχθεί αυτή η θεμελιωδώς μηδενιστική διαλεκτική μηχανική της ελληνικής Αριστεράς κατά τον 21ο αιώνα, είναι δυνατό να υπάρξει ένας ουσιαστικός μετασχηματισμός, τουλάχιστον της πατριωτικής πτέρυγάς της. Και όσο αυτό δεν γίνεται, θα επιβιώνουν ατελέσφορα σχήματα όπως η ΛΑΕ, η Πλεύση Ελευθερίας, το σχήμα Βαρουφάκη, ή ακόμα και άλλες μικρότερες ομαδοποιήσεις, τα οποία, μέσα από την «κριτική» στον ΣΥΡΙΖΑ, θα συντηρούν εν τέλει και την ηγεμονία του, κινούμενοι ως οι επικριτικοί δορυφόροι του. Εξάλλου, στη νέα περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ εκτός κυβερνητικής εξουσίας, θα επανανακαλύψει εν μέρει τον «ριζοσπαστισμό» του.
Αυτή η έλλειψη συνολικής αυτοκριτικής εξηγεί και την έλξη που ασκεί ο Βαρουφάκης, ως ο εκπεσών πρίγκηπας του αντιμνημονιακού αγώνα, παρά τον απροκάλυπτο εθνομηδενισμό του, ακόμα και σε τμήματα ή προσωπικότητες ακόμα και της πατριωτικής Αριστεράς. Διότι ακόμα και αυτοί παραμένουν πριν απ’ όλα Έλληνες «αριστεροί», βυθισμένοι, αναπόφευκτα, στη γενικότερη μηδενιστική κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών. Και εάν το πρώτιστο μέλημα είναι η «σωτηρία της Αριστεράς», ο δε Βαρουφάκης απέκτησε καλώς ή κακώς μια προτεραιότητα σε αυτόν τον χώρο, τότε είναι δυνατές και οι πιο απίθανες, από πρώτη άποψη, προσχωρήσεις.
Προφανώς, λοιπόν, μόνο εάν αντιστραφούν ριζικά οι προτεραιότητες, και το πρώτιστο μέλημα γίνει η «σωτηρία της Πατρίδας», είναι δυνατή μια πραγματικά αυτοκριτική στάση απέναντι στο εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο εάν αυτό απορριφθεί στο σύνολό του, από τη γέννησή του, είναι δυνατή η βαθύτερη κατανόηση της μεγάλης κρίσης των τελευταίων δέκα χρόνων και της καταστροφικής επίδρασης της Αριστεράς σε αυτή. Αλλά κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια βαθύτατη και αυθεντική αυτοκριτική, κυριολεκτικά υπαρξιακού χαρακτήρα, την οποία ελάχιστοι μπορούν να αποτολμήσουν και όχι πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των σχημάτων ή των επωνύμων της Αριστεράς. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, βέβαια, την έχει κάνει αυτή την αυτοκριτική, εγκαταλείποντας οριστικά, τουλάχιστον εκλογικά, όλα τα σχήματα της Αριστεράς, είτε απέχοντας είτε επιλέγοντας ακόμα και τους αντιπάλους της.
Εδώ και χρόνια, επιμένουμε στην ανάγκη, ένα μέρος τουλάχιστον της παλιάς Αριστεράς και του αντιμνημονιακού χώρου γενικότερα –ακόμα και προερχόμενο από τη Δεξιά–, να επιταχύνει τις αυτοκριτικές διαδικασίες που θα οδηγήσουν στην «έξοδο» από το αριστερό μπούνκερ. Αυτό το κάνουμε διότι θέλουμε να επιταχύνουμε τις διαδικασίες συγκρότησης ενός μεγάλου εναλλακτικού πατριωτικού κινήματος με ολοκληρωμένη αντίληψη και στρατηγική. Και εάν δεν συμβούν οι αυτοκριτικοί μετασχηματισμοί, τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά, εάν δεν δημιουργηθεί όντως ένα πατριωτικό κίνημα πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς, κινδυνεύουμε οι ρυθμοί των μετασχηματισμών να είναι υπερβολικά αργοί και να μας πάρει «από κάτω» το κύμα της μεγάλης παρακμής που απειλεί τα έθνος μας. Και αυτή τη στιγμή, στιγμή βαθύτατης κρίσης της Αριστεράς, εγχειρήματα τύπου Βαρουφάκη αποτελούν φραγμό στους αναγκαίους μετασχηματισμούς που θα μπορούσαν να δρομολογηθούν από αυτή την κρίση.
Και αυτό διότι η κίνηση Βαρουφάκη αποτελεί μια προσπάθεια «να τοποθετηθεί» μια, ελεγχόμενη από το διεθνές και εγχώριο σύστημα, πολιτική κίνηση που θα μπορέσει να ελέγξει και να αποπροσανατολίσει δυνάμεις οι οποίες αναπόφευκτα θα απελευθερωθούν από την αποδρομή του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τον ίδιο τρόπο που –ενίοτε από τις ίδιες δυνάμεις–, γίνεται προσπάθεια να ελεγχθεί ο χώρος και του δεξιού πατριωτισμού, από την «Ελληνική Λύση» του Βελόπουλου. Ταυτόχρονα, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα κόμμα που θα εκφράζει προνομιακά τις αντιλήψεις της πιο παγκοσμιοποιημένης πτέρυγας του πολυεθνικού κεφαλαίου, κατ’ εξοχήν ιδεολογικός εκπρόσωπος του οποίου έχει αναδειχθεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο Τζωρτζ Σόρος. Ένα κόμμα που στην πραγματικότητα θα συνεχίζει σε μια «αντιμνημονιακή» και διεθνοποιημένη/γκλάμουρ εκδοχή το φαινόμενο «Ποτάμι», το οποίο εξεμέτρησε το ζην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου