Στάθης Βασιλείου
Απαγχονίζεται από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες ο αγωνιστής του Μακεδονικού Αγώνα Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός). Ο καπετάν Άγρας, είχε δεχθεί πολυάριθμες προτάσεις συνεννόησης με τον πρωτοκομιτατζή Ζλατάν, με τον οποίο είχε συναντηθεί αρκετές φορές συνομιλώντας για παράδοση του δεύτερου και προσχώρηση στην Ελληνική υπόθεση.Η όλη ιστορία αποτελεί ένα επεισόδιο στη μεγάλη υπόθεση του Μακεδονικού Αγώνα, δηλαδή του διαγκωνισμού μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας για την επικράτηση στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Μακεδονία.
Οι περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης κατέχονταν από τους Οθωμανούς από τον 14ο περίπου αιώνα. Έκτοτε όπως και άλλες περιοχές στα Βαλκάνια απέκτησαν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, που τα σύγχρονα εθνικά κράτη γεννημένα στη δίνη των εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων δυσκολεύτηκαν να διαχειριστούν. Και ειδικά τη Μακεδονία, πλούσια και στρατηγικά κρίσιμη στα τέλη του 19ου αιώνα, τη διεκδικούσαν Έλληνες, Σέρβοι και Βούλγαροι, ελπίζοντας να την εντάξουν στον εθνικό τους κορμό.
Από την πλευρά του, το νεαρό βουλγαρικό κράτος (ιδρύθηκε μόλις το 1878) διαπίστωνε πως μεγάλο τμήμα των εθνικά Βουλγάρων παρέμεναν εκτός της επικράτειάς του και σε ανάμιξη με ελληνικούς, σερβικούς, ρουμανικούς και τουρκικούς πληθυσμούς. Η προσπάθεια υφαρπαγής της Μακεδονίας ξεκίνησε με μια κρυφή εκστρατεία αφομοίωσης των χριστιανικών πληθυσμών της, ενσωματώνοντάς τους αρχικά στην αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία (την Εξαρχία της Βουλγαρίας), που αναγνωρίστηκε με σουλτανικό φορμάνι το 1870, ενώ ως μοχλός πίεσης δρούσαν οι ομάδες των κομιτατζήδων (ονομάστηκαν έτσι από την ένταξη τους στο Βουλγαρικό Κομιτάτο).
Προσπαθώντας να απλώσουν την κυριαρχία τους σε όλο και μεγαλύτερη έκταση, οι Βούλγαροι απέστειλαν επισκόπους σε περιοχές της Θράκης και Μακεδονίας ιδρύοντας εκκλησίες, σε παραβίαση του φιρμανίου που απαιτούσε πως κάτι τέτοιο θα γινόταν εφόσον το 1/3 του πληθυσμού θα αποδεχόταν την βουλγαρική Εξαρχία. Εκμεταλλευόμενοι και την ανάμικτη τοπική διάλεκτο σλαβοφώνων Ελλήνων της περιοχής, παράγοντες του κομιτάτου, εξαπέλυσαν ανταρτικές ομάδες για να εξαναγκάσουν τους χριστιανούς που παρέμεναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, να προσχωρήσουν στη νέα Εκκλησία.
Οι Κομιτατζήδες εισέρχονταν σε χωριά μη εξαρχικών τους οποίους τρομοκρατούσαν με απειλές ή και φόνους. Στόχος ήταν η αφομοίωση των πληθυσμών αυτών, ώστε η Βουλγαρία να ισχυριστεί πως το εθνικό της στοιχείο ήταν κυρίαρχο στη Μακεδονία, θρησκευτικά, γλωσσικά και εθνικά.
Ανήσυχη, η Αθήνα τηρούσε στάση συγκρατημένης διαμαρτυρίας, αφού οι οικονομικές, στρατιωτικές και πολιτικές της δυνάμεις ήταν περιορισμένες, ενώ το πεδίο δεν προσφερόταν για μια ανοιχτή σύγκρουση. Η Μακεδονία παρέμενε οθωμανική επικράτεια και η διαμάχη ήταν μεν φανερή και με θύματα αλλά υποβόσκουσα.
Παράλληλα όμως μυστικές εταιρείες και οργανώσεις δημιουργήθηκαν για τη συγκέντρωση χρημάτων, υλικών και εθελοντών, που θα έμπαιναν κρυφά στην οθωμανική Μακεδονία και θα δρούσαν ως αντίβαρο στην βουλγαρική ασυδοσία. Έτσι, ξεκίνησε ο Μακεδονικός Αγώνας, υπόγειος αλλά υπαρκτός, που στηρίχθηκε από την ελληνική Εκκλησία και το διπλωματικό Σώμα, Έλληνες ευπατρίδες και το Σώμα αξιωματικών, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους για την οργάνωση δικτύου πληροφοριών, ανεφοδιασμού και οργάνωσης ομάδων αντιμετώπισης του Βουλγαρικού Κομιτάτου.
Ένας από τους Έλληνες αξιωματικούς ήταν και ο υπολοχαγός Σαράντης-Τέλλος Αγαπηνός, που παραιτήθηκε από τον Στρατό για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μακεδονία, μετά τον θάνατο του πρωτομάρτυρα Παύλου Μελά (καπετάν Μίκη Ζέζα). Ο Αγαπηνός έλαβε το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας και έδρασε στην περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών, που σε μεγάλο μέρος της ήταν βαλτώδης και με ψηλά καλάμια, προσφέροντας καταφύγιο για τις συμμορίες των κομιτατζήδων.
Οι Έλληνες της “Μακεδονικής Εταιρείας” εισήλθαν στον “Βάλτο”, όπως τον ονόμαζαν και αντικατοπτρίζοντας τις τακτικές και τρόπο δράσης των Βουλγάρων, όπως τη διαμονή σε καμουφλαρισμένες καλύβες, την κίνηση με ξύλινες πιρόγες και με αιφνιδιαστικές επιδρομές εντός του Βάλτου αλλά και στα γύρω χωριά, κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά τη δράση τους. Πολλοί σκοτώθηκαν εκατέρωθεν σε έναν αγώνα που διεξαγόταν χωρίς κανόνες και χωρίς έλεος.
Συχνά, Βούλγαροι και Έλληνες έρχονταν σε συνεννοήσεις για να διαπραγματευτούν ανακωχές ή την πιθανότητα αποστασίας μελών μιας ομάδας στην άλλη πλευρά. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο περιβόητος κομιτατζής καπετάν Ζλατάν, διέρευσε πληροφορίες πως ενδιαφερόταν να αποστατήσει και ζήτησε να συναντηθεί προσωπικά με τον Άγρα. Ο τελευταίος, αν και αναγνώριζε τον κίνδυνο, ήξερε πως η ευκαιρία ήταν πολύ σημαντική για να την αγνοήσει.
Στις 3/15 Ιουνίου 1907, ο Άγρας με τον συνοδό του Αντώνη Μίγγα προσήλθε χωρίς άλλη δύναμη στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης. Εκεί, συνελήφθησαν αιφνιδιαστικά από τους Βουλγάρους, που αφού τους διαπόμπευσαν δεμένους στα γύρω χωριά, τους κρέμασαν τέσσερις μέρες μετά.
Όμως, η ειδεχθής αυτή πράξη είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να σπάσει το ηθικό των Ελλήνων, ο θάνατος του Άγρα και η προδοσία του Ζλατάν πείσμωσαν τους Έλληνες και αναζωπύρωσαν τις μάχες που θα οδηγήσουν στην κορύφωση και στο τέλος του αγώνα, ένα έτος μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου