Πορτραίτο του Ιωάννη Καποδίστρια, έργο του Τόμας Λώρενς
Του Τ. Γ. Κρώλυ* από το Άρδην τ. 111 με αφιέρωμα στον Ιωάννη Καποδίστρια
Η καριέρα του Ιωάννη Καποδίστρια (1776-1831) περιγράφεται εν συντομία, και η προσωπικότητά του συζητείται, σε κάθε έργο που αφορά τη διπλωματική ιστορία της Ευρώπης και της Ρωσίας κατά το δεύτερο μισό της βασιλείας του τσάρου Αλέξανδρου Α΄.
Μπήκε στο ρωσικό διπλωματικό σώμα το 1809, αναδείχτηκε πέντε χρόνια αργότερα σε μια ηγετική θέση σε αυτό και αποσύρθηκε, απογοητευμένος, στην Ελβετία το 1822. Ως Κυβερνήτης της Ελλάδας από το Μάρτιο 1827 ως το θάνατό του τον Οκτώβρη 1831, αναδείχτηκε σε κεντρική, και ακόμη πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην ιστορία της χώρας· η περίοδος αυτή ασκεί ακόμη μια ιδιαίτερη γοητεία σε Έλληνες συγγραφείς και πολλά έργα έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια στα ήδη υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων παραπάνω της μιας βιογραφίες, αρκετές μελέτες μιας περιόδου ή μιας πτυχής της καριέρας του και μια πλειάδα βιβλίων, τα οποία, αμέσως ή εμμέσως, ρίχνουν φως σε αυτή. Αλλά η σύγχρονη ελληνική γλώσσα αποτελεί εμπόδιο για πολλούς αναγνώστες εκτός Ελλάδας, ενώ δεν έχει υπάρξει μια βιογραφική έρευνα σε κάποια πιο «προσβάσιμη» γλώσσα από το βιβλίο του Κ.Μέντελσον – Μπαρτόλντυ, Graf Kapodistrias (1864), το οποίο υποτίθεται ότι διερευνούσε το θέμα με συμπάθεια αλλά αντικατόπτριζε έντονα τη ματιά ενός Γερμανού φιλελεύθερου οπαδού του συνταγματισμού της εποχής του. Πολλά από τα πρώιμα έργα για τον Καποδίστρια απηχούν επίσης το φόβο και την καχυποψία απέναντι στη Ρωσία, που κυριαρχούσε στη δυτική Ευρώπη μισό αιώνα μετά το θάνατό του. Κανένας Βρετανός συγγραφέας δε φαίνεται να ενδιαφέρεται για αυτόν εκτός σε ότι αφορά τη βρετανική εξωτερική πολιτική· ίσως, η πιο λεπτομερής σύγχρονη μελέτη στα γαλλικά να είναι αυτή των Ε. Ντριώ και Μ. Λ’Εριτιέ Histoire diplomatique de la Grèce de 1821 à nos jours (τόμοι 1-11, 1925-26)· αλλά αυτή περιορίζεται, όπως αναφέρει ο τίτλος, στη διπλωματική πλευρά και, παρόλο που είναι πολύτιμη, δεν αποφεύγονται κάποιες επιπόλαιες κρίσεις.
Αν ο Καποδίστριας ήταν απλά ο αγαπημένος υπουργός (για ένα διάστημα) ενός ιδιοσυγκρασιακά ασταθούς τσάρου, ή μόνο ο πρώτος κανονικός κυβερνήτης μιας χώρας που βρισκόταν ακόμη στο όριο της αναρχίας, όταν δολοφονήθηκε λιγότερο από τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, η ιστορική του σπουδαιότητα δε θα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να της ξαναδώσουμε σημασία, παρόλο που η ζωή του θα προσφερόταν, ίσως, ως θέμα για μια τραγωδία. Οι ιστορικοί τείνουν ακόμη να τον απορρίπτουν σαν έναν άνθρωπο με τεράστια χαρίσματα του οποίου η καριέρα αμαυρώθηκε από μια ή περισσότερες αδυναμίες… Αρκετοί νεώτεροι Έλληνες συγγραφείς έχουν αντιδράσει έντονα σε αυτές τις εχθρικές ή συγκαταβατικές εκτιμήσεις και έχουν σωστά τονίσει την ανυποχώρητη αφοσίωσή του στην Ελλάδα ως Κυβερνήτη, το παράδειγμα που έδινε με την απλότητα και την εργατικότητά του, καθώς και τα πρακτικά του επιτεύγματα παρά τις φρικτές δυσκολίες. Η θέση του δείχνει τώρα να είναι εξασφαλισμένη στην Ελλάδα, ανάμεσα στους σχεδόν θρυλικούς ήρωες του «Ιερού Αγώνα» για ανεξαρτησία, αλλά υπάρχει ένας αντίστοιχος κίνδυνος για μια ιδεαλιστική εικόνα ή, τουλάχιστον, μια υπερβολική αντίληψη του μεγέθους του ανδρός…
Οι Ρώσοι τσάροι, ακόμη περισσότερο από άλλους ηγεμόνες στην Ευρώπη, είχαν στην υπηρεσία τους πολλούς ανθρώπους ξένης καταγωγής, σε μια εποχή που, στους αυλικούς και αριστοκρατικούς κύκλους, ο πατριωτισμός ήταν αίσθημα τιμής και προσωπικής υποχρέωσης που συνδεόταν στενά με την καριέρα που είχε επιλέξει κάποιος, και που η διπλωματία και ο πόλεμος ασκούνταν, κατά κύριο λόγο, υπό την αρχή της περιορισμένης ευθύνης, είτε φιλίας, είτε έριδας, όπως περίπου και οι οικογενειακές συμμαχίες και διενέξεις, για τις οποίες οι ίδιες οι βασιλικές αυλές αποτελούσαν εξέχοντα παραδείγματα. Κάποιοι άνθρωποι δέχονταν να υπηρετήσουν στο εξωτερικό όταν είχαν ήδη αποκτήσει φήμη στο εσωτερικό, ενώ άλλοι το επιδίωκαν σε νεαρή ηλικία επειδή οι χώρες τους ήταν υπερβολικά μικρές για να τους προσφέρουν κάποιες επαγγελματικές προοπτικές αντάξιες του επιπέδου των χαρισμάτων τους· άλλοι, πάλι, παρόλο που προέρχονταν από μια μεγάλη χώρα, μπορεί να συνδέονταν, είτε προσωπικά, είτε με κληρονομικούς δεσμούς, με γεγονότα ή σκοπούς που θεωρούνταν προδοτικοί, ή απλά με οικογένειες που τύχαινε να βρίσκονται σε δυσμένεια.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ταιριάζει πλήρως σε αυτή την εικόνα. Η οικογένεια των προπατόρων του, ερχόμενη από την Ίστρια στην Κέρκυρα, το δέκατο τέταρτο αιώνα, είχε συμπεριληφθεί κατά το 1471 στο «χρυσό βιβλίο» της Ιονικής αριστοκρατίας· σε αυτό αλλά και σε έτερη εκδοχή του, που εκδόθηκε το 1783, περιγράφονταν ως μια από τις «ιταλικές» οικογένειες… Από την άλλη, η μητέρα του, Αδαμαντίνη Γονέμη, η οποία προερχόταν από μια σημαντική ελληνική οικογένεια της Ηπείρου, πρέπει σίγουρα να ήταν Ορθόδοξη και δεν ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εντάχτηκε με γάμο στην οικογένεια. Ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ήταν μόνο πιστό μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη μετέπειτα ζωή του, αλλά ανέπτυξε νωρίς στενές σχέσεις με το Μητροπολίτη Ιγνάτιο (σ.τ.μ. Άρτας και Ναυπάκτου και μετέπειτα Μητροπολίτη Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, βλέπε κατωτέρω) ανάμεσα σε άλλους.
Στην Πάδοβα, σπούδασε ιατρική (1794-97) και φαίνεται ότι πήρε το πτυχίο του σε αυτό το σύντομο διάστημα, μιας και, το 1799, διορίστηκε αρχίατρος στο τουρκικό στρατιωτικό νοσοκομείο της Κέρκυρας. Σα φοιτητής, επισκέφτηκε τη Βενετία μαζί με δυο άλλους νεαρούς Έλληνες (ο ένας, ο Κ. Χαιρέτης, αργότερα διορίστηκε γιατρός του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄) και φιλοξενήθηκε εκεί από έναν Έλληνα έμπορο από τη Θεσσαλία, τον Α. Νικολαΐδη. Δε γνωρίζουμε τι εντυπώσεις έφερε πίσω από την Πάδοβα· ειπώθηκε αργότερα ότι ήταν θαυμαστής του Κοντιγιάκ (Condillac, σ.τ.μ. Γάλλος φιλόσοφος και επιστημολόγος, κύριος εκπρόσωπος της αισθησιαρχίας), αλλά και του Πλάτωνα και ότι ασχολήθηκε με τη νέα γνώση της φύσης και του ανθρώπου χωρίς να γίνει ωφελιμιστής ή υλιστής.
Το έμβλημα της Ιόνιας Πολιτείας
Τότε (Οκτώβριος 1798), ένας κοινός ρωσοτουρκικός στόλος πλησίαζε την Κέρκυρα, υπό τον Ναύαρχο Ουσάκωφ, φέρνοντας μια διακήρυξη από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, η οποία προέτρεπε τους Έλληνες να ξεσηκωθούν εναντίον των Γάλλων στο όνομα «της θρησκείας, της πατρίδας και της αληθινής ελευθερίας». […] Η Συνθήκη της 21ης Μαρτίου 1800 εγκαθίδρυε μια Ιόνια Δημοκρατία, πάνω στο προηγούμενο υπόδειγμα της Ραγούσας (σ.τ.μ. η θαλασσινή Δημοκρατία της Ραγούσας στη Δαλματία, επικεντρωμένη γύρω από την πόλη Ραγούσα, σημερινό Ντουμπρόβνικ. Το κρατίδιο υπήρχε από το 1358 μέχρι το 1808, οπότε και κατακτήθηκε από το στρατό του Ναπολέοντα), ονομαστικά υπό την κοινή προστασία της Ρωσίας και της Τουρκίας, αλλά πρακτικά υπό την προστασία της Ρωσίας και μόνο… Το καταφανώς αριστοκρατικό σύνταγμα του Απριλίου 1801 παραχώρησε τη θέση του το Δεκέμβρη 1803 σε ένα που απάλυνε κάπως το μονοπώλιο των κληρονομικά ευγενών στην εξουσία, αλλά το 1806, ο Κόμης Γεώργιος Μοτσενίγος, ο Ρώσος απεσταλμένος στην Κέρκυρα, απέσπασε τροπολογίες που περιλάμβαναν την πρόβλεψη ότι οι κατάλογοι υποψηφιοτήτων για τα δυο νομοθετικά σώματα θα έπρεπε να εγκρίνονται από τον τσάρο. Το σύστημα αυτό σταμάτησε απότομα μετά τη Συνθήκη του Τιλσίτ (σ.τ.μ. πρόκειται για τη σύναψη ανακωχής το 1807 μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας, την οποία αποδέχτηκε και η Πρωσία) και την επιστροφή των Γάλλων, όχι πλέον με δημοκρατική, αλλά με αυτοκρατορική και αυξανόμενα δεσποτική μορφή.
Κατά τη διάρκεια αυτών των συνεχών αλλαγών, ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στον κόμη Μοτσενίγο, οπότε επιλέγεται ως κύριος Γραμματέας για όλα τα τμήματα και πολύ γρήγορα αναδεικνύεται πρώτος Γραμματέας των νομοθετικών σωμάτων. […]
Οι πράξεις του δεν απέδειξαν, ούτε τότε ούτε αργότερα, ότι ήταν ένας αδίστακτος πράκτορας του ρωσικού δεσποτισμού, ενστερνιζόταν, μάλλον, την πεποίθησή του ότι μια μικρή κοινότητα, έρμαιο πανίσχυρων κρατών σε πόλεμο, δε μπορούσε να επιβιώσει χωρίς προστάτη και ότι ο τσάρος φαινόταν τότε να είναι περισσότερο χρήσιμος, παρά επικίνδυνος για τα ιόνια συμφέροντα.
Πριν το τέλος του 1806, οι κοινοί προστάτες των Νησιών είχαν κηρύξει πόλεμο ο ένας στον άλλο. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων βρήκε την ευκαιρία να θεωρήσει τα υπό ρωσική κατοχή Νησιά ως εμπόλεμα με την Πύλη, κατέλαβε τις ηπειρωτικές κτήσεις τους και, στις αρχές του 1807, άρχισε να συγκεντρώνει δυνάμεις απέναντι από τη Αγία Μαύρα (Λευκάδα). […] Ο Καποδίστριας ανέλαβε την ευθύνη να οργανώσει την άμυνα του νησιού, με τη βοήθεια μια πολιτοφυλακής από περίπου 250 Σουλιώτες και Αιτωλούς πολεμιστές που χρηματοδοτούνταν από τους Ρώσους, οι οποίοι διέσχισαν τη θάλασσα με τη βοήθεια του Ιγνάτιου, μητροπολίτη Άρτας και Ναυπάκτου από το 1797, ο οποίος δεν ήταν ένας παθητικός πρόσφυγας, αλλά ένας δραστήριος θιασώτης των ελληνικών ελπίδων. Από την εποχή αυτή, οι δυο άνδρες θα αρχίσουν να θεωρούν τη ρωσική στρατιωτική ισχύ ως την πιο αποτελεσματική στήριξη των ελλήνων μαχητών ενάντια στην τουρκική καταπίεση από τη μια και το ριζοσπαστικό γαλλικό ιμπεριαλισμό από την άλλη.
Ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας
[…] Περίπου από αυτή την εποχή, ο Καποδίστριας σταμάτησε να είναι Ιόνιος και έγινε, όχι Ρώσος (όπως πιστεύουν κάποιοι) αλλά Έλληνας στο συναίσθημα· σύντομα πίστεψε σε όλο τον ελληνισμό και, για το υπόλοιπο της καριέρας του, θα ήταν ευκολότερο να του ασκήσουμε κριτική για την προσπάθειά του να στρέψει τη ρωσική πολιτική στην εξυπηρέτηση των ελληνικών επιδιώξεων παρά για το αντίθετο. Το Ιανουάριο 1809, αφού έχει απορρίψει μια προηγούμενη πρόταση, φεύγει για την Αγία Πετρούπολη, με άμεση πρόταση για υπηρεσία στο υπουργείο Εξωτερικών. Το όνομά του ήταν γνωστό εκεί μέσω του κόμη Μοτσενίγου, ενώ μετέφερε και μια σύσταση για τους Στούρτζα, μια φαναριώτικη οικογένεια που είχε μεταναστεύσει από τη Μολδαβία στη Ρωσία περί το 1792. Ο νεαρός Αλέξανδρος Στούρτζα (1791-1854) θα γινόταν γραμματέας του Καποδίστρια και θα κατέληγε Σύμβουλος του Κράτους στη Ρωσία και η μεγαλύτερη αδερφή του Ρωξάνδρα (1786-1844) θα γινόταν κυρία επί των τιμών της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ. […]
Ιωάννης-Γαβριήλ Εϋνάρδος
Η ρωσική κυβέρνηση πρέπει να γνώριζε πολύ καλά ότι ο διορισμός του θα διέγειρε κάποιες ελπίδες και εικασίες στους Έλληνες. Επιδίωξε να γίνει ειδικός στα Βαλκάνια και αιτήθηκε, ανεπιτυχώς, την άδεια να ταξιδέψει στη Σερβία και τα Πριγκιπάτα, ώστε να καταγράψει τις εκεί συνθήκες. Το Σεπτέμβρη 1811, εξασφάλισε τη μετάθεσή του στη Βιέννη και σύντομα τράβηξε την προσοχή του εκεί Ρώσου πρέσβη, κόμη Στάκελμπεργκ, ο οποίος τον είχε αρχικά θεωρήσει έναν ανεπιθύμητο υπεράριθμο. Ένα υπόμνημα για την Ελλάδα, Ήπειρο και Ιλλυρία, με πλήρη αναφορά για τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, που διαβιβάστηκε από τον πρέσβη, έκανε αρκετή εντύπωση στον τσάρο, του οποίου η συμμαχία με το Ναπολέοντα είχε αρχίσει να καταρρέει ενώ ο πόλεμός του με την Τουρκία δεν απέδιδε τα αναμενόμενα. […]
Ο τσάρος δέχτηκε σε ακρόαση τον Καποδίστρια λίγο πριν τη μάχη της Λειψίας το 1813 και, το Νοέμβρη, τον επέλεξε για μια δύσκολη αποστολή στην Ελβετία. Από τότε, ο Καποδίστριας αναδείχτηκε στην ευρωπαϊκή σκηνή για τα επόμενα εννέα χρόνια. Η διπλωματική του καριέρα δε μας αφορά εδώ, αλλά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην Ελβετία γνώρισε τον τραπεζίτη Ι. Γ. Εϋνάρδο, ο οποίος από το 1821 θα ήταν ο πιο ουσιαστικός και ενθουσιώδης βοηθός στη συγκέντρωση χρημάτων για βοήθεια των Ελλήνων […].
Λιγότερο από δυο χρόνια μετά το Τιλσίτ, οι Βρετανοί είχαν εκδιώξει τους Γάλλους από όλα τα Ιόνια, εκτός της Κέρκυρας, χωρίς μάχες και στο όνομα των Συμμάχων, σύμφωνα με τους όρους της Ανακωχής της 23ης Απριλίου 1814. Ο Καποδίστριας καθόλου δε μοιραζόταν την ψευδαίσθηση των νησιωτών ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν ως πλήρως ανεξάρτητο κράτος, αλλά ήλπιζε ότι θα ωφελούνταν από την ξένη προστασία, χωρίς το βάρος μιας ορατής κατοχής ή οποιασδήποτε καθοδήγησης στα εσωτερικά τους. Πίστευε ότι είχε την υπόσχεση του τσάρου ότι δε θα καθόριζε την τύχη τους χωρίς να τον συμβουλευτεί, αλλά οι όροι της πρώτης Συνθήκης των Παρισίων είχαν ήδη αποφασιστεί όταν έφτασε εκεί πέντε μέρες πριν από την υπογραφή της. […] Υπέβαλε επίσημη πρόταση για ουδετεροποίηση των Νησιών κάτω από την κοινή διπλωματική προστασία των πέντε μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ίσως χωρίς αρκετή επιμονή. Ήταν φανερό ότι οι άλλες Δυνάμεις δεν θα αποδέχονταν ένα ρώσικο, ούτε η Ρωσία ένα Αυστριακό Προτεκτοράτο και, πάνω από όλα, ότι κανείς δε μπορούσε να κουνήσει τους Βρετανούς χωρίς να το θελήσουν οι ίδιοι. Έτσι, απέμεινε στον ίδιο να προτείνει, εν ονόματι της Ρωσίας, τη λύση που πραγματικά πίστευε τότε ότι ήταν η καλύτερη εναλλακτική στην πρότασή του, ότι, δηλαδή, τα Ιόνια θα έπρεπε να είναι μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Δημοκρατία υπό την απόλυτη προστασία της Αγγλίας και με την εγγύηση των άλλων Δυνάμεων. […] Μετά από μια δύσκολη διαπραγμάτευση, οι τέσσερεις δυνάμεις υπέγραψαν στο Παρίσι στις 5 Νοεμβρίου 1815 μια Σύμβαση που έδινε ονομαστικά την ανεξαρτησία τους στα Ιόνια και όλη την ουσία της ισχύος στους Βρετανούς. […]
Τη δυσαρέσκεια των Επτανησίων και τη Βρετανική δυσφορία προκάλεσε η επίσκεψη του ίδιου του Καποδίστρια στους γονείς του στην Κέρκυρα το 1819, αμέσως μετά την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να παραδώσει στον Αλή Πασά για 150.000 λίρες και χωρίς όρους την ηπειρωτική κτήση της στην Πάργα, η οποία μέχρι τώρα είχε ακολουθήσει την Κέρκυρα σε όλες τις αλλαγές κυριαρχίας. Ο Καποδίστριας θεωρούσε τα μέτρα του Μαίτλαντ ως μια συνειδητή προσπάθεια «να ξεριζώσει όλα τα εθνικά συναισθήματα από τους Ιόνιους, να τους διαχωρίσει από τους γειτονικούς Έλληνες, να οδηγήσει τους τελευταίους στην απελπισία κι έτσι να απαλείψει κάθε σπίθα ελληνικού πατριωτισμού». Αυτό δεν απείχε από την πραγματικότητα, καθώς ο Μαίτλαντ είχε ακόμη πιο άσχημη γνώμη για τους Έλληνες πολιτικούς απ’ ότι για τους Ιόνιους Γερουσιαστές. Ήταν πολύ αργότερα που ο Καποδίστριας κατηγορήθηκε, άδικα, ότι είχε επισκεφτεί την Κέρκυρα για να προετοιμάσει μια εξέγερση στην Ελλάδα, αλλά η αφοσίωσή του στον τσάρο ήταν αρκετή για να κάνει τους Βρετανούς αξιωματούχους καχύποπτους για τα κίνητρά του και είχαν ακόμη καλύτερο λόγο να υποπτεύονται τους αδερφούς του στην Κέρκυρα. Το 1817, είχε δεχτεί επίσκεψη στην Αγία Πετρούπολη από το Νικόλαο Γαλάτη, από την Ιθάκη, ο οποίος είχε αποσταλεί να του προσφέρει την ηγεσία μιας μυστικής εταιρείας και μίλαγε τόσο απροκάλυπτα που συνελήφθη και εστάλη πίσω μέσω Βουκουρεστίου, αλλά ο τσάρος αποφάσισε να μην πληροφορήσει για το περιστατικό στην Πύλη. Ένα χρόνο αργότερα, κάποιοι Έλληνες που είχαν παλιότερα υπηρετήσει στην Ιόνια πολιτοφυλακή κατά την ρωσική κατοχή ήρθαν στη Ρωσία να ζητήσουν τις καθυστερημένες αμοιβές τους και ένα μελλοντικό πόστο. Ο Καποδίστριας τους έδωσε λίγα χρήματα και τους μίλησε ευγενικά αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Ενώ βρισκόταν στην Κέρκυρα, το 1819, κάποιοι από τους οπλαρχηγούς που είχε γνωρίσει στην Λευκάδα το 1807 ήρθαν να τον ρωτήσουν για τις προθέσεις της Ρωσίας και να του περιγράψουν την απελπιστική τους κατάσταση λόγω της έλλειψης απασχόλησης στη μόνη δουλειά που ήξεραν – τον πόλεμο. Η απάντησή του ήταν αποθαρρυντική για την οποιαδήποτε πιθανότητα ρωσικής παρέμβασης, αλλά έδειχνε ότι τους συμμεριζόταν.
Επιστρέφοντας στην Αγία Πετρούπολη τον Ιανουάριο 1816 ως υπουργός Εξωτερικών μαζί με το Νέσσελροντ, ορίστηκε επικεφαλής της πρωτοβουλίας διαχείρισης των βαλκανικών πραγμάτων. Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να υιοθετήσει μια επιθετική πολιτική και να αποκηρύξει τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου με τη δικαιολογία ότι αυτή είχε ακυρωθεί, μιας και οι Τούρκοι δεν είχαν ταχθεί με τους Συμμάχους στον κοινό στόχο ενάντια στο Ναπολέοντα. Αλλά οι οδηγίες που ο Καποδίστριας συνέταξε για τον Στρογκανώφ, το νέο Ρώσο πρέσβη στην Τουρκία, και εκείνες που βοήθησε να καταγραφούν για το διοικητή της Γεωργίας, βασίζονταν στην απαίτηση για πλήρη εκτέλεση της Συνθήκης. Κανείς δεν περίμενε οι διαπραγματεύσεις, που σέρνονταν για περισσότερο από τέσσερα χρόνια, θα είχαν κάποιο θετικό αποτέλεσμα…
Το 1818, ο τσάρος και ο Καποδίστριας επισκέφτηκαν την Οδησσό και το Κίσενεφ της Βεσσαραβίας, όπου δέχτηκαν εκπροσώπους των Οσποδάρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Παρόλο που αγνόησαν τους κρυφούς υπαινιγμούς τους ότι η ειρήνη δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει και ότι οι Ρώσοι θα έπρεπε να διασχίσουν τον Προύθο για μια φορά ακόμη, ο Καποδίστριας περιέγραψε την πρόοδο του ελληνικού εμπορίου και εκπαίδευσης και τους συμβούλεψε να δώσουν χρόνο σε αυτούς τους δυο ισχυρούς παράγοντες να κάνουν τη δουλειά τους.
Η μόνη δημόσια εμφάνισή του ως Έλληνα (και όχι μόνο Επτανήσιου) πατριώτη υπήρξε η επιτυχής εκ μέρους του χρηματοδότηση ενός καταλόγου αναδόχων για την εκπαίδευση νεαρών Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης. Υπό την αιγίδα του τσάρου, η «Εταιρεία των Φίλων των Μουσών» έγινε μια φιλανθρωπία της μόδας, της οποίας τα έσοδα προορίζονταν αρχικά για σχολεία στην Ελλάδα αλλά τελικά χρησιμοποιήθηκαν για να φέρουν νεαρούς Έλληνες στην Ευρώπη.
Αυτή η Εταιρεία δεν είχε καμιά σχέση με τη Φιλική Εταιρεία, της οποίας οι ιθύνοντες και οι ταξιδεύοντες πράκτορες ούτε της μόδας ήταν, ούτε πολύ μορφωμένοι ούτε ακόμη αρκετά «σεβαστοί». […]
Η ξαφνική εμφάνιση νέων μελών στα Ιόνια Νησιά κατά το πρώτο εξάμηνο του 1819, που συνέπεσε με την επίσκεψη του Καποδίστρια στην Κέρκυρα, πιθανόν να οφείλεται, όχι σε οποιαδήποτε ενθάρρυνση εκ μέρους του, αλλά μάλλον στον αισιόδοξο προβληματισμό που δημιούργησε η επίσκεψή του.
[…] Οι πράκτορες της Εταιρείας και τα μέλη της αόριστα υπέθεταν ότι η καθοδήγηση ήταν ρωσική και επιφανής, ενώ γνώριζαν ελάχιστα για τον πραγματικά ταπεινό χαρακτήρα της. Όταν στρατολογήθηκαν μέλη από το νησί της Ύδρας, ένας επιφανής ντόπιος έμπορος, ο Κουντουριώτης, επιφυλακτικά ζήτησε γραπτές αποδείξεις ότι επικεφαλής ήταν ο Καποδίστριας. Φαίνεται ότι ο Βιάρος και ο Αυγουστίνος Καποδίστριας έγιναν μέλη στην Κέρκυρα, όπως και αρκετοί Ιόνιοι από το 1819 και μετά, συμπεριλαμβανομένων κάποιων από αυτούς που υπηρετούσαν τη βρετανική κυβέρνηση.
Πριν από το τέλος του 1819, η ύπαρξη της Εταιρείας δεν ήταν πια μυστικό και μερικά από τα πιο σημαντικά νέα μέλη ήθελαν να μάθουν ποιοί ακριβώς ήταν οι ηγέτες, με τι εξουσιοδότηση οι πράκτορες έκαναν με τόση σιγουριά νύξεις για τη Ρωσία και πως χρησιμοποιούνταν η μεγάλη πλέον χρηματοδότηση. Οι πιο επιφυλακτικοί προύχοντες στην Πελοπόννησο θυμούνταν πάρα πολύ καλά πόσο είχαν υποφέρει οι άνθρωποι το 1770, όταν ο πρίγκιπας Ορλώφ τους είχε για πρώτη φορά ωθήσει σε εξέγερση και κατόπιν εγκαταλείψει στη μοίρα τους. Ένας πράκτορας, που είχε σταλεί στην Αγία Πετρούπολη το 1819 από τον Πετρόμπεη (Μαυρομιχάλη) της Μάνης, έλαβε προειδοποίηση από τον Καποδίστρια να μην περιμένουν βοήθεια από τη Ρωσία, αλλά ο πράκτορας αυτός, ο Καμαρινός, δολοφονήθηκε πριν να παραδώσει την επιστολή στον Πετρόμπεη. Στην επιστολή αυτή, ο Καποδίστριας συμβούλευε τον Πετρόμπεη να μην περιμένει ούτε ενθάρρυνση για εξέγερση, ούτε όπλα, αλλά μόνο, ίσως, κάποια βοήθεια για σχολεία, που θα έπρεπε να διοικηθούν από την Εκκλησία και να διδάξουν την εθνική θρησκεία και γλώσσα, τα στοιχεία των θετικών επιστημών και αφοσίωση στον Πατριάρχη. Οι Φίλοι των Μουσών διαχωρίζονται προσεκτικά από κάθε είδους μυστική ένωση.
Λίγο νωρίτερα, ο Ξάνθος πήγε στην Αγία Πετρούπολη και (αν εμπιστευτούμε την περιγραφή του) είχε δυο συναντήσεις με τον Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1820, όπου του είπε τα πάντα και μάταια προσπάθησε να τον πείσει να δεχτεί μια επίσημη πρόταση για να ηγηθεί της Εταιρείας. Επειδή φοβόταν να επιστρέψει χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, ο Ξάνθος πήρε την πρωτοβουλία να πλησιάσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος δέχτηκε στις 12 Απριλίου 1820, ρητά ζητώντας να ηγηθεί της εξέγερσης. Στις 18 Ιουνίου, ορίστηκε επίσημα αρχηγός. Ο Ξάνθος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο 1820, όπου βρήκε έντονες διαφωνίες και κάποια έλλειψη εμπιστοσύνης στον Υψηλάντη, του οποίου οι συχνές αλλαγές σχεδίων αύξησαν τη σύγχυση. Μη βρίσκοντας ενθάρρυνση ούτε από τον Καποδίστρια, ούτε από την αυλή, ο Υψηλάντης αναζήτησε και έλαβε άδεια να φύγει στο εξωτερικό για μια «θεραπεία», ίσως ελπίζοντας να επιστρατεύσει τη βοήθεια της Γαλλίας.
Το πλοίο που είχε σταλεί να φέρει τον Υψηλάντη από την Τεργέστη στη Μάνη έφερε στη θέση του τον Γ. Δικαίο («Παπαφλέσσα»), έναν δημεγέρτη με μεγάλη αυτοπεποίθηση, που […] είχε ήδη επισκεφτεί την Πελοπόννησο ως απεσταλμένος του Υψηλάντη το φθινόπωρο. Του επιφυλάχτηκε ψυχρή υποδοχή από κάποιους από τους προύχοντες, αλλά ξεσήκωσε το λαό με υποσχέσεις για άμεση ρωσική υποστήριξη. Ένας απεσταλμένος που εστάλη από τους προύχοντες της Πελοποννήσου να συμβουλευτεί το Μητροπολίτη Ιγνάτιο στην Πίζα, επέστρεψε γεμάτος από τον προσωπικό του μάλλον ενθουσιασμό, παρά από την επιφυλακτικότητα του Ιγνάτιου· ένας άλλος που συμβουλεύτηκε το Ρώσο πρόξενο στην Πάτρα (μέλος της Εταιρείας κι αυτός), συνέχισε, μετά από συμβουλή του, για την Αγία Πετρούπολη και επέστρεψε υποστηρίζοντας ότι είχε συναντήσει τον Καποδίστρια στη Βαρσοβία και ότι 60.000 Ρώσοι στρατιώτες ήταν έτοιμοι. Φαίνεται σίγουρο ότι όλα αυτά αποτελούσαν σκόπιμη παραποίηση, το έργο ανθρώπων που ήταν αποφασισμένοι να επιταχύνουν το βήμα και να εξασφαλίσουν αρκετή αιματοχυσία ώστε κανείς να μην κοιτάξει πίσω. Κανείς δε θεωρούσε ότι ο Υψηλάντης θα έκανε οποιαδήποτε κίνηση χωρίς κάποια υπόσχεση από τον τσάρο ή από πολύ κοντά στον τσάρο. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχε καμιά τέτοια υπόσχεση ή έστω ενθάρρυνση, αλλά είναι πιθανό να έπεισε τον εαυτό του ότι ο Αλέξανδρος περίμενε μόνο μια αυθόρμητη πράξη εξέγερσης ή, τουλάχιστον, θα υποχρεωνόταν λόγω παράδοσης και γοήτρου να παρέμβει αφού ο κύβος θα είχε ριφθεί. Μακροπρόθεσμα, δεν έπεσε πολύ έξω αλλά αυτό επήλθε ως αποτέλεσμα, όχι του δικού του παράτολμου εγχειρήματος, αλλά της αποφασιστικής δράσης ορισμένων οπλαρχηγών και κληρικών στην Πελοπόννησο (ιδίως του Κολοκοτρώνη και του Π. Πατρών Γερμανού), της γενικής κατάστασης αναμονής που είχε δημιουργήσει η Εταιρεία, της αφροσύνης των Τούρκων και της ενασχόλησής τους με τον Αλή Πασά.
«Οι Ιερολοχίτες μάχονται στο Δραγατσάνι», πίνακας του Πέτερ Φον Ες.
Πριν να στείλει τον Ιερό Λόχο στην καταστροφή του, ο Υψηλάντης απέστειλε (23-4 Φεβρουαρίου 1821) μια διακήρυξη στους Μολδαβούς και μια δεύτερη στους Έλληνες της Μολδαβίας. Το ότι χρειάζονταν δυο διαφορετικές διακηρύξεις ήταν αρκετά δυσοίωνο· και ήταν τόσο ανάρμοστες που μείωσαν αισθητά την αναπόφευκτη αμηχανία του τσάρου, ο οποίος ανησυχούσε ήδη για το πώς να ελέγξει το επαναστατικό κύμα και μπορούσε πιο εύκολα να αποποιηθεί μια τόσο εξωφρενική αρχή. Η προσωπική αμηχανία του Καποδίστρια ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η θέση του είχε ήδη γίνει πιο αδύναμη λόγω κακής υγείας και αποθάρρυνσης, καθώς και από την αυξανόμενη δυσκολία που έβρισκε στο να συνδυάσει τους ρόλους ενός συντηρητικού πολιτικού και ενός υποστηρικτή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη. Σίγουρα, δεν έδειξε καμιά προθυμία να λάβει μέρος στο διακύβευμα της εξέγερσης στην Ελλάδα εκείνη τη στιγμή, ούτε μπορούσε να μοιραστεί την άποψη του Κοραή, ο οποίος πίστευε ότι κάτι νέο και καλό ήταν πιθανό να προκύψει από μια επαναστατική δράση ακόμη κι αν ήταν ομολογουμένως πρώιμη. Ακόμη κι αν ήξερε παραπάνω από όσα παραδεχόταν για την Εταιρεία και τα σχέδιά της, ο Καποδίστριας θεωρούσε τη μέθοδο της εξέγερσης κακή για οποιαδήποτε συγκυρία ακόμη κι αν τελικά αποδεικνυόταν ένα αναγκαίο κακό, η επαναστατική κατάσταση χρειαζόταν να ελεγχθεί και να αντικατασταθεί το συντομότερο από μια συντηρητική αναδόμηση. Όμως, από τη στιγμή που αυτή η κατάσταση ήταν γεγονός στην Ελλάδα, δε μπορούσε να συμβιβαστεί, ως Έλλην πατριώτης, ή ακόμη και ως Ρώσος πολιτικός, με το να την παρακολουθεί απλά να εξαλείφεται με τη βία και να επιστρέφει στην πρότερη κατάσταση. Αργότερα, έγραψε ότι, από το Μάρτιο 1821 και μετά, ο Μέττερνιχ τα βρήκε όλα όπως ήθελε, αλλά ότι ο ίδιος δεν μπορούσε παρά να διαφωνήσει, όταν διπλωμάτες τον συνεχάρηκαν για τη σταθερή αποκήρυξη του Υψηλάντη από τη Ρωσία και για την αναμενόμενη επιστροφή στην ηρεμία. «Pour ce qui est du statu quo, c’en est fait pour toujours» («Όσον αφορά το στάτους κβο, η υπόθεση έχει τελειώσει μια για πάντα»).
Cambridge Historical Journal τεύχος 2, 1957
Μετάφραση: Μαριάννα Δεσύπρη
* Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου