Για ανάδυση μιας νέας εποχής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κάνει λόγο σήμερα, 2 ημέρες μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, η ισλαμιστική φιλο-κυβερνητική εφημερίδα Γενί Σαφάκ σε μια ανάλυση υπογεγραμμένη από την Σιμπέλ Μπουλμπούλ Πεχλιβάν, ερευνήτρια του TAV [Τουρκικό Ίδρυμα Ερευνών, εκφραστή τουρκικών κυβερνητικών (AKP) θέσεων].
Ο τίτλος του δημοσιεύματος, "Τουρκία και Ελλάδα, δύο αδιαχώριστες πλευρές του Αιγαίου", αντανακλά την κυριαρχούσα κυβερνητική οπτική, ενώ ο συνοδευτικός χάρτης επισημαίνει τον τρόπο που ερμηνεύεται η γεωπολιτική κατάσταση στο Αιγαίο.
Αναλύει τις προκλήσεις και τις δυνατότητες στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και το συμπέρασμά της είναι απόλυτο και κατηγορηματικό: Παρά τις πολιτικές περιπέτειες που προκύπτουν, η εστίαση στη διπλωματική και οικονομική συνεργασία διαθέτει τη δύναμη να αναμετρηθεί με τις εντάσεις και να διαμορφώσει ένα πιο ειρηνικό και εποικοδομητικό περιβάλλον.
Με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις να αποτελούν το επίκεντρο της γεωπολιτικής στη Μεσόγειο, η Πεχλιβάν αναλύει την πολυσύνθετη φύση αυτών των σχέσεων που πηγάζουν από την ιστορία και τη γεωγραφία. Το Αιγαίο Πέλαγος αποτελεί για την τουρκική πολιτική ανάλυση την αγκαλιά όπου συναντώνται και αλληλοεπιδρούν οι δυο δυνάμεις Ελλάδα και Τουρκία. Πέρα από τις πολιτικές διαμάχες, η πλούσια ιστορία και οι διαφορετικές πτυχές της κουλτούρας έχουν συχνά λειτουργήσει εξομαλυντικά.
«Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν ένα πλούσιο και πολύπλευρο δίκτυο σχέσεων λόγω της γεωπολιτικής τους θέσης και ιστορίας. Ενώ αυτές οι δύο χώρες λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ Ευρώπης και Ασίας λόγω της γεωπολιτικής τους θέσης, η στρατηγική τους θέση στο Αιγαίο Πέλαγος έχει παράλληλα προκαλέσει διάφορες διαμάχες. Ωστόσο, οι πολιτιστικές, κοινωνικές και τουριστικές αλληλεπιδράσεις υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες μετριασμού αυτών των εντάσεων κατά καιρούς».
Τα πάντα ρει, τίποτα δεν μένει στάσιμο
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι μπορούν να λειτουργήσουν μάλιστα ως φωτεινοί οδηγοί για την τουρκική ανάλυση. Από τον Ηράκλειτο μέχρι το Διογένη, η φιλοσοφία παραδίδει σοφά διδάγματα για τη φύση της συνύπαρξης και της αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις η Πεχλιβάν και η Γενί Σαφάκ αναγνωρίζουν αναπόφευκτα κοινά στοιχεία, όπως κοινή κουλτούρα και κοινή ιστορία, που συνθέτουν το υφαντό της σχέσης ανάμεσα σε δύο λαούς παρά τις διαφορές τους.
«Το απόφθεγμα του Έλληνα φιλοσόφου Ηράκλειτου ‘Η μόνη σταθερά στη ζωή είναι η αλλαγή’ μπορεί να εκφράσει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες αλλά σταθερά ομοιάζουσες εκδοχές των δύο κοινωνιών. Αν και έχουμε βιώσει διάφορες διακυμάνσεις στις σχέσεις μας, οι δύο χώρες βρίσκονται σε θέση που τις καθιστά αχώριστες. Εξετάζοντας τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σήμερα, μπορούμε να δούμε ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία, κοινή κουλτούρα και κοινή ιστορία που προέρχονται από το παρελθόν των δύο χωρών οι οποίες συναντώνται σε ένα κοινό έδαφος και δρουν από κοινού παρά τις διαφορές απόψεων.
Το απόφθεγμα του Έλληνα φιλοσόφου Διογένη ‘Δεν είναι ο τόπος που γεννιέται κανείς αλλά ο τόπος όπου μεγαλώνει που τον κάνει άνθρωπο’ τονίζει την σημασία της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης για την ατομική και κοινωνική ταυτότητα και φωτίζει την σχετική πτυχή των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το αποτύπωμα του ελληνικού πολιτισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι ακόμα και σήμερα ορατό στις πολιτιστικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δύο λαών».
Μια καλή αρχή είναι το ήμισυ της επιτυχίας
Είναι εντυπωσιακό στην ανάλυση της Γενί Σαφάκ η συνεχής επίκληση των αρχαίων φιλοσόφων ως έναν τρόπο για να πείσει ότι η ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά μπορεί να ενοποιήσει Ελλάδα και Τουρκία. Το απόφθεγμα του Αριστοτέλη, ότι "η καλή αρχή είναι το ήμισυ της επιτυχίας", αποτυπώνει την προσπάθεια για ένα νέο ξεκίνημα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Από την άλλη πλευρά, η επιλογή της Πεχλιβάν να αναφερθεί σε αποφθέγματα, όπως αυτό του Επίκτητου, δείχνει και το πεδίο μιας δυνητικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο κρατών και τη σημασία της διαχείρισής της με φρόνηση και διάλογο.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η σημερινή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων παρουσιάζεται ως ένας σύνθετος συνδυασμός παραδόσεων και προσπαθειών για νέες αρχές και κατευθύνσεις.
«Στο μέτωπο της πολιτικής, θέματα όπως το Αιγαίο και η Κύπρος προκαλούν κατά καιρούς εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, οι αυξημένες διπλωματικές προσπάθειες και οι συνομιλίες σε διεθνή fora τα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε πολλά υποσχόμενα βήματα για την επίλυση αυτών των ζητημάτων μέσω του διαλόγου. Η συνεργασία, ιδίως σε θέματα όπως οι ενεργειακοί πόροι και η μεταναστευτική κρίση, βοηθά να τεθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών σε πιο πρακτική βάση.
Το απόφθεγμα του Αριστοτέλη «Η καλή αρχή είναι το ήμισυ της επιτυχίας» μπορεί να έχει νόημα σε αυτό το πλαίσιο. Και οι δύο χώρες προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα μέσω διαπραγματεύσεων και να κάνουν βήματα για να γυρίσουν νέα σελίδα στις διμερείς σχέσεις.
Επί του παρόντος, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών επικεντρώνονται ιδιαίτερα στη μεταναστευτική κρίση και στην πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους. Τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην ανατολική Μεσόγειο έρχονται στο προσκήνιο ως ζήτημα που διαμορφώνει την ενεργειακή συνεργασία και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο χωρών. Η απόφανση του Έλληνα φιλοσόφου Επίκτητου ‘Τα πάντα έχουν δύο λαβές, μία δυνατή [‘φορητή’] και μια ανίσχυρη [‘αφόρητη’]’ συνοψίζει τη στάση που πρέπει να επιλεγεί σε τέτοιες προκλητικές καταστάσεις. Φαίνεται ότι η Τουρκία και η Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας τέτοια προκλητικά ζητήματα με διάλογο και συνεργασία, είναι πλέον σε θέση να επιλέγουν μια δυνατή λαβή [σ.σ. ‘φορητή λαβή’ κατά τον Επίκτητο είναι αυτή που επιλέγει ο λαμβάνων προτάσσοντας τα θετικά στοιχεία μιας αλληλεπίδρασης].
Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας τίθενται σε διμερείς και πολυμερείς πλατφόρμες. Ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών υποστηρίζεται επίσης μέσω διεθνών θεσμών όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ. Η πρόληψη συγκρούσεων και διενέξεων μεγαλύτερης κλίμακας μέσω της εργασίας σε επιλύσιμα προβλήματα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της διαδικασίας. Εν κατακλείδι, οι σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας θα παραμείνουν ένας τομέας γεμάτος προκλήσεις, αλλά και με μεγάλες δυνατότητες συνεργασίας. Και οι δύο χώρες μπορούν να κάνουν σημαντικά βήματα για την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα αξιοποιώντας αυτό το δυναμικό».
Ο τουρισμός μας φέρνει πιο κοντά
Στον χάρτη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο τουρισμός αναδεικνύεται ως ένας ισχυρός δεσμός, που μπορεί να ενώσει τις δύο χώρες, κατά την τουρκική οπτική. Πέρα από τον πολιτισμό και την ιστορία, η αμοιβαία ανταλλαγή τουριστικών πόρων φέρνει πρόσθετα οφέλη στην οικονομική ανάπτυξη, ανοίγοντας τον δρόμο για μια αμοιβαία κατανόηση.
«Το κοινό έδαφος μεταξύ των δύο χωρών δεν βασίζεται μόνο στον πολιτισμό και την ιστορία, αλλά και σε μια άλλη αξία όπως ο τουρισμός. Όσον αφορά τον τουρισμό, και οι δύο χώρες παρέχουν η μία στην άλλη σημαντικούς τουριστικούς πόρους. Αυτή η ανταλλαγή φέρνει πολιτισμική κατανόηση και προσέγγιση, καθώς και οικονομικά οφέλη.
Αυτές οι θετικές σχέσεις που χτίζονται μέσω του τουρισμού έχουν επίσης τη δυνατότητα να αμβλύνουν τις πολιτικές εντάσεις που προκύπτουν μερικές φορές μεταξύ των δύο χωρών».
Επίσκεψη Μητσοτάκη
Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τουρκία αποτελεί ορόσημο για την Άγκυρα και έναρξη μιας νέας φάσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με στρατηγικές οικονομικές συνεργασίες στα σκαριά.
«Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τουρκία φαίνεται να σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εποχής στις τουρκο-ελληνικές σχέσεις. Η επίσκεψη ανέδειξε επίσης διάφορες πρωτοβουλίες συνεργασίας, όπως η εντατικοποίηση των οικονομικών σχέσεων και η επέκταση των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών ανταλλαγών.
Κατ’ αρχάς, φαίνεται ότι οι διαμάχες στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο Θάλασσα βρέθηκαν ψηλά στην ατζέντα των ηγετών. Στην ημερήσια διάταξη τέθηκαν μακροχρόνια ζητήματα όπως τα θαλάσσια σύνορα, ο εναέριος χώρος και το Κυπριακό, τα οποία θα επιλυθούν στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και με ειρηνικά μέσα.
Στο επίκεντρο της επίσκεψης βρέθηκαν επίσης οι οικονομικές σχέσεις και το εμπόριο. Ερντογάν και Μητσοτάκης συζήτησαν για την προώθηση της συνεργασίας σε τομείς όπως η ενέργεια, ο τουρισμός και η διαχείριση κρίσεων, καθώς και της συνεργασίας σε θέματα μετανάστευσης. Συζήτησαν επίσης για την ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας και της ασφάλειας, ένα ευαίσθητο πεδίο δεδομένων των ιστορικών στρατιωτικών εντάσεων σχετικά με τα εδαφικά και τα θαλάσσια δικαιώματα στο Αιγαίο Πέλαγος. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Μητσοτάκη θεωρείται σημαντικό ορόσημο στις τουρκο-ελληνικές σχέσεις.
Οι συναντήσεις αυτές κρίνονται θετικές όσον αφορά την ενίσχυση των διαύλων διαλόγου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και τη μείωση των εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών».
Διεθνής ικανοποίηση
Η συνάντηση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Άγκυρα εκτιμάται ότι έτυχε θετικής υποδοχής και από τη διεθνή κοινότητα, που επιθυμεί -κατά τη Γενί Σαφάκ- την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών.
«Η επιθυμία των δύο ηγετών να βρουν κοινό έδαφος και τα σχέδιά τους για μελλοντική συνεργασία θεωρούνται ως ένα πολλά υποσχόμενο βήμα για την περιφερειακή ειρήνη και συνεργασία. Η επίσκεψη Μητσοτάκη έτυχε θετικής υποδοχής και διεθνώς και θεωρήθηκε ως ένα εποικοδομητικό βήμα όχι μόνο για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και για την προώθηση της περιφερειακής σταθερότητας. Η υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας στις διπλωματικές προσπάθειες διανοίγει μια πολλά υποσχόμενη οδό για τη συνέχιση αυτής της θετικής προσέγγισης προς τον διάλογο και τη συνεργασία για την επίλυση ζητημάτων διαμφισβήτησης».
Προς ένα σταθερό μέλλον
Οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα προκλήσεις και δυνατότητες, σύμφωνα με την πολιτική ανάλυση. Παρά τις πολιτικές αγκυλώσεις, η διπλωματική και οικονομική συνεργασία είναι δυνατή να ανοίξει το δρόμο για μια προσέγγιση των δύο χωρών.
«Συμπερασματικά, στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας είναι βαθιά ενσωματωμένες τόσο οι προκλήσεις όσο και οι δυνατότητες συνεργασίας. Και οι δύο χώρες προσπαθούν να οικοδομήσουν ένα ισχυρότερο και πιο σταθερό μέλλον σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, προωθώντας την αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία. Αν και πολιτικά προβλήματα έρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο, η αυξημένη διπλωματική και οικονομική συνεργασία έχει τη δυνατότητα να μειώσει αυτές τις εντάσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου