Η μελέτη των μετεωριτών και ειδικότερα όσων ανήκουν στην κατηγορία
των λεγόμενων χονδριτών, αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες. Μία νέα
διεθνής επιστημονική μελέτη, με επικεφαλής έναν Έλληνα γεωεπιστήμονα,
για τον ιστορικό μετεωρίτη Château-Renard που έπεσε στη Γαλλία το 1841,
ρίχνει φως σε αυτούς τους μετεωρίτες και αποκαλύπτει σημαντικά νέα
στοιχεία.
Η δημοσίευση της έρευνας συμπίπτει με τη σημερινή Διεθνή Ημέρα Αστεροειδών, κατά την οποία σε πολλές χώρες γίνονται εκδηλώσεις για να ενημερωθεί το κοινό σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους από τους αστεροειδείς. Οι μετεωρίτες είναι συνήθως μικρά θραύσματα αστεροειδών, τα οποία επιβιώνουν κατά την πύρινη διέλευσή τους από τη γήινη ατμόσφαιρα και καταλήγουν στην επιφάνεια του πλανήτη μας.
Είναι πρώτη φορά που εκπονείται τέτοια επιστημονική εργασία με πρώτο συγγραφέα από ελληνικό πανεπιστήμιο. Περιλαμβάνει δεδομένα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην ιστορία του συγκεκριμένου μετεωρίτη από τη στιγμή της ανακάλυψής του και τα οποία σχετίζονται με το τρόπο σχηματισμού και τις συνθήκες που λαμβάνουν χώρα κατά τη σύγκρουση των αστεροειδών.
Η ηλικία σχηματισμού των χονδριτών μετεωριτών είναι πολύ παλαιά και πρακτικά συμπίπτει με τα πρώτα στάδια δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, πριν από περίπου 4,5- 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια. Μία από τις υποκατηγορίες αυτών των μετεωριτών είναι η L, η οποία αντιστοιχεί στους μετεωρίτες που έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο.
Το μητρικό σώμα από το οποίο προέρχονται οι εν λόγω μετεωρίτες, φαίνεται να διαμελίστηκε πριν από περίπου 470 εκατομμύρια χρόνια εξαιτίας μίας ισχυρής σύγκρουσης ενός αστεροειδούς με αυτό το σώμα. Κατά τη διάρκεια του διαμελισμού του μητρικού σώματος των χονδριτών τύπου L, αναπτύχθηκαν πολύ υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες, οι οποίες αποτυπώθηκαν στα ορυκτά -δηλαδή στα θεμελιώδη συστατικά του μετεωρίτη- που σχηματίσθηκαν.
Ο εν λόγω μετεωρίτης είχε βρεθεί στην ομώνυμη περιοχή Σατό-Ρενάρ της Γαλλίας και μετά την πτώση του συλλέχθηκαν τα κομμάτια του, που συνολικά ζύγιζαν 30 κιλά. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ιωάννη Μπαζιώτη, επίκουρο καθηγητή Ορυκτολογίας-Πετρολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανίχνευσαν για πρώτη φορά στον μετεωρίτη Château-Renard σημαντικά ορυκτά, τα λεγόμενα «πολύμορφα υψηλών πιέσεων».
Η παρουσία τους στο εσωτερικό του μετεωρίτη δείχνει ότι σχηματίστηκαν σε μία πολύ σφοδρή σύγκρουση, η οποία συνδέεται με τον διαμελισμό του μητρικού σώματος των χονδριτών μετεωριτών τύπου L. Οι επιστήμονες απέδειξαν πως κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης αναπτύχθηκαν πολύ υψηλές πιέσεις, τέτοιες που ισοδύναμα παρατηρούνται στο εσωτερικό της Γης σε βάθος 650 χιλιομέτρων. Αντίστοιχα, οι θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν κατά τη σύγκρουση, εκτιμήθηκαν λίγο μεγαλύτερες από 1.800 βαθμούς Κελσίου.
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ι. Μπαζιώτης, «αποδεικνύεται πως η εφαρμογή αναλυτικών μεθόδων με επιστημονικά όργανα υψηλής διακριτικής ικανότητας, όπως αυτά που υπάρχουν στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στα συνεργαζόμενα πανεπιστήμια και φορείς, μπορεί να οδηγήσει στην ανίχνευση μικροσκοπικών ορυκτών και, περαιτέρω, στην κατανόηση της δυναμικής των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των αστεροειδών, σε μία περίοδο 470 εκατομμυρίων ετών στο παρελθόν».
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Scientific Reports», συμμετείχαν ερευνητές από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας (Caltech), το Ανοικτό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης.
Όπως τόνισε ο κ. Μπαζιώτης, «η εν λόγω εργασία αποτελεί συμβολή στην πλανητική επιστήμη, που θα βοηθήσει περαιτέρω στην κατανόηση του σχηματισμού και της ανίχνευσης πολύτιμων ορυκτών όπως ο Ιαδεΐτης, του οποίου ο πολύτιμος λίθος είναι ο Ίασπις».
Το Εργαστήριο Ορυκτολογίας-Γεωλογίας του δρ. Ιωάννη Μπαζιώτη στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών εξειδικεύεται στον χαρακτηρισμό και στη μελέτη των μετεωριτών, τόσο των χονδριτών, όσο και εκείνων που προέρχονται από τον πλανήτη Άρη. Επιπρόσθετα, παρουσιάζει έντονη δράση σε θέματα πλανητικής επιστήμης και διάχυσης της γνώσης στο ευρύ κοινό.
Στις 27 Ιουνίου ο κ. Μπαζιώτης, μαζί με τον αναπληρωτή καθηγητή Κώστα-Αλκέτα Ουγγρίνη του Πολυτεχνείου Κρήτης, έδωσαν ομιλία στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ενώπιον της Επιτροπής για τις ειρηνικές χρήσεις του διαστήματος (COPUOS). Εκεί παρουσίασαν θέματα που αφορούν την ελληνική ακαδημαϊκή έρευνα και την πρωτοβουλία για την εξερεύνηση του πλανήτη Άρη και το παράδειγμα της ύπαρξης ανάλογων πετρωμάτων -που μοιάζουν με τα αντίστοιχα του Άρη- στην Ελλάδα.
Εξάλλου, έως το τέλος του 2018, όπως δήλωσε ο Έλληνας γεωεπιστήμονας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θα πραγματοποιηθεί στη χώρα μας η έκθεση του μόνο επιβεβαιωμένου μετεωρίτη που έχει πέσει στην Ελλάδα, του μετεωρίτη SERES. «Καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από την πτώση του SERES τον Ιούνιο του 1818 στην περιοχή των Σερρών, η έκθεσή του στο κοινό της Ελλάδος θα συμβάλει στην περαιτέρω διείσδυση της επιστήμης των μετεωριτών στη νέα γενιά Ελλήνων επιστημόνων», τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Μπαζιώτη, μόνο ο μετεωρίτης SERES, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των χονδριτών, υπάρχει επίσημα ως ελληνικής προέλευσης στη βάση δεδομένων του διεθνούς Δελτίου Μετεωριτών του Σεληνιακού και Πλανητικού Ινστιτούτου (Meteoritical Bulletin of Lunar & Planetary Institute). Περίπου συνολικά 6,5 κιλά βρίσκονται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης και το κύριο δείγμα ανέρχεται σε 4 κιλά και 649 γραμμάρια.
Εκτός από τον SERES, στην Ελλάδα, κατά τον κ. Μπαζιώτη, υπάρχουν μερικές ακόμα ιστορικές πληροφορίες για την ύπαρξη μετεωριτών, ωστόσο δεν υπάρχει αντίστοιχο δείγμα για να χαρακτηριστούν επιβεβαιωμένες. Τέτοιοι θεωρούμενοι «αμφίβολοι» μετεωρίτες έχουν αναφερθεί στο παρελθόν στην περιοχή της Λάρισας, στη Θράκη, στους Δελφούς και στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής.
ΠΗΓΗ newsbeast
Η δημοσίευση της έρευνας συμπίπτει με τη σημερινή Διεθνή Ημέρα Αστεροειδών, κατά την οποία σε πολλές χώρες γίνονται εκδηλώσεις για να ενημερωθεί το κοινό σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους από τους αστεροειδείς. Οι μετεωρίτες είναι συνήθως μικρά θραύσματα αστεροειδών, τα οποία επιβιώνουν κατά την πύρινη διέλευσή τους από τη γήινη ατμόσφαιρα και καταλήγουν στην επιφάνεια του πλανήτη μας.
Είναι πρώτη φορά που εκπονείται τέτοια επιστημονική εργασία με πρώτο συγγραφέα από ελληνικό πανεπιστήμιο. Περιλαμβάνει δεδομένα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην ιστορία του συγκεκριμένου μετεωρίτη από τη στιγμή της ανακάλυψής του και τα οποία σχετίζονται με το τρόπο σχηματισμού και τις συνθήκες που λαμβάνουν χώρα κατά τη σύγκρουση των αστεροειδών.
Η ηλικία σχηματισμού των χονδριτών μετεωριτών είναι πολύ παλαιά και πρακτικά συμπίπτει με τα πρώτα στάδια δημιουργίας του ηλιακού μας συστήματος, πριν από περίπου 4,5- 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια. Μία από τις υποκατηγορίες αυτών των μετεωριτών είναι η L, η οποία αντιστοιχεί στους μετεωρίτες που έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο.
Το μητρικό σώμα από το οποίο προέρχονται οι εν λόγω μετεωρίτες, φαίνεται να διαμελίστηκε πριν από περίπου 470 εκατομμύρια χρόνια εξαιτίας μίας ισχυρής σύγκρουσης ενός αστεροειδούς με αυτό το σώμα. Κατά τη διάρκεια του διαμελισμού του μητρικού σώματος των χονδριτών τύπου L, αναπτύχθηκαν πολύ υψηλές πιέσεις και θερμοκρασίες, οι οποίες αποτυπώθηκαν στα ορυκτά -δηλαδή στα θεμελιώδη συστατικά του μετεωρίτη- που σχηματίσθηκαν.
Ο εν λόγω μετεωρίτης είχε βρεθεί στην ομώνυμη περιοχή Σατό-Ρενάρ της Γαλλίας και μετά την πτώση του συλλέχθηκαν τα κομμάτια του, που συνολικά ζύγιζαν 30 κιλά. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ιωάννη Μπαζιώτη, επίκουρο καθηγητή Ορυκτολογίας-Πετρολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ανίχνευσαν για πρώτη φορά στον μετεωρίτη Château-Renard σημαντικά ορυκτά, τα λεγόμενα «πολύμορφα υψηλών πιέσεων».
Η παρουσία τους στο εσωτερικό του μετεωρίτη δείχνει ότι σχηματίστηκαν σε μία πολύ σφοδρή σύγκρουση, η οποία συνδέεται με τον διαμελισμό του μητρικού σώματος των χονδριτών μετεωριτών τύπου L. Οι επιστήμονες απέδειξαν πως κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης αναπτύχθηκαν πολύ υψηλές πιέσεις, τέτοιες που ισοδύναμα παρατηρούνται στο εσωτερικό της Γης σε βάθος 650 χιλιομέτρων. Αντίστοιχα, οι θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν κατά τη σύγκρουση, εκτιμήθηκαν λίγο μεγαλύτερες από 1.800 βαθμούς Κελσίου.
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ι. Μπαζιώτης, «αποδεικνύεται πως η εφαρμογή αναλυτικών μεθόδων με επιστημονικά όργανα υψηλής διακριτικής ικανότητας, όπως αυτά που υπάρχουν στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στα συνεργαζόμενα πανεπιστήμια και φορείς, μπορεί να οδηγήσει στην ανίχνευση μικροσκοπικών ορυκτών και, περαιτέρω, στην κατανόηση της δυναμικής των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των αστεροειδών, σε μία περίοδο 470 εκατομμυρίων ετών στο παρελθόν».
Στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Scientific Reports», συμμετείχαν ερευνητές από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας (Caltech), το Ανοικτό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης.
Όπως τόνισε ο κ. Μπαζιώτης, «η εν λόγω εργασία αποτελεί συμβολή στην πλανητική επιστήμη, που θα βοηθήσει περαιτέρω στην κατανόηση του σχηματισμού και της ανίχνευσης πολύτιμων ορυκτών όπως ο Ιαδεΐτης, του οποίου ο πολύτιμος λίθος είναι ο Ίασπις».
Το Εργαστήριο Ορυκτολογίας-Γεωλογίας του δρ. Ιωάννη Μπαζιώτη στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών εξειδικεύεται στον χαρακτηρισμό και στη μελέτη των μετεωριτών, τόσο των χονδριτών, όσο και εκείνων που προέρχονται από τον πλανήτη Άρη. Επιπρόσθετα, παρουσιάζει έντονη δράση σε θέματα πλανητικής επιστήμης και διάχυσης της γνώσης στο ευρύ κοινό.
Στις 27 Ιουνίου ο κ. Μπαζιώτης, μαζί με τον αναπληρωτή καθηγητή Κώστα-Αλκέτα Ουγγρίνη του Πολυτεχνείου Κρήτης, έδωσαν ομιλία στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ενώπιον της Επιτροπής για τις ειρηνικές χρήσεις του διαστήματος (COPUOS). Εκεί παρουσίασαν θέματα που αφορούν την ελληνική ακαδημαϊκή έρευνα και την πρωτοβουλία για την εξερεύνηση του πλανήτη Άρη και το παράδειγμα της ύπαρξης ανάλογων πετρωμάτων -που μοιάζουν με τα αντίστοιχα του Άρη- στην Ελλάδα.
Εξάλλου, έως το τέλος του 2018, όπως δήλωσε ο Έλληνας γεωεπιστήμονας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θα πραγματοποιηθεί στη χώρα μας η έκθεση του μόνο επιβεβαιωμένου μετεωρίτη που έχει πέσει στην Ελλάδα, του μετεωρίτη SERES. «Καθώς συμπληρώνονται 200 χρόνια από την πτώση του SERES τον Ιούνιο του 1818 στην περιοχή των Σερρών, η έκθεσή του στο κοινό της Ελλάδος θα συμβάλει στην περαιτέρω διείσδυση της επιστήμης των μετεωριτών στη νέα γενιά Ελλήνων επιστημόνων», τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Μπαζιώτη, μόνο ο μετεωρίτης SERES, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των χονδριτών, υπάρχει επίσημα ως ελληνικής προέλευσης στη βάση δεδομένων του διεθνούς Δελτίου Μετεωριτών του Σεληνιακού και Πλανητικού Ινστιτούτου (Meteoritical Bulletin of Lunar & Planetary Institute). Περίπου συνολικά 6,5 κιλά βρίσκονται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης και το κύριο δείγμα ανέρχεται σε 4 κιλά και 649 γραμμάρια.
Εκτός από τον SERES, στην Ελλάδα, κατά τον κ. Μπαζιώτη, υπάρχουν μερικές ακόμα ιστορικές πληροφορίες για την ύπαρξη μετεωριτών, ωστόσο δεν υπάρχει αντίστοιχο δείγμα για να χαρακτηριστούν επιβεβαιωμένες. Τέτοιοι θεωρούμενοι «αμφίβολοι» μετεωρίτες έχουν αναφερθεί στο παρελθόν στην περιοχή της Λάρισας, στη Θράκη, στους Δελφούς και στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής.
ΠΗΓΗ newsbeast
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου