Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Το θέμα είναι γνωστό στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αποτελεί μάλιστα και μια από τις «ιδέες» που προωθούσε ο ευρωατλαντικός παράγοντας με στόχο υποτίθεται την εξεύρεσης λύσης στα προβλήματα με την Τουρκία. Φυσικά, οι διακινητές τέτοιων ιδεών, στηριζόμενοι στην ιδιότητα Ελλάδας και Τουρκίας ως κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, «ξεχνούσαν» βολικά να συνυπολογίσουν ότι στο τραπέζι προς μοίρασμα βρίσκονταν πάντα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, καθώς η πλευρά που ήγειρε αξιώσεις ήταν μία και μοναδική.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα αποθεωνόταν ως «χώρα status quo», δηλαδή μια χώρα που προάσπιζε τη σταθερότητα και την ειρήνη, ικανοποιώντας μια ψυχολογική ανάγκη «διεθνούς αποδοχής» του πολιτικού συστήματος. Ως αποτέλεσμα, «ξεχνούσαν» να θέσουν δημόσια το αυτονόητο: Νομιμοποιώντας έμμεσα τις τουρκικές διεκδικήσεις, οι εταίροι και σύμμαχοι δεν εμφανίζονται να αμφισβητούν κι αυτοί το status quo της περιοχής;
Μέθοδος ύπνωσης… το “χώρα status quo”
Οπότε, έμενε η Ελλάδα μόνη της να υπερασπίζεται ένα status quo, το οποίο οι υπόλοιποι επιθυμούσαν να αλλάξουν! Η Τουρκία κινείται στο πλαίσιο του επεκτατισμού-αναθεωρητισμού της. Ο δε ευρωατλαντικός παράγων προβάλει το υποκριτικό σκεπτικό ότι αλλαγές που επέρχονται ειρηνικά ως αποτέλεσμα έκφρασης της κοινής βούλησης δυο εμπλεκομένων χωρών, είναι εξ ορισμού αποδεκτές.
Βέβαια παράλληλα εργάζονταν συστηματικά με σκοπό να διαμορφώσουν αναλόγως την «ελληνική βούληση», καθώς πραγματικό ζητούμενο ήταν η ικανοποίηση του αναθεωρητισμού της Τουρκίας, την οποία δεν επιθυμούσαν να δυσαρεστήσουν για λόγους γεωστρατηγικούς. Άρα, ζητούμενο ήταν να διασφαλιστεί η εθελούσια παραίτηση της Ελλάδας από κυριαρχικά της δικαιώματα. Κι αυτό, πριν καν εγερθεί ζήτημα αμφισβήτησης και της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία, με τη μορφή της μετεξέλιξης του τουρκικού επιχειρήματος περί αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου…
Κατά συνέπεια, το ζήτημα που εγέρθηκε αναμενόμενα μετά την αναφορά Μητσοτάκη στους υδρογονάνθρακες, είναι πως αντιμετωπίζει η χώρα το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης-συνδιαχείρισης των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Ας κάνουμε ένα βήμα τη φορά. Ας χαιρετίσουμε, καταρχήν, την πρωθυπουργική αναφορά που έρχεται με καθυστέρηση δυο δεκαετιών τουλάχιστον. Μια καθυστέρηση, για την οποία ευθύνεται οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Έπρεπε να έρθει ο πόλεμος στην Ουκρανία, να ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο, για να εγκαταλειφθούν τα «πράσινα» ιδεολογήματα και να επικρατήσει η κοινή λογική.
Ο Μητσοτάκης, ο Μεταξάς και η σωστή πλευρά της Ιστορίας
Την απόφαση την πιστώνεται ο Μητσοτάκης, ένας πολιτικός που είχε ταχθεί κατηγορηματικά υπέρ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Παρότι το «αποτύπωμα» ρύπανσης της χώρας σε σχέση με τον παγκόσμιο στόχο δεν ξεπερνούσε το 0,5% η χώρα, διά της κυβέρνησής της, είχε δηλώσει πρόθεση να κάνει «πρωταθλητισμό» στην απολιγνιτοποίηση. Έτσι βεβιασμένα αυτοπαραιτήθηκε από δικαιώματα που διατηρούν για δεκαετίες ακόμα άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ, ακόμα και η Γερμανία.
Όσο υπερβολικό κι αν φαίνεται, μοιάζει σαν ο Ιωάννης Μεταξάς να έμενε δέσμιος της προσωπικής του ιδεολογίας και να είχε οδηγήσει την Ελλάδα στο πλευρό των «εθνικοσοσιαλιστών» του Χίτλερ και όχι των «ναυτικών δυνάμεων» πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άρα, εδώ η Ελλάδα, έστω και την τελευταία στιγμή, θα βρεθεί «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας».
Οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού Άμυνας Ακάρ περί συνεκμετάλλευσης-συνδιαχείρισης, διαψεύστηκαν από τον Έλληνα ομόλογό του, αλλά προφανώς το θέμα δεν κλείνει. Η Τουρκία δεν πρόκειται να παρεκκλίνει από τους πάγιους στόχους της. Οι αλλαγές αφορούν μόνο στο ύφος. Ας μην θεωρήσουμε, όμως, ότι όλα είναι προαποφασισμένα. Το ενεργειακό ζήτημα δεν αφορά παντού τις σχέσεις με τον κακό γείτονα.
Τα πολλά υποσχόμενα κοιτάσματα στη δυτική Ελλάδα και νότια και ανατολικά της Κρήτης έμειναν στο ράφι. Ο δρόμος για τις έρευνες και γεωτρήσεις ναρκοθετήθηκε με περιβαλλοντικά προσχήματα. Έστω και τώρα, είναι μια καλή αρχή να φανεί ότι η κυβέρνηση εννοεί όσα είπε ο πρωθυπουργός. Αυτό αφορά και στα νότια και ανατολικά της Κρήτης, όπου έχει βάλει πόδι η Τουρκία με το παράνομο μνημόνιο που υπέγραψε με την παλαιότερη κυβέρνηση Σάρατζ της Λιβύης.
Ουάσιγκτον, ιδού η ευκαιρία σας…
Η υπόθεση αυτή είναι ευκαιρία για την Ελλάδα να μετρήσει πραγματικούς φίλους και συμμάχους. Στην περιοχή, εξάλλου, εμπλέκονται ευθέως και αμερικανικά και γαλλικά συμφέροντα. Η Ουάσιγκτον έχει τη δυνατότητα, εάν το επιθυμεί, να πιέσει ασφυκτικά Αθήνα και Τρίπολη να απευθυνθούν σε διεθνή δικαιοδοτικό μηχανισμό για τη χάραξη των θαλασσίων τους συνόρων. Αυτός θα κρίνει το ζήτημα του δικαιώματος κλεισίματος του Κόλπου της Σύρτης, αλλά και εκ των πραγμάτων τη νομιμότητα ή όχι του Μνημονίου.
Θα κάνουν οι ΗΠΑ το αυτονόητο, ή θα συνεχίσουν να χαϊδεύουν την Τουρκία καλώντας σε διαπραγματεύσεις για άλλον ένα παρανοϊκό τουρκικό ισχυρισμό; Θα αποδεχθεί η Ουάσιγκτον την απόπειρα ετσιθελικής απόσπασης μεριδίου, δηλαδή την αποστέρηση του δικαιώματος της Κρήτης να διαθέτει ΑΟΖ; Άλλη συζήτηση είναι η επήρεια και άλλο η συνολική άρνηση του δικαιώματος.
Το «συλλογικό συμμαχικό» συμφέρον, δεν μπορεί να κατισχύει έναντι του εθνικού. Άρα, θα πρόκειται για ξεκάθαρη μη φιλική ενέργεια απέναντι στην Ελλάδα και μάλιστα από μια σύμμαχο χώρα που έχει λάβει όσες στρατιωτικές διευκολύνσεις ζήτησε στο ελληνικό έδαφος. Δεδομένου ότι η θέση της Ελλάδας είναι αναβαθμισμένη, το ζητούμενο είναι η ελληνική πολιτική ηγεσία να αναλάβει την ευθύνη ενεργού διεκδίκησης, όχι απλά ρητορικής, των δικαιωμάτων που θεωρούνται αυτονόητα για όλες τις άλλες χώρες.
Η συνεκμετάλλευση-συνδιαχείριση επικεντρώθηκε στο παρελθόν στον χώρο του Αιγαίου. Εδώ ενδεχομένως θα είχαν νόημα τα λόγια του Δένδια ότι «δεν θα μετατρέψουμε το Αιγαίο σε Κόλπο του Μεξικού». Βέβαια ο Ακάρ δεν είχε στο μυαλό του μόνο υδρογονάνθρακες, αλλά και τα αλιευτικά δικαιώματα, τα οποία ξεχνούν όσοι έμαθαν με καθυστέρηση να παπαγαλίζουν περί ΑΟΖ. Κλείνοντας τα μάτια π.χ. στον «πόλεμο της τσιπούρας».
Συνεκμετάλλευση σε κοινά κοιτάσματα ναι
Η Ελλάδα δεν έχει κανένα συμφέρον να τρέξει δήθεν προς χάριν της ειρήνης, δηλαδή της επιθυμίας τρίτων, να συζητήσει όρους συνεκμετάλλευσης-συνδιαχείρισης. Κι αυτό όχι μόνο διότι το αντικείμενο είναι ελληνικά δικαιώματα που επιθυμεί να αρπάξει η Τουρκία. Εάν υπήρχε κάποιο κοίτασμα που απλώνεται σε ελληνικά και τουρκικά ύδατα προφανώς υπάρχει αντικείμενο συζήτησης, όπως μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Εάν επιδειχθεί όμως αδικαιολόγητη βιασύνη, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με δυτικές πιέσεις για συνεκμετάλλευση και κοιτασμάτων σε περιοχές όπου η Τουρκία δεν δικαιούται απολύτως τίποτα.
Αν αποφασίσει η Άγκυρα να προσαρμοστεί στοιχειωδώς στο πλαίσιο που ορίζει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας τότε υπάρχει περιθώριο συζήτησης. Διότι μόνο αφελείς θα εμπλέκονταν σε συζήτηση με οποιονδήποτε που θα υποστήριζε ότι τα νησιά δεν δικαιούνται θαλασσίων ζωνών πλην χωρικών υδάτων. Πού ακριβώς υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού; Και κάτι ακόμα: Δεν θα διαμαρτυρόταν η Ελλάδα εάν ο ευρωατλαντικός παράγοντας ανεχόταν και μόνο τέτοια θέση να τίθεται στο τραπέζι συζήτησης;
Τι άλλαξε και τι όχι
Καταληκτικά, η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τη Μεταπολίτευση και μετά, δείχνει ότι εκτός εξαιρέσεων οι ελληνικές κυβερνήσεις ενεπλάκησαν σε διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα, ελπίζοντας να βρεθεί ένας συμβιβασμός με την Τουρκία συχνά και με εκπτώσεις στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Εφόσον τόσες δεκαετίες δεν πετύχαμε απολύτως τίποτα, μπορεί κάποιος να εξηγήσει τι έχει αλλάξει, ώστε εάν εφαρμόσουμε την ίδια πολιτική κατευνασμού και διαπραγματεύσεων να περιμένουμε σήμερα άλλο αποτέλεσμα;
Η αλήθεια είναι ότι το γεωστρατηγικό περιβάλλον έχει αλλάξει. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει εξασφαλίσει περισσότερα ευήκοα ώτα σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό όντως συνιστά ποιοτική διαφορά. Με μια όμως προϋπόθεση: Τη συντήρηση της βούλησης για αντίσταση απέναντι σε κάθε τουρκικό παραλογισμό που καταπατά βάναυσα τα δικαιώματα του Ελληνισμού. Μόνη διαφορά ότι τα παράλογα θα κατατίθενται στο τραπέζι με διπλωματικά χαμόγελα αντί των γνωστών αναθεωρητικών κραυγών.
Όπως η ελληνική κινητοποίηση στον Έβρο βοήθησε να αντιληφθεί ο Ερντογάν ότι δεν τον βοηθάει να παριστάνει πως δεν υπολογίζει την Ελλάδα. Γι’ αυτό πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να αντιστέκεται μέχρι στην Άγκυρα να αντιληφθούν ότι οι εκβιασμοί δεν θα περάσουν και πρέπει να αλλάξουν ρότα. Η Αθήνα δεν θα ανεχθεί να καταγραφεί ως «ειδική περίπτωση» με σκοπό να ικανοποιηθεί η λαιμαργία της Άγκυρας. Ένα μήνυμα που αφορά κυρίως φίλους…
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου