Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Βούτυρο ή Κανόνια – Εθνική συνοχή ή γενική αποσύνθεση

 

Του Γιώργου Καραμπελιά

Πρόσφατα ψηφίστηκε στη Γαλλία είναι πολύ αυστηρός μεταναστευτικός νόμος που προκάλεσε μια έντονη διαμάχη. Αρχικώς, η κυβέρνηση Μακρόν, η οποία δεν διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, παρουσίασε ένα νομοσχέδιο πολύ πιο ήπιο. Επειδή όμως δεν υποστηρίχτηκε  από το κόμμα των Ρεπουμπλικανών (το κόμμα της Κεντροδεξιάς), υποχρεώθηκε να το αυστηροποιήσει, και τελικώς να περάσει στη Βουλή μόνο επειδή το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, ο Εθνικός Συναγερμός (RN), απείχε από την ψηφοφορία. Ο νέος νόμος εισάγει μία πολύ πιο αυστηρή πολιτική για το μεταναστευτικό σε συνέχεια των πολιτικών που εφαρμόζονται πλέον στη Βρετανία, την Ιταλία, τη Δανία κ.ά.

Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα, χωρίς κάποιο μείζονα λόγο, προωθείται μια πολιτική εισαγωγής ή νομιμοποίησης παράνομων μεταναστών. Και όμως, στην Ελλάδα, από τα 10,5 εκατ. του πληθυσμού, καταγράφονται ως εργαζόμενοι μόνο 4,2 εκατ., το μικρότερο ποσοστό στην Ευρώπη – δηλαδή, υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό που, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να μπει στην αγορά εργασίας. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εργαζόμενων γυναικών στην Ευρώπη.

Αντί, λοιπόν, να δοθούν κίνητρα σε αυτά τα τμήματα του πληθυσμού ώστε να εισέλθουν στην αγορά εργασίας, η κυβέρνηση ακολουθεί την «εύκολη» πολιτική της χρησιμοποίησης των παράνομων μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα  και της εισαγωγής μεταναστών από μουσουλμανικές χώρες. Ενώ, ακόμα και η πιθανή εισαγωγή ενός περιορισμένου αριθμού εργατικών χεριών θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε χώρες όπως η Μολδαβία, η Αρμενία, η Γεωργία ή και η Ουκρανία.

Ευτυχώς που υπήρξε η, με εμφατικό τρόπο, διαφοροποίηση του Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος καταψήφισε στη Βουλή την αιφνιδιαστική τροπολογία για την είσοδο στην αγορά εργασίας των παράνομων μεταναστών, και έδωσε τη δυνατότητα και σε άλλους βουλευτές της ΝΔ να εκφράσουν τις διαφωνίες τους, παρότι την υπερψήφισαν λόγω κομματικής πειθαρχίας. Και, προφανώς, ο πρώην πρωθυπουργός εξέφρασε την πλειοψηφία των Ελλήνων. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο ζήτημα αποκρύπτεται συστηματικά από τις δημοσκοπήσεις  – όπως συνέβη με τη δημοσκόπηση της Pulse για  τον Σκάι της 21ης Δεκεμβρίου 2023.

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη τροπολογία δεν έγκειται μόνο στις ρυθμίσεις που περιλαμβάνει, δηλαδή την ουσιαστική νομιμοποίηση μεταναστών μετά από 3 έτη εργασίας, αλλά προπαντός στο μήνυμα που στέλνει.

Η κυβέρνηση δεν κατανοεί ότι, για να καλύψει περιστασιακά τις ανάγκες μεγάλων επιχειρήσεων –όπως για παράδειγμα τα έργα στο Ελληνικό που χρειάζονται 10.000 εργάτες για τα επόμενα 12 έως 15 χρόνια–, ανοίγει τον δρόμο για μια γενικότερη πολιτική αναζήτησης φθηνών εργατικών χεριών, όπως φάνηκε από το σκάνδαλο της συζήτησης του Άδωνι Γεωργιάδη με τον Πακιστανό υπουργό για εισαγωγή εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών. Διότι χρησιμοποιούνται μεν περιστασιακά αλλά δημιουργούνται στη συνέχεια κοινωνικές εντάσεις, αλλά και εθνικά προβλήματα τα οποία δεν είναι διαχειρίσιμα.

Αυτή την κοντόθωρη πολιτική ακολούθησαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κατά τις περασμένες δεκαετίες και τώρα σπεύδουν να τα μπαλώσουν, όπως η Γαλλία, αν και ίσως είναι πολύ αργά. Σήμερα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν διχαστεί και σε ορισμένες, όπως στη Σουηδία ή τη Γαλλία, εμφανίζονται φαινόμενα ενός ψυχρού εμφυλίου πολέμου.

Πόσο μάλλον στην Ελλάδα που έχει απέναντί της την Τουρκία, η οποία χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό ως όπλο για την αλλοίωση της σύνθεσης των πληθυσμών σε Ελλάδα και Κύπρο. Σε συνδυασμό με τη μείωση και τη γήρανση του πληθυσμού, καταλαβαίνουμε το αρνητικό κλίμα που δημιουργούν τέτοια μέτρα. Διότι η κυβέρνηση και γενικότερα οι άρχουσες ελίτ δείχνουν  να μην αντιλαμβάνονται ότι η Ελλάδα παλεύει για την επιβίωση της.

Οι ελληνικές ελίτ λειτουργούν αντανακλαστικά και όχι στρατηγικά, οραματικά. Το 2020, στον Έβρο, σε μία κρίση μεγάλων διαστάσεων, λειτούργησαν σωστά, όπως και το καλοκαίρι του 2020, με την κρίση στο Αιγαίο – αντανακλαστικά αλλά σωστά. Όμως, αμέσως μετά, κατεδείχθη ότι δεν διαθέτουν όραμα. Δεν κατανοούν ότι η Ελλάδα, στο στρατηγικό σημείο που βρίσκεται, πρέπει να αποκτήσει χαρακτηριστικά ακρίτα για να μπορέσει να επιβιώσει. Κάτι τέτοιο έχουν πράξει, για παράδειγμα,  η Φινλανδία ή οι χώρες της Βαλτικής, χώρες δηλαδή προηγμένες τεχνολογικά. Και όμως, εκεί στρατεύονται αγόρια και κορίτσια και δεν θεωρούν όπως στην Ελλάδα αγγαρεία τον στρατό, αλλά τιμή τους.

 Στην Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα δεν έχει αντίληψη στρατηγικού χαρακτήρα για τη χώρα, λειτουργεί συγκυριακά. Έτσι, σήμερα που ο Ερντογάν παριστάνει τον αμνό, βγαίνουν στο προσκήνιο όλες οι κατευναστικές αντιλήψεις. Κρύβουμε κάτω από το χαλί το τουρκολυβικό σύμφωνο, το casus belli, την τουρκική κατοχή στην Κύπρο, που η παρούσα κυβέρνηση έχει συστηματικά παραμερίσει.

Προφανώς, δεν αρνούμαστε τις οποιεσδήποτε συζητήσεις με την Τουρκία αλλά αυτές πρέπει να βρίσκονται στο επίπεδο που αντιστοιχεί  στις πραγματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και να μη μεταβάλλονται σε υποκλίσεις τύπου Γεραπετρίτη. Εξάλλου, είναι τόσο πρόσφατη η ακραία επιθετική ρητορική Ερντογάν και τόσο εμφανείς οι λόγοι που τον έχουν κάνει να αλλάξει περιστασιακά τους τόνους, ώστε μόνο αφελείς και οσφυοκάμπτες μπορούν να ξαναρχίζουν το παραμύθι της ελληνοτουρκικής φιλίας.

Η ίδια έλλειψη στρατηγικής αντίληψης χαρακτηρίζει και το σύνολο των μεγάλων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης: Ο Σαμαράς, επειδή εξέφρασε την αντίθεσή του στην επίσκεψη Ερντογάν ή επειδή τάχθηκε εναντίον της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, καθυβρίζεται συστηματικά από τηλεοράσεις και εφημερίδες.  Και αποκρύπτουν ότι, π.χ., το αίτημα της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια αντιμετωπίζεται αρνητικά από την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας (σε δημοσκόπηση της opinion poll, πάνω από 70% διαφωνεί με αυτή την πρόταση).

Η κυβέρνηση, στο μεταναστευτικό, στην τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, ακόμα και στην επίσκεψη Ερντογάν, βρίσκεται απέναντι στις πεποιθήσεις της πλειοψηφίας, κάτι που την πρώτη τετραετία της το απέφυγε συστηματικά.

Πράγματι, όσο είχε απέναντί της έναν μαινόμενο Ερντογάν, είχε μια σωστή στάση στα εθνικά θέματα, όσο είχε απέναντί της τον Τσίπρα να αρνείται τους εξοπλισμούς και να λαϊκίζει, έδειχνε ορθά αντανακλαστικά. Από τη στιγμή και πέρα που αυτά τα δύο φόβητρα – το ένα μάλλον μόνιμα, ο Τσίπρας, και το άλλο πρόσκαιρα, ο Ερντογάν– έχουν βγει από τον κάδρο, αυτομάτως στρέφεται σε μια πολιτική που θυμίζει τις απόψεις του  Γιώργου Παπανδρέου και μοιάζουν να κυριαρχούν οι διαχρονικές, όντως, απόψεις της Ντόρας Μπακογιάννη.

Χαρακτηριστική υπήρξε και η διαμάχη για τη «ροζ σημαία» στο ελληνικό προξενείο της  Νέας Υόρκης. Το «κατευναστικό» και ψευδοεκσυγχρονιστικό, woke στρατόπεδο, μετά από μία τριετία «περιορισμού», λόγω Ερντογάν και Τσίπρα, τρέχει «να καλύψει» το χαμένο έδαφος. Ακόμα και ο κατευναστικός Γεραπετρίτης βρέθηκε στο στόχαστρό τους, διότι διαμαρτυρήθηκε η Ομογένεια και διέταξε να κατέβει η σκανδαλώδης σημαία από την είσοδο του ελληνικού προξενείου.  Και μάλιστα δέχεται βέλη ακόμα και από μέλη της ΝΔ και της κυβέρνησης, όπως η Ντόρα Μπακογιάννη, η Λίνα Μενδώνη ή ο Δ. Καιρίδης.

Το δυστύχημα είναι ότι αυτή είναι κατά βάθος η ιδεολογία τους: όταν πιέζονται από το περιβάλλον ή από την κοινή γνώμη, προσαρμόζονται σε πιο πατριωτικές θέσεις αλλά όταν χαλαρώνουν τα πράγματα, επιστρέφουν στην ιδεολογική τους μήτρα. Απουσιάζει εντελώς η στρατηγική για το πώς θα πορευτεί η χώρα τα επόμενα 20-30 χρόνια, κατά τα οποία θα κριθεί η τύχη της. Ακόμα και στο κομβικό ζήτημα μιας χώρας των συνόρων που απειλείται, δηλαδή τις αμυντικές δαπάνες, τις μειώνουν παρότι υπάρχει και μία θετική απόφαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αμυντικές δαπάνες να εξαιρούνται σε περίπτωση υπερβολικού ελλείματος. Και αυτό γίνεται σε μια περίοδο που η Τουρκία έχει αμυντικές δαπάνες 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων!

Το έλλειμμα στρατηγικής αντίληψης δεν της επιτρέπει να κατανοήσει ότι ο εκσυγχρονισμός πρέπει να συμβαδίζει με την εθνική αναβάθμιση, όπως η πολιτική που ακολούθησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έτσι, περνάμε πάλι σε ψευδοεκσυγχρονιστικές αντιλήψεις τύπου Κώστα Σημίτη, οι οποίες αντιπαρέθεταν εκσυγχρονισμό και εθνισμό, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε «βούτυρο ή κανόνια».

Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να κατανοεί πως, όταν δεν προάγεται η εθνική ενδυνάμωση, υποβαθμίζεται και η διεθνής θέση της Ελλάδας. Το 2020, το κύρος της είχε ενισχυθεί, διότι η χώρα έδειχνε χαρακτήρα, είχε θέσεις και διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Τώρα, ο ρόλος της Ελλάδας τείνει να υποβαθμιστεί, και μας παίρνουν λιγότερο υπόψη τους. Χαρακτηριστική είναι η στάση Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας που υποστηρίζουν τον Ράμα στην πλεκτάνη που έχει στήσει κατά του Μπελέρη. Με μια πλαδαρή πολιτική, η Ελλάδα θα ξανακατέβει σκαλοπάτια ως προς το διεθνές της κύρος.

Οι Έλληνες στέκονται στο ύψος των περιστάσεων μόνο όταν διαθέτουν πρόταγμα και όραμα. Στη φάση που διανύουμε, επειδή κάποιες δυσκολίες φαίνεται να έχουν αμβλυνθεί, ενώ είναι μόνιμη η έλλειψη οράματος, το ελληνικό πολιτικό σύστημα μοιάζει να ξαναπέφτει στον γνώριμο παλιό χυλό του ΓΑΠ. Και επειδή δεν υπάρχει αντιπολίτευση η οποία να φέρνει εμπόδια στην κυβέρνηση –και τα μεγαλύτερα αντιπολιτευτικά κόμματα υπερθεματίζουν σε μια πολιτική κατευνασμού–, η Ελλάδα κινδυνεύει από μια  ασπόνδυλη και τελικά βλαπτική πολιτική.

ΠΗΓΗ ardin-rixi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου