Η πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία των υπουργών Άμυνας ΗΠΑ και Ρωσίας μετά τις 18 Φεβρουαρίου, δημιουργεί αμυδρές ελπίδες ότι θα μπορούσε να συνιστά το πρώτο βήμα μιας βραδείας και βασανιστικής πορείας που θα οδηγήσει στην κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει και οι δυο πραγματικοί εμπόλεμοι να έχουν αποφασίσει, ότι το κόστος παράτασης της σύγκρουσης υπερβαίνει το όφελος.
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Ο στρατηγός εν αποστρατεία και τώρα υπουργός, Λόιντ Όστιν, λοιπόν, τηλεφώνησε στον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Σοϊγκού και συζήτησαν για τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Είχε προηγηθεί δυο μέρες νωρίτερα η συνάντηση στη Μόσχα ανάμεσα στον Αμερικανό πρέσβη Τζον Σάλιβαν και τον Ρώσο αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών, Σεργκέι Ριαμπκόφ, που είχε δώσει μια πρώτη ένδειξη ότι έχει τεθεί σε λειτουργία ένας διπλωματικός μηχανισμός.
Σε ανακοίνωση για τη συνάντηση, η αμερικανική πρεσβεία στη Μόσχα είχε αναφέρει ότι «οι ΗΠΑ παραμένουν αφοσιωμένες στο άνοιγμα διαύλων επικοινωνίας με τη ρωσική κυβέρνηση, τόσο για την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων όσο και για τη μείωση του κινδύνου λανθασμένων υπολογισμών μεταξύ των χωρών μας». Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας από την πλευρά του ανακοίνωσε τη συνάντηση, χωρίς να σχολιάσει ή να αποδεσμεύσει πληροφορίες για το περιεχόμενο.
Είναι εύλογο να εικάσει κανείς ότι το αντικείμενο της πρώτης επαφής ήταν η προετοιμασία της συνομιλίας ανάμεσα στους δυο υπουργούς Άμυνας. Μένει να αποδειχθεί εάν αυτές οι επαφές θα επεκταθούν και μεταξύ των επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, ή το πιθανότερο, ανάμεσα στον επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας και έμπιστο συνεργάτη του Βλαντίμιρ Πούτιν, Νικολάι Πατρούσεφ, και τον Αμερικανό ομόλογό του, Τζέικ Σάλιβαν, προτού εμπλακούν οι υπουργοί Εξωτερικών και σε τελευταίο στάδιο οι πρόεδροι Πούτιν και Μπάιντεν.
Καταρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η συνομιλία των υπουργών Άμυνας θα ήταν δυνατή αποκλειστικά και μόνον, εάν την πρωτοβουλία είχε η αμερικανική πλευρά. Το ακριβώς αντίθετο, ειδικά με βάση την ψυχοσύνθεση των Ρώσων, θα αποτελούσε ένδειξη αδυναμίας που θα ακύρωνε το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που δίνουν σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση, τα όποια εδαφικά κέρδη έχει μέχρι τώρα η ρωσική πλευρά.
Ωστόσο, ο υπογράφων επιμένει ότι τα πρώτα ρωσικά σημάδια επιθυμίας διπλωματικής απεμπλοκής από τη σύγκρουση, είχαν εμφανιστεί στις αρχές Μαρτίου. Εξάλλου, τότε, το αμερικανικό Πεντάγωνο είχε διαρρεύσει μέσω αξιωματούχου στο Reuters και στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC, τη δημιουργία και έναρξη λειτουργίας μιας νέα γραμμής επικοινωνίας με το αντίστοιχο ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
Ο δίαυλος επικοινωνίας μεσούσης της ρωσικής «ειδικής επιχείρησης» στην Ουκρανία, θύμιζε το «κόκκινο τηλέφωνο» της ψυχροπολεμικής εποχής. Για μια ακόμη φορά στόχο είχε «να αποτρέψει εσφαλμένους υπολογισμούς, στρατιωτικά επεισόδια και κλιμάκωση». Αν μη τι άλλο, η πρωτοβουλία αυτή αποκάλυπτε, ότι στο ανώτατο στρατιωτικό επίπεδο, υπήρχε εκατέρωθεν συναίσθηση των κινδύνων που αρνούνται να αντιληφθούν οι «χρήσιμοι… οπαδοί» των δυο πλευρών.
Άλλο όμως η προπαγάνδα με στόχο το διεθνές ακροατήριο και τη συσπείρωση του εσωτερικού μετώπου κάθε πλευράς και άλλο η διαχείριση μιας κρίσης από υπεύθυνες ηγεσίες χωρών που διαθέτουν όπλα μαζικής καταστροφής. Ηγεσίες που γνωρίζουν καλά ότι η πίεση που μπορεί να ασκηθεί από τον έναν στον άλλον είναι πεπερασμένη, εάν εξακολουθούν να απεύχονται την είσοδο σε περιβάλλον «βέβαιης αμοιβαίας καταστροφής». Ή «τρέλας» όπως υπονοούσε το MAD (Mutually Assured Destruction), ο όρος που υιοθετήθηκε στη βιβλιογραφία περί πυρηνικής αποτροπής» (nuclear deterrence).
Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Το ότι δεν υπήρξε όλο αυτό το διάστημα αμερικανική κίνηση, έδωσε τροφή σε αναλύσεις ότι η Ουάσιγκτον επιθυμούσε παράταση της σύγκρουσης, καθώς η τροπή που είχε λάβει μεγιστοποιούσε το κόστος, αποδυναμώνοντας τους Ρώσους. Αυτή η επιλογή ήταν απόλυτα ορθολογική στρατηγικά, εάν περιοριστεί στο μέτωπο της Ουκρανίας, χωρίς αναγωγή στις παγκόσμιες επιπτώσεις.
Ίσως, όταν ξεκίνησε η διεθνής συζήτηση για την ταχεία κλιμάκωση προς το πυρηνικό επίπεδο εξαιτίας της ρωσικής αδυναμίας στο συμβατικό, η Ουάσιγκτον να άρχισε να το ξανασκέφτεται. Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί συνέχιζαν να τροφοδοτούν στοχευμένα με ολοένα και πιο προηγμένα συμβατικά οπλικά συστήματα τους Ουκρανούς.
Δυσκολεύοντας την προέλαση των ρωσικών δυνάμεων και κάνοντάς τες να «ματώνουν», επεδίωξαν και πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό να υποσκάψουν το ηθικό του στρατεύματος και μεγιστοποιούσαν σε πολλαπλά επίπεδα το κόστος για την ηγεσία της Ρωσίας. Εάν όμως έχουμε βρεθεί σε ένα σημείο ισορροπίας που θα οδηγήσει σταδιακά στην απόπειρα ενεργοποίησης της διπλωματίας και σταδιακής απεμπλοκής των στρατιωτικών δυνάμεων, θα διαπιστωθεί προσεχώς.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός των παραγόντων που επηρεάζονται από τον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία, και διαμορφώνουν το προς τα που θα γύρει η ζυγαριά κόστος-όφελος των ΗΠΑ. Εάν η ζυγαριά αρχίσει να ισορροπεί, η Ουάσιγκτον ίσως αναζητήσει την απεμπλοκή από τον πόλεμο για λογαριασμό των «αντιπροσώπων» της στον πόλεμο, δηλαδή των Ουκρανών. Τέτοιοι παράγοντες είναι:
>Το εσωτερικό πολιτικό μέτωπο στις ΗΠΑ και οι επιπτώσεις στην οικονομία (πληθωρισμός, εφοδιαστικές αλυσίδες) εξαιτίας της παράτασης του πολέμου στην Ουκρανία.
>Οι επιπτώσεις από τη χρήση του δολαρίου ως νέου «οπλικού συστήματος» σε μια διεθνή σύρραξη και η ανάγκη οπισθοχώρησης προτού αυτές καταστούν ανεξέλεγκτες και αυτοκαταστροφικές.
>Η αντίδραση της Ευρώπης, άρα η ενότητα του μετώπου απέναντι στη Ρωσία. Μπορεί να επιβεβαιώθηκε η πολιτική και αμυντική ανυπαρξία της, αλλά η υπερβολή και οι επιπτώσεις της θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε ρωγμές και ίσως σε αντισυσπειρώσεις. Μεταξύ αυτών και ο εσωτερικός πολιτικός διχασμός σε πολλές χώρες που θα οδηγήσει σε ανεπιθύμητες για τις ΗΠΑ πολιτικές εξελίξεις.
>Οι επιπτώσεις της προϋφιστάμενης ενεργειακής κρίσης που ξέφυγε από τον έλεγχο εξαιτίας του πολέμου, αποσταθεροποιούν κυρίως τους Ευρωπαίους συμμάχους και αποκαλύπτουν ότι η δυνατότητα των ΗΠΑ να καλύψουν το κενό που θα αφήσουν οι ρωσικοί υδρογονάνθρακες είναι πεπερασμένη.
>Η ευκολία-ταχύτητα με την οποία θα αντικατασταθεί το απόθεμα των οπλικών συστημάτων που παραχωρήθηκαν στην Ουκρανία, τόσο για τις ΗΠΑ όσο και από συμμαχικές χώρες.
>Οι επιπτώσεις στη σχέση των ΗΠΑ με την Κίνα, η οποία είναι και ο πραγματικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει ένα «Σχέδιο Β» που θα αφορά την απόπειρα συνεννόησης με μια αποδυναμωμένη(;) Ρωσία. Η δε αμερικανική διπλωματία θα διαθέτει ανταλλάγματα κομβικού ρωσικού ενδιαφέροντος να προσφέρει (π.χ. άρση κυρώσεων).
>Ενδεχόμενη απροθυμία στις ΗΠΑ για άσκηση περισσότερης πίεσης στη Ρωσία πέραν ενός σημείου υπό τον φόβο πρόκλησης ανεξέλεγκτων καταστάσεων και ανάληψης της εξουσίας από μία ηγεσίας που θα είναι «σκληρότερη» του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Αντί επιλόγου θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι την επαύριον του πολέμου θα προκύψει ζήτημα με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Παρότι πρέπει να θεωρείται αναλώσιμος, η επόμενη ημέρα στην Ουκρανία θα είναι πολύ δύσκολη. Αν και μειούμενης έντασης, οι σημερινοί διθύραμβοι για την θαρραλέα του στάση, θα αντικατασταθούν νομοτελειακά από μια ψύχραιμη και πραγματιστική αποτίμηση-κριτική με βάση το τελικό αποτέλεσμα των επιλογών του. Κυρίως όμως με βάση το αποτέλεσμα του πολέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου