Το νέο θεσμικό πλαίσιο που νομιμοποιεί τους ευρισκόμενους στη χώρα παράτυπους μετανάστες προκειμένου να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό του αγροτικού τομέα, πέραν της χρησιμότητάς του η οποία μένει να αποδειχθεί στο εγγύς μέλλον, προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, εύλογα ερωτήματα σχετικά με το ήδη οξυμένο πρόβλημα του μεταναστευτικού που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Πράγματι, το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών υιοθέτησαν ανοικτές μεταναστευτικές πολιτικές προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις εθνικές τους οικονομίες με φθηνό εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, όλες αυτές οι ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, το Βέλγιο, Σουηδία, Φινλανδία) προσπαθούν σήμερα απεγνωσμένα να περιορίσουν την παράνομη μετανάστευση στις χώρες τους, ένεκα του κορεσμού που έχουν υποστεί οι κοινωνίες τους, οι οποίες τα τελευταία χρόνια αντιδρούν σφόδρα, δίνοντας έτσι χώρο για άνοδο των ακραίων πολιτικών ιδεολογιών.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, δεν είναι μία βιομηχανική χώρα και δεν έχει τις ίδιες απαιτήσεις για εργατικά χέρια με τις παραπάνω αναφερόμενες χώρες. Εξ´ου και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των εισερχομένων παράνομων μεταναστών στη χώρα μας, μετακινούνται προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου η εξεύρεση εργασίας θεωρείται ευκολότερη.
Αναμφίβολα όμως και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια προέκυψε έλλειψη εργατικού δυναμικού πρωτίστως στον αγροτικό τομέα. Τούτο όμως οφείλεται στο γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν την επαρχία και απορρίπτουν κάθε ενδεχόμενο ενασχόλησης τους με αγροτικές εργασίες, καθότι η ελληνική πολιτεία δεν φαίνεται να προβληματίζεται για την απαξίωση του αγροτικού τομέα. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική επαρχία έχει ερημώσει κυριολεκτικά και ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας, μιας χώρας με έκταση 130.000 m², έχει μαζευτεί σε ένα λεκανοπέδιο έκτασης μόλις 3.000 m².
Η κατάσταση όμως θα ήταν εντελώς διαφορετική και δεν θα χρειάζονταν η νομιμοποίηση παράνομων μεταναστών, αν η ελληνική πολιτεία μεριμνούσε για την ενθάρρυνση της ενασχόλησης των νέων με τον αγροκτηνοτροφικό τομέα, μέσα από ενισχυμένα προγράμματα κρατικών επιδοτήσεων σε συνδυασμό και με την παραχώρηση δημόσιων εκτάσεων που παραμένουν ανεκμετάλλευτες από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Μια τέτοια πολιτική του ελληνικού κράτους, ειδικά αυτή τη χρονική περίοδο, θα επέφερε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα στην κρατική οικονομία, καθότι ο πρωτογενής τομέας αδυνατεί να καλύψει τις βασικές διατροφικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα να διατίθενται δεκάδες δις ευρώ ετησίως για εισαγωγές αγροκτηνοτροφικών προϊόντων.
Παράλληλα, η ενδυνάμωση του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα της χώρας θα μπορούσε να εξαλείψει τα υψηλά ποσοστά ανεργίας της χώρας και να καταστήσει την Ελλάδα μία από τις μεγαλύτερες χώρες εξαγωγών αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων, όπως είναι σήμερα η Ολλανδία η συνολική έκταση της οποίας δεν υπερβαίνει το ⅓ της έκτασης της Ελλάδας.
Πέραν όμως των παραπάνω, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και το γεγονός ότι ενώ το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών αυστηροποιούν το νομοθετικό τους πλαίσιο για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών στις χώρες τους, η Ελλάδα νομιμοποιεί δεκάδες χιλιάδες μετανάστες δημιουργώντας έτσι ένα σοβαρό δεδομένο που θα τύχει οπωσδήποτε της ανάλογης εκμετάλλευσης από τα οργανωμένα δίκτυα διακίνησης μεταναστών.
Και τούτο διότι το μεταναστευτικό αναμένεται να επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια ένεκα της ευρύτερης γεωπολιτικής αστάθειας και η Ελλάδα η οποία βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος, ενδεχομένως να αντιμετωπίσει τις ίδιες δυσάρεστες καταστάσεις με αυτές που ήδη αντιμετωπίζουν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Τέλος, η νομιμοποίηση μεταναστών είναι ταυτόχρονα και ένα ζήτημα μείζονος κοινωνιολογικής σημασίας, καθότι σχετίζεται άμεσα με τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. Διότι πέραν της νομιμοποίησης τους, πρέπει να επιτευχθεί και η ενσωμάτωσή τους στο αξιακό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας. Και στην προκειμένη περίπτωση η ελληνική πολιτεία πρέπει να επιδείξει ιδιαίτερη μέριμνα και φροντίδα.
Η εμπειρία, ωστόσο, των ευρωπαϊκών χωρών αναφορικά με την κοινωνική εναωμάτωση των μεταναστών προερχόμενων κυρίως από μουσουλμανικές χώρες, σε ένα μεγάλο ποσοστό απέτυχε, δεδομένων των τεράστιων πολιτισμικών διαφορών τους με τις αξίες και τα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού.
Εν κατακλείδι, η νομιμοποίηση ενός τέτοιου μεγάλου αριθμού μεταναστών που συμβαίνει για πρώτη φορά στη νεότερη ελληνική ιστορία, μένει να αποδειχθεί σε βάθος χρόνου εάν και κατά πόσο μία τέτοια μείζονος πολιτικής σημασίας θεσμική πρωτοβουλία θα έχει θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα της χώρας.-
***
Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου