Η οπλιτική φάλαγγα αποτελούσε βεβαίως το υπέρτατο όπλο των Ελλήνων. Κανένα όπλο όμως από μόνο του δεν αρκεί για την επιτυχία. Οι Έλληνες το γνώριζαν αυτό από τους προϊστορικούς χρόνους, όταν κατανικούσαν τους αντιπάλους τους χάρις στον στενό σύνδεσμο μεταξύ των διαφόρων όπλων των στρατών τους. Αυτό ίσχυε και στους κλασικούς χρόνους.
Στους αρχαϊκούς χρόνους φαίνεται πως το βάρος δόθηκε αποκλειστικά στη φάλαγγα του βαρέως πεζικού και τα λοιπά όπλα παραγκωνίσθηκαν. Φυσικά περιοχές που παραδοσιακά παρήγαγαν ιππικό ή ελαφρύ ιππικό εξακολούθησαν και την περίοδο αυτή να παρατάσσουν στο πλευρό των οπλιτών τους ελαφρά οπλισμένους πεζούς ή ιππείς.
Η Θεσσαλία των Αλεβιδών για παράδειγμα διέθετε πολύ και εκλεκτό ιππικό. Στους πολέμους τους κατά των Φωκέων (μέσα 6ου αιώνα π.Χ.) οι Θεσσαλοί επέτυχαν μεγάλες νίκες κατά τω πολεμίων, στα πεδινά εδάφη. Όταν όμως επιχείρησαν να εισβάλουν στην ορεινή Φωκίδα, οι Φωκείς ψιλοί ακοντιστές, και όχι οι οπλίτες, τους κατανίκησαν. Το θεσσαλικό ιππικό έδειξε την αξία του και κατά την διάρκεια του πρώτου μεγάλου εμφυλίου πολέμου των ιστορικών χρόνων, του Ληλάντιου Πολέμου, μεταξύ Χαλκίδος και Ερέτριας. Στον πόλεμο αυτό συμμετείχαν όλες σχεδόν οι πόλεις της κεντρικής Ελλάδος και η Αθήνα, τασσόμενες με τον έναν ή τον άλλον αντιμαχόμενο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μια παράδοση, είχε απαγορευτεί, κατόπιν κοινής συμφωνίας των αντιμαχόμενων, η χρήση εκηβόλων όπλων στον συγκεκριμένο πόλεμο.
Στο πεδίο της μάχης το ιππικό αποτελούσε παρόλα αυτά βοηθητικό και μόνο όπλο, σε αντιδιαστολή με τον ρόλο κρούσης που είχε στον μινωικό και στον πρώιμο μυκηναϊκό στρατό. Αποστολή του ήταν να καλύπτει τα πλευρά της φίλιας φάλαγγας, να ανατρέπει το αντίπαλο ελαφρύ πεζικό που πιθανώς παρενοχλούσε τους φίλιους οπλίτες, να προπορεύεται της φάλαγγας αναγνωρίζοντας και εκκαθαρίζοντας το έδαφος και να καταδιώκει τον ηττημένο εχθρό. Επρόκειτο συνεπώς, λόγω αποστολής και ανεξαρτήτως θωρακίσεως, για ελαφρύ ιππικό. Η πλειονότητα των ιππέων δεν έφερε πάντως θώρακα. Οι ιππείς ήταν οπλισμένοι με έναν αριθμό ακοντίων και σπαθί. Αργότερα συγκροτήθηκαν και βαρύτερο ιππικό, οι άνδρες του οποίου έφεραν κράνη και θώρακες. Έφεραν επίσης τον ίδιο εξοπλισμό με τους ελαφρούς ιππείς, διαθέτοντες όμως επιπλέον και ένα κοντό δόρυ.
Μόνο το μακεδονικό βαρύ ιππικό, ήδη από τον 6ο αιώνα, ήταν πραγματικό ιππικό κρούσης, οι άνδρες του οποίου δεν έφεραν εκηβόλα όπλα αλλά μακριά λόγχη μήκους 3-3,5 μέτρων, το ξυστόν. Στη νότια Ελλάδα, λόγω και της μορφολογίας του εδάφους, δεν ευνοήθηκε η ανάπτυξη ιππικού. Η μεγάλη Αθήνα πολεμά στον Μαραθώνα χωρίς ιππικό. Αλλά και στις Πλαταιές η ελληνική συμμαχική στρατιά στερείτε υποστήριξης ιππικού. Μετά τα μηδικά οι πόλεις της νότιας Ελλάδας ανέπτυξαν ολιγάριθμα τμήματα ιππικού. Οι Αθηναίοι συγκρότησαν ένα τμήμα 1.000 ελαφρών ιππέων και 200 ιπποτοξοτών.
Η Σπάρτη θεωρητικά διέθετε ένα τμήμα ιππικού 300 ανδρών, οι άνδρες του οποίου συγκροτούσαν τη βασιλική φρουρά – οι 300 του Λεωνίδα που έπεσαν μαζί του στις Θερμοπύλες. Οι άνδρες αυτοί όμως ουδέποτε πολεμούσαν έφιπποι. Στην καλύτερη περίπτωση δρούσαν ως έφιππο πεζικό, χρησιμοποιώντας τους ίππους για να κινηθούν ταχύτερα, πολεμώντας όμως πάντοτε πεζοί. Μόλις στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. η Σπάρτη ανέπτυξε το πρώτο πραγματικό τμήμα ιππικού της, δυνάμεως 400 ανδρών. Το ιππικό τάσσονταν ανά ίλες σε τετράγωνους σχηματισμούς ανάλογους της φάλαγγας, με σχετικά μεγάλο βάθος έως 8 ζυγών.
Οι Θεσσαλοί ήταν οι πρώτοι που επινόησαν τον ρομβοειδή σχηματισμό, έναν σχηματισμό που προσέδιδε τακτική ευελιξία στο ιππικό επιτρέποντας την ταχεία εμπλοκή, αλλά και απεμπλοκή και υποχώρηση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Στις τέσσερις γωνίες του ρόμβου τάσσονταν στην κορυφή ο ίλαρχος, στα πλάγια οι πλαγιοφύλακες και πίσω ο ουραγός. Και οι τέσσερις ήταν αξιωματικοί. Η τοποθέτηση τους δε στις τέσσερις γωνίες του ρόμβου επιτρέπουν τον άριστο έλεγχο της ίλης και την διατήρηση της συνοχής της. Αργότερα ο Φίλιππος της Μακεδονίας επινόησε τον εμβολοειδή σχηματισμό, γνωστό ως σφήνα, ο οποίος δεν ήταν παρά εξέλιξη του θεσσαλικού ρομβοειδούς σχηματισμού.
Η σφήνα μπορούσε να είναι απλή – ισοσκελές τρίγωνο με την κορυφή προς τον εχθρό – ή διπλή – πεπλατισμένος ρόμβος. Στην κορυφή ελάμβανε θέση ο ίλαρχος και στα πλευρά οι πλαγιοφύλακες. Η βάση της σφήνας σχηματιζόταν από περιττό αριθμό ιππέων. Ο αριθμός των ιππέων ανά ζυγό μειωνόταν σε κάθε ζυγό που πλησίαζε προς την κορυφή της σφήνας. Η σφήνα ήταν κατ’ εξοχήν επιθετικός σχηματισμός, ιδανικός για χρήση από ιππικό κρούσης όπως το μακεδονικό των Εταίρων, οι άνδρες του οποίου έφεραν και το κατάλληλο όπλο για την εκμετάλλευσή του, την μακριά λόγχη.
Το ιππικό στους υπό εξέταση χρόνους αναλάμβανε, όπως ήδη ειπώθηκε, υποβοηθητικές της φάλαγγας αποστολές. Υπό φυσιολογικές συνθήκες οι ιππείς δεν ήταν ικανοί να επικρατήσουν, χωρίς τη συνδρομή φίλιου πεζικού, έναντι εχθρικού τμήματος βαρέως πεζικού. Ήταν όμως σε θέση να του προκαλέσουν απώλειες, να το καθυστερήσουν, αλλά μόνο ένα αυτό έχανε τη συνοχή του να το κατανικήσουν. Εξαίρεση αποτελούσε το μακεδονικό ιππικό, το οποίο, χάρις στο βάρος και στην ορμή του, ήταν ικανό να διασπάσει, όχι εύκολα, την φάλαγγα των οπλιτών. Τα άρματα, τέλος, φαίνεται πως διατηρήθηκαν σε υπηρεσία έως και τον 6ο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου